ΕΡΑΣΙΝΩΔΥΝΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ-ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΟ ΝΤΕ ΣΑΝΚΤΙΣ «ΤΟ ΙΔΕΩΔΕΣ»

,

Φραντσέσκο Ντε Σάνκτις. Έργο τού Ιταλού ζωγράφου Φραγκίσκου Σαβέριο Αλταμούρα. Νάπολι-Εθνικό Μουσείο του Σαν Μαρτίνο. (Γιός τού Ιταλού ζωγράφου, είναι ο Έλληνας ζωγράφος Ιωάννης Αλταμούρας, καρπός τού γάμου του με την Ελληνίδα μαθήτριά του, επίσης ζωγράφο, Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα, η οποία είχε μία τραγική ζωή).

,

Αθανάσιος Α. Τσακνάκης

Θεολόγος – Φιλόλογος

,

Ερασινώδυνα Ανάλεκτα

,

Διατριβή ΣΤ΄

.

Τα «Ερασινώδυνα Ανάλεκτα» φιλοδοξούν να αποτελέσουν μία συλλογή από λιγότερο γνωστά στο ευρύ κοινό, εκλεκτά κείμενα, κυρίως τής Ελληνικής, τής Λατινικής, τής Ιταλικής, τής Ισπανικής και τής Πορτογαλικής Γραμματείας, μεταφρασμένα – όπου κρίνεται απαραίτητο – ή μεταγλωττισμένα, αναλόγως, στην νέα ελληνική γλώσσα, και εμπλουτισμένα με κατατοπιστικές εισαγωγές, διευκρινιστικά σχόλια και βοηθητικά παραρτήματα. Σκοπός τους είναι η τέρψη των αναγνωστών, αλλά και η αφύπνιση τής διάνοιάς τους, η γνωριμία των Ελλήνων και των ελληνομαθών με τον πλούτο τού ευρωπαϊκού μεσογειακού πνεύματος, αλλά και η έμπρακτη αποδόμηση τής υστερόβουλης θεωρίας περί τού «ανεπίκαιρου» ή «δυσπρόσιτου» χαρακτήρα αυτών των κειμένων. Η ηλεκτρονική ή έντυπη αναπαραγωγή και διάδοσή τους, καθώς και η τυχόν μετάφρασή τους σε άλλες γλώσσες, επιτρέπεται υπό τον απαρέγκλιτο όρο τής αυστηρής διατήρησης τής απόλυτης ακεραιότητας τού περιεχομένου των Διατριβών.

Εισαγωγή

Επίκαιρος και πολύτιμος αρωγός τής σύγχρονης διανοητικής αναζήτησης αναδεικνύεται ο κλασικός Ιταλός λόγιος Φραντσέσκο Σαβέριο Ντε Σάνκτις (Francesco Saverio De Sanctis) μέσα από το στοχαστικό άρθρο του, «Το Ιδεώδες», όπου επιχειρεί να καταυγάσει την συσχέτιση μεταξύ τού Πραγματικού, τού Αληθινού και τού Ιδεώδους, καθώς και την επίδρασή τους στο αέναο κοινωνικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι. Ο εμβριθής λόγος τού Ντε Σάνκτις, διαχρονικός και αναστατικός, διατηρεί ακέραιο τον αφυπνιστικό δυναμισμό του, όπως επίσης και την αξιοζήλευτη ικανότητά του να ενισχύει σαγηνευτικά τις φιλοσοφικές επιδιώξεις τού προσηλωμένου αναγνώστη.

Το κείμενο, συντεταγμένο στις 3 Δεκεμβρίου 1877, περιλαμβάνεται στην συλλογή «Πολιτικά Γραπτά τού Φραντσέσκο Ντε Σάνκτις», την οποία δημοσίευσε ο μαθητής του, Τζουζέππε Φερραρέλλι (Giuseppe Ferrarelli), στα 1889, αφιερώνοντάς την στην Μαρία Τέστα (Maria Testa), χήρα τού διάσημου Ιταλού στοχαστή και πολιτικού. Γιά την παρούσα Διατριβή χρησιμοποιήθηκε η έκδοση τής ανωτέρω συλλογής από τον Αλμπέρτο Μοράνο (Alberto Morano), στην Νάπολη τής νότιας Ιταλίας, στα 1924. Οι οχτώ διευκρινιστικές υποσημειώσεις είναι τού υποφαινόμενου μεταφραστή. Τής νεοελληνικής μεταγλώττισης τού άρθρου προηγείται μία συνοπτική βιογραφία τού Ντε Σάνκτις.

