.
……….
……….Κάθε Σαρακατσάνικο τσελιγκάτο αποτελούσε μία πατριά. Ο αρχηγός της ήταν και ο τσέλιγκας. Οι μετακινήσεις του δύο φορές τον χρόνο επέβαλαν ν’ αποφεύγονται τα περιττά και γενικά το «βαρύ νοικοκυριό.», γιά να μην προκαλούνται δυσκολίες στις μεταφορές. Αυτό κατά έναν τρόπο έβαζε στην ζωή των Σαρακατσάνων την φιλοσοφία τού απλού, απορρίπτοντας το περιττό. Και να μην χτίζουν σπίτια. Έτσι, διέμεναν χειμώνα καλοκαίρι σε καλύβες θολωτές, τουρλωτές όπως τις λένε, που τις κατασκεύαζαν οι ίδιοι.
……….Κάθε τσελιγκάτο επιδίωκε να ενοικιάζει τον ίδιο βοσκότοπο, γιά να χρησιμοποιεί τις ίδιες καλύβες. Εκεί δημιουργούσε δικό του οικισμό κοντά στον βοσκότοπο τού ποιμνίου του, αλλά σε αρκετή απόσταση από αυτόν γιά λόγους καθαριότητας. Κάθε τέτοιος οικισμός, με τις καλύβες του και με την γραφική ανεπανάληπτη πλέον εικόνα του, αποτελούσε χωριστή οικιστική μονάδα, το κονάκι, όπως ονομάζεται. Κάθε κονάκι έπαιρνε το όνομα τού εκάστοτε τσέλιγκα, π.χ. «κονάκι τού Μόρου», ή «κονάκι τού Κατσαρού» ή «κονάκι τού Σουφλιά» κ.λπ.. Κονάκι ονομαζόταν και η οικογενειακή καλύβα κατοικίας. Κονάκι επίσης ονομαζόταν ο τόπος τής προσωρινής, έστω και γιά μία μόνο νύχτα, διαμονής τού ποιμνίου, κατά τις μετακινήσεις του, καθώς και η στάνη.
……….Κάθε οικογένεια που μετείχε στο τσελιγκάτο, συντηρούσε δική της εστία, χωριστό νοικοκυριό και μόνη της έστηνε την δική της καλύβα. Ο Ν. Κατσαρός παρακολούθησε πολλές φορές τούς γονείς του να στήνουν την καλύβα τους, ενώ βοηθούσε και ο ίδιος. Γράφει σχετικά: «Ο πατέρας μου έμπηχνε στο έδαφος και σε κατάλληλο σημείο τής επιλογής του έναν πάσσαλο. Το σημείο αυτό θ’ αποτελούσε το κέντρο τής καλύβας. Έδενε κατόπιν ένα σκοινί στον πάσσαλο. Το τέντωνε σε μιά ανάλογη απόσταση. Έδενε στην άκρη του ένα συνηθισμένο ξύλο και με αυτό χάραζε την περίμετρο τού κύκλου. Η περίμετρος αποτελούσε το σημείο όπου θα στερεώνονταν τα “θεμέλια’’ τής καλύβας. Σε τακτές αποστάσεις τής περιμέτρου στερέωνε ισοϋψή φρεσκοκομμένα κλωνάρια. Τα κλωνάρια αποτελούσαν τον σκελετό τής καλύβας, όπως οι κολόνες κάθε οικοδομής. Και γιά να αντέχουν το “φορτίο’’ έπρεπε να μπηχτούν σε ανάλογο βάθος και να στερεωθούν αν χρειαζόταν και με πέτρες. Τα στερεωμένα πλέον κλωνάρια τα λύγιζε στην κορυφή τους και τα έδενε γερά, έτσι ώστε να σχηματίσουν τον θόλο τής καλύβας. Στην κορυφή τού θόλου τοποθετούσε ξύλινο σταυρό, θεωρούμενο απαραίτητο “προστάτη τού δομήματος’’. Πλέκονταν κατόπιν ο σκελετός στα πλάγια με ευλύγιστες βέργες και με “σάλωμα’’ κυρίως από βρίζα». «Παρακολούθησα – συνεχίζει ο Κατσαρός – την κατασκευή τής “λισιάς’’ γιά το κλείσιμο τής “ρούγας’’ τού καλυβιού. Είδα με πόση προσοχή γίνονταν τα “πεζούλια’’, ένα είδος ντιβανιού ύψους 30-40 εκατοστών από το έδαφος και άλλο τόσο πλάτους, που επιτελούσε τον ρόλο “καθιστικού, και “κρεβατιού».
……….Όλη αυτή η εργασία γιά το στήσιμο καλύβας φαίνεται απλή και συνοψισμένη, αλλά απαιτούσε προσεκτικό σχεδιασμό και επιτηδειότητα, ώστε να αντέχει σε θύελλες και να μένει ακλόνητη στην θέση της όσο ισχυροί άνεμοι και αν φυσάνε. Επιπλέον έπρεπε να εξασφαλίζει στεγανότητα σε περιπτώσεις βροχών και καταιγίδων, να προστατεύει κατά το δυνατό τούς κατοικούντες από κρύο, που συχνά τον χειμώνα κατέρχεται αρκετούς βαθμούς κάτω από το μηδέν, καθώς και από την ζέστη τού καλοκαιριού. Για να επιτυγχάνονται όλα αυτά έπρεπε ο κάθε οικογενειάρχης να στήνει την δική του καλύβα, δύο φορές μάλιστα τον χρόνο όταν συνέβαινε το τσελιγκάτο ν’ αλλάξει θέση το φθινόπωρο και την άνοιξη. Αλλά και όταν δεν άλλαζε, τότε η καλύβα απαιτούσε εργασία συντήρησης γιά να διατηρεί την ανθεκτικότητά της και να παρέχει στους ενοίκους προστασία.
***