,

,
ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ ΗΡΩΩΝ ΟΙΚΙΣΤΩΝ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΑΠΟΙΚΙΕΣ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
.
Ασπασία Παυλοπούλου
……….Από τη γενική μελέτη των στοιχείων που διαθέτουμε για προσωπικότητες οικιστών- ηρώων των χρόνων του μεγάλου ελληνικού αποικισμού (8ος-6ος αι. π.Χ.), των κλασικών χρόνων ή ακόμα και για μυθικούς ιδρυτές αποικιών, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο ιδρυτής της αποικίας θεωρούνταν πρόσωπο αποφασιστικής σημασίας όχι μόνο όσον αφορά την «κτίσιν» αυτής, αλλά και ως προς τη μετέπειτα διατήρηση της συνοχής και της ύπαρξής της. Οι διηγήσεις σχετικά με την προέλευση του οίκου του, την κοινωνική του θέση στη μητρόπολη, την εξαιρετική του δραστηριότητα κατά την ίδρυση της αποικίας και, τέλος, τις τιμές που έλαβε γι’ αυτήν την ευεργετική του δράση παρουσιάζουν στο σύνολό τους έντονα επικό χαρακτήρα. Οι διηγήσεις αυτές βέβαια είναι συχνά πολύ μεταγενέστερες του γεγονότος της ίδρυσης κι ο προσωπικός μύθος του οικιστή κτίζεται όχι μόνο με βάση το πραγματικό του έργο κατά τη γέννηση της αποικίας, αλλά και χάριν της ανάγκης που εμφανίζεται επαναλαμβανόμενα κατά τη διάρκεια του βίου αυτής για σύμβολα κοινωνικής συνεκτικότητας και αυτοσυνειδησίας. Η δημόσια λατρεία του ήρωα οικιστή, ως λατρεία της ελληνικής πόλης, συλλογική και περιοδικά επαναλαμβανόμενη, εξασφάλιζε την κοινή μνήμη τού πρωταρχικού γεγονότος της ύπαρξής της, του αποικιστικού εγχειρήματος. Κάτι τέτοιο λειτουργούσε βέβαια προς δύο κατευθύνσεις: αφενός τόνιζε την προέλευση και τους δεσμούς συγγένειας προς τη μητροπολιτική Ελλάδα και αφετέρου έπαιζε καθοριστικό ρόλο στο σχηματισμό μιας συλλογικής συνείδησης ιδιαιτερότητας, ατομικότητας και αυτονομίας της πόλης. Ιδιαίτερα σε τόπους εχθρικούς και αφιλόξενους, όπως ήταν η Θράκη, οι οποίοι κατακτήθηκαν ύστερα από πολυετείς, αιματηρούς αγώνες εναντίον των γηγενών, η ανάγκη αυτή ήταν φυσικά ιδιαίτερα αυξημένη.
……….Ο οικιστής αποτελούσε στους τόπους αυτούς ένα διαρκές σύμβολο συνοχής μεταξύ μητρόπολης και αποικίας. Αυτός ήταν που μετέφερε τους θεούς και τη λατρεία τους, τα ήθη, συχνά την κοινωνική δομή και τους θεσμούς. Το πόσο σημαντικό ήταν το πρόσωπό του για τη σχέση αποικίας και μητρόπολης είναι σαφές από τη μαρτυρία του Θουκυδίδη (I, 24, 2 και VI, 4, 2), κατά την οποία, όταν μια αποικία ίδρυε μια νέα, σύμφωνα με ένα αρχαίο έθιμο, δεν επέλεγε οικιστή από το σώμα των δικών της πολιτών, αλλά καλούσε κάποιον από τη μητρόπολή της. Όπως μαρτυρείται τουλάχιστον για τις αθηναϊκές αποικίες, ο οικιστής ήταν υπεύθυνος για τη μεταφορά της ιερής πυράς που έκαιγε στο πρυτανείο των ελληνικών πόλεων, καθώς και για την τέλεση της εναρκτήριας θυσίας, η οποία εγκαινίαζε τη ζωή στους νέους τόπους. Το γεγονός αυτό αποτελούσε για την αποικία σύμβολο συνέχειας και συμμετοχής στον συλλογικό βίο και στις παραδοσιακές αξίες της μητρόπολης. Αυτός όριζε επίσημα τη λατρεία της νέας πόλης και καθόριζε τις θέσεις των ιερών τόπων και των ναών της. Από την άποψη αυτή ο οικιστής εκπροσωπούσε όχι μόνο τους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς του κόσμου, από τον οποίο προερχόταν η εμπειρία του, αλλά και τους λατρευτικούς και τελετουργικούς.
……….Η ιερή σχέση, την οποία ο οικιστής είχε συνάψει κατά τη διάρκεια του βίου του και μέσω των παραπάνω δραστηριοτήτων με το θεϊκό στοιχείο, παρουσιαζόταν στα πλαίσια του ιδρυτικού μύθου της αποικίας ως επαρκής εξήγηση για την καθιέρωση της μεταθανάτιας λατρείας του. Οι πολυάριθμοι ιδρυτικοί μύθοι αποικιών που διασώζονται από τις πηγές μάς παρουσιάζουν την ίδρυση της νέας πόλης ως διαδικασία ιερή, επικυρωμένη πριν από την έναρξή της από το μαντείο των Δελφών. Κατά τη διάρκεια αυτής της πρώτης φάσης των αποικιακών επιχειρήσεων ο οικιστής προβάλλεται όχι ως τυχαίος απεσταλμένος της μητρόπολης, του οποίου ο ηγετικός ρόλος έλαβε την πρόσθετη επικύρωση του μαντείου, αλλά πολύ περισσότερο ως άμεσος φορέας της θεϊκής εντολής στους νέους τόπους, προικισμένος με ένα ιδιαίτερο «χάρισμα» συγκεκριμένα υπάρχει η αντίληψη ότι μόνος αυτός είναι προορισμένος να ερμηνεύσει το δυσνόητο απολλώνιο χρησμό που υποδείκνυε τη γεωγραφική θέση της νέας πόλης.
……….Ωστόσο, οι διηγήσεις αυτές για συμμετοχή του μαντείου των Δελφών στον αποικισμό, αν και κατά την αρχαιότητα έφεραν το κύρος παλαιότατων μύθων ιερού περιεχομένου, δεν χρονολογούνται από τους ιστορικούς πριν από τον 5ο αι. π.Χ., ενώ η αξία τους, αν θελήσει κανείς να τις χρησιμοποιήσει ως ιστορική πηγή για τους πρώιμους χρόνους του ελληνικού αποικισμού, είναι αμφισβητούμενη. Χρονικά απομακρυσμένες από το γεγονός, στο οποίο αναφέρονται, δεν διακρίνονται τόσο για το σταθερό ιστορικό περιεχόμενό τους〮 πολύ περισσότερο αναπτύσσουν ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός σε περιόδους μεταγενέστερες από αυτό (οι οποίες επιπλέον δεν μπορούν να καθοριστούν με ακρίβεια) με βάση τη γνωστή ελεύθερη έμπνευση της ελληνικής μυθολογικής παράδοσης.
