,
.
.ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄
ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΛΥΣΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΣ- ΘΕΟΔΩΡΑ, ΜΙΧΑΗΛ Γ’
ΑΝΑΣΤΥΛΩΣΙΣ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ
………..Η Θέκλα, ην ως είδομεν είχε παραλάβει ο πατήρ [Θεόφιλος], συμμέτοχον τής κυβερνήσεως, δεν διετήρησεν ειμή ψιλόν το όνομα τής αρχής, πάσα δε η πραγματική εξουσία περιήλθε εις χείρας τής βασιλίσσης Θεοδώρας, θείον αυτής εκ πατρός όντα, και τον αρχαίον λογοθέτην Θεόκτιστον.
……….Τί εφρόνει η Θεοδώρα περί εικόνων ανέκαθεν, το γνωρίζομεν ήδη· και εννοείται ότι ο θάνατος τού συζύγου της δεν ηλάττωσε την προς αυτάς ευλάβειάν της. Κατά τα λοιπά ήτο γυνή χρηστή και είχε μάλιστα το προτέρημα τής οικονομίας, διότι ηύξησεν επί τής κυβερνήσεώς της το μέγα χρηματικόν αποταμίευμα όπερ ο Θεόφιλος κατέλιπεν εν των δημοσίῳ ταμείῳ. Αλλ’ ο χαρακτήρ αυτής ήτο ασθενής επί τοσούτον ώστε ούδ’επί τής ανατροφής τού υιού της ηδυνήθη να επενεργήση. Το δε δεινότερον, και οι άλλοι επίτροποι ούτε εξαίρετόν τινα ικανότητα είχον, ούτε ευστάθειαν περί τας πεποιθήσεις. Εις μάλιστα, ο αδελφός της Βάρδας, ήτο εκ των ανθρώπων οίτινες μηδεμίαν πρεσβεύοντες υγιά αρχήν, σκοπόν άλλον δεν έχουσιν ειμή να αυξήσωσι την δύναμιν αυτών δια παντός τρόπου.
……….Ενώ δε τοιούτοι ήσαν οι κυβερνήται οι κληθέντες να πηδαλιουχήσωσι την τύχην τού κράτους, η αναρχία η επικρατούσα επί Μιχαήλ Β’ περί τού εκκλησιαστικού ζητήματος δεν είχε παύσει, πολλού γε δει, διά των διατάξεων τού Θεοφίλου· ιδίως δε εβλάβη εκ τής αναρχίας ταύτης η μερίς τής μεταρρυθμίσεως, ήτις δεν ήτο δυνατόν να κατισχύση των πολυαρίθμων αυτής αντιπάλων, ειμή διά τής περί τας πεποιθήσεις ευσταθείας και αυστηρότητος. Αλλά περί τούτου δέον να προσθέσωμεν έτι τινά κατά την κρίσιμον ταύτην τής παρούσης ιστορίας στιγμήν.
……….Αι κοινωνικαί μερίδαι ήσαν διηρημέναι περί τα μέσα τής 9 εκαντοετηρίδος, όπως και εν αρχή τής 8ης. Το μέγα τού λαού πλήθος ενέμενε προσηλωμένον εις τας αρχαίας αυτού πεποιθήσεις και έξεις· όλαι αι γυναίκες, από των ανωτάτων κοινωνικών βαθμίδων μέχρι των κατωτάτων, εξηκολούθουν ασπαζόμεναι και λατρεύουσαι τας εικόνας μετά τού αυτού ζήλου όπως πάλαι ποτέ. Το πολυάριθμον και ισχυρόν μοναχικόν τάγμα, το οποίον αείποτε τοσούτον εκθύμως και πεισματωδώς ηγωνίσθη κατά πάσης καινοτομίας, δεν έπαυσε υποθάλπον τας προλήψεις των δύο εκείνων ομάδων, αίτινες βεβαίως περιελάμβανον το ασυγκρίτως μεγαλύτερον μέρος τού έθνους.
……….Ούτε η μετριοπάθεια τού Λέοντος Γ’, ούτε η αυστηρότης τού Κωνσταντίνου Ε’, ούτε η ανοχή τού Λέοντος Δ’, ούτε η διοικητική εμπειρία τού Νικηφόρου, ούτε η σύνεσις τού Λέοντος Ε’, ούτε ο οξύς χαρακτήρ τού Θεοφίλου, ούτε αυτή η ιερά επιτηδειότης δι’ ης η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος ηρμήνευσε το ζήτημα των εικόνων, ηδυνήθησαν να τροπολογήσωσι τας ημαρτημένας των όχλων εκείνων δοξασίας. Ο μόνος τρόπος δι’ ου αι δοξασίαι αύται ηδύναντο να καθαρισθώσι, να υγιασθώσι και όντως ν’ αγιασθώσιν, ήτο η τής ορθής παιδείας εις τους πολλούς διάδοσις· αλλά τούτο ήτο αδύνατον να κατορθωθή κατά τους χρόνους εκείνους. Η μεγάλη ευρωπαϊκή μεταρρύθμισης δεν ευωδώθη βραδύτερον ειμή διότι είχεν ήδη τότε ευρεθή η τυπογραφική τέχνη.
……….Αφ’ ετέρου αι ανώτεραι κοινωνικαί τάξεις εν μέρει ως μάλλον πεφωτισμέναι, εν μέρει ως εκ τού πρακτικωτέρου βίου ον διήγον, διδασκόμεναι τα ατοπήματα τα οποία συνεπήγοντο αι ημαρτημέναι εκείναι δοξασίαι, επέμενον φρονούσαι όσα και άλλοτε περί τής ανάγκης τής μεταρρυθμίσεως. Και ου μόνον επέμενον φρονούσαι τοιαύτα, αλλά και πραγματικώς κατείχον τα πλείστα αξιώματα· διότι ο τε πατριαρχικός θρόνος και πάντες οι αρχιερατικοί θρόνοι ήσαν εις χείρας αυτών· επλειονοψήφουν δε και εν τῃ συγκλήτῳ και εν τῃ υπαλληλία και εν τω στρατώ.
……….Συνέβαινεν όμως τότε παρά τοις οπαδοίς τής μεταρρυθμίσεως, μετά τον θάνατον τού Λέοντος Ε’, και έτι μάλλον μετά τον θάνατον Θεοφίλου επί Θεοδώρας, ό, τι είχε συμβή παρ’ αυτοίς μετά τον θάνατον τού Λέοντος Δ’ επί Ειρήνης. Πολλοί δηλαδή εξ αυτών, αναλογιζόμενοι ότι οι μακροί και επανειλημμένοι αγώνες, οι διεξαχθέντες επί τω σκοπώ τής ανορθώσεως τής γνησίας πίστεως, ουδόλως επενήργησαν εις το πλείστον τού έθνους, και αντί να τονώσωσι τας ηθικάς, τας διανοητικάς και τας υλικάς αυτού δυνάμεις, απ’ εναντίας παρήγαγον νέαν αφορμήν διενέξεως και έριδων, ήρχισαν να διστάζωσι περί τής πρακτικής αξίας των φρονημάτων αυτών.
