,
,
Ἐπιλεγμένο ἀπόσπασμα ἀπό «Τὸ χρονικὸν τῆς ζωῆς μου (1889-1979)», Γεωργίου Ι. Πεσμαζόγλου. Κεφάλαιον Γ’ (Ἀπό τὸ τέλος τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι καὶ τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς).
Η απόδραση των Γούναρη, Μεταξά και Πεσμαζόγλου στην Σαρδηνία (Δεκέμβριος 1918)
Μὲ τὴν ὑπογραφήν τῆς ἀνακωχῆς ἐζητήσαμεν, δι’ ἐγγράφου διαβήματός μας πρὸς τὴν γαλλικήν κυβέρνησιν, νὰ ἀφεθῶμεν ἐλεύθεροι. Εἰς ἀπάντησιν, τὴν 23ην Νοεμβρίου 1918, ὁ νομάρχης Κορσικῆς μᾶς ἐκοινοποίησε τὸ κάτωθι ἔγγραφον τοῦ Γάλλου ὑπουργοῦ ἐσωτερικῶν:
«Συμφώνως μὲ τὴν ἐπιθυμίαν τὴν ὁποίαν ἐξέφρασε ὁ κ. Βενιζέλος, κατὰ τὴν τελευταίαν ἐντεῦθεν διέλευσίν του, ἀποφασίζω τὸν ἐπαναπατρισμὸν τῶν διαβιούντων ὑπό περιορισμὸν εἰς Κορσικὴν Ἑλλήνων. Συνεννοηθῆτε, κατὰ συνέπειαν, μετὰ τοῦ συναδέλφου σας τῆς Μασσαλίας, διὰ νὰ σᾶς ὑποδείξῃ τὸ πρῶτον πλοῖον τὸ ὁποῖον πρόκειται νὰ ἀποπλεύσῃ διὰ τὴν Ἑλλάδα, ἵνα ἐπιβιβάσητε εἰς αὐτό τοὺς ἐν λόγῳ κυρίους».
Κατόπιν τούτου, παρετηρήσαμεν εἰς τὸν νομάρχην ὅτι, ἐάν ἡ ἀνωτέρω ἀπάντησις τοῦ ὑπουργοῦ ἐσωτερικῶν ἐσήμαινεν ὅτι θὰ ἀφιέμεθα ἐλεύθεροι, τὴν ἀπεδεχόμεθα. Ἐάν ὅμως ἐσήμαινε, τὴν παράδοσίν μας εἰς τὸν Βενιζέλον, διεμαρτυρόμεθα, δεδομένου ὅτι μεταξύ ἡμῶν εὑρίσκοντο πολλοὶ διωκόμενοι διὰ πολιτικῆς φύσεως ἀδικήματα. Ὁ νομάρχης εὗρε τὴν διαμαρτυρίαν μας ἀπολύτως δικαιολογημένην καὶ μᾶς ἐβεβαίωσεν ὅτι δὲν ἧτο δυνατόν παρά νὰ ἐλαμβάνετο ὑπ’ ὄψει. Παρὰ ταῦτα, οὐδεμία ἀπάντησις ἐδόθη ἔκτοτε, καὶ ὁ νομάρχης, μὲ διαφόρους ὑπεκφυγᾶς ἠρνεῖτο νὰ μᾶς δώσῃ ἐξηγήσεις ἐπί τοῦ θέματος.