……….Ο προσωπικός μύθος του οικιστή, στα πλαίσια του ιδρυτικού μύθου της αποικίας, έπεται συνεπώς της πραγματικής του δράσης, καθώς και της καθιέρωσης της λατρείας του’ αποτελεί κατά κάποιον τρόπο αιτιολογικό μύθο της λατρείας που προϋπάρχει. Η δράση του οικιστή στους νέους τόπους, πρωταρχικό και καθοριστικό γεγονός για την ιστορία της πόλης, ανάγεται στη σφαίρα του ηρωικού〮 η θεϊκή επίνευση ως στοιχείο της προσωπικότητάς του θεωρείται κριτήριο για την επιτυχία της αποστολής του και προσφέρει σε μυθολογικό επίπεδο μίαν εξήγηση για την παροχή μεταθανάτιων τιμών. Ωστόσο, ο θεσμός της λατρείας του ήρωα-οικιστή δεν βρίσκει μια επαρκή ιστορική εξήγηση στον ιδρυτικό της αποικίας μύθο. Πολύ βασική για μια πληρέστερη κατανόησή του είναι η ένταξη στα πλαίσια των μακροχρόνιων θρησκευτικών παραδόσεων της ελληνικής πόλης.
……….Γνωρίζουμε ότι η θρησκεία της πόλης ήταν στη βάση της συλλογική. Επρόκειτο για μια θρησκεία, η οποία συντηρούσε την κοινωνική συνεκτικότητα. Στα πλαίσια αυτής η δημόσια λατρεία του οικιστή τόνιζε, καθώς ήδη παρατηρήσαμε, τους παραδοσιακούς δεσμούς της αποικίας με τη μητρόπολη. Παράλληλα όμως, καθώς το πρόσωπο του οικιστή ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με το πρωταρχικό γεγονός της ίδρυσης, και η λατρεία του, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες λατρείες που οι άποικοι έφεραν μαζί τους από τη μητρόπολη, προσιδίαζε στην αποικία, αποτελούσε γι’ αυτήν την πρώτη πραγματικά ανεξάρτητη λατρεία. Από την άποψη αυτή τόνιζε την ιδιαίτερη ταυτότητα της πόλης και τους εσωτερικούς δεσμούς της κοινωνίας της. Λαμβάνοντας υπόψη την παραπάνω λειτουργία που επιτελούσε η λατρεία του οικιστή στα πλαίσια της ελληνικής αστικής θρησκείας, μπορούμε να κατανοήσουμε σε ποιο βαθμό ο θεσμός παρουσίαζε αντιστοιχίες με τη λατρεία των μακρινών προγόνων, των «ηρώων προγεννητόρων» της οικογένειας, του γένους, της φυλής. Συγκεκριμένα οι τελευταίοι, μέσω των πραγματικών ή πλασματικών (κατασκευασμένων) δεσμών συγγένειας που εδραίωναν, αποτελούσαν σύμβολα κοινωνικής ενότητας και σταθερά σημεία αναφοράς, στα οποία προσέτρεχε κανείς για να αναγνωρίσει την ταυτότητα και τους συνεκτικούς δεσμούς μιας ευρύτερης κοινωνικής ομάδας. Ο θεσμός της λατρείας του οικιστή λοιπόν και η λειτουργία του στην κοινωνία της αποικίας μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο αν θεωρηθούν σε σχέση με το ευρύτερο πλαίσιο που όριζε η μακροχρόνια παράδοση της ελληνικής αστικής θρησκείας, η οποία είχε πολύ νωρίτερα αναγνωρίσει κοινούς «προγόνους», «αρχηγέτες», «προγεννήτορες», τους είχε εγκολπωθεί και τους είχε αναγάγει από την ιδιωτική σφαίρα σε εκείνη της δημόσιας λατρείας.
……….Και στην περίπτωση της Θράκης ο ελληνικός αυτός θεσμός διέσωζε, καθώς θα δούμε στη συνέχεια, παλαιότατες μνήμες και παραδόσεις θρησκευτικής και πολιτικής ζωής της ελληνικής πόλης. Η ιστορική δράση των οικιστών της αιγαιακής Θράκης, στις περισσότερες περιπτώσεις πραγματικά επίπονη, και γι’ αυτό το λόγο υψωμένη στη σφαίρα του ηρωικού και του μυθικού, αποτελούσε πυρήνα και αφετηρία για την ανάπτυξη της προσωπικής ιστορίας της αποικίας. Η πόλη, αναπτυγμένη με κέντρο τον τύμβο του οικιστή, αφ’ ενός αναγνώριζε αυτόν ως ήρωα-προστάτη, αφ’ ετέρου το πρωταρχικό γεγονός του αποικισμού ως υπέρτατη ευεργεσία. Χαρακτηριστική για τη σημασία που είχε στην κοινή συνείδηση των αποίκων η δράση του οικιστή είναι η ξεχωριστή περίπτωση του Τιμήσιου του Κλαζομένιου, που λατρεύθηκε ως ήρωας- κτίστης των Αβδήρων όχι από τους Κλαζομένιους αποίκους, των οποίων αυτός ηγήθηκε, αλλά από τους Τήιους αποίκους που επανίδρυσαν τα Άβδηρα το 545/4 π.Χ. Ο Ηρόδοτος (I, 168) με σαφήνεια τονίζει ότι αιτία αυτής της λατρείας δεν ήταν άλλη από το σεβασμό προς τους αγώνες που διεξήγαγε ο Τιμήσιος κατά την πρώτη ενεπιτυχή προσπάθεια αποικισμού, όταν προσέκρουσε στην αντίσταση των τοπικών θρακικών φύλων. Οι αγώνες αυτοί αποτελούσαν επαρκές υλικό για τη δημιουργία μιας ιδρυτικής ιστορίας πρώτης ηρωικής εγκατάστασης Ελλήνων αποίκων στην περιοχή. Οι Τήιοι άποικοι μέσω της λατρείας του Κλαζομένιου οικιστή αναγνώριζαν την ιστορία αυτή ως προϊστορία της δικής τους εγκατάστασης, τονίζοντας με αυτόν τον τρόπο έμμεσα τις δικές τους αγωνίες και τους δικούς τους αγώνες κατά την «κτίσιν» της αποικίας.
……….Η λατρεία του οικιστή λοιπόν, τοπική αλλά με μακροχρόνιες ρίζες στις παραδόσεις της μητροπολιτικής Ελλάδας, τόνιζε και στη Θράκη, παράλληλα προς τον ελληνικό χαρακτήρα της νέας πόλης, την ξεχωριστή ιστορία και την αυτονομία της σε σχέση με τη μητροπολιτική Ελλάδα, αλλά κυρίως ως προς τους γηγενείς αποίκους. Από την άποψη αυτή δημιουργούσε συλλογική συνείδηση ενότητας και συνέβαλλε αποφασιστι¬κά στη διατήρηση της ισχύος και στη συνέχιση του βίου της αποικίας.
Α. ΛΑΤΡΕΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΟΙΚΙΣΤΩΝ
……….Η μεγάλη αποικιστική δραστηριότητα του ελληνικού κόσμου στο χώρο της Θράκης εγκαινιάζεται κατά τον 7ο αι. π.Χ. Ωστόσο, το ζωηρό ενδιαφέρον των Ελλήνων για την περιοχή μπορούμε να υποθέσουμε με βάση τις πηγές ότι ήταν πολύ πρωιμότερο. Επανειλημμένα έχει τονιστεί από τους ιστορικούς η μεγάλη σημασία -οικονομική, γεωπολιτική, γεωστρατηγική- της θρακικής χώρας για τις ελληνικές πόλεις-κράτη της μεγάλης εποχής του αποικισμού. Αφ’ ενός αυτή ακριβώς η σπουδαιότατα του χώρου, αφ’ ετέρου οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι άποικοι κατά τη διάρκεια του εγχειρήματος προσέδωσαν στο γεγονός του αποικισμού έντονα επικό χαρακτήρα, ο οποίος εκφράστηκε κυρίως στο μύθο και στη λατρεία των ηρώων-οικιστών των ελληνικών αποικιών της Θράκης.