Φραντσέσκο Ντε Σάνκτις

Γιός τού ευκατάστατου γαιοκτήμονα και δικηγόρου Αλεσσάντρο Ντε Σάνκτις (Alessandro De Sanctis) και τής Μαρία Ανιέζε Μάντσι (Maria Agnese Manzi), ο Φραντσέσκο γεννήθηκε στην Μόρρα Ιρπίνα (Morra Irpina) – σήμερα Μόρρα Ντε Σάνκτις (Morra De Sanctis) – τής Καμπανίας, στα 1817. Στα εννέα χρόνια του, μετεγκαταστάθηκε, ως «εσωτερικός», στο ιδιωτικό σχολείο τού ιερέα θείου του, Κάρλο Ντε Σάνκτις (Carlo De Sanctis), στην Νάπολη, όπου παρακολούθησε, επί πέντε έτη, το επίπονο και αναχρονιστικό πρόγραμμα σπουδών. Στην συνέχεια, μαθήτευσε στην σχολή τού Λορέντσο Φατσίνι (Lorenzo Fazzini), διάσημου μαθηματικού και φιλοσόφου, όπου είχε την ευκαιρία να εντρυφήσει στην φιλοσοφία και στην λογοτεχνία. Μετά από εκεί, ο Φραντσέσκο ακολούθησε νομικές σπουδές σε μία άλλη ιδιωτική σχολή, αλλά η αιφνίδια επιδείνωση τής υγείας τού θείου του, Κάρλο, τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Νάπολη και να αναλάβει την διεύθυνση τού ιδιωτικού σχολείου, όντας μόλις δεκαοχτώ ετών.

Σημαντική επιρροή, ωστόσο, είχε ήδη ασκήσει επάνω του και η διδασκαλία τού Μπαζίλιο Πουότι (Basilio Puoti), διακεκριμένου λόγιου τής Νάπολης, στου οποίου την «Σχολή Ιταλικής Γλώσσας» ο νεαρός Ντε Σάνκτις φοίτησε επί ένα περίπου έτος, εκδίδοντας τότε και το πρώτο μεταφραστικό έργο του. Η πλούσια και εξαιρετικά επιτυχής διδακτική πορεία του, τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στον δημόσιο τομέα, συνοδεύτηκε από υψηλής ποιότητας και σπάνιας ποικιλίας προσωπικές σπουδές, στις οποίες κυριαρχούσε η εμβριθής μελέτη των Ελλήνων, Λατίνων και Ιταλών κλασικών συγγραφέων.

Η ενεργός εμπλοκή του με την πολιτική φαίνεται να ξεκινά γύρω στα 1848, με την συμμετοχή του στην πατριωτική «Ιταλική Ενότητα», μία μυστική, αντιστασιακή, επαναστατική οργάνωση. Το ξενοκρατικό μοναρχικό καθεστώς, όμως, αντέδρασε σκληρά, απαγορεύοντας στον Ντε Σάνκτις την άσκηση τής διδασκαλίας σε όλα τα σχολεία και αναγκάζοντάς τον να καταφύγει στην Καλαβρία, όπου συνελήφθη, στις 3 Δεκεμβρίου 1850, και οδηγήθηκε σε αυστηρή φυλάκιση. Μετά από δυόμιση έτη, χαρακτηρισμένος ως «πολιτικά επικίνδυνος», εξορίστηκε από την Ιταλία και απέπλευσε γιά τις Ηνωμένες Πολιτείες, απ’ όπου επέστρεψε μέσω Μάλτας, με την βοήθεια των Ναπολιτάνων μαθητών του, γιά να βρει καταφύγιο στο Πιεμόντε (Piemonte, Πεδεμόντιο), ανάμεσα σε πολλούς άλλους πολιτικούς πρόσφυγες και εξόριστους.