……….Και φυσικώ τω λόγω ο ενδοιασμός ούτος απέβη νυν πολύ ισχυρότερος ή επί τής Ειρήνης· διότι εν τω μεταξύ, νέαι με εγένοντο απόπειραι υπό βασιλέων κατά το μάλλον ή ήττον μεγαλοφυών, όλων δε δεξιοτάτων· και όμως, αι νέαι αύται απόπειραι, αίτινες διήρκεσαν περί τα 40 έτη, απέβησαν ουδέν ήττον των πρώτων ατελέσφοροι. Η μόνη δύναμις τής πολιτείας, η παραμείνασα και ήδη πιστοτέρα πάσης άλλης εις την μεταρρύθμισιν, ήτο ο στρατός. Το πνεύμα τούτο τού στρατού εξηγήσαμεν και άλλοτε. Ο στρατός εκπροσωπεί πάντοτε το πρακτικώτερον μέρος πάσης κοινωνίας και συναισθάνεται τούτου ένεκεν, υπέρ πάσαν άλλην κοινωνικήν τάξιν την αξίαν τής προσωπικής ενεργείας και αρετής, ήτις ήτο κυριώτατον σύμβολον τής μεταρρυθμίσεως. Εντεύθεν το πνεύμα τής μεταρρυθμίσεως ίσχυσεν αείποτε εν τω ανατολικώ κράτει παρά τω στρατώ μάλλον ή παρά ταις άλλαις κοινωνικαίς τάξεσιν. Οποίον δε ήτο και ήδη το πνεύμα τού στρατού τούτου, απεδείχθει αμέσως μετά τον θάνατον τού Θεοφίλου.
……….Ο μάγιστρος Μανουήλ, συγκαλέσας κατά τον ιππόδρομον πάσαν την αυτοκρατορικήν φρουράν, ενόμισε καθήκον να συστήση εις τους στρατιώτας εκείνους, κατά την κρίσιμον ταύτην στιγμήν, την πειθαρχίαν και την προς τους ανωτέρους υποταγήν, επροοιμίασε δε τον λόγον ως εξής· «Οίδατε πάντες, ω άνδρες, τα προς υμάς τής αγάπης γνωρίσματα εν τε κηδεμονίαις εν τε προστασίαις φιλόφροσι, συνάμα ταύταις και ευεργεσίαις, μηδάλως εξισταμένων ημών. Και δια τούτο χρεών υμάς, ημίν αποδούναι τας αντιχάριτας εν τε λόγων πειθοί και έργων· και όπερ αν ημίν αιρετόν διακέκριται, τούτο ελέσθαι σπουδάζοιτε, και ο εάν αρέσκον κατά σπουδήν και προαίρεσιν, το ευπειθές αυτώ μέχρι και κινδύνου παντός επιδείξασθαι».
……….Ο στρατός, όστις εγίνωσκε τας διαθέσεις τής Θεοδώρας και την προς την μεταρρύθμισην αφοσίωσιν τού Μανουήλ, νομίσας εκ τούτου προοιμίου, ότι ο μάγιστρος επεζήτει την ιδίαν εαυτού εις τον θρόνον αναγόρευσιν, δεν αφήκεν αυτόν να τελειώση τον λόγον, αλλ’ εν τω άμα, ανευφήμησεν αυτόν και ωρκίσθη υπακοήν εις αυτόν. Ότε δ’ εκείνος νοήσας την παρεξήγησιν ανέκρεξε διαρρήδην, «Μιχαήλ τε και Θεοδώρας τα έτη προς πλείστον οδεύσειεν», ο Γενέσιος βεβαιοί ότι «επλήσθησαν αθυμίας και πολυειδούς ενεφορήθησαν θλίψεως αλλ’ όμως το προσταγέν εξεπλήρουν». Ο στρατός λοιπόν περέμενε πιστός εις το φρόνημα τής μεταρρυθμίσεως, αλλ’ όμως έχων πάσαν πεποίθησιν εις τον μάγιστρον Μανουήλ, υπήκουεν ουδέν ήττον πιστός εις τα νεύματα αυτού.
……….Ούτως είχον τα πράγματα και τα πνεύματα, ότε ανέλαβε την κυβέρνησιν τού κράτους η Θεοδώρα μετά των τριών αυτής συμβούλων. Εις τους πολυαρίθμους αντιπάλους τής μεταρρυθμίσεως, εις την παραχθείσαν μεταξύ των οπαδών αυτής διαίρεσιν ένεκα των προειρημένων αμφιβολιών, προσετέθη ήδη το γεγονός ότι τής πολιτείας προΐστατο γυνή ποθούσα την παλινόρθωσιν. Και τούτο δεν ήρκεσεν. Ο αδελφός τής βασιλίσσης Βάρδας, δεν επίστευεν εις τίποτα και έτι ολιγώτερον εις τας εικόνας, αλλ’ ήθελε να καταλάβη την υπερτάτην αρχήν και ενόει ότι δεν ηδύνατο να επιτύχη τούτο, ειμή διά των πολεμίων τής μεταρρυθμίσεως, το μεν διότι ήσαν ασυγκρίτως των αντιπάλων πολυαριθμότεροι, το δε διότι έμελλον ν’ αποβώσιν ισχυρότεροι διά τής προστασίας τής βασιλίσσης. Εξ αρχής άρα, απεφάσισε να συμπράξη μετά τής αδελφής, να ενθαρρύνη μάλιστα αυτήν εις την ανόρθωσιν των παλαιών καθεστώτων, επιφυλαττόμενος να την υποσκελίση βραδύτερον, ίνα επιτύχη το κύριον αυτού βούλευμα.
……….Ο Θεόκτιστος και ο Μανουήλ, ήσαν άλλοι άνθρωποι· άνθρωποι έντιμοι και χρηστοί, αλλά παντάπασιν αποστερημένοι τής ευσταθείας τού χαρακτήρος, τής απαραιτήτου εις τοιαύτας κρισίμους περιστάσεις. Ο Θεόκτιστος είχεν αρχίσει προ καιρού να διστάζη αν η μεταρρύθμισις είναι δυνατόν να εφαρμοσθή πραγματικώς και να κατισχύση τοσούτων και τηλικούτων δυσκολιών. Αυτός ο Θεόφιλος είχεν υπονοήσει, ως φαίνεται, τας αμφιβολίας ταύτας τού λογοθέτου, διότι εν τω τελευταίω αυτού λόγω, εξώρκισεν αυτόν ιδίως, να μη συναινέση εις την των εικόνων αναστήλωσιν και την τού πατριάρχου Ιωάννου καθαίρεσιν.
……….Εξ όλων των υπερτάτων τής κυβερνήσεως διαχειριστών, μόνος ο θείος τής βασιλίσσης, Μανουήλ, ήτο ο ειλικρινώς αφωσιωμένος εις την μεταρρύθμισιν. Δυστυχώς και εις αυτάς τας ανωτάτας τής τότε κοινωνίας τάξεις, ούτε η παιδεία ούτε η πείρα ίσχυον να εκριζώσωσι πολλάς προλήψεις τας οποίας οι άνθρωποι εθήλαζον, ούτως ειπείν, διά τού γάλακτος των μητέρων αυτών, ενεστερνίζοντο διά τής πρώτης ανατροφής ην ελάμβανον παρ’ αυτών τούτων των μητέρων και ενέπνεον διά της ατμοσφαίρας υπό τής οποίας περιεστοιχίζοντο καθ’όλον τον βίον. Μικρόν μετά τον θάνατον τού Θεοφίλου, ενόσησεν ο Μανουήλ βαρέως, οι δε επισκεφθέντες αυτόν μοναχοί τού Στουδίου, τον εβεβαίωσαν ότι δεν θέλει αναρρώσει ειμή εάν τάξη τω Θεώ την των εικόνων ανόρθωσιν. Ο Μανουήλ έταξε το ζητούμενον, και άμα αναλαβών εκ τής νόσου ενόμισε καθήκον του να εκτελέση την δοθείσαν υπόσχεσιν.