Ὅλοι, πλὴν τοῦ Γούναρη, τοῦ Μεταξᾶ καὶ ἐμοῦ, ἐνόμιζον ὅτι οἱ Γάλλοι, εὑρεθέντες εἰς δύσκολον θέσιν κατόπιν τῆς διαμαρτυρίας μας, εἶχον ἀποφασίσει νὰ μᾶς ἀφήσουν ἐλευθέρους μέχρι τῆς διεξαγωγῆς ἐκλογῶν εἰς τὴν Ἑλλάδα. Ὁ Γούναρης τότε ἐνεπιστεύθη εἰς τὴν Εἰρήνην (σύζυγος τοῦ Πεσμαζόγλου), τὸν Μεταξᾶν, τὸν Ἴωνα Δραγούμην καὶ ἐμέ, ὅτι εἶχε ἀποφασίσει ἀπό καιροῦ νὰ δραπετεύσῃ καὶ ὅτι προῆλθε ἤδη εἰς τὰς ἀπαιτουμένας συνεννοήσεις, θὰ ἐξετέλει δὲ τὴν ἀπόφασίν του μόλις συνεκέντρωνε τὰ ἀπαιτούμενα πρὸς τοῦτο μέσα. Μᾶς προέτεινε νὰ δραπετεύσωμεν μετ’ αὐτοῦ. Ὁ Μεταξᾶς καὶ ἐγώ συνηνέσαμεν, ὁ Δραγούμης ὅμως μὴ ἔχων νὰ φοβηθῇ διώξεις, ὡς ἔλεγεν, προετίμα νὰ ἐπαναπατρισθῇ. Τὰς λεπτομέρειας τοῦ σχεδίου του, ὁ Πρόεδρος ἐνεπιστεύθη εἰς τὴν Εἰρήνην. Συμφώνως μὲ αὐτό, μία γνωστὴ του κυρία ὀνόματι Forni, τὸν εἶχε πληροφορήσει ὅτι κάποιος Biaggio, ὁ ὁποῖος διεξῆγε λαθρεμπόριον μὲ τὴν Ἰταλίαν διὰ τῆς Σαρδηνίας, ἀνελάμβανε ἔναντι ἀμοιβῆς νὰ μᾶς φυγαδεύσῃ, ὁ δὲ ἀδελφός της Λουδοβῖκος, θ’ ἀνελάμβανε νὰ μᾶς ὁδηγήσῃ δι’ ἑνός αὐτοκινήτου τῆς νομαρχίας εἰς τὸ Bonifacio ὁπόθεν ὁ Biaggio θὰ μᾶς διεπεραίωνε εἰς Σαρδηνίαν. Κατόπιν τούτου ἡ Εἰρήνη κατώρθωσε νὰ πωλήσῃ ἕνα περιδέραιόν της ἀντί εὐτελοῦς ποσοῦ εἰς τὸν κοσμηματοπώλην τοῦ Αἰακείου καὶ οὕτω ἀπεκτήσαμε τὰ ἀπαιτούμενα χρήματα.
Τὴν 23ην Νοεμβρίου/6ην Δεκεμβρίου, ὁ Γούναρης μᾶς εἶπε ὅτι ὅλα ἧσαν ἕτοιμα καὶ ὅτι ἡ ἀναχώρησίς μας εἶχε καθορισθῆ διὰ τὸ ἀπόγευμα τῆς ἐπομένης, ὥρα 6.30’μ.μ. Ἀφοῦ ἀπεχαιρετήσαμεν τὰς συζύγους καὶ τὰ παιδιὰ μας, τὴν ὁρισθεῖσαν ὥραν, ὁ Πρόεδρος, ὁ Δραγούμης, ὁ Μεταξᾶς καὶ ἐγώ, μετέβημεν, ὅπως ἐσυνηθίζαμε νὰ κάνωμε συχνὰ, εἰς μικρὸν καφενεῖον τῆς παραλίας καὶ ἐκεῖθεν εἰς τὸ ὁρισθέν ἔξω τῆς πόλεως μέρος. Ἀπεχαιρετήσαμεν τὸν Δραγούμην καὶ οἱ τρεῖς ἐπεβιβάσθημεν αὐτοκινήτου τῆς νομαρχίας, τὸ ὁποῖον εἶχε κατορθώσει νὰ ὑπεξαιρέσῃ ὁ Λουδοβῖκος.
Ἀφοῦ διετρέξαμεν ἄνω τῶν 100 χιλιομέτρων, ἐφθάσαμεν ἔξω τοῦ Bonifacio εἰς τὰς 2.30’ τῆς νυκτὸς τοῦ Σαββάτου 24 Νοεμβρίου/7 Δεκεμβρίου 1918. Ἐκεῖ, κρυπτόμενοι ἀνεμείναμε νὰ ἔλθῃ ὁ Biaggio ὁ ὁποῖος θὰ μᾶς μετέφερεν εἰς τὴν Σαρδηνίαν. Τὸ Bonifacio εὑρίσκεται ἐπί ἀποτόμου βράχου καὶ τὰ σπίτια του εἶναι κτισμένα ἐπί τῆς κλιτῦος, εἰς τρόπον ὥστε εἰσέρχεται κανεὶς ἐκ τῆς ὁδοῦ εἰς τὸ δῶμα των καὶ δι’ ἐσωτερικῆς κλίμακος κατέρχεται εἰς τοὺς λοιποὺς ὀρόφους καὶ τὴν παραλίαν. Μετ’ ὀλίγον ἦλθον ὁ Λουδοβίκος καὶ ὁ Biaggio καὶ μᾶς ὡδήγησαν εἰς ἕνα κατερειπωμένον οἴκημα, ὁπόθεν κατήλθομεν εἰς τὴν παραλίαν καὶ ἐπεβιβάσθημεν μιᾶς εὐρυχώρου λέμβου. Ἐκεῖ ἀφήκαμε τὸν Λουδοβῖκον ὁ ὁποῖος, τὴν ἑπομένην τὸ πρωῒ θὰ διήρχετο, ὡς εἶχε προσυμφωνηθῆ, κάτωθεν τοῦ παραθύρου ῆς Εἰρήνης ψάλλων τὴν Μασσαλιώτιδα διὰ νὰ τῆς δώσῃ νὰ ἐννοήσῃ ὅτι ὅλα ἐπῆγαν κατ’ εὐχήν.