Κατ’ αυτή την δύσκολη περίοδο, ο Ντε Σάνκτις επιδόθηκε στην εκμάθηση τής γερμανικής γλώσσας, σκοπεύοντας στην αμεσότερη προσέγγιση τού φιλοσοφικού έργου τού Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ (Georg Wilhelm Friedrich Hegel), τον οποίο θαύμαζε απεριόριστα, ενώ τότε συνέθεσε και το ποίημα «Η φυλακή», μοναδική σοβαρή απόπειρά του σε αυτόν τον λογοτεχνικό χώρο. Από τον Σεπτέμβριο τού 1853 μέχρι και τον Μάρτιο τού 1856, ο Ντε Σάνκτις διέμεινε στο Τορίνο, πολιτικά αλλά και πολιτιστικά ανενεργός, αφοσιωμένος σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στην διδασκαλία τής ιταλικής γλώσσας σε μία σχολή θηλέων, βιώνοντας την φτώχια τού υποαπασχολούμενου εξόριστου.

Στην συγγραφική δραστηριότητα επέστρεψε ανανεωμένος, στα 1855, κυρίως ως πολιτικός δημοσιογράφος, εκφράζοντας τις νεομοναρχικές αντιλήψεις του υπέρ τού ιταλικού βασιλικού οίκου τής Σαβοΐας και υποστηρίζοντας με θέρμη τον «συνταγματικό πατριωτισμό», με απώτερο σκοπό την δυσέφικτη αλλά πολυπόθητη εθνική ενοποίηση των Ιταλών. Η εκπαιδευτική διαδρομή του τον οδήγησε στην κοσμοπολίτικη Ζυρίχη τής γειτονικής Ελβετίας, όπου δίδαξε ιταλική φιλολογία μέχρι τα 1860. Η επιστροφή του στην Ιταλία συνδέθηκε με τον διορισμό του, από τον ίδιο τον Τζουζέππε Γκαριμπάλντι (Giuseppe Garibaldi), στην θέση τού διοικητή τής επαρχίας τού Αβελλίνο (Avellino), ενώ αργότερα τού ανατέθηκε η διεύθυνση τής Εκπαίδευσης στην Νάπολη, όπου ο Ντε Σάνκτις αναδιοργάνωσε, με ξεχωριστή προσήλωση, το τοπικό Πανεπιστήμιο, προσκαλώντας, γιά να διδάξουν σε αυτό, διάσημους προοδευτικούς επιστήμονες από το εξωτερικό.

Αφού εξελέγη βουλευτής στο πρώτο ενωτικό ιταλικό κοινοβούλιο, ανέλαβε το αξίωμα τού Υπουργού Παιδείας, μεριμνώντας με αγνό ενδιαφέρον γιά την δημόσια εκπαίδευση, φροντίζοντας αδιάλειπτα γιά την μόρφωση των λαϊκών στρωμάτων τής ταλανισμένης ιταλικής κοινωνίας και επιχειρώντας να θεμελιώσει το εκπαιδευτικό πρόγραμμά του επάνω σε πραγματιστικές, φιλελεύθερες και ανανεωτικές αρχές. Η μετριοπάθεια και η άρνηση τής ακραίας επαναστατικότητας, ο προοδευτικός μοναρχισμός και ο συνταγματικός αριστερισμός, ο πατριωτισμός και το αντικληρικό πνεύμα χαρακτήριζαν την πολιτική και κοινωνική ιδεολογία και δράση του.