……….Ομοφροσύνη λοιπόν επεκράτησε μεταξύ όλων των ανθρώπων οίτινες είχον εις τας χείρας αυτών την τύχην τού κράτους, περί τής ανάγκης του να επιχειρήσωσι την των εικόνων αναστήλωσιν. Άμα δε αποφασίσαντες τούτου ανέλαβον το έργον και επερειδόμενοι μεν επί τε τής μεγάλης πλειονοψηφίας τού έθνους και επί τού ισχυρού μοναχικού τάγματος, ωφελούμενοι δε εκ των διαιρέσεων όσαι ενεφώλευον παρά τοις οπαδοίς τής μεταρρυθμίσεως, εξετέλεσαν το βούλευμα μετά παραδόξου ταχύτητος και ευκολίας. Η ταχύτης και η ευκολία αύτη, παραβαλλομένη προς τα πολυειδείς δυσχερείας όσας συνήντησε προ 60 ετών η Ειρήνη, προσεπιμαρτυρούσιν οπόσον εν τω μεταξύ τούτω είχεν ωριμάσει το πνεύμα τής ανορθώσεως των αρχαίων καθεστώτων. Ο στρατός, όστις τοσούτον αντέστη άλλοτε εις την Ειρήνην, υπήρξεν ήδη ευπειθέστερος, το μεν διά την απεριόριστον επιρροήν ην είχεν επ’αυτού ο μάγιστρος Μανουήλ, το δε διότι παρεισέφρησαν βεβαίως και εν αυτώ δισταγμοί τινες, ανάλογοι των παραχθέντων παρά τοις άλλοις οπαδοίς τής μεταρρυθμίσεως.
……….Η ασθένεια και η ανάρρωσις τού Μανουήλ, συνέβη ολίγον μετά τον θάνατον τού Θεοφίλου, διότι πάντα τα προς αναστήλωσιν των εικόνων ενηργήθησαν και αυτή η πρώτη εορτή τής Ορθοδοξίας ετελέσθη εντός ενός μηνός από τού θανάτου τού βασιλέως.Ο Μανουήλ, άμα αναλαβών, συνεννοηθείς μετά τού Βάρδα και τού Θεοκτίστου, οίτινες ήταν προ καιρού πρόθυμοι να συμπράξωσιν εις την καθαίρεσιν τής μεταρρυθμίσεως, απήλθε προς την βασίλισσαν Θεοδώραν και παρέστησεν αυτή ότι η κοινή ευχή όλων των ευλαβών χριστιανών, είναι ν’ αποδοθώσιν αύθις τη Εκκλησία αι ιεραί εικόνες. Πριν ή πράξη το διάβημα τούτο, ο Μανουήλ είχε προσλάβει συνεργούς τού πράγματος την τε μητέρα τής Θεοδώρας και τας αδελφάς αυτής.
……….Εκ τούτου συνάγεται ότι η Θεοδώρα καίτοι προσωπικώς ευλαβουμένη τας εικόνας, εδίσταζε να επιχειρήση την ανόρθωσιν αυτών, είτε διότι οι οπαδοί τής μεταρρυθμίσεως ήσαν έτι ισχυροί και πολυάριθμοι, είτε διότι δεν ήθελε να προσβάλη την μνήμην τού ανδρός αυτής, προς ον έσωζε πάντοτε πολλήν αγάπην. Καίτοι δε οι χρονογράφοι διαφοροτρόπως εκθέτουσι την απάντησην αυτής προς τους συνεπιτρόπους, παρ’ όλοις όμως υποφαίνεται ο ενδοιασμός εκείνος τής βασιλίσσης.
……….Τω όντι ο Ιωσήφ Γενέσιος, προς ον συμφωνούσιν ο Ζωναράς και ο Σκυλίτζης, βεβαιοί ότι αντέλλαξεν επί μικρόν, «είτε διά την τού τηλικούτου μετάθεσιν πράγματος είτε δια φιλανδρίαν ίσως παράλογον, προτιμωμένη τού Θεού τα ανθρώπινα». Είπε δε προς τον Μανουήλ ότι «ο εμός ανήρ και βασιλεύς μακαρίτης, σοφίας αρκούντως εξείχετο, και ουδέν των δεόντων αυτώ ελελήθει· και πώς των εκείνου διαταγμάτων αμνημονήσαντες εις ετέραν διαγωγήν εκτραπείημεν ;».
……….Τότε ηπείλησεν αυτήν ο Μανουήλ ότε «είπερ των εικόνων μη φροντίσειας αναμορφής τε και προσκυνήσεως, ετέρως τα τής ευνοίας ή αυτής τής βασιλείας, Θεού ευδοκούντος, διατεθήσεται»· εν άλλαις λέξεσι τη είπεν ότι, εάν δεν το πράξη αυτή, θέλουσι το πράξει άλλοι, δι’ο εκπλαγείσα κατά το φαινόμενον η βασίλισσα, αληθώς δε και μάλα χαρείσα ενέδωκεν εις την πρότασιν και ανέλαβε να εκτελέση αυτήν, διατάξασα να παρασκευασθώσιν αμέσως τα πάντα προς τούτο, και ιδίως διά προσηκούσης συζητήσεως να ορισθώσι τα αναγκαία διατάγματα.
……….Κατά δε την εκ προστάγματος τού Πορφυρογεννήτου γραφείσαν χρονογραφίαν, προς ην συμφωνούσιν ο Συμεών ο λογοθέτης και ο Λέων ο Γραμματικός, η Θεοδώρα, ακούσασα την πρότασιν των επιτρόπων, «τούτο, απεκρίθη, και δι’ επιθυμίας ήγον αεί και μελετώσα διέλειπον ουδαμώς, αλλη των πολλών συγκλητικών και των εν τέλει τη τοιαύτη προσανακειμένων αιρέσει πληθύς εκώλυε άχρι τής σήμερον, ουχ’ ήττον δε και οι τής εκκλησίας υπερμαχούντες μητροπολίται και μάλιστα ο πατριάρχης…»
……….Εκείνος δε αντείπε· «και τί γουν ούτω, δέσποινα, φρονούσάν σε και βουλευομένην τα κάλλιστα, το κωλύον έστι μη και εις έργον ταύτα αχθήναι και την πάνδημον ταύτην κελεύσαι εις πέρας ελθείν εορτήν;». Μεθ’ο η βασίλισσα διέταξε να ενεργηθώσι τα περαιτέρω. Οπωσδήποτε το βέβαιον είναι ότι η βασίλισσα ενέδωκε. Το δε κείμενον των προ μικρού παρατεθέντων χρονογράφων είναι κατά τούτο μάλιστα αξιοσημείωτον, ότι ομολογεί άπαντα τον ανώτερον κλήρον υπερμαχούντα υπέρ τής μεταρρυθμίσεως.