……….Μια τέτοια λατρεία ιστορικών προσώπων, που έζησαν και έδρασαν – και μάλιστα διακρίθηκαν γι’ αυτή τη δράση – στον πραγματικό επίγειο κόσμο, σφράγιζε, σύμφωνα με το μύθο, σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση το τέλος της ιδρυτικής διαδικασίας της πόλης. Η αριστοκρατική προέλευσή τους, τουλάχιστον κατά την περίοδο του μεγάλου ελληνικού αποικισμού (8ος – 6ος αι. π.Χ.) καθόριζε σε μεγάλο βαθμό την επιλογή τους από τη μητρόπολη. Η απόλυτη ευθύνη που έφερε ο οικιστής για την επιτυχία του εγχειρήματος ήταν φυσικό να προϋποθέτει την επιλογή του μέσα από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της εποχής, οι οποίες θα κατείχαν, λόγω παράδοσης, την απαιτούμενη εξοικείωση στην άσκηση της αρχηγίας. Ο αγώνας τους στο αφιλόξενο περιβάλλον των νέων τόπων για μόνιμη εγκατάσταση, σταθερή άμυνα από τους γηγενείς πληθυσμούς, ακίνδυνη διαβίωση και τελικά αποδοτική εκμετάλλευση του χώρου αποδείχτηκε δύσκολος και σε πολλές περιπτώσεις εξαιρετικά μακροχρόνιος. Ήταν φυσικό λοιπόν, η παραδοσιακή τακτική των Ελλήνων να λατρεύουν ως ήρωα-οικιστή τον ιδρυτή μιας νέας πόλης, να μαρτυρείται από τις πηγές μας ιδιαίτερα ισχυρή στο χώρο της Θράκης. Το πλήθος των δυσχερειών και η σημασία μιας πιθανής επιτυχίας αναδείκνυε την προσπάθειά τους σε κάτι περισσότερο από απλό τόλμημα’ σε ηρωϊκή πράξη.
……….Στο χώρο των νοτίων παραλίων της Θράκης ως σημαντικότερες από τις λατρείες αυτού του είδους μπορούν να θεωρηθούν: η λατρεία του Μιλτιάδη του Πρεσβύτερου στη Θρακική Χερσόνησο, η λατρεία του Τιμήσιου του Κλαζομένιου, ήρωα-οικιστή των Αβδήρων, οι τιμές προς τον Άγνωνα τον Αθηναίο, ιδρυτή της Αμφίπολης, η αντικατάσταση του τελευταίου από το Σπαρτιάτη στρατηγό Βρασίδα και η καθιέρωση λατρείας προς τιμήν του. Στα θέματα αυτά θα αναφερθούμε εκτενέστερα στη συνέχεια. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε στο σημείο αυτό τουλάχιστον να μνημονεύσουμε άλλες μορφές που συνδέονται με την ίδρυση ελληνικών αποικιών στο χώρο της Θράκης. Συγκεκριμένα, ιδιαίτερα πλούσιες αλλά και περίπλοκες είναι οι παραδόσεις σχετικά με την ίδρυση της Θάσου από μυθικά και ιστορικά μέλη της οικογένειας του ποιητή Αρχίλοχου·από τον Τέλλη, πιθανώς μυθικό γενάρχη της οικογένειας, από τον Τηλεσικλή, πατέρα του Αρχίλοχου, ο οποίος υποθέτουμε ότι οδήγησε τους Πάριους αποίκους στο νησί γύρω στα 680 π.Χ., και από τον ίδιο τον ποιητή, του οποίου η μετάβαση στο νησί έλαβε χώρα μια γενιά αργότερα, συγκεκριμένα το 650 π.Χ. Επίσης, κατά τους κλασικούς χρόνους, μαρτυρείται ο εξέχων ρόλος που διαδραμάτισε ο Δαμοκλείδης στην ίδρυση της Βρέας στη Βισαλτία. Από το περίφημο διάταγμα του Ερεχθείου IG I2 45 (Meiggs -Lewis, σ. 128-133, αρ. 49) που αναφέρεται στο γεγονός, φαίνεται ότι ο Δαμοκλείδης ενεργούσε ως αρχηγός της όλης αποικιακής επιχείρησης, στα πλαίσια της οποίας όμως οι ποικίλες αρμοδιότητες, που κατά κανόνα συγκεντρώνονται στα χέρια του οικιστή, παρουσιάζονται εδώ κατανεμημένες σε περισσότερα πρόσωπα ή ομάδες («αποικισταί» και «γεωνόμοι»). Μεταξύ των οικιστών ελληνικών πόλεων στη Θράκη εξάλλου μπορεί να γίνει αναφορά και στον Σπαρτιάτη στρατηγό Παυσανία του Κλεομβρότου. Σύμφωνα με την ερμηνεία που επιχειρεί ο C.E Lehmann – Haupt σε πολυσυζητημένο χωρίο του Ιουστίνου, ο Παυσανίας μετά το 404 π.Χ. θεωρήθηκε πιθανώς ελευθερωτής και επανιδρυτής του Βυζαντίου. Η υποθετική καθιέρωσή του ως ήρωα-οικιστή εξέφραζε, κατά το συγγραφέα, τους νέους πολιτικούς συσχετισμούς που ίσχυαν στην περιοχή μετά την πτώση ισχύος των Αθηναίων·από την άποψη αυτή η λατρεία του παρουσιάζεται όμοια προς εκείνη του Βρασίδα στην Αμφίπολη, για την οποία θα γίνει λόγος παρακάτω. Συγκεκριμένα, μετά την πανωλεθρία των Αθηναίων στους Αιγός Ποταμούς, την κατάληψη του Βυζαντίου από τον Λύσανδρο και την εγκατάσταση Λακεδαιμόνιου αρμοστή στην πόλη οι κάτοικοι του Βυζαντίου θα πρέπει να χαιρέτισαν με ενθουσιασμό την αποδέσμευση από την αθηναϊκή ηγεμονία. Κάτω από αυτές τις ιστορικές συνθήκες η μακρινή ανάμνηση της απελευθέρωσης του Βυζαντίου από τον περσικό ζυγό, υπό την αρχηγία ενός ηρωικού Σπαρτιάτη στρατηγού, ανασύρθηκε και οδήγησε σε αναγνώρισή του ως «ήρωα-κτίστη» της πόλης, έτσι ώστε η Σπάρτη να αναδειχθεί σε ιστορική μητρόπολη αυτής.
Μιλτιάδης, «ο την Χερσόνησον κτίσας»
……….Η πρώτη μαρτυρία που διαθέτουμε για τη λατρεία των οικιστών-ηρώων στο χώρο της Θράκης προέρχεται από τον Ηρόδοτο (VI, 34-39) και αναφέρεται στην παρουσία και τη δράση του Μιλτιάδη του Πρεσβύτερου στην περιοχή της Χερσονήσου. Μαρτυρείται ότι ο Μιλτιάδης προσκλήθηκε από τη θρακική φυλή των Δολόγκων, η οποία αντιμετώπιζε ισχυρές πιέσεις από τη γειτονική προς βορρά φυλή των Αψινθίων. Οι πρώτοι έστειλαν τους βασιλείς τους να λάβουν χρησμό από τους Δελφούς για τη διεξαγωγή του πολέμου και εκείνοι, ακολουθώντας τις υποδείξεις του χρησμού, προσκάλεσαν το Μιλτιάδη στη Χερσόνησο. Πιο συγκεκριμένα ο δελφικός χρησμός προέβλεπε να προσκαλέσουν οι Δολόγκοι στη χώρα τους, ως οικιστή, τον άνδρα εκείνο που θα τους προσέφερε πρώτος φιλοξενία μετά την αναχώρησή τους από χο μαντείο.