Στα 1863, στην Νάπολη, νυμφεύτηκε την Μαρία Τέστα, αλλά ο γάμος του δεν υπήρξε επιτυχής ούτε στον συναισθηματικό τομέα ούτε στην απόκτηση απογόνων. Οι οικονομικές δυσκολίες, καθώς και η απογοήτευση από την πολιτική δράση, έστρεψαν εκ νέου τον Ντε Σάνκτις στην έντονη συγγραφική δραστηριότητα. Στα 1871, τού ανατέθηκε η έδρα τής Συγκριτικής Λογοτεχνίας τού Πανεπιστημίου τής Νάπολης. Μία πρόσκαιρη επιστροφή του στον χώρο τής πολιτικής, στα 1875, προετοίμασε την άνοδο τής συνταγματικής αριστεράς στην εξουσία, ενώ στα 1878 τού ανατέθηκε εκ νέου, επί διετία, το Υπουργείο Παιδείας, οπότε επανέλαβε την παλαιότερη προσπάθειά του γιά την θεσμοθέτηση και την ενδυνάμωση ενός εκπαιδευτικού συστήματος στραμμένου σθεναρά προς την σύγχρονη επιστήμη και την ουσιαστική τεχνολογική κατάρτιση, κατά το δυνατόν αποσυνδεμένου από την στείρα και οπισθοδρομική προσέγγιση τής γνώσης, η οποία, μέχρι πρότινος, δέσποζε παντού. Η απόπειρά του, δυστυχώς, δεν στέφθηκε από την αναμενόμενη επιτυχία.

Στα 1880, πάσχοντας από μία σοβαρή οφθαλμική νόσο, η οποία καθιστούσε επώδυνη, αν όχι και βασανιστική, την υπεύθυνη εκτέλεση των πολλαπλών καθηκόντων του, παραιτήθηκε από το υπουργικό αξίωμα και ανάλωσε τα τελευταία έτη τού βίου του στην σύνταξη τής αυτοβιογραφίας του. Απεβίωσε στην Νάπολη, στις 29 Δεκεμβρίου 1883, αφήνοντας ημιτελές το ύστατο βιβλίο του.

Έχοντας επιδοθεί με ξεχωριστό πάθος, καθ’ όλη την διάρκεια τής ζωής του, στην συγγραφή, ο χαλκέντερος και ευρυμαθής Φραντσέσκο Ντε Σάνκτις άφησε πίσω του ένα πλήθος πολύτιμων έργων στους χώρους τής λογοτεχνικής κριτικής, τής φιλολογικής ιστοριογραφίας, τής φιλοσοφίας, τής αισθητικής, τής διδακτικής, τής επιστολογραφίας, τού πολιτικού στοχασμού, αλλά και τής αυτοβιογραφίας. Μεταξύ των σημαντικότερων δημιουργημάτων του, εκ των οποίων πολλά έλαβαν την τελική μορφή βιβλίου χάριν στους μαθητές του ή σε καλλιεργημένους Ιταλούς εκδότες, συγκαταλέγονται και τα εξής: «Κριτικά Δοκίμια», «Νέα Κριτικά Δοκίμια», «Ιστορία τής Ιταλικής Γραμματείας», «Μελέτη επί τού Τζάκομο Λεοπάρντι», «Κριτικό Δοκίμιο επί τού Πετράρχη», «Ο Νότος και το Ενωτικό Κράτος», «Τα Κόμματα και η Παιδεία τής Νέας Ιταλίας», «Μελέτη επί τού Εμίλ Ζολά», «Μαθήματα και Δοκίμια επί τού Δάντη», «Η Ιπποτική Ποίηση και Διάφορα Γραπτά».

Φραντσέσκο Ντε Σάνκτις

Το Ιδεώδες

(3 Δεκεμβρίου 1877)

«Ο Οιδίποδας και η Σφίγγα» έργο τού Γκυστάβ Μορώ.
«Ο Οιδίποδας και η Σφίγγα» έργο τού Γουστάβου Μορώ.

Ακούω σήμερα να λέγεται: το ιδεώδες είναι νεκρό, και δεν υπάρχει τίποτε άλλο, παρά το πραγματικό. Και αν αντιδράσεις, αν θελήσεις να μιλήσεις γιά το ιδεώδες, είσαι τουλάχιστον ένας οπισθοδρομικός, ένας αναζητητής πτωμάτων. Γίνεται μέσα στον νου μία παράξενη ανάμειξη ιδεώδους, πραγματικού και αληθινού, και καταλήγεις να μην βγάζεις πλέον άκρη.