……….Ό,τι προ πάντων έπρεπε να γίνη προς εκτέλεσιν των προαποφασισθέντων ήτο η εκ τού πατριαρχικού θρόνου απομάκρυνσις τού Ιωάννου του Γραμματικού, διότι οι αντίπαλοι αυτού, γιγνώσκοντες κάλλιστα την αρετήν και την σταθερότητα τού ανδρός, δεν επίστευον ποτέ ότι θέλει πεισθεί να μεταβάλη γνώμην επί ζητήματος το οποίον λόγω και έργω επρέσβευε δι’ όλης αυτού τής ζωής.
……….Όθεν εκ πρώτης αφετηρίας ενόησαν την ανάγκην να μεταχειρισθώσι την βίαν και διέταξαν ένα των ανωτέρων αξιωματικών τής αυτοκρατορικής φρουράς, ονόματι Κωνσταντίνον [τον πατέρα τού πατρικίου Θωμά, τού μετά ταύτα λογοθέτου τού δρόμου γενομένου], να μεταβή μετά ισχυρού αποσπάσματος εις το πατριαρχείον, ίνα διακοινώση εις τον Ιωάννην τα αποφασισθέντα. Ο πατριάρχης ήξευρε προ ημερών τα παρασκευαζόμενα· ήξευρεν ότι ο γνωστός ήδη εις ημάς Μεθόδιος και πλείστοι άλλοι μοναχοί, περιστοιχίζοντες την βασίλισσαν, είχον κατακυριεύσει το πνεύμα αυτής, ήξευρε την απιστίαν τού Βάρδα, την παλιμβουλίαν τού Θεοκτίστου, τας παραλήψεις τού Μανουήλ· είχε μάθει την σκηνήν την συμβάσσαν εν τοις ανακτόροις και βλέπων τον κίνδυνον τον απειλούντα το οικοδόμημα τής αναμορφώσεως υπέρ ου τοσούτον ήθλησεν, αναλογιζόμενος δε τα αποτελέσματα όσα έμελλε να επαγάγη εις την τύχην τού έθνους η κατάλυσις τής μεταρρυθμίσεως, είχε περιέλθει εις αθυμίαν πολλήν, ει και ουδ’ επί στιγμήν απέβαλε τας ακραδάντους αυτού πεποιθήσεις.
……….Ήτο δε κατακεκλιμένος επί σκίμποδος εντός μιάς των μεγάλων τού πατριαρχείου αιθουσών, ότε εισήλθεν ο αξιωματικός Κωνσταντίνος, όστις εδήλωσεν αυτώ διά βραχέων, κατ’ ανωτέραν διαταγήν, ότι πολλοί πολλαχόθεν συνελθόντες μοναχοί και ευλαβείς άνδρες απηύθυναν προς την βασιλείαν δέησιν ίνα διατάξη την των πανσέπτων εικόνων αναστήλωσιν. Εάν λοιπόν συμφωνή εις τούτο, η Εκκλησία θέλει αναλάβει τον αρχαίον αυτής κόσμον. Εάν δε διστάζη και αντιλέγη, δέον να μεταβή εις τα εκτός τής πόλεως κτήματα αυτού, μέχρις ου συνέλθη σύλλογος των αγίων πατέρων και συσκεφθείς μετ’ αυτού μεταπείση αυτόν κακώς λέγοντα και φρονούντα.
……….Η παραγγελία αύτη και ο αυθάδης τρόπος καθ’ όν εξετελέσθη δεν εθορύβησαν τον γενναίον άνδρα, όστις απήντησεν αταράχως ότι θέλει σκεφθή περί τούτου· αλλ’ ο Κωνσταντίνος, έχων διαταγήν να λάβη διά παντός τρόπου ή την συναίνεσιν τού πατριάρχου προς συγκρότησιν συνόδου ή την παραίτησιν αυτού και βλέπων αυτόν μη θέλοντα να συναινέση ούτε εις το εν ούτε εις το άλλο, ετόλμησε να επιβάλη χείρα εις τον αρχηγόν τής Εκκλησίας, όστις, φαίνεται, αντέστη και επληγώθη εν τη βιαιοπραγία ταύτη.
……….Η περί τούτου αγγελία διαδοθείσα εν ακαρεί εις την πόλιν, ετάραξε τα πνεύματα των ανθρώπων οίτινες ήκουον θρυλούμενον ότι ενεργείταί τι αλλά δεν ήξευρον ακριβώς τί τρέχει. Καθώς δε συμβαίνει εις τοιαύτας περιστάσεις, ήσαν ευθιάθετοι να πιστεύσωσι τα χείριστα και επίστευσαν τω όντι ότι η βασίλισσα διέταξε να σφάξωσι τον πατριάρχην, ώστε εδέησε ν’ αποσταλή αυτός ο Βάρδας, ίνα προλάβη δεινοτέραν τινά διατάραξιν. Ο Βάρδας προσελθών εις το πατριαρχείον, κατέπεισε το συρρεύσαν περί αυτό πλήθος, ότι ο Ιωάννης ίνα κινήση τον έλεον, επλήγωσεν αυτός εαυτόν, όπερ, μεταβαίνον από στόματος εις στόμα, κατήντησε να μεταβληθή εις φήμην ότι ο πατριάρχης ηθέλησε να γίνη αυτόχειρ. Τότε μετεκλήθησαν εκτός τής πόλεως εις το κτήμα αυτού και εν των άμα συνεκλήθησαν όλοι οι φίλοι των εικόνων εις σύνοδον, τής οποίας δεν περιεσώθησαν δυστυχώς τα πρακτικά, ήτις όμως, εκ των ολίγων όσα περί αυτής γνωρίζομεν, και ευλόγως δυνάμεθα να εικάσωμεν, δεν υπήρξεν πολύ τακτική. Εν πρώτοις ου μόνον υπό πατριάρχου δεν προηδεύετο, αλλά συνήλθεν εις το κατάστημα τού λογοθέτου παρά πάντα τα ειθισμένα· διότι αι σύνοδοι συνήρχοντο ή εν εκκλησία τινί, ή εν τω πατριαρχείω, ή εν άλλω τινί ιερώ οικοδομήματι. Πλήν τούτου, καθ’α εξάγεται εκ τής ομολογίας τής βασιλίσσης ότι όλος ο ανώτερος κλήρος επρέσβευε τα τής μεταρρυθμίσεως, ολίγιστοι πιθανώς επίσκοποι προσεκλήθησαν εις το συνέδριον τούτο. Δεν λέγομεν ουδείς, διότι υπήρξαν βεβαίως τινές πρόθυμοι να υποκύψωσιν εις την θέλησιν τού Θεοκτίστου, ίνα μη απολέσωσι τας επαρχίας αυτών· αλλ’οι τοιούτοι δεν ήσαν πολλοί, ως δηλούται προσέτι εκ τής πληθύος των μοναχών των προχειρισθέντων μετ’ ολίγον εις διαφόρους επισκοπάς.