……….Η συνάντηση των αντιπροσώπων της φυλής με το Μιλτιάδη τον Αθηναίο και η παροχή φιλοξενίας εκ μέρους του εκπλήρωνε το χρησμό και έδινε διέξοδο στο αίτημα των Δολόγκων για παροχή βοήθειας. Στο ερώτημα για το κατά πόσο η επιλογή του Μιλτιάδη ήταν πράγματι τυχαίο περιστατικό (όπως παρουσιάζεται από το χρησμό), ή κατά πόσο αυτή είχε προαποφασιστεί λόγω των φιλικών σχέσεων που είχαν ήδη αναπτύξει οι Φιλαΐδες με τη θρακική φυλή των Δολόγκων, ο W. Leschhorn υποστηρίζει ότι είναι αδύνατο να δοθεί μια τεκμηριωμένη απάντηση με βάση τα δεδομένα των πηγών. Ωστόσο τοποθετείται απέναντι σ’ αυτό το ζήτημα, αναγνωρίζοντας στον δελφικό χρησμό μια συμβολική απόδοση των κριτηρίων, με βάση τα οποία επιλέγονταν οι «οικιστές» της αρχαϊκής περιόδου. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι η «παροχή φιλοξενίας» που αναφέρεται στο χρησμό ως ρητή προϋπόθεση για την επιλογή του οικιστή από την ομάδα των Δολόγκων, σύμφωνα με τις αντιλήψεις του ελληνικού κόσμου, συμπεριλάμβανε και τις έννοιες της προστασίας και της βοήθειας σε περίπτωση ανάγκης. Αποτελεσματική βοήθεια όμως μπορούσε να παράσχει μόνο ένας άνδρας με μεγάλη επιρροή και δύναμη, ένα πρόσωπο που θα ανήκε στα πρώτα αριστοκρατικά γένη της πόλης, γνωστό από την πολιτική ή στρατιωτική του δραστηριότητα, ή καθαγιασμένο με το δάφνινο στεφάνι των ολυμπιακών αγώνων. Κάτι τέτοιο βέβαια απείχε σε σημαντικό βαθμό από μια συμπτωματική επιλογή του οικιστή. Ο Μιλτιάδης λοιπόν πήρε μαζί του Αθηναίους εθελοντές και έπλευσε μαζί με τους Δολόγκους, αναδεικνύοντας τον εαυτό του σε κύριο της περιοχής. Αυτοί δε που τον προσκάλεσαν τον έκαναν τύραννο.
……….Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο από την αφήγηση του Ηροδότου είναι ότι ο Μιλτιάδης δεν αρκέστηκε σε όσα του ανέφεραν οι Δολόγκοι, αλλά ζήτησε την επιβεβαίωση του μαντείου των Δελφών, ότι ήταν αληθή και ότι είχαν διατυπωθεί κάτω από θεϊκή επίνευση. Κάτι τέτοιο βέβαια ισοδυναμούσε με τυπική επικύρωση της αρχηγίας του στο εγχείρημα αποικισμού της Χερσονήσου. Ειδικότερα μπορεί να πει κανείς ότι αυτή η παράδοση που συναντάται συχνότερα στους ιδρυτικούς μύθους των αποικιών, σχετικά με μια υποτιθέμενη επικύρωση του προσώπου του οικιστή από το δελφικό μαντείο, προέβαλλε αυτόν ως εκπρόσωπο και λειτουργό του θεού στους νέους τόπους. Αυτός βρισκόταν κάτω από τη θεϊκή προστασία και μετέφερε τις θεϊκές εντολές και τις θρησκευτικές παραδόσεις της μητρόπολης στην αποικία. Από αυτήν την άποψη λοιπόν διασφάλιζε σε θρησκευτικό και πολιτισμικό επίπεδο την πρόσδεση της αποικίας με τη μητρόπολη. Απ’ όσα αναφέραμε παραπάνω γίνεται σαφές ότι ο σημαντικός ρόλος που καλείται να διαδραματίσει ο οικιστής της αρχαϊκής περιόδου ξεκινά πριν από την αναχώρησή του από τη μητρόπολη. Η αριστοκρατική καταγωγή του Μιλτιάδη που είναι συνυφασμένη με στρατιωτικές ικανότητες και πολιτικές αρετές και η θεϊκή καθιέρωση των πράξεών του που επιστεγάζεται από το δελφικό χρησμό, πιστοποιούν την εξαιρετικά ισχυρή θέση και το αυξημένο κύρος του. Όλα τα παραπάνω παρουσιάζονται από τον ιδρυτικό μύθο ως κριτήρια επιλογής και ως εγγυήσεις για την επιτυχία του εγχειρήματος πολύ πριν από την έναρξή του.
……….Η σημασία που είχε η αποικιστική δραστηριότητα του Μιλτιάδη στο χώρο της Χερσονήσου μπορεί να γίνει πληρέστερα κατανοητή, αν θεωρηθεί σε σχέση με την πολύ πρωιμότερη εκδήλωση ενδιαφέροντος των Αθηναίων για μονιμότερη εγκατάσταση και έλεγχο και των δυο πλευρών του Ελλησπόντου. Αυτό γίνεται σαφές από δυο γεγονότα χρονικά παράλληλα· συγκεκριμένα, από την ίδρυση της Ελαιούντας (β’ ήμισυ του 7ου αι. π.Χ.) στο νότιο άκρο της Θρακικής Χερσονήσου και από τη διεκδίκηση από πλευράς των Αθηναίων με αρχηγό το Φρύνωνα της αιολικής αποικίας Σίγειο στην ακτή της Τρωάδος και στη μικρασιατική είσοδο του Ελλησπόντου. Σημαντική ωστόσο για το θέμα μας είναι η έκφραση που βρήκε το ενδιαφέρον αυτό για την περιοχή στο μύθο και στη λατρεία. Από τις πηγές πληροφορούμαστε με σαφήνεια ότι τόσο στη θρακική όσο και τη μικρασιατική ακτή της εισόδου των Στενών δέσποζε το ιερό ενός επικού ήρωα. Σύμφωνα με τη μυθική παράδοση, οι συμπολεμιστές του Αχιλλέα, αφού τέλεσαν τις καθιερωμένες θυσίες και τους αγώνες κοντά στη νεκρική πυρά, τοποθέτησαν τη στάχτη μαζί με εκείνη από την καύση του Πάτροκλου σε χρυσή υδρία και, αφού βάδισαν έως τη μικρασιατική είσοδο του Ελλησπόντου, έθαψαν την υδρία στο Σίγειο και έφτιαξαν έναν πέτρινο τύμβο σε ανάμνηση του γεγονότος. Επιπλέον, κοντά στο Σίγειο ανήγειραν το Αχίλλειο, ένα ιερό αφιερωμένο στη λατρεία του ήρωα.