Ότι μέσα στον άνθρωπο υπάρχει το ζώο, όλοι το γνωρίζαμε. Και όταν μπορούσαμε να το λησμονήσουμε, υπήρχε συγκεκριμένος κόσμος που μας τάραζε το αυτί με αυτό. Κάποτε λέγαμε: είμαστε σκόνη και θα ξαναγίνουμε σκόνη. Σήμερα καθένας τραγουδά ένα νέο άσμα, τού οποίου το θέμα είναι: σκέψου, ανθρώπινη ψυχή, ότι είσαι γεννημένη από πίθηκο. Βεβαίως. Το ζώο υπάρχει μέσα μας. Αλλά υπάρχει και ο άνθρωπος, νομίζω εγώ, εκείνο, εξαιτίας τού οποίου, μεταξύ των ζώων, είμαστε οι άνθρωποι.

Το μικρό παιδί, το αγρίμι δεν διαθέτουν σχεδόν τίποτε άλλο, παρά το ζωώδες στίγμα, το ένστικτο τής ιδίας συντήρησης ή τής ιδίας ευμάρειας. Στο παιδί, που προσκολλάται στον μητρικό μαστό, βλέπω το ένστικτο παρακινημένο από την πείνα, δεν βλέπω το ιδεώδες παρακινημένο από την ιδέα. Εγωισμός είναι το ζωώδες στίγμα. Ο άνθρωπος, που προθέτει ως σκοπό τής ζωής του την δική του ευμάρεια και που συντονίζει προς αυτήν όλες τις δυνάμεις του, έχει παραμείνει ένα ζώο. Διαφέρει ως προς την ποσότητα, αλλά όχι ως προς την ποιότητα. Το στίγμα είναι το ίδιο.

Το ανθρώπινο στίγμα είναι το ιδεώδες. Τα ζώα έχουν ένστικτα, αλλά δεν έχουν ιδέες, έχουν σκοπούς, αλλά δεν έχουν ιδεώδη. Μέσα στον άνθρωπο υπάρχει η ικανότητα τής σύλληψης των ιδεών, όπως λέγεται σήμερα, ή η ικανότητα των γενικών ιδεών, όπως λεγόταν παλαιότερα. Ικανότητα αρνημένη στα ζώα. Μόνον ο άνθρωπος δύναται να συλλάβει την ζωική υπόσταση, την ανθρώπινη υπόσταση και όλες τις ηθικές ιδέες: ελευθερία, δικαιοσύνη, πατριωτισμό, δόξα. Και τι είναι αυτές οι ιδέες; Τι είναι η ιδέα; Είναι η εμφάνιση τού ανθρώπου μέσα στο ζώο.

Η ιδέα, όμως, δεν είναι ακόμη ιδεώδες. Και γίνεται ιδεώδες όταν στην εργασία τής σκέψης συμμετέχει η φαντασία και το συναίσθημα. Τότε η ιδέα περιβάλλει ολόκληρο τον άνθρωπο και είναι το στίγμα μιάς εποχής, ο οδοδείκτης τής ιστορίας, η στήλη τής φωτιάς, η οποία υποδεικνύει την ατραπό στην ανθρωπότητα. Έτσι γεννιούνται τα ιδεώδη. Και είναι ανθρώπινα, επειδή δεν είναι άλλο, παρά η ιστορία τού ανθρώπου μέσα στην ζωική υπόστασή του, το είδος άνθρωπος που εξελίσσεται μέσα από το γένος και αισθάνεται και εδραιώνεται και διανοείται μέσα στην ιδιαιτερότητά του. Εκείνη την ημέρα, κατά την οποία ο νους συνέλαβε την ιδέα των πυραμίδων και τής Ίσιδας και τής Σφίγγας και τού καλού Θεού και τού κακού Θεού[1], εκείνη την ημέρα άρχισε να ζει ο άνθρωπος.