……….Η σύνοδος λοιπόν αύτη, συνεκροτήθη κυρίως εκ των πεισματωδών τούτων πολεμίων τής μεταρρυθμίσεως, οίτινες από κοινού προς τους ευαρίθμους παλιμβουλήσαντες αρχιερείς ηνώρθωσαν μεν το κύρος τής Ζ’Οικουμενικής Συνόδου, καθήρεσαν δε και ανεθεμάτισαν τον πατριάρχην Ιωάννην και πάντες τους ομόφρονας αυτώ, εχειροτόνησαν δ’αντ’ αυτού τον Μεθόδιον και παρέδωκαν τους πλείστους των επισκοπικών θρόνων εις υποψηφίους εκ τού τάγματος αυτών ληφθέντας.
……….Συνέβη δε εν τη συνόδω ταύτη γεγονός τι, χαρακτηριστικώτατον των θρησκευτικών δοξασιών τας οποίας είχον οι αντίπαλοι τής μεταρρυθμίσεως. Η βασίλισσα επεθύμει ου μόνον να εξαιρέση τον Θεόφιλον τού αναθεματισμού ον εψήφισεν η σύνοδος κατά των οπωσδήποτε συμπραξάντων εις την καθαίρεσιν των εικόνων, αλλά και ρητήν υπέρ αυτού να επιτύχη συγγνώμην τε και συγχώρησιν και αμνηστίαν παρά Θεού τής τοιαύτης διαμαρτίας.
……….Όθεν απήτησε τούτο παρά τής συνόδου, ως προσωπικήν χάριν και ανταπόδοσιν των όσα αύτη έπραξεν, απειλήσασα, «ως ει μη τούτο γένηται, ούτ’ εμέ σχοίητε επακολουθούσαν υμίν, ούτε την των σεπτών εικόνων προσκύνησιν και ανάρρησιν αλλ’ ουδέ την τής εκκλησίας ανάληψιν». Η πρότασις αύτη ήτο καθ’ εαυτήν αρκετά παράδοξος ιδίως διά την τελευταίαν ταύτην απειλήν· αλλά τα επακολουθήσαντα υπήρξαν, ει δυνατόν, έτι παραδοξότερα. Οι περί τον Μεθόδιον, απήντησαν ότι επεθύμουν πολύ ν’αποδείξωσι την ευγνωμοσύνην αυτών προς την βασίλισσαν, αλλ’ ότι έχουσι μεν το δικαίωμα να συγχωρώσι ζώντας και αυτούς δε τους αποθανόντας όταν τα σφάλματα αυτών είναι μικρά και επήλθεν μετάνοια ένεκεν αυτών, η εξουσία των όμως δεν προβαίνει μέχρι τού να διαλύσωσι τας ευθύνας των ανθρώπων όσοι μετέστησαν εκ τού κόσμου τούτου μετά των πονηρών ελπίδων και φέροντες πρόδηλον την κατάγνωσιν.
……….Τότε η δέσποινα δεν εδυσκολεύθη να διαβεβαιώση ενόρκως τον ιερόν εκείνον θίασον, ότι ο Θεόφιλος ακούων αυτήν καταλοφυρομένην διά τας συμφοράς όσας επήγαγε και έμελλε να επαγάγη η αίρεσις, μεταμελήθη μικρόν προ τού θανάτου και ζητήσας τας εικόνας, κατησπάσατο αυτάς ζεούση ψυχή. Ότι τούτο ποτέ δεν εγένετο, είναι αναμφισβήτητον διότι απ΄ εναντίας είδομεν τον Θεόφιλον ολίγας στιγμάς προ τού θανάτου συνιστώντα εις τους περί αυτόν την διατήρησιν τής μεταρρυθμίσεως. Η Θεοδώρα ως παρούσα ήξευρε τούτο κάλλιστα, ουδέν ήττον δ’ εγνώριζον τούτο και οι πλείστοι των εν τη συνόδω παρευρεθέντων, εξαιρέτως δε ο λογοθέτης Θεόκτιστος, παρά τω οποίω συνεδρίαζεν η σύνοδος και εις τον οποίον ο Θεόφιλος είχεν απευθύνει τους τελευταίους υπέρ τής μεταρρυθμίσεως λόγους.
……….Κι όμως, τοσούτο παράδοξοι ήσαν αι θρησκευτικαί των ανθρώπων αυτών ιδέαι, ώστε η μεν Θεοδώρα δεν εδίστασε να ψευσθή εν γνώσει, ίνα επιτύχη την συγγνώμην τού συζύγου, η δε σύνοδος δεν εδίστασεν ωσαύτως, εν γνώσει τού ψεύδους, να επιτρέψη την αιτουμένην συγγνώμην και να δώση μάλιστα εις την δέσποιναν εγγράφως την περί τούτου διαβεβαίωσιν. Τούτων γενομένων, επεκύρωσεν η βασίλισσα πάντα τα υπό τής συνόδου αποφασισθέντα, εχειροτονήθη ο Μεθόδιος οικουμενικός πατριάρχης και απεφασίσθη να τελεσθή κατά την προσεγγίζουσαν πρώτην Κυριακήν των νηστειών, ήτις συνέπεσε κατά το έτος 842 τη 19 Φεβρουαρίου, πανήγυρις εις τιμήν τής ψηφισθείσης αναστηλώσεως των εικόνων.
……….Η περιγραφή τής τότε κατά πρώτον τελεσθείσης ταύτης πανηγύρεως, σώζεται παρ’ ανωνύμω τινί χρονογράφω, έχουσα ως εξής· «Εμήνυσε [Θεοδώρα] τω αγιατάτω πατριάρχη Μεθοδίω, τού δηλοποιήσαι και επισυνάξαι πάντα άνθρωπον ορθόδοξον από τε μητροπολιτών, αρχιεπισκόπων, ηγουμένων, κληρικών, και κοσμικών, ως αν παραγένωνται εν τη μεγάλη τού Θεού εκκλησία μετά τιμίων σταυρών και αγίων εικόνων τη πρώτη Κυριακή των αγίων νηστειών.
……….Και τούτων πάντων γενομένων και αναριθμήτου πλήθους συναχθέντες εν τη τού Θεού μεγάλη εκκλησία, παραγίνεται και αυτός ο βασιλεύς Μιχαήλ μετά τής αγίας και ορθοδόξου μητρός του και πάσης τής συγκλήτου, ανά κηρόν βασιλικόν εις έκαστος αυτών βαστάζων. Και ενωθέντες τω αγιωτάτω πατριάρχη και ομού μετά λιτής απάραντες από τού θυσιαστηρίου μετά των αγίων εικόνων και τού τιμίου σταυρού και τού αγίου Ευαγγελίου, κατήλθον λιτανεύοντες μέχρι των βασιλικών πυλών των λεγομένων Κτεναρίων. Και δη και εκτενούς ευχής γενομένης και μετά κατανύξεως και δακρύων πολλών και στεναγμών το ”Κύριε ελέησον” ειπόντων, υπέστρεψαν εν των αγίων ναώ μετά χαράς πολλής και λαμπρότητος την θείαν μυστικήν λειτουργίαν εκτελέσοντες.