Κατόπιν διώρου κωπηλασίας ἐξήλθομεν τῶν γαλλικῶν ὑδάτων. Ὁ καιρός, ἀντίθετος κατ’ ἀρχάς, μετεβλήθη εἰς οὔριον. Ὑψώθη τὸ πανί καὶ μετὰ μίαν ὥραν ἤρχισαν νὰ φαίνωνται αἱ ἀκταί τῆς Σαρδηνίας. Εἰς τὰς 9 π.μ. ἀπεβιβάσθημεν εἰς ἔρημον ἀκτήν, ἀπέχουσαν περὶ τὰ ἕξ χιλιόμετρα ἀπό τὸ χωρίον Santa Teresa di Gallura, εἰς τὸ ὁποῖον ἐφθάσαμεν κουρασμένοι καὶ εἰς ἐλεεινήν κατάστασιν. Μετέβημεν ἀμέσως εἰς τὸ μοναδικὸν πανδοχεῖον τοῦ χωρίου τὸ “Vincentello”, καὶ μετὰ ἕνα θαυμάσιον πρόγευμα, εἴπαμε εἰς τὸν πανδοχέα ὅτι εἴμεθα ἐκδρομεῖς καὶ ὅτι ἐπιθυμοῦμε νὰ άναχωρήσωμε τὸ ταχύτερον. Ὁ Vincentello ὅμως μᾶς εἶπε ὅτι οὐδέν ἄλλο συγκοινωνιακὸν μέσον ὑπῆρχε πλὴν τῆς Posta (ταχυδρομικῆς ἁμάξης) ἡ ὁποία ἀνεχώρει καθ’ ἑκάστην εἰς τὰς 6 π.μ. Δὲν μᾶς ἐκακοφάνη διόλου, διότι ἤμεθα κατάκοποι ἀπό τὴν χθεσινὴν μας περιπέτειαν καὶ ἐκοιμηθήκαμε μακαρίως ἔως τὰς 7 μ.μ.
Ἔπειτα ξεκούραστοι καὶ γεμάτοι ἀπό αἰσιοδοξίαν ἐσχεδιάζαμε πῶς θὰ μετεβαίνομεν εἰς Ρώμην καὶ ἐκεῖθεν εἰς Ἐλβετίαν. Τὴν αἰσιοδοξίαν μας, ὅμως, διέκοψεν ὁ Vincentello, ὁ ὁποῖος εἶχεν, ὡς φαίνεται, ἐπισημάνει κάτι τὸ ὕποπτον εἰς τὴν ἐκεῖ παρουσίαν μας καὶ εἰδοποίησε τὴν ἀστυνομίαν. Αὕτη μᾶς διεβίβασε δι’ ἐκείνου ἕνα ἀστυνομικόν δελτίον, εἰς τὸ ὁποῖον ἔπρεπε νὰ γράψωμεν τὰ ὀνόματά μας. Ψυχρολουσία! Ὁ Γούναρης, θέλων νὰ σκεφθῇ ἐπί τοῦ πρακτέου, εἶπεν εἰς τὸν πανδοχέα ὅτι θὰ τὸν ἐκάλει ἀφοῦ συνεπλήρωνε τὸ ἀστυνομικόν δελτίον διὰ νὰ τοῦ τοῦ δώσῃ. Ἡ πρόχειρος ἀπάντησις τοῦ Προέδρου φαίνεται ὅτι δὲν ἱκανοποίησε τὸν Vincentello καὶ μετ’ ὀλίγον οὗτος ἐπέστρεψεν συνοδευόμενος ὑπό ἕναν brigadier (ἐνωματάρχην) τῶν καραμπινιέρων.
