,
Τοῦ Γεωργίου Δ. Κεμαλάκη.
……….Βρισκόμαστε στὰ 1920. Ὁ ἥλιος ρίχνει τὶς ζωογόνες ἀκτῖνες του καὶ δίνει ζωὴ στὰ πάντα. Οἱ Θρᾳκιῶτες δὲν αἰσθάνονται τὴν χαρὰ τῆς Ἀνοιξης, γιατὶ ἡ ἰδιόρρυθμη διασυμμαχικὴ κατοχὴ ποὺ τοὺς ἐξασφαλίζει τὴν μὲ ὅρους λευτεριὰ τους, ἡ λύπη καὶ ἡ ἀγωνία, νεκρώνουν ὅλες τὶς ἄλλες αἰσθήσεις. Αὐτὴν τὴν ἀγωνιώδη ἐρημιᾶ ἀναταράζει ποὺ καὶ ποὺ ἕνας ἀνάλαφρος ἄνεμος ἐλπίδας ἀπὸ τὸ 1919, μέσα ἀπὸ τὸ περιλάλητο διασυμμαχικὸ καθεστώς. Ὁ Ἑλληνικὸς στρατὸς ἔστησε περήφανα τὴν γαλανόλευκη καὶ στρατοπεύδευσε στοὺς Τοξότες, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀνακωχὴ τοῦ Α΄Παγκοσμίου Πολέμου. Ἐκεῖ συγκεντρώθηκαν καὶ οἱ περισσότεροι κάτοικοι τῶν θρᾳκικῶν περιοχῶν, ποὺ εἶχαν ξεριζωθεῖ ἀπὸ τὰ πατρικὰ τους σπίτια μὲ τὴν Συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου. Ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἀφοῦ τελείωσε ὁ Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μὲ τὴν νίκη τῶν συμμάχων, ἔστρεψαν τὰ μάτια τους στὴν τράπεζα τῶν συνδιασκέψεων καὶ περίμεναν νὰ δικαιωθοῦν.