……….Και ούτως ανεστηλώθησαν αι άγιαι και σεπταί εικόνες εν τω τού Θεού ναώ τού τιμάσθαι και σέβεσθαι και προσκυνείσθαι υπό πάντων των πιστών. Οι ούν ευσεβώς κρατούντες μετά τού σεβασμίου και αγιωτάτου πατριάρχου Μεθοδίου και των συν αυτώ μητροπολιτών και οσίων ασκητών, το τηνικαύτα εθέσπισαν τού εορτάζειν την αγίαν και σεβασμίαν εορτήν ταύτην ετησίως λαμπρώς εν τη τού Θεού μεγάλη εκκλησία τη πρώτη Κυριακή των αγίων νηστειών, ήτις και μέχρι τής δεύρο εορτάζεται».
……….Η εορτή αύτη εορτάζεται το όντι μέχρι τής σήμερον παρ’ όλοις τοις χριστιανοίς τής Ανατολής, κατά την πρώτην Κυριακήν τής μεγάλης Τεσσαρακοστής. Σημειωτέον όμως ότι μικρόν από τής πρώτης ιδρύσεως αυτής προσέλαβε χαρακτήρα πολύ γενικότερον και σπουδαιότερον, τον χαρακτήρα πανηγύρεως τελουμένης ένεκα τού θριάμβου τής ορθής πίστεως κατά πάσης εν γένει αιρέσεως. Τούτου δ’ ένεκα εκλήθη π α ν ή γ υ ρ ι ς τ ή ς Ο ρ θ ο δ ο ξ ί α ς και αποτελεί μίαν των κυριωτάτων εορτών τής Εκκλησίας ημών.
……….Τοιουτοτρόπως κατελύθη η εκκλησιαστική μεταρρύθμισις, διότι ου μόνον ανεστηλώθησαν αι εικόνες εις τας εκκλησίας και εις πάντα τα δημόσια μέρη αλλ’ αποκατεστάθησαν και τα καταργηθέντα μοναστήρια, το δε μοναχικόν τάγμα ίσχυσε πάλιν, κατ’ αρχάς μάλιστα, εν τη κοινωνία και εν τη κυβερνήσει.
……….Η θρασύτης αυτού δεν εσέβετο ουδ’ αυτήν την βασιλείαν. Τη 19 Φεβρουαρίου 842, μετά την τέλεσιν τής πρώτης εορτής τής Ορθοδοξίας, η Θεοδώρα είχε καλέσει εις μέγα γεύμα τον Μεθόδιον και άπαντα τον ανώτατον τής πρωτευούσης κλήρον, εν οις ήτο και ο αρχιεπίσκοπος Νικαίας Θεοφάνης, εις των δύο εκείνων αδελφών μοναχών ων το μέτωπον είχε στιχθή ως προείπομεν, επί Θεοφίλου. Ο διορισμός τού Θεοφάνους εις την αρχιεπισκοπήν Νικαίας, είχε συναντήσει δυσκολίας τινάς, διά τον λόγον ότι ενομίσθη άτοπον ν’αποδοθή τηλικούτον αξίωμα εις μοναχόν αμαθή και μέχρι χθες πλάνητα διατελέσαντα. Αλλ’ η βασίλισσα επέμεινε κυρίως ένεκα τού τεκμηρίου όπερ έφερεν επί τού μετώπου αυτού και ο Θεοφάνης ανεδείχθη ούτως εις των υπάτων τής Εκκλησίας λειτουργών. Ουδ’ ηρκέσθη η Θεοδώρα εις το εξαίρετον εκείνο δείγμα τής ευνοίας αλλ’ επί τού μεγάλου περί ου ο λόγος συμποσίου, ατενίσασα το πρόσωπον τού Θεοφάνους, και θέλουσα να περιποιηθή αυτόν, είπεν ότι θαυμάζει την καρτερίαν μεθ’ ης υπέστη το πάθημα και οικτίρει την προς αυτόν σκληρότητα τού δράσαντος.
……….Ο δ’ αναιδής μοναχός, λησμονών την ευγνωμοσύνην ην ώφειλε προς την βασίλισσαν δει τε την προστασίαν ης ηξιώθη παρ’ αυτής ανέκαθεν, και τους επιεικείς λόγους ους αύτη εξήνεγκεν, ετόλμησε ν’ αποκριθή ότι «υπέρ ταύτης τής γραφής μάλα τρανώς εν τω τού Θεού αδεκάστω δικαστηρίω διαδικάσομαι συν τω ανδρί σου και βασιλεί». Η δυστυχής βασίλισσα, ήτις προς ενός μόλις μηνός είχε στερηθή τον σύζυγόν της, ήτις ηγάπα αυτόν περιπαθώς, ήτις έπραξεν ό,τι ηδύνατο ίνα επιτύχη την συγχώρησιν αυτού, και ενόμισεν ότι απήλλαξε την ψυχή αυτού παντός κινδύνου διά τής απονεμηθείσης υπό τής συνόδου αμνηστίας, ακούσασα αίφνης την απειλήν τού αγρίου εκείνου μοναχού, εταράχθη, εδάκρυσε και εγερθείσα εκ τής τραπέζης, τί σημαίνουσι λοιπόν, ηρώτησεν, αι δοθείσαι εις αυτήν έγγραφοι ομολογίαι, ότε ου μόνον δι’ αυτών δεν λογίζεται συγχωρηθείς αλλά και προς αγώνας ενώπιον τής θείας δίκης εγκαλείται και ενάγεται ;
……….Εννοείται ότι συγχρόνως ηγέρθησαν και πάντες οι παρακαθήμενοι, ο δε πατριάρχης Μεθόδιος, όστις ως άνθρωπος λαβών ανωτέραν ανατροφήν, ησθάνθη το άτοπον τού πράγματος και ήξευρε προσέτι ότι διά μόνης τής ισχυράς προστασίας τής βασιλίσσης ηδύνατο να ελπίση νίκην οριστικήν κατά των οπαδών τής μεταρρυθμίσεως, έσπευσε ν’ ανακράξη· «ου, βασίλεια, ου αλλ’ έξει βεβαίως τα ημέτερα, τής ολιγωρίας τούτων λογιζομένης ουδέν».
……….Και κατηυνάσθη ούτως η υπόθεσις αύτη, αλλά τα τής Εκκλησίας δεν παρέμειναν ακύμαντα, ως αξιοί η εκ προστάγματος τού Πορφυρογεννήτου χρονογραφία, πολλού γε δεί. Τα άγρια των μοναχών πάθη, τα οποία δεν ηυλαβούντο ουδ’ αυτήν την τοσούτον ευεργετήσασαν αυτούς βασίλισσαν, επεχείρησαν διωγμόν δεινότατον κατά των οπαδών τής μεταρρυθμίσεως. Πρώτον αυτών θύμα εγένετο ο περιφανής ανήρ όστις μέχρι προ ολίγου εκάθητο επί τού πατριαρχικού θρόνου. Ο Ιωάννης απαχθείς από των κτημάτων αυτού εις μονήν τινα, κειμένην πλησίον τού λιμένος τής πόλεως, εξωρίσθη έπειτα εις χώρας απωτέρας· αλλ’ ουδ’ εκεί παρέμεινεν ανενόχλητος. Οι αμείλιχοι αυτού αντίπαλοι συκοφαντήσαντες τον άνδρα ότι δήθεν εξώρυξε τους οφθαλμούς μιάς εικόνος και επιλαβόμενοι τής γελοίας ταύτης προφάσεως, κατ’ άλλους μεν ανταπέδωκαν αυτώ τα ίσα, τυφλώσαντες τον άνθρωπον, κατ’ άλλους δε περιωρίσθησαν να μαστιγώσωσιν αυτόν διά διακοσίων πληγών, όσαι ουδέποτε εις τους χειρίστους των κακούργων επεβλήθησαν. Διακόσιαι πληγαί κατενεχθείσαι εις τον σοφώτερον και χρηστότερον των ανθρώπων των χρόνων τούτων, τοιούτος υπήρξεν ο πρώτος καρπός τής εις τα πράγματα επανόδου τού μοναχικού τάγματος· και τούτον παρηκολούθησαν ανάλογοι άλλοι.
