.
Διονυσίου Α. Ζακυθηνοῦ, τακτικοῦ καθηγητοῦ τῆς Βυζαντινῆς Ἱστορίας.
……….[]Τὸ πρόβλημα, τοῦ ὁποίου ἐξαίρονται κατωτέρω τὰ κύρια σημεῖα, εἶναι ἐκ τῶν σημαντικωτέρων προβλημάτων τῆς γενέσεως τοῦ νεωτέρου εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Θὰ ἠδύνατο νὰ τεθῇ κατὰ τὸν άκόλουθον τρόπον : οἱ Ἕλληνες λόγιοι, οἱ καταφυγόντες εἰς τὴν Ἰταλίαν κατὰ τὸν δέκατον πέμπτον αἰῶνα, συνέβαλον εἰς τὴν ἰταλικὴν Ἀναγέννησιν καὶ τὴν ἀφύπνισιν τῆς εὐρωπαϊκῆς σκέψεως ; τὶς ὑπῆρξεν ἡ ἔκτασις τῆς συμβολῆς ταύτης καὶ ποῖαι αἱ καίριαι ἀπόψεις αὐτῆς ;
……….—- Ἡ ἀναθεώρησις τοῦ μεγάλου τούτου θέματος καθίσταται ἀναγκαία, διότι καὶ παλαιότερον καὶ κατὰ τοὺς προσφάτους χρόνους ἠκούσθησαν γνῶμαι ἀντιφατικαί. Ὁ γράφων θὰ περιορισθῇ εἰς τὴν ἐξέτασιν τῶν πνευματικῶν ρευμάτων, καταλείπων εἰς τοὺς εἰδικοὺς τὴν ἔρευναν τῶν προβλημάτων, τῶν ἀναφερομένων εἰς τὴν Τέχνην..
Α΄
……….Ἡ ἀντίληψις ὅτι οἱ λόγιοι τοῦ Βυζαντίου, ἐγκαταλείποντες τὴν ἀπειλουμένην πρωτεύουσάν των καὶ ἀκολούθως τὴν δουλωθεῖσαν πατρίδα των, μετέφερον εἰς τὴν Δύσιν τὰ μνημεῖα τῆς ἀρχαίας γραμματείας, ἐδίδαξαν τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν, ἡρμήνευσαν τὴν ἑλληνικὴν Φιλοσοφίαν καὶ προεκάλεσαν οὕτω τὴν ἀναγέννησιν τῶν γραμμάτων, εἶναι πολὺ παλαιά. Τὴν συνέλαβον πρῶτοι οἱ σύγχρονοι πρὸς τὰ πράγματα συγγραφεῖς, αὐτοὶ οἱ συνεχισταὶ τῆς ἑλληνικῆς παραδόσεως καὶ οἱ δημιουργοὶ τῆς πνευματικῆς ἀνακαινίσεως, τὴν ὁποίαν ὀνομάζομεν Ἀναγέννησιν : ὁ Φραγκῖσκος Φίλελφος, ὁ Guarini, ὁ Πέτρος Crinitus, ὁ Marsilio Ficino. Τὴν διετύπωσε ἄριστα ὁ Φίλιππος Commines, ὁ Γάλλος ἱστορικὸς τῶν βασιλέων Λουδοβίκου τοῦ ΙΑ΄ καὶ Καρόλου τοῦ Η΄, ζήσας μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1445 καὶ 1509. Κατὰ τὸν ἱστορικὸν τοῦτον, ἡ ἀποκατάστασις τῶν γραμμάτων καὶ τῆς παιδείας δὲν θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ συνετελεσθῇ χωρὶς τὴν πτῶσιν τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, «διότι, λέγει, τότε ὁ Λάσκαρις, ὁ Χρυσολωρᾶς, ὁ Χαλκοκονδύλης, ὁ Βησσαρίων, ὁ Τραπεζούντιος, ὁ Ἀργυρόπουλος, ὁ Μάρουλλος, μὲ μίαν λέξιν ὅλοι οἱ σοφοὶ ἄνδρες τῆς Ἑλλάδος κατέφυγον διὰ τὴν ἀσφάλειάν των πρὸς τοὺς ἡγεμόνας ὁποίους οὐδεμία πρόοδος ἦτο δυνατή».
……….Ἔκτοτε οἱ συγγραφεῖς τῶν νεωτέρων χρόνων, ἀπὸ τοῦ Hodius καὶ τοῦ Tiraboschi, ἀπὸ τοῦ Γίββωνος καὶ τοῦ Villemain, τοῦ Brunet de Presles, τοῦ Voigt καὶ τοῦ Monnier μέχρι τοῦ Ἀλεξάνδρου Vasiliev, ἐξῆραν τὴν ἑλληνικὴν συμβολὴν εἰς τὴν ἀναγέννησιν τῆς κλασσικῆς παιδείας καὶ τοῦ Ἀνθρωπισμοῦ. Εἰς τὸ γνωστὸν ἀφήγημά του «Ὁ Λάσκαρις» ὁ Villemain περιγράφει παραστατικώτερα τὸ δρᾶμα τῶν φυγάδων, ὁ δὲ Brunet de Presles περισσότερον παντὸς ἄλλου τονίζει τὴν σημασίαν τῆς ἑλληνικῆς συμβολῆς : «Πολὺ πρὸ τοῦ 1453, γράφει οὗτος, τὸ ἄστρον τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, μετὰ ἔκλειψιν ὁλοκλήρων αἰώνων, διέσχισε τὰ πυκνὰ σκότη τοῦ μέσου αἰῶνος, καὶ ἀνέτειλεν εἰς τὴν Ἰταλίαν, διὰ νὰ μὴ δύσῃ πλέον εἰς τὴν Δυτικὴν Εὐρώπην.
