,
,
Σβησμένες ὅλες οἱ φωτιές…
.
Σβησμένες ὅλες οἱ φωτιὲς οἱ πλάστρες μὲς στὴ Χώρα !..
Στὴν ἐκκλησιά, στὸν κλίβανο, στὸ σπίτι, στ’ ἀργαστήρι,
παντοῦ, στὸ κάστρο, στὴν καρδιά, τ’ ἀποκαΐδια, οἱ στὰχτες !
Πάει κι ὁ ψωμάς, πάει κι ὁ χαλκιάς, πάει κ’ ἡ γυναῖκα, πᾶνε
τὰ παλληκάρια, οἱ λειτουργοί !.. ( )
~
Τὰ χέρια εἰναι παράλυτα καὶ τὰ σφυριά παρμένα,
καὶ δὲ σφυροκοπᾶ κανεὶς τ’ ἄρματα καὶ τ’ ἀλέτρια,
κ’ ἡ φοῦχτα κάποιου ζυμωτῆ, λίγο σιτάρι ἀν κλείσῃ,
δὲ βρίσκει τὴν πυρή ψυχή ψωμί γιὰ νὰ τὸ κάμῃ.
~
Κι ἀπὸ κατάκρυα χόβολη μεστὴ ἡ γωνιά – κι ἀκόμα
καὶ πιο πολύ ἀπὸ τὴ γωνιά, ποὺ τοῦ σπιτιοῦ ἡ καρδιά εἰναι,
κακοκατάντησε ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου… ( )
~
Σκοτεινό ρέπιο κ’ ἡ ἐκκλησιά καὶ δίχως πολεμῆστρες
τὸ κάστρο – καὶ χορτάριασε κ’ ἔγινε βοσκοτόπι.
Κι ὁ μέγας ἔρωτας μακρυά, και εἰν’ ἄβουλος ὁ ἄντρας
κι ἄπραχτος, καὶ στὸ πλάι του χαμοσυρτή ἡ γυναῖκα –
κυρά της ἔχει τὴ σκλαβιά καὶ δοῦλο της τὸ ψέμμα…
~
Σβησμένες ὅλες οἱ φωτιές οἱ πλάστρες μὲς στὴ Χώρα !.. ( )
< Ὅμως > θαρθῇ κάποιος καιρός, καὶ κάποια αὐγή θὰ φέξῃ,
καὶ θὰ φυσήξῃ μιὰ πνοή μεγαλοδύναμη – ἄκου !
Ἀπὸ ποιό στόμα ἤ ἀπὸ ποιό χάος θὰ χυθῇ, δὲν ξέρω· ( )
ξέρω πὼς θ ά ‘ρ θ ῇ !..
Καὶ στὸ πέρασμά της –
μέγα, καὶ θεῖο, καὶ μυστικό, κι ἀξήγητο – θὰ σκύψουν
οἱ κορφὲς ὅλες, οἱ φωτιές θὰ ξαναδώσουν ὅλες !
~
Στὴν ἐκκλησιά, στὸν κλίβανο, στὸ σπίτι, στ’ ἀργαστήρι,
στὸ κάστρο, στὴν καρδιά, παντοῦ, στ’ ἀποκαΐδια, Ἀπρίλης !
Καὶ σὰ θεῶν ἀγάλματα θαμματουργά πλασμένα
να ἠχολαγᾶνε μουσικά, σὰν τὰ φιλῇ ὁ κυρ – Ἥλιος,
καὶ σὰ χλωρά ἰσκερόδεντρα, ποὺ δέν τοὺς άπολείπουν
ζαχαροστάλαχτοι καρποί χειμῶνα – καλοκαίρι,
νά ! νά ὁ ψωμάς, καὶ νά ὁ χαλκιάς, νά και ἡ γυναῖκα – νά τα
τὰ παλληκάρια, οἱ λειτουργοί – ( )
ὅταν τριγύρω σου οἱ φωτιές ἀνάψουν πάλε οἱ πλάστρες !..