……….Ο πολυμαθής ιεράρχης Θεσσαλονίκης, Λέων ο μαθηματικός, όστις ήτο εν των αγλαϊσμάτων τού ανατολικού κράτους, καθηρέθη, διορισθέντος αντ’ αυτού Αθηναίου τινός Βασιλείου, επισκόπου Κρήτης επί ψιλώ ονόματι διατελέσαντος. Είδομεν δε οποίου φυράματος άνθρωπος ήτο ο προχειρισθείς αρχιεπίσκοπος Νικαίας, Θεοφάνης. Ο Μεθόδιος ήτο άνθρωπος οπωσούν μετριοπαθής, και καθήρει μεν τους επιμένοντας εις το δόγμα αυτών οπαδούς τής μεταρρυθμίσεως απεδέχετο όμως μέχρι τινός τους μετανοούντας.
……….Αλλ’ ως εκ τούτου περιήλθεν, όπως πρότερον ο Ταράσιος και ο Νικηφόρος, εις ρήξιν προς τους μάλλον αδυσωπήτους των μοναχών. Εντεύθεν αι αντιφατικαί περί τούτου ειδήσεις . Την μετριοπάθειαν τού πατριάρχου υποδεικνύει ο βιογράφος τού αναχωρητού Ιωαννικίου. Ο δε Νικήτας Δαυίδ, ο βιογραφήσας τον μετ’ ου πολύ πατριαρχήσαντα και προς τους μοναχούς ενδοτικώτερον αναδειχθέντα Ιγνάτιον, παρίστησι δεινήν την εκ των ποικίλων εκείνων δοξασιών και συμφερόντων επελθούσαν αναστάτωσιν. «Καθαιρεί δε πάντας και κατασπά των εκκλησιών, λέγει περί Μεθοδίου ο Νικήτας, όσοι τω μύσει τής αιρέσεως υπήχθησαν, ανίστησι δε εκκλησίαν καινήν, ιερείς τε και αρχιερείς επί τω θεμελίω τής κατ’ αυτόν ορθοδόξου πίστεως προεχειρίσατο».
……….Αυτός τού Μεθοδίου ο βιογράφος ομολογεί τον ου καθήκοντα ζήλον τού πατριάρχου και βεβαιοί προσέτι ότι πολλοί των παρ’ αυτού χειροτονηθέντων ανεδείχθησαν ανάξιοι τού βαθμού εις ον προήχθησαν, και ότι, επειδή πολλοί ορθόδοξοι υπέβαλον περί τούτου παραστάσεις, οι τοιούτοι ετιμωρήθησαν, όπως είχον τιμωρηθή οι τής μεταρρυθμίσεως οπαδοί. «Και καθαιρούνται και αφανίζονται οι επίσκοποι και ηγούμενοι και το σχίσμα μείζον». Το δε πάντων περιεργότερον είναι ότι οι λοιποί χρονογράφοι εν τη ειλικρινεία αυτών, ουδεμίαν λέξιν αναφέρουσι περί τής μεγάλης εκείνης αναρχίας ήν εισήγαγεν εις την Εκκλησίαν ο θρίαμβος των μοναχών.
……….Άρά γε τούτων τέχνασμα ήτο και η κατ’αυτού τού Μεθοδίου σκευωρηθείσα συκοφαντία; Τω όντι μικρόν μετά την ανίδρυσίν του εις τον πατριαρχικόν θρόνον ο Μεθόδιος κατηγορήθη υπό γυναικός τινος, ότι εζήτησε να επιβουλευθή την τιμήν αυτής· ήτο δ’ η γυνή εκ των επιφανών τής Κωνσταντινουπόλεως, γνωστή ομολογουμένως τω πατριάρχη και έχουσα φιλικάς προς αυτόν σχέσεις. Ο δε υιός αυτής Μητροφάνης, ανεδείχθη βραδύτερον αρχιερεύς Σμύρνης. Η κατηγορία αύτη ετάραξε φυσικώ τω λόγω τα πνεύματα. Όθεν οι επίτροποι τής αρχής απελθόντες μετά των συγκλητικών εις το πατριαρχείον ανεκοίνωσαν τον ιεράρχη την υπόθεσιν, κατηφιώντες και ζητούντες εξηγήσεις. Αλλ’ ο Μεθόδιος δεν εδυσκολεύθη να καταστήση πρόδηλον το ανυπόστατον τής κατηγορίας δι’αποδείξεως τινος, ην οι χρονογράφοι ιστορούσιν εν εκτάσει, η δε των καθ’ ημάς χρόνων αιδημονεστέρα ιστορία δεν τολμά ν’ αναφέρη.
……….Ούτως όμως αποτυχούσης τής κατά τού πατριάρχου σκευωρίας, ενομίσθη πρόσφορος η περίστασις να ενοχοποιηθώσι τουλάχιστον οι οπαδοί τής μεταρρυθμίσεως, όθεν η γυνή ηπειλήθη ότι θέλει καθυποβληθή εις βασανιστήρια, εάν δεν ομολογήση την αλήθειαν. Και αυτή, υπείκουσα εις το ακαταμάχητον τούτο επιχείρημα, εβεβαίωσεν ότι παρεκινήθη να συκοφαντήση τον ιερόν άνδρα υπό των πολεμίων τού καθεστώτος δόγματος. Τότε συνελήφθησαν πολλοί εξ αυτών και κατεδικάσθησαν εφ’ όρου ζωής εις την παράδοξον ποινήν, να προπορεύωνται τής κατ’ έτος τελουμένης εις μνήμην τής των εικόνων αναστηλώσεως λιτανείας, κρατούντες λαμπάδας εις τας χείρας και ακούοντες αντηχούν το ανάθεμα κατά των φρονούντων όσα αυτοί εφρόνουν περί τού προκειμένου ζητήματος. Άλλοι δε ετεροδοξούντες έπαθον πολύ χείρονα.