……….Ὁ Πετράρχης καὶ ὁ Βοκκάκιος εἶδον εἰς τὸ ἡμίφως τοῦ ὁρίζοντος νὰ ἀναφαίνωνται αἱ πρῶται ἀκτῖνες του…Ὡς ὁ Προμηθεύς, κλέπτων τὸ πῦρ ἀπὸ τὸν οὐρανόν, οἱ διδάσκαλοι Χρυσολωρᾶς, Γαζῆς, Βησσαρίων ἐδημιούργησαν εἰς τὴν Βενετίαν, εἰς τὴν Ρώμην, εἰς τὴν Φλωρεντίαν ἀπέραντον καὶ ἄσβεστον ἑστίαν φωτός· καὶ ὡς οἱ δρομεῖς τῶν ἀρχαίων ἀγώνων, οἱ μαθηταὶ των, ὁ Guarini, ὁ Φίλελφος, ὁ Valla ἤναψαν ἐκεῖ τὰς δᾷδας, τὰς ὁποίας μετὰ θρησκευτικοῦ δέους ἔμελλον νὰ διαβιβάσουν ἀπὸ χειρὸς εἰς χεῖρα διὰ τὴν ταχυτέραν ἐξάπλωσιν τοῦ πολιτισμοῦ καὶ διὰ τὴν μεγαλυτέραν εὐτυχίαν τῆς Ἀνθρωπότητος».
……….Αἱ ἀντιλήψεις αὗται, μεταβιβαζόμεναι ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεάν, ἐγένοντο κτῆμα καὶ κοινοὶ τόποι τῆς ἱστορίας τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος. Δὲν ἐβράδυναν ὅμως νὰ έκδηλωθοῦν καὶ αἱ ἀντιδράσεις.
……….Ἡ ἑρμηνεία τῆς Ἀναγεννήσεως, καθολικοῦ πνευματικοῦ κινήματος, ἐπιχειρουμένη ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἀναβιώσεως τῶν σπουδῶν τῆς Ἀρχαιότητος, ἤρχισε νὰ φαίνεται ἀνεπαρκὴς καὶ ἁπλοϊκή. Ἡ πορεία τῶν λογίων τοῦ Βυζαντίου, οἱ ὁποῖοι μετὰ κατανύξεως διεβίβασαν εἰς τὴν Δύσιν ὅ,τι εἶχεν ἀπομείνει ἀπὸ τὸν πλοῦτον τοῦ Ἑλληνισμοῦ – πορεία τὴν ὁποίαν ἐναργέστατα παρέστησαν ὁ Παλαμᾶς εἰς τὸν «Δωδεκάλογον τοῦ Γύφτου» – ἔπαυσε νὰ συγκινῇ.
……….Ἐν τῇ προόδῳ τῆς λεπτομερεστέρας διερευνήσεως τοῦ θέματος ἀνεφύησαν ἀμφιβολίαι καὶ δισταγμοί. Ἤδη τῷ 1860, ὁ Jacob Burckhardt εἰς τὸ μνημειῶδες ἔργον του Die Cultur der Renaissance in Italien ἀπεμακρύνθη τῶν παραδεδεγμένων γνωμῶν. Τὰ βαθύτερα αἴτια τῆς ἀναγεννήσεως τῆς Ἰταλίας ἀνεζήτησεν ὁ Ἑλβετὸς συγγραφεὺς εἰς τὴν πολιτικὴν διάρθωσιν τῆς χώρας ταύτης, εἰς τὴν ἐπικράτησιν τῶν τυραννίδων, αἵτινες διηυκόλυναν τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ ἀτόμου. Ἀποτέλεσμα τούτου ὑπῆρξεν ἡ ὁλοσχερὴς στροφὴ τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς πρὸς νέα πρότυπα βίου. Τὴν ἀναβίωσιν τῆς σπουδῆς τῆς Ἀρχαιότητος ὁ Burckhardt δέχεται ὡς δευτερεύοντα παράγοντα. Ἀκόμη ριζικώτερος ἐφάνη ὁ Carl Neumann, ἐπιφανὴς ἐρευνητὴς τῶν βυζαντινῶν πραγμάτων. Δι’ ἀνακοινώσεώς του ἐνώπιον τῆς συνόδου τῶν Γερμανῶν ἱστορικῶν εἰς τὴν Heidelberg, τὴν 16 Ἀπριλίου 1903, ἔθεσε τὸ πρόβλημα τῶν σχέσεων τοῦ Βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τῆς Ἀναγεννήσως.