……….Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να αναφέρουμε ότι η λατρεία του Αχιλλέα συναντάται συχνότερα στην ευρύτερη παράλια ζώνη βορειοανατολικά του Αιγαίου. Για την ύπαρξη ιερού στο Σίγειον μας παρέχουν σαφείς πληροφορίες ο Στράβων (6, 590) και ο Σέρβιος (Βιργ. Αιν. I, 30). Το πρωιμότερο και το πιο γνωστό κέντρο λατρείας του ήρωα όμως βρισκόταν στο νησί Λεύκη, στα βορειοδυτικά της Μαύρης Θάλασσας και στις εκβολές του Δούναβη, για το οποίο διαθέτουμε πλήθος μαρτυριών (Αλκ. Fr. 48b, Πίνδ. Νεμ. 4.76, Ευρ. Ανδρ. 1238 κ.α.). Επίσης το επιγραφικό υλικό από τη γειτονική περιοχή (C.I.G. 2076, 2077 και 2077 c), συγκεκριμένα από νησίδα στο στόμιο του Βορυσθένη, καθώς και από το Παντικάπαιον (Στράβων 6, 494) αναφέρεται στη λατρεία του ήρωα. Αυτή η λατρεία στις παραπάνω περιοχές αναπτύχθηκε προφανώς με βάση την ηρωική προσωπικότητα του Αχιλλέα, όπως αυτή ήταν γνωστή από το έπος.
……….Και στην απέναντι πλευρά των Στενών όμως, στο άκρο της Θρακικής Χερσονήσου, βρισκόταν ο τύμβος και το ιερό του ήρωα Πρωτεσιλάου (Ηροδ. VII 33, Θουκ. VIII 102, ΓΙαυσ. I 34,2, Λουκ. De Deor. Cone. 12, Φιλοστρ. Ηρωικ. 289, Πλιν. Ν.Η. 16.88). Οι δυο αντικρυστοί τύμβοι των επικών ηρώων και η μυθολογική παράδοση που τους συνόδευε θα πρέπει να είχαν μεγάλη σημασία γιατί πιστοποιούσαν τη μακροχρόνια παρουσία των Ελλήνων στην περιοχή αυτή που συνδέει το Βόρειο Αιγαίο με την Προποντίδα. Δεν μπορούμε να καθορίσουμε με ακρίβεια την εποχή, κατά την οποία αναπτύχθηκαν ο παραπάνω μύθος και η λατρεία και, από την άποψη αυτή, δεν μπορούμε να αποφανθούμε αν οι Αθηναίοι άποικοι της περιοχής έπαιξαν ρόλο στη δημιουργία τους. Μπορούμε όμως να διατυπώσουμε την υπόθεση ότι η διαδικασία αυτή είναι σαφέστατα μετα-ομηρική και φαίνεται συνδεδεμένη με τη γενικότερη προσπάθεια των Ελλήνων να διερευνήσουν τα άγνωστα γι’ αυτούς βορειοανατολικά παράλια του Αιγαίου, τις νέες θάλασσες της Προποντίδας και του Ευξείνου Πόντου και αργότερα να αποικήσουν σ’ αυτά. Και αν ακόμη δεν ήταν οι Αθηναίοι του Φρύνωνα λοιπόν εκείνοι που καθιέρωσαν τη λατρεία των ομηρικών ηρώων στην περιοχή, είναι βέβαιο ότι την ενίσχυσαν και τη διατήρησαν ζωντανή για πολλούς αιώνες.
……….Η δραστηριότητα που ανέπτυξε ο Μιλτιάδης στην περιοχή ήταν ευεργετική από πολλές απόψεις. Οι κάτοικοι της Χερσονήσου, καθώς ήταν εκτεθειμένοι σε πλήθος κινδύνους από γειτονικές φυλές, πρέπει να υποδέχτηκαν με ανακούφιση αυτόν και τους αποίκους που ήρθαν να ενισχύσουν πληθυσμιακά τη χώρα. Η οχύρωση της στενωπού μεταξύ Πακτύης και Καρδίας με τείχος, έτσι ώστε να ανακόπτονται οι εισβολές των Αψινθίων, ήταν το πρώτο έργο του Μιλτιάδη μετά την άφιξή του στη χώρα. Είναι χαρακτηριστικό για τη σημασία που απέκτησε αυτό το τείχος στην άμυνα της περιοχής, το ότι ξαναχτίστηκε, τουλάχιστο τρεις φορές, κατά τη διάρκεια της αρχαιότητας, από τον Περικλή (Πλουτ Περ. 19) το 447 π.Χ., από το Δερκυλίδα (Ξεν. Ελλ. 3, 2, 8-11 ) το 394 π.Χ. και από το Διοπείθη το 343/342 π.Χ. Επιπλέον η επανειλημμένη εγκατάσταση αποίκων από τη μητροπολιτική Ελλάδα γύρω από το στενότατο αυτό σημείο της Χερσονήσου κάνει φα-νερό ότι αυτό δεν έχασε ποτέ την πρωτογενή αμυντική σημασία του. Η εκμετάλλευση του φυσικού γεωγραφικού σχηματισμού της περιοχής από τον Μιλτιάδη υπήρξε πραγματικά ευφυής. Στον αποικισμό της Χερσονήσου ο Μιλτιάδης προχώρησε με την εγκατάσταση αποίκων και την ίδρυση νέων πόλεων σε διαφορετικά σημεία της περιοχής. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ψευδοσκύμνου (698 κεξ., 711 κεξ.), επανίδρυσε την Καρδία ενώ ίδρυσε την Πακτύη, την Κριθωτή και την πόλη Χερσόνησο – κάπου στην περιφέρεια του τείχους, μεταξύ Πακτύης και Καρδίας (Στεφ. Βυζ. Χερσόνησος = Εκαταίος, FrHist 1, Fr. 163). Από την παραπάνω αναφορά στον πολυδιάστατο ρόλο που διαδραμάτιζε ο ιδρυτής της αποικίας στα νέα εδάφη, γίνεται κατανοητή η προσφορά των καθιερωμένων τιμών ήρωα-οικιστή στο Μιλτιάδη.
……….Σημαντικές ωστόσο για το θέμα μας είναι κάποιες ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η λατρεία του οικιστή στο χώρο της Θρακικής Χερσονήσου. Αρχικά αξίζει να αναφερθεί ότι από τις λατρευτικές εκδηλώσεις προς τιμήν του ήρωα, οι οποίες περιλάμβαναν την τέλεση γυμνικών και ιππικών αγώνων πάνω από τον τάφο του, ήταν αυστηρά αποκλεισμένοι οι κάτοικοι της Λαμψάκου, της πόλης που θεωρούνταν υπεύθυνη για το θάνατο του ήρωα (Ηροδ. VI, 38). Στο σημείο αυτό δεν μπορεί κανείς παρά να θυμηθεί την περίπτωση της λατρείας του Άβδηρου, από την οποία αποκλείονταν οι ιππικοί αγώνες, λόγω του κατασπαραγμού του ήρωα από τα άλογα του Διομήδη. Παρενθετικά μπορεί κανείς να αναφέρει, στηριγμένος στον παραπάνω συσχετισμό, ότι το παράλογο στοιχείο του κατασπαραγμού και του συνακόλουθου αποκλεισμού ιππικών αγώνων από τη λατρεία του Άβδηρου είχε ένα σαφές ιστορικό υπόβαθρο στην ήδη υπάρχουσα παράδοση της λατρείας πραγματικών ηρώων-οικιστών. Από την άποψη αυτή επιβεβαιώνεται η υπόθεση που θα εκθέσουμε παρακάτω, σε σχετικό κεφάλαιο, σύμφωνα με την οποία η λατρεία των επώνυμων οικιστών-ηρώων αναπτύχθηκε μεταγενέστερα και με βάση τη λατρεία των πραγματικών οικιστών των ελληνικών πόλεων.
……….Στην περίπτωση της λατρείας του Μιλτιάδη είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι αυτή δεν προσιδίαζε σε μια πόλη, όπως γινόταν συνήθως. Αντιθέτως συμμετείχαν σ’ αυτήν οι κάτοικοι όλων των ελληνικών πόλεων που ίδρυσε ή επανίδρυσε ο Μιλτιάδης στη Χερσόνησο. Δε γνωρίζουμε βέβαια το ακριβές πολιτικό καθεστώς που ίσχυε μεταξύ των ελληνικών πόλεων της περιοχής. Η παρουσία όμως των «Χερσονησιτών» (Ηροδ. VI, 38, 1) ως ενιαίου συνόλου στις πηγές έχει οδηγήσει τους μελετητές σε διάφορες υποθέσεις ως προς τη φύση των σχέσεων που συνέδεαν τις πόλεις της Χερσονήσου. Ορισμένοι μελετητές κάνουν λόγο για στρατιωτική συμμαχία, ενώ άλλοι αναφέρονται σε είδος αμφικτυονίας ή απλώς σε ύπαρξη κοινής θρησκευτικής ζωής στη βάση κάποιας ενιαίας λατρείας. Σε κάθε περίπτωση βέβαια, όποιο και αν ήταν το είδος της σχέσης που συνέδεε αυτές τις πόλεις, η αναγνώριση του Μιλτιάδη ως κοινού ήρωα-οικιστή και η γενική συμμετοχή στη λατρεία του υπενθύμιζε την ιστορική έναρξη ύπαρξης των ελληνικών πόλεων της Χερσονήσου και τόνιζε τη συνείδηση της ιστορικής τους ενότητας.
……….Μπορούμε μάλιστα να διατυπώσουμε την υπόθεση, στηριγμένοι στην πολύπλευρη ευεργετική δραστηριότητα που άσκησε ο Μιλτιάδης στην περιοχή, ότι οι άνθρωποι που ευνοήθηκαν άμεσα από την παρουσία του στη Χερσόνησο, συγκεκριμένα τα μέλη της θρακικής φυλής των Δολόγκων, θα δέχτηκαν τη λατρεία του από τους Έλληνες της περιοχής και με χαρά θα συμμετείχαν στις τελετές απότισης τιμών προς τον ήρωα. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν μπορεί να υποστηριχτεί με βεβαιότητα, εφόσον δε μας το πιστοποιούν οι πηγές. Όμως η λατρεία του Μιλτιάδη στη Χερσόνησο κάνει για πρώτη φορά γνωστές στη Θράκη τις αντιλήψεις του ελληνικού κόσμου περί ηρώων. Οι περαιτέρω ειρηνικές σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Θρακών στην περιοχή αυτή θα πρέπει να αποτέλεσαν ευνοϊκόν παράγοντα για την αφομοίωση θρησκευτικών στοιχείων από τους γηγενείς. Παράλληλα δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί και ο ρόλος που έπαιξε προς αυτή την κατεύθυνση η διαρκής τόνωση του ελληνικού στοιχείου της Χερσονήσου με την επαναλαμβανόμενη μεταφορά αποίκων από τη μητροπολιτική Ελλάδα. Συγκεκριμένα, το 437 π.Χ. ο Περικλής εγκατέστησε Αθηναίους αποίκους σε πόλεις της περιοχής για να ενισχύσει τις ανάγκες των επιχειρήσεων που διεξήγαγε ο αθηναϊκός στόλος στην Προποντίδα και στον Εύξεινο Πόντο κατά το έτος αυτό. Επίσης ο Δερκυλίδας το 394 π.Χ. μετέφερε στην περιοχή Σπαρτιάτες αποίκους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στις ήδη υπάρχουσες πόλεις και έλαβαν εύφορη γη για καλλιέργεια, ενώ σι Αθηναίοι έστειλαν το 343/2 π.Χ. αποίκους στη Χερσόνησο με αρχηγό το Διοπείθη.
……….Πέρα όμως από την ευεργετική δράση του Μιλτιάδη στη Χερσόνησο, καθώς και από την ειρηνική συμβίωση των ελληνικών και των θρακικών πληθυσμών της περιοχής, υπάρχει και ένας τρίτος σημαντικός παράγοντας που υποθέτουμε ότι συντέλεσε στην αποδοχή της λατρείας αυτής από τους Θράκες: η ίδια η φύση της ηρωικής λατρείας, η οποία είχε πολύ περισσότερα ψυχολογικά ερείσματα από ό,τι εκείνη των θεών, στηριζόταν στα αλληλοσυγκρουόμενα αισθήματα αγάπης και φόβου που προξενούσε ο νεκρός·από τη μια η αίσθηση της απώλειας, η ενθύμηση και η επιθυμία για επικοινωνία, από την άλλη η αποστροφή και η αγωνία για το μίασμα που επέφερε η επαφή με το νεκρό. Οι ήρωες, από την άποψη αυτή, βρίσκονταν πολύ πιο κοντά στον άνθρωπο απ’ ό,τι οι μακρινοί ουράνιοι θεοί, αποτελούσαν μέρος της κοινωνίας του. Πρέπει λοιπόν να υποθέσουμε ότι τα λατρευτικά δρώμενα και οι ετήσιες γιορτές προς τιμήν του οικιστή-ήρωα στηρίζονταν στην αναγκαιότητα της κοινωνίας που εκείνος ίδρυσε να αισθάνεται την προστατευτική του ενέργεια ακόμη και μετά το θάνατό του. Ιδιαίτερα όταν έχουμε να κάνουμε με πρόσωπα της ακτινοβολίας του Μιλτιάδη, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι Θράκες της Χερσονήσου θα δέχτηκαν μια τέτοια λατρεία, η οποία έβρισκε άμεση απήχηση στην ανθρώπινη ψυχολογία και κάλυπτε την κοινωνική ανασφάλεια. Ο αφηρωισμένος οικιστής, έχοντας διατελέσει στο παρελθόν απλός άνθρωπος, συμμεριζόταν τις ανθρώπινες αγωνίες και ελπίδες, ενώ παράλληλα αποτελούσε, εξυψωμένος πια στη σφαίρα του θεϊκού, μίαν αυθεντία πέρα από τα ανθρώπινα, ικανή να επιστρέφει στο πλάι των ζωντανών και να παρεμβαίνει λυτρωτικά.
Άγνων ο Αθηναίος, οικιστής Αμφιπόλεως
……….Η ίδρυση της Αμφίπολης από τον Άγνωνα το 437/6 π.Χ. προσέφερε στην Αθήνα μια σταθερή βάση στη νοτιοδυτική Θράκη και δικαίωνε τους μακροχρόνιους αγώνες της. Απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκατάσταση των Αθηναίων στην περιοχή, σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχει ο Θουκυδίδης (IV, 102, 3), στάθηκε η εκδίωξη των Ηδωνών Θρακών. Η επιλογή του Άγνωνος λοιπόν ως οικιστή της δυσπρόσιτης αυτής περιοχής, ήταν φυσικό να λάβει χώρα με βασικό κριτήριο τις στρατηγικές του ικανότητες. Είχε ήδη διακριθεί στην καταστολή της αποστασίας της Σάμου τον Αύγουστο του 440 π.Χ. Πρέπει να υποθέσουμε ότι θα υπερασπίσθηκε σθεναρά τα συμφέροντα της Αθήνας στον Στρυμόνα και θα θεμελίωσε την αποικία μεταφέροντας εκεί μεγάλο αριθμό αποίκων. Πιθανότατα μάλιστα η ιδρυτική διαδικασία περιλάμβανε και την ονοματοδοσία της πόλης από τον ιδρυτή (Θουκ. IV, 102, 4). Το όνομα «Αμφίπολη» επιλέχθηκε προφανώς για να τονιστεί, ακόμα μια φορά, η εξαιρετικά πλεονεκτική θέση της αποικίας. Τέλος, εγκαθιδρύθηκε δημοκρατικό πολίτευμα, όπως ήταν φυσικό για μια αποικία, της οποίας τον έλεγχο ενδιαφερόταν να εξασφαλίσει με κάθε τρόπο η μητρόπολη (Θουκ. IV, 104,4 και IV, 105, 1).
……….Η λατρεία του Ρήσου εξάλλου, η οποία καθιερώθηκε από τον Άγνωνα στην περιοχή, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται κάτω από μια τέτοια σκοπιά. Αποτελούσε μια εύστροφη προσαρμογή της παραδοσιακής ευθύνης του οικιστή (να ιδρύει την επίσημη λατρεία της αποικίας και να φροντίζει για την ίδρυση ιερού) στις ανάγκες των ημερών: να αιτιολογηθεί και συνεπώς να στηριχθεί η παρουσία των Αθηναίων στην περιοχή των εκβολών του Στρυμόνα. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε ο «ιδρυτικός μύθος», ο οποίος προέβλεπε τη μεταφορά των οστών του ήρωα από την Τροία στη γενέτειρά του, καθώς και την ίδρυση πόλης γύρω από το ταφικό μνημείο του. Ωστόσο, ο ίδιος ο Άγνων δεν φαίνεται να συνέδεσε ολόκληρη τη ζωή και τη δράση του με την αποικία, όπως συνηθιζόταν από τους οικιστές της αρχαϊκής εποχής. Ο ρόλος του πρέπει να περιορίστηκε στα πρωταρχικά στάδια ίδρυσης και εδραίωσης της αποικίας και δεν προϋπέθετε τη «δια βίου» παραμονή του σε αυτή και τη διαρκή υπεράσπισή της.
Η καθαίρεση των «Αγνωνείων οικοδομημάτων» και η λατρεία του Βρασίδα ως ήρωα-οικιστή της Αμφιπόλεως
……….Η αντικατάσταση του Άγνωνα, ως οικιστή, από το Σπαρτιάτη στρατηγό Βρασίδα είναι ένα γεγονός που συνδέεται με τη γενικότερη έκβαση του Πελοποννησιακού Πολέμου στις απομακρυσμένες αθηναϊκές κτίσεις του Βορείου Αιγαίου. Η αποστασία της Ποτείδαιας, το 432/ 1 π.Χ., είχε εκφράσει για πρώτη φορά τη δυσαρέσκεια των θρακικών πόλεων, οι οποίες ευθυμούσαν να αποστατήσουν και προσκαλούσαν τους Σπαρτιάτες να τους ενισχύσουν. Ο Βρασίδας παρουσιάστηκε ως πραγματικός σωτήρας της Αμφίπολης, όταν αφ’ ενός το 424 π.Χ. την απελευθέρωσε από την επαχθή αθηναϊκή κηδεμονία, αφ’ ετέρου το 422 π.Χ. την έσωσε από τη βέβαιη καταστροφή που της επεφύλασσαν σι Αθηναίοι, εάν κατάφερναν να την ανακτήσουν, θυσιάζοντας μάλιστα τη ζωή του γι’ αυτόν το σκοπό.
……….Ο Θουκυδίδης (V, 11, 1) περιγράφει αναλυτικά τις μεταθανάτιες λατρευτικές τιμές που αποδόθηκαν στον αφηρωισμένο Βρασίδα. Αναφέρεται η περίφραξη του τάφου του από τους Αμφιπολίτες, γεγονός που γνωρίζουμε ότι ισοδυναμούσε με μετατροπή του μνήματος σε «ηρώον», καθώς και η καθιέρωση αγώνων και η προσφορά ετήσιων θυσιών προς τιμήν του ήρωα. Ιδιαίτερα όμως μνημονεύεται η καθιέρωση των γνωστών «ηρωικών εντομών», των εναγισμών δηλαδή που προσφέρονταν στους αφηρωισμένους νεκρούς. Ο δημόσιος ενταφιασμός εξάλλου, ο οποίος είχε λάβει χώρα αμέσως μετά τη μάχη, στο κέντρο της Αγοράς και υπό τη συνοδεία όλων των συμμάχων, αποτελούσε σαφέστατα δείγμα αποδοχής του εξαιρετικού νεκρού και χαρακτηριστικό της ένθερμης επιθυμίας των πολιτών να διατηρήσουν διαρκή επαφή μαζί του. Η αγωνία για το μίασμα υποσκελιζόταν από την πεποίθηση πως ο άνθρωπος που ισχυροποίησε και προστάτευσε την αποικία στη διάρκεια της ζωής του, θα συνέχιζε να ασκεί την προστατευτική του δραστηριότητα και μετά το θάνατό του. Η λατρεία του Βρασίδα λοιπόν, με βάση τα παραπάνω, αποτελούσε μια τυπική ηρωολατρεία.
……….Τις αιτίες που οδήγησαν στην αντικατάσταση του πραγματικού οικιστή της πόλης από ένα νέο «ήρωα-κτίστη» αυτής παραθέτει με σαφήνεια ο Θουκυδίδης. Πρώτα-πρώτα τονίζεται η δηλωμένη πλέον εχθρότητα των Αμφιπολιτών προς την Αθήνα, η οποία καθιστούσε όχι μόνο ανώφελη, αλλά και ανεπιθύμητη την απόδοση τιμών προς τον Αθηναίο οικιστή Άγνωνα («τον δέ Άγνωνα κατά το πολέμιον των Αθηναίων ούκ αν ομοίως σφίσι ξυμφόρως ούκ αν ηδέως τας τιμάς έχειν»). Η προοπτική μεταθανάτιου αφηρωισμού του θα θύμιζε, με υπερβολική έμφαση, τους παραδοσιακούς δεσμούς της πόλης με την πραγματική της μητρόπολη. Κάτι τέτοιο κατά τη διάρκεια του 5ου και του 4ου αι. π.Χ. ήταν δυνατό, καθώς η παραδοσιακή πρόσδεση αποικίας και μητρόπολης εξακολουθούσε να είναι, στις περισσότερες περιπτώσεις, ιδιαίτερα ισχυρή, ακόμα και μέσα στην αναστάτωση που είχε προκαλέσει στις σχέσεις των πόλεων ο Πελοποννησιακός Πόλεμος. Το πρόσωπο του οικιστή θα τόνιζε, σε θρησκευτικό-πνευματικό επίπεδο, την πρόσδεση αυτή, ακόμη και αν ο πολιτικός προσανατολισμός της πόλης ήταν εκ διαμέτρου αντίθετος.
……….Κάτι τέτοιο βέβαια δεν ερχόταν μόνο σε αντίθεση με τις επιθυμίες των πολιτών για αποδέσμευση από την Αθήνα, αλλά υπέσκαπτε και τις σχέσεις της Αμφίπολης με τους νέους της συμμάχους. Για το λόγο αυτό κρίθηκε σκόπιμη η άμεση καθαίρεση των «Αγνωνείων οικοδομημάτων» και παράλληλα η καταστροφή οποιουδήποτε πράγματος μέσα στην πόλη, θα μπορούσε να θυμίζει τον αποικισμό που αυτός διενήργησε. Αυτό ισοδυναμούσε με μια «damnatio memoriae», την οποία ακολούθησε ο αφηρωισμός του Βρασίδα.
……….Τα κριτήρια που χρησιμοποιεί ο Θουκυδίδης για να ερμηνεύσει την απόδοση τιμών ήρωα-οικιστή προς το Σπαρτιάτη στρατηγό είναι ανάλογα προς εκείνα που χρησιμοποίησε για να εξηγήσει την καθαίρεση του Άγνωνα: αφ’ ενός η πολιτική σκοπιμότητα, αφ’ ετέρου το κοινό αίσθημα. Έτσι, ενώ η λατρεία του Άγνωνα δεν θα ήταν πλέον ούτε χρήσιμη («ξυμφόρως»), ούτε ευχάριστη («ηδέως»), ο αφηρωισμός του Βρασίδα εξυπηρετούσε τις νέες πολιτικές σχέσεις της Αμφίπολης και παράλληλα εξέφραζε το κοινό αίσθημα ευγνωμοσύνης των κατοίκων της. Ως προς την αιτιολόγηση του γεγονότος δεν θα πρέπει εξάλλου να παραβλέψουμε και έναν ακόμη αποφασιστικό παράγοντα. Συγκεκριμένα, ήταν φυσικό η πίστη στην υπεράνθρωπη προστατευτική δύναμη που μπορούσε να εκπέμπει ο ήρωας-οικιστής από τον τάφο του να εκφράζεται πληρέστερα σε σχέση με το πρόσωπο του Βρασίδα. Αυτός είχε βρει το θάνατο ήδη, πολεμώντας μάλιστα ηρωικά για τη σωτηρία της πόλης, ενώ ο Αγνών την εποχή αυτή ήταν ακόμη ζωντανός, γεγονός που καθιστούσε την καθιέρωσή του πρακτικά αδύνατη.
Πέρα όμως από τα όσα ήδη αναφέραμε σχετικά με τους παράγοντες που συνέβαλλαν στην αβίαστη αντικατάσταση του Άγνωνα ως οικιστή της Αμφίπολης από το στρατηγό Βρασίδα, μπορούμε επιπλέον να υποθέσουμε ότι η απόδοση τιμών «ήρωα-οικιστή» προς τον άνθρωπο που έσωσε την πόλη εξέφραζε τη γενικότερη διάθεση που συναντά κανείς όλο και πιο συχνά από τους ελληνιστικούς χρόνους και εξής, σύμφωνα με την οποία η σωτηρία της πόλης από κάποιον κίνδυνο ισοδυναμεί με ουσιαστική επανίδρυση.
Β. ΕΠΩΝΥΜΟΙ ΗΡΩΕΣ – ΟΙΚΙΣΤΕΣ
Ο μυθικός οικιστής του Βυζαντίου, Βύζας

……….Ως προς το θέμα της ίδρυσης του Βυζαντίου (660/59 π.Χ.) και ιδιαίτερα σχετικά με την προσωπικότητα του επώνυμου ήρωα-οικιστή Βύζαντα, οι πηγές μάς παρέχουν πολυάριθμες εκδοχές. Οι βασικότερες από αυτές ακολουθούν ένα καθορισμένο μυθολογικό τυπικό ως προς την ίδρυση της αποικίας, στο οποίο αναγνωρίζουμε συγκεκριμένα επαναλαμβανόμενα μοτίβα από το χώρο της λεγάμενης «ιδρυτικής λογοτεχνίας». Σύμφωνα με τις αφηγήσεις αυτού του είδους, ο οικιστής αναδεικνύεται ως σημαντικότατος παράγοντας της διαδικασίας της ίδρυσης και η δράση του, κατά την πρωταρχική κατοίκηση και οργάνωση της νέας περιοχής, τοποθετείται χρονικά στο απώτατο, μυθικό παρελθόν. Η προσωπικότητά του πλουτισμένη από διάφορες μυθολογικές αφηγήσεις διαδραματίζει τελικά μια πολύ σημαντική λειτουργία: προβάλλεται ως πρωταρχικό αίτιο για την ύπαρξη της αποικίας και παρέχει μια επαρκή εξήγηση για την ονομασία της πόλης.
……….Σύμφωνα με τα παραπάνω ο Διόδωρος τοποθετεί χρονικά τη δράση του Βύζαντα στην εποχή της αργοναυτικής εκστρατείας (Διόδ. IV 49,1). Ως προς την καταγωγή του ήρωα, οι πηγές μάς παρέχουν διαφορετικές εκδοχές. Ωστόσο σε όλες διακρίνεται η χαρακτηριστική ελληνική μυθολογική παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο ήρωας έχει πάντοτε θεϊκή ή ημιθεϊκή προέλευση:
……….α) Σύμφωνα με τον πιο γνωστό ιδρυτικό μύθο του Βυζαντίου, τον οποίο μνημονεύουν ο Στέφανος Βυζάντιος («Βυζάντιον») και ο Ησύχιος (Ησυχ. Ιλλουστρ. Πάτρια Κωνσταντ. b. Preger 3,1), ο Βύζας ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Κερόεσσας, η οποία θεωρούνταν ως η επώνυμος της περιοχής του Κέρατος και έλκυε την καταγωγή της από την Ιώ. Ως παράλληλες αυτής της εκδοχής για την καταγωγή του Βύζαντα παρουσιάζονται περισσότερες περιπτώσεις επώνυμων ηρώων-οικιστών: συγκεκριμένα ο Τάρας, επώνυμος της αποικίας του Τάρα- ντα, γιος του Ποσειδώνα και μιας επιχωρίου νύμφης (της επωνύμου του όρους Σατύριον), ο Αστακός, επώνυμος της ομώνυμης αποικίας της Βιθυνίας, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Ολβίας (επωνύμου της γνωστής πόλης των βορείων ακτών του Ευξείνου Πόντου), καθώς και ο επώνυμος ήρωας Κυχρεύς, γιος του Ποσειδώνα και της Σαλαμίνος. Η γνωστή ελληνική μυθολογική παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο ήρωας έχει θεϊκή προέλευση, φαίνεται στις παραπάνω περιπτώσεις προσανατολισμένη προς μια κατεύθυνση μόνιμου συσχετισμού του επώνυμου ήρωα με το θεό Ποσειδώνα. Και βέβαια αυτή η σταθερή επανάληψη του παραπάνω μυθολογικού μοτίβου έχει ιδιαίτερη σημασία.
……….β) Μια δεύτερη εκδοχή για το ίδιο θέμα προσφέρει ο Ησύχιος (Ησυχ. Ιλλουστρ., Πάτρια Κωνσταντ. 5, 3), σύμφωνα με τον οποίο ο Βύζας παρουσιάζεται ως γιος της νύμφης Σεμέστρας που ζούσε εκείνη την εποχή στην περιοχή του μετέπειτα Βυζαντίου. Σε αντίθεση προς τον Ποσειδώνα, του οποίου η παρουσία τόνιζε την προσπάθεια των ελληνικών πόλεων για υπερπόντιο αποικισμό, η παρουσία μιας επιχωρίου