……….Οι περί την Θεοδώραν δεν ενόμισαν, φαίνεται, συνετόν να επιχειρήσωσι διωγμόν τινα κατά των Παυλιανιτών, τους οποίους ο Κωνσταντίνος Ε’ μετώκισεν εκ Συρίας και Αρμενίας εις Θράκην, ως προμάχους τής τε εκκλησιαστικής μεταρρυθμίσεως και τής ασφαλείας τού κράτους κατά των βουλγάρων. Οι βούλγαροι ήσαν πάντοτε επικίνδυνοι, ο δε ηγεμών αυτών, Βόγορις, είχεν εσχάτως απαιτήσει την επανάληψιν τής πληρωμής τού αρχαίου φόρου. Και ηναγκάσθη μεν να παραιτηθή τής αξιώσεως ταύτης διά την σταθερότητα ην έδειξεν ο Μανουήλ και διότι δεν είχεν εκλείψει η ανάμνησις τής συμφοράς ην έπαθον οι βούλγαροι επί Λέοντος τού Ε’. Όθεν, ανενεώθη η εκεχειρία και συνεφωνήθη η ανταλλαγή των έκπαλαι παρ’ εκατέρω τω μέρει, υπαρχόντων αιχμαλώτων. Αντηλλάγησαν δε τότε, προς τοις άλλοις μία αδελφή τού ηγεμόνος των βουλγάρων προ καιρού εν Κωνσταντινουπόλει ως χριστιανή ανατραφείσα, και ο μοναχός Θεόδωρος ο Κουφαράς, όστις ωσαύτως προ καιρού αιχμάλωτος εν βουλγαρία διατελών, είχεν ισχύσει πολύ παρά τω ηγεμόνι τής χώρας εκείνης, και εκμάθει εντελώς την βουλγαρικήν γλώσσαν· άτινα, συνετέλεσαν εις την μετ’ ου πολύ παρά τούτων παραδοχήν τής χριστιανικής πίστεως.
……….Αλλά ταύτα πάντα δεν ίσχυον ν’ ασφαλίσωσι το κράτος από τούτου τού μέρους, εάν οι Παυλιανίται κατατρεχόμενοι υπό τής κυβερνήσεως ήθελον αναγκασθή να συνεννοηθώσι μετά των βουλγάρων. Τούτου ένεκα, η κυβέρνησις τής Θεοδώρας απέσχεν από πάσης βίας κατά των άκρων τούτων τής μεταρρυθμίσεως οπαδών, ελπίζουσα ίσως προσέτι ότι, καθό περιεστοιχισμένοι υπό πολυαρίθμων κατοίκων, πρεσβευόντων έτερα δόγματα, και διατελούντες εξ ανάγκης εις αδιαλείπτους προς αυτούς σχέσεις και υπείκοντες εις την ποικίλην επίδρασιν τής εν Κωνσταντινουπόλει πολιτικής και εκκλησιαστικής αρχής, θέλουσιν οίκοθεν κατά μικρόν, προσέλθει εις τους κόλπους τής Ορθοδοξίας. Δυστυχώς η κυβέρνησις τής Θεοδώρας δεν προσηνέχθη μετά τής αυτής συνέσεως προς τους εν τη μικρά Ασία, πολυαρίθμους τής αυτής αιρέσεως οπαδούς.
……….Ίνα δώσωμεν έννοιάν τινα τής φοβεράς καταδρομής ην κατά τούτων επεχείρησεν, αρκεί να παραθέσωμεν ενταύθα τας ολίγας λέξεις όσας αναφέρει περί τούτου η εκ προστάγματος τού Πορφυρογεννήτου συνταχθείσα χρονογραφία. Κατ’ αυτήν η βασίλισσα αγαλλομένη δι’ όσα έπραξεν υπέρ τής Ορθοδοξίας, «και οίον τρόπαια επιθείναι μείζω δι’ εφέσεως έχουσα και τους κατά την ανατολήν παυλικιανούς, επειράτο μετάγειν ως βούλοιτο προς ευσέβειαν, ή εξαιρείν και απ’ ανθρώπων ποιείν, ο και πολλών κακών την ημετέραν ενέπλησεν. Η μεν γαρ πέμψασά τινας των επ’ εξουσίας [ο τού Αργυρού και ο τού Δουκός και ο Σουδάλης , οι απεσταλέντες ελέγοντο] τους μεν ξύλω ανήρτων, τους δε ξίφει παρεδίδουν, τους δε τω τής θαλάσσης βυθώ. Ώσει δέκα μυριάδες ο ούτως απολλύμενος ηριθμείτο λαός και η ύπαρξις αυτών τω βασιλικώ ταμείω ήγετο και εισεκομίζετο». Εκατόν λοιπόν χιλιάδες ψυχαί εγένοντο εν μόνη τη μικρά Ασία, θύματα τς πίστεως αυτών εις τας αρχάς τής άκρας μεταρρυθμίσεως.
……….Και οι χρονογράφοι, οίτινες εμαίνοντο διά την τιμωρίαν ην υπέστησαν επί Κωνσταντίνου Ε’ και επί Θεοφίλου ολίγοι τινές μοναχοί, και αυτοί ως υβρισταί μάλλον τής βασιλείας και συνωμόται κατά των καθεστώτων ή ένεκα τού δόγματος αυτών· οι χρονογράφοι οίτινες εν τη αγανακτήσει αυτών διά τας ευαρίθμους ταύτας πράξεις, ανέπλαττον τότε και άλλας ανυπάρκτους κατηγορίας κατά τε των δύο ειρημένων βασιλέων και κατ’ αυτών εκείνων όσοι ομολογουμένως ουδένα διέπραξαν θάνατον, οι αυτοί χρονογράφοι μετά πολλής ψυχρότητος και αδιαφορίας αναφέρουσι την ανασκολόπισιν, την καρατομίαν, τον καταποντισμόν δέκα μυριάδων ανθρώπων και την δήμευσιν της περιουσίας αυτών. Αλλ’ η κακουργία αύτη δεν έμελλε να μείνη ατιμώρητος.
……….Οι Παυλιανίται ήσαν άνδρες γενναίοι και μάχιμοι. Απελπισθέντες ετάχθησαν υπό την ηγεμονίαν ενός εξ αυτών, τού Καρβέα, αξιωματικού εγκρίτου παρά τω ανατολικώ στρατώ, και τάχιστα συμποσωθέντες εις πεντακισχιλίους άνδρας, κατέφυγον προς τους Άραβας τής Μελιτηνής. Εκεί εύρον πολλήν δεξίωσιν· έκτισαν κατ’ αρχάς κώμας και μετ’ ολίγον πολλαπλασιασθέντες δι’ αδιαλείπτων προσφύγων, ωκοδόμησαν μεταξύ Σεβαστής και Τραπεζούντος, πόλιν μεγάλην, την Τεφρικήν, και επεχείρησαν κατά τού ανατολικού κράτους πόλεμον μακρόν και εναγώνιον, διαρκέσαντα περί τα εκατόν και πεντήκοντα έτη και τού οποίου τας πρώτας περιπετείας θέλομεν αναφέρει εν τω παρόντι βιβλίω.
……….Ώστε δίκαιον είχεν η προ μικρού παρατεθείσα χρονογραφία, λέγουσα ότι το πολίτευμα εκείνο τής Θεοδώρας «πολλών κακών την ημετέραν ενέπλησεν». Η αφροσύνη των κυβερνήσεων τιμωρείται πάντοτε εν τω κόσμω τούτω και η σύνεσις πάντοτε ανταμείβεται. Ό,τι απέφυγεν η Θεοδώρα εν τη Θράκη, ηδύνατο να το αποφύγη και εν τη μικρά Ασία. Παρασυρθείσα δε υπό κακώς νενοημένου θρησκευτικού ζήλου, εξέθηκεν εαυτήν, ή μάλλον εξέθηκε τον Χριστιανισμόν τής Ανατολής εις δεινοτάτας συμφοράς.
Πηγή: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΤΟΜΟΣ 3, ΜΕΡΟΣ Β’ ΠΑΠΑΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ, εκδ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