Μὴ δυνάμενοι νὰ κάμωμεν διαφορετικὰ, ἐπαρουσιάσαμεν τὰ διαβατήριά μας, λέγοντες ὅτι εἴμεθα πολιτικοί πρόσφυγες καὶ σκοπεύαμεν νὰ μεταβῶμεν εἰς Ρώμην διὰ νὰ συνεννοηθῶμεν μὲ τὰς Ἰταλικάς ἀρχάς. Μετ’ ὀλίγον, εἰδοποιηθείς, ἦλθε ὁ ἐπί κεφαλῆς τῆς ἐκεῖ ἀστυνομίας maresciallo (ἀνθυπασπιστής) καὶ μὲ περισσήν εὐγένειαν μᾶς εἶπε ὅτι, «προκειμένου περὶ προσωπικοτήτων ὡς ἡμεῖς, ὑποχρεοῦται νὰ εἰδοποιήσῃ περὶ τῆς ἀφίξεώς μας τὴν προϊσταμένην του Ἀρχήν, ἥτις ἑδρεύει εἰς Tempio» καὶ ὅτι ἐν τῷ μεταξὺ θέτει «εἰς τὴν διάθεσίν μας τὰς ὑπ’ αὐτόν δυνάμεις», αἱ ὁποῖαι ἀπετελοῦντο ἀπό τὸν ἐνωματάρχην καὶ δύο χωροφύλακας.
Ἐδῶ πρέπει νὰ σημειώσω τὴν ἐξαιρετικήν ἐντύπωσιν ποὺ μοῦ ἔκαμε ἡ ὀργάνωσις τῆς ἰταλικῆς ἀστυνομίας καὶ ἡ ἐπιδεξιότης μὲ τὴν ὁποίαν ὁ maresciallo Giuseppe Carta ἔλυσε τὸ πρόβλημα πρὸ τοῦ ὁποίου εὑρέθη. Τὴν Κυριακὴν ἀπεστείλαμε τηλεγράφημα πρὸς τὸν πρωθυπουργόν Orlando ἐξηγοῦντες πῶς εἴχομεν φθάσει εἰς Σαρδηνίαν καὶ ἐζητήσαμε νὰ μᾶς ἐπιτραπῇ ἡ ἐν Ἰταλίᾳ διαμονή μας μέχρις ὅτου κανονίσωμε τὰ καθ’ ἡμᾶς. Τὴν ἑπομένην ὁ ἑνωματάρχης μᾶς εἶπεν ὅτι ἐάν ἠθέλαμε, ἠδυνάμεθα νὰ μεταβῶμεν εἰς Tempio καὶ νὰ ἀναμείνωμεν ἐκεῖ τὴν ἀπάντησιν τῆς Ἰταλικῆς κυβερνήσεως.
Οὕτω, τὴν Τρίτην, 27 Νοεμβρίου/10 Δεκεμβρίου, ἐξεκινήσαμε εἰς τὰς 6 π.μ. μὲ τὴν ταχυδρομικὴν ἅμαξαν -ἕνα εἶδος vis-à-vis, συρόμενον ἀπό τρία ἄλογα – ἐφθάσαμε εἰς Tempio καὶ ἐκεῖθεν εἰς Sassari ὅπου ἥδρευεν ὁ νομάρχης τῆς περιοχῆς, Serra Caracciolo. Οὗτος μᾶς ὑπεδέχθη εὐγενέστατα. Εἶπεν ὅτι μᾶς διαβιβάζει τοὺς χαιρετισμοὺς τοῦ πρωθυπουργοῦ, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐδήλωσε ὅτι εἴμεθα ἐλεύθεροι νὰ παραμείνωμε ὡς φιλοξενούμενοι τῆς ἰταλικῆς κυβερνήσεως ὅπου ἠθέλαμε εἰς Σαρδηνίαν, ἀλλά μᾶς παρακαλεῖ νὰ μὴ μεταβῶμεν εἰς τὴν ἠπειρωτικήν Ἰταλίαν μέχρι νεωτέρας ἀποφάσεως τῆς κυβερνήσεως. Οὕτω ἀπεφασίσαμεν νὰ έγκατασταθῶμεν εἰς Cagliri (Κάλιαρι), πρωτεύουσαν τῆς Σαρδηνίας. Ἐφθάσαμεν ἐκεῖ τὸ Σάββατον, 8/21 Δεκεμβρίου, καὶ κατελύσαμεν εἰς τὸ Ξενοδοχεῖον Scala di Ferro.
.