Το ιδεώδες είναι κάτι περισσότερο από το αληθινό. Τέκνο τού νοός, διαπλασμένο από την φαντασία, εκθειασμένο από το συναίσθημα, είναι – κατά βάθος, παρά την ατομική μορφή του – μία γενικότητα που δεν βρίσκει ανταποκρισιμότητα σε καμμία πραγματικότητα. Το πραγματικό είναι ατομικό, το ιδεώδες προϋποθέτει το γενικό, το συλλογικό. Γι’ αυτό ο χαρακτήρας του είναι η νοοτροπία. Έχει την λογική τελειότητα τής σκέψης, την πλαστική ομορφιά τής φαντασίας και την ζωτική θαλπωρή τού συναισθήματος. Κανένα ζωντανό πράγμα δεν είναι όμοιό του. Ή, ακόμη περισσότερο, αυτό είναι η υπέρτατη ζωή, η ζωή τού ανθρώπου μέσα στις πλέον εξέχουσες ικανότητές του. Και, κατ’ αυτήν την έννοια, το ιδεώδες είναι αληθινό οποτεδήποτε δεν είναι πραγματικό, εάν ως αλήθεια οφείλουμε να εννοήσουμε όχι μόνον το φυσικό προϊόν, αλλά επιπλέον – και περισσότερο – το προϊόν τού νοός.

Εάν το ιδεώδες, κατά την μορφή του, είναι αληθινό, ακόμη και αν δεν είναι πραγματικό, κατά την ουσία ή το νόημά του είναι η άρνηση τής ζωικής υπόστασης μέσα στα εγωιστικά όριά της. Χαρακτήρας τού ιδεώδους είναι η ανιδιοτέλεια που φτάνει μέχρι την θυσία. Όπως η ομορφιά, έτσι και το ιδεώδες υποθέτει σε κάθε ανθρώπινο άτομο αυτό το συναίσθημα: ότι το ίδιο το άτομο δεν είναι το παν, αλλά ένα μέρος. Ένα συναίσθημα που του επιβάλλει το καθήκον τής ανιδιοτέλειας και τής θυσίας. Έτσι, μόνον ο άνθρωπος είναι ένα ον όμορφο και ιδεώδες. Η παραμικρή υποψία ιδιοτελών κινήτρων βεβηλώνει το πρόσωπό του. Αυτή η ακτίνα τής ανθρώπινης υπόστασης μέσα στο ανθρώπινο άτομο εμφανίζεται περισσότερο ή λιγότερο ακριβής ανάλογα με το πόσο ξεκάθαρη είναι μέσα σε αυτό η συνειδητοποίηση τού ότι είναι άνθρωπος.

Όταν ο Τερέντιος[2] έλεγε «είμαι άνθρωπος και τίποτε ανθρώπινο δεν θεωρώ ξένο προς εμένα», αυτό το ρητό εμφανίστηκε ως νεωτερισμός στην γη των δούλων, και έβρεξε επιδοκιμασίες. Παρόμοιος πάταγος επιδοκιμασιών υπήρξε στην Αθήνα όταν ο Μένανδρος[3] έλεγε: «Το να ζεις γιά τον εαυτό σου δεν είναι ζωή. Το να ζεις γιά τους άλλους, αυτό είναι ζωή». Εκείνο που ήταν διαίσθηση τής ανθρώπινης υπόστασης γιά τους ίδιους, έγινε ανιαρή επανάληψη στον Μεταστάζιο[4]: «Δεν άξιζε να γεννηθεί όποιος γεννήθηκε μόνον γιά τον εαυτό του».

Πολλοί πιστεύουν ότι το πραγματικό είναι ένα αντι-ιδεώδες και ότι το ένα αποκλείει το άλλο. Αντίθετα, το πραγματικό είναι εκείνο που γεννά το ιδεώδες. Δεν υπάρχει καμμία ανθρώπινη πραγματικότητα που αργά ή γρήγορα να μην έχει την δύναμη να δημιουργήσει το ιδεώδες της. Γιατί το ιδεώδες δεν είναι ένα «κάτι», στον αέρα, το οποίο να πέφτει ως βροχή, χωρίς να γνωρίζουμε πώς ή από πού. Είναι, αντίθετα, μία αργή διαμόρφωση τού νοός, σύμφωνα με τις εκ των πραγμάτων ή πραγματικές συνθήκες εντός των οποίων βρίσκεται ο νους. Καθώς αλλάζουν αυτές οι πραγματικές συνθήκες, έτσι αλλάζει και το ιδεώδες. Εκεί που αυτό είναι μέρος τής οργανικής ζωής, εκεί είναι το ύστατο αποτέλεσμά της, η κορωνίδα της, το πλέον υψηλό σημείο τής πραγματικότητας. Αυτή την αποθέωση τού ανθρώπινου συναισθήματος μέσα στο απέραντο επέκεινα μάς εξηγεί το «Έξοχο» τού Αμερικανού ποιητή[5].