……….Κατακλεὶς τῆς ἐρεύνης ταύτης ὑπῆρξεν ὅτι πρέπει νὰ ἐλευθερωθῶμεν ἀπὸ τὴν αὐταπάτην ὅτι ὁ στεῖρος Βυζαντινὸς πολιτισμὸς ὑπῆρξεν ἡ πρωταρχικὴ αἰτία τῆς Ἀναγεννήσεως· ὅτι, τοὐναντίον, πρέπει νὰ ἀναζητήσωμεν τὰς ζωτικὰς δυνάμεις ταύτης εἰς τὴν μεσαιωνικὴν χριστιανικὴν παράδοσιν καὶ εἰς τὸν χῶρον τῶν λεγομένων βαρβαρικῶν λαῶν (Barbarentum). Ἡ ἀναβίωσις τῆς μελέτης τῆς Ἀρχαιότητος ὑπῆρξε καὶ διὰ τὸν Neumann στοιχεῖον δευτερεῦον. Ἐκ τῶν ἀντιλήψεων τούτων ὁρμώμενος, ὁ Αὔγουστος Heisenberg ἀρνεῖται καὶ αὐτὴν τὴν ὕπαρξιν Βυζαντινῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως κατὰ τὸν δέκατον τέταρτον καὶ τὸν δέκατον πέμπτον αἰῶνα. Συγγραφεῖς τῶν νεωτάτων χρόνων, ὡς ὁ Ροβέρτος Byron, ἀπορρίπτουν τὴν γνώμην ὅτι οἱ Ἑλληνες φυγάδες ἀνεκαίνισαν τὰς ἑλληνικὰς σπουδὰς καὶ συνέβαλον οὕτω εἰς τὴν εὐρωπαϊκὴν Ἀναγέννησιν.
……….Εὑρισκόμεθα οὕτω πρὸ δύο ἀντιτιθεμένων θεωριῶν : ἡ μία, ἡ παλαιοτέρα καὶ σύμφωνος πρὸς τὴν παράδοσιν, δέχεται ὅτι ἡ ἀναγέννησις τοῦ Ἀνθρωπισμοῦ εἰς τὴν Δύσιν εἶναι κατὰ μέγα μέρος ἔργον τῶν Ἑλλήνων τοῦ Βυζαντίου· ἡ ἄλλη, ἀναπτυχθεῖσαν ἐν τῇ προόδῳ τῆς κριτικῆς ἐρεύνης τῶν πραγμάτων, περιορίζει εἰς τὸ ἐλάχιστον τὴν ἑλληνικὴν συμβολὴν καὶ ἀναζητεῖ ἀλλαχοῦ τὰς ζωτικὰς δυνάμεις τῆς ἀνακαινίσεως τοῦ δυτικοῦ κόσμου. Ποῦ εὑρίσκεται ἡ ἀλήθεια ; Πῶς ἔχει ἀκριβέστερον τὸ πρόβλημα τῆς ἑλληνικῆς συμβολῆς ;
-
Ὁλόκληρο τὸ κείμενο μπορεῖτε νὰ διαβάσετε στό: www.e-istoria.com
Κώδικας VENETUS A
(***) Τὸ ἀρχαιότερο πλῆρες κείμενο τῆς Ἰλιάδος τοῦ Ὁμήρου τοποθετείται χρονολογικὰ στὸ τέλος τοῦ 10ου αἰῶνα προϊὸν ἐργασίας ἀγνώστου ἀλλὰ ἐξαιρετικοῦ βυζαντινοῦ ἀντιγραφέα, καὶ φυλάσσεται στὴν Μαρκιανὴ Βιβλιοθήκη τῆς Βενετίας. Τὸ 1468, ὁ λόγιος κληρικὸς Βησσαρίων ὁ Τραπεζούντιος, τὸ πρόσφερε μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα χειρόγραφα τῆς πλούσιας βιβλιοθήκης του, στὴν πόλη τῆς Βενετίας. Αὐτὴ ἡ δωρεά ἀποτέλεσε τὸν πυρῆνα τῆς μετέπειτα ἱδρυθείσης Μαρκιανῆς Βιβλιοθήκης.
……….Γνωστὸ ὡς «κώδικας Venetus Α», φωτογραφήθηκε καὶ ψηφιοποιήθηκε ἀπὸ τὸ Κέντρο Ἑλληνικῶν Σπουδῶν τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Χάρβαρντ. Χαρακτηρίστηκε ὡς ἀσύγκριτης ὁμορφιᾶς, μὲ πρωτοποριακὴ ὅσο καὶ κομψὴ γραφή. Ἐκτὸς ὅμως ἀπό τὴν καλαισθησία του, εἶναι μοναδικὸ καὶ γιὰ τὰ σχόλια ποὺ περιβάλλουν τὶς τρεῖς πλευρὲς τοῦ κειμένου, τὰ ὁποῖα ἀποκαλύπτουν παραλλαγὲς καὶ ἑρμηνεῖες χιλίων ἐτῶν, φθάνοντας ἔως καὶ τὴν Βιβλιοθήκης τῆς Ἀλεξάνδρειας.