Αλλά εάν το πραγματικό γεννά το ιδεώδες, από την άλλη πλευρά είναι το ιδεώδες που, αντιδρώντας, το εξαγνίζει και το εξυψώνει. Η ιστορία δεν είναι παρά το αποτέλεσμα αυτής τής διπλής δράσης μέσα στην ζωή τής ανθρωπότητας. Κανένα πραγματικό και κανένα ιδεώδες δεν έχει αέναη ζωή. Το πραγματικό, όταν η διανοητική δύναμή του αρχίσει να εξαντλείται, δεν διαθέτει πλέον ιδεώδες και καταπίπτει στο ζωώδες. Έτσι συμβαίνει στην κοινωνία και έτσι συμβαίνει στο άτομο. Η συνήθεια, το γήρας, τα ζωώδη ένστικτα τού πλουτισμού ή τής εξουσίας και τής απόλαυσης, συνθλίβουν τα φτερά τού νοός και κάμπτουν προς την γη το ανθρώπινο μέτωπο. Το ίδιο συμβαίνει και με το ιδεώδες. Όταν περατωθεί η αποστολή του, και αυτό γερνά και κρατιέται με τα δόντια στην ζωή και κανείς δεν πιστεύει σε αυτό και οι άνθρωποι ρίχνονται στο πραγματικό εφόσον δεν βρίσκουν κάτι άλλο στο οποίο να πιστέψουν. Η μορφή αυτής τής κατάπτωσης, είτε τού πραγματικού είτε τού ιδεώδους, είναι η ρητορεία, που αποτελεί την φαινομενικότητα τής ζωής, από την οποία λείπει η ουσία.

Εποχές μεταβάσεων και νέων κατεργασιών υπάρχουν όταν το πραγματικό και το ιδεώδες χωρίζονται, μάλλον αντιτίθενται. Το πραγματικό γίνεται ζωώδες και περιγελά το ιδεώδες. Το ιδεώδες γίνεται αφηρημένο και αναλώνεται μέσα στον εαυτό του και δεν συμπεριλαμβάνει πλέον το πραγματικό. Πραγματισμός και ιδεαλισμός είναι οι δύο υπερβολές κάθε κατάπτωσης, από τις οποίες ξεφυτρώνει η κωμωδία. Ο Σωκράτης στα σύννεφα[6] και ο Ζευς ως χρυσή βροχή[7] είναι οι δύο αιώνιοι τύποι τής ιστορίας σε στιγμές μετάβασης.

Η κεντρομόλος δύναμη, που εναρμονίζει πραγματικό και ιδεώδες, είναι το αληθινό. Καθετί, που υφίσταται, είναι αληθινό. Όχι μόνο εκείνο που υφίσταται στην φύση, αλλά ακόμη και εκείνο που υφίσταται στον νου. Η αληθειοκρατία[8] είναι ένας όρος όχι μόνον βάρβαρος, αλλά εσφαλμένος, εάν επιθυμεί να υπονοήσει ότι είναι αληθινό μόνον εκείνο που είναι πραγματικό. Πραγματικό και ιδεώδες μαζί είναι το αληθινό.

Θέλησα να ρίξω στο χαρτί αυτές τις σκέψεις, δεδομένου τού ότι η σύγχυση είναι μεγάλη στις ονομασίες και στις ιδέες. Και καθώς ακούω από αυτές να αναβλύζουν και άλλες σκέψεις, θα επανέλθω.

***   ***   ***

Επιλογή Βιβλιογραφίας

  1. Aurigemma, M., Francesco De Sanctis, Roma, 1974.
  2. Croce, B., Gli scritti di Francesco De Sanctis e la loro varia fortuna, Ed.: Laterza, Bari, 1917.
  3. De Sanctis, F., Storia della letteratura italiana, Ed.: Einaudi, 1996.
  4. Dionisotti, C., Geografia e storia della letteratura italiana, Ed.: Einaudi, Torino, 1967.
  5. Landucci, S., Cultura e ideologia di Francesco De Sanctis, Ed.: Feltrinelli, Milano, 1963.
  6. Marinari, A., Francesco De Sanctis, Dizionario biografico degli Italiani, 1991.
  7. Muscetta, C., Francesco De Sanctis, Bari, 1990.
  8. Petronio, G., L’ attivitá letteraria in Italia, Ed.: Palumbo, Firenze, 1990.

 

Αθανάσιος Τσακνάκης

17/02/2015

[1] Ο συγγραφέας, σύμφωνα με την πλέον διαδεδομένη κατά την εποχή του άποψη, τοποθετεί την αρχή τού πολιτισμού στην Αίγυπτο. Σήμερα, η επιστήμη έχει αποδείξει ότι κάτι τέτοιο δεν αποτελεί αλήθεια.

[2] Ο Πόπλιος Τερέντιος Αφρικανός (Publius Terentius Afer) ήταν λατινόφωνος κωμωδιογράφος αφρικανικής καταγωγής. Γεννήθηκε γύρω στα 185 π.Χ. και απεβίωσε σε ηλικία μόλις 26 ετών, αφήνοντας αξιόλογη προσφορά στον χώρο τής λατινικής λογοτεχνίας.

[3] Ο Μένανδρος ήταν ο σημαντικότερος εκπρόσωπος τής Νέας Κωμωδίας, δηλαδή τής τελευταίας φάσης ανάπτυξης τής αρχαιοελληνικής κωμωδιογραφίας. Γεννήθηκε στην Αθήνα, στα 342 π.Χ., και απεβίωσε εκεί, στα 292 π.Χ. Από το πλούσιο σε ποιότητα και ποσότητα έργο του σώζεται μόνον ένα πολύ μικρό μέρος.

[4] Ο Πιέτρο Αντόνιο Ντομένικο Μποναβεντούρα Τραπάσσι (Pietro Antonio Domenico Bonaventura Trapassi), γνωστός με το ψευδώνυμο Πιέτρο Μεταστάζιο (Pietro Metastasio) ήταν Ιταλός ποιητής, δραματουργός και ιερέας. Γεννήθηκε στην Ρώμη, στα 1698, και απεβίωσε στην Βιέννη, στα 1782. Θεωρείται ο αναμορφωτής τού ιταλικού μελοδράματος. Σώζεται πλήθος έργων του.

[5] Πρόκειται γιά το θαυμάσιο ποίημα «Excelsior» τού Αμερικανού ποιητή Χένρι Γουάντζγουορθ Λονγκφέλλοου (Henry Wadsworth Longfellow), που γεννήθηκε στα 1807 και απεβίωσε στα 1882.

[6] Έμμεση αναφορά στην κωμωδία «Νεφέλες», τού Αριστοφάνη, στην οποία ο πατέρας τής κωμωδιογραφίας περιγελά τον πατέρα τής ηθικής φιλοσοφίας.

[7] Έμμεση αναφορά στον ελληνικό μύθο τής μεταμόρφωσης τού θεού Δία σε χρυσή βροχή, κατά την προσπάθειά του να συνευρεθεί με την έγκλειστη αρχοντοπούλα Δανάη. Από την ένωσή τους γεννήθηκε ο φημισμένος ήρωας Περσέας.

[8] Γιά την μεταγλώττιση τού ιταλικού όρου «verismo» προτιμήθηκε ο ελληνικός όρος «αληθειοκρατία» και όχι οι γνωστότεροι όροι «βερισμός» ή «ωμός ρεαλισμός».

Αφήστε μια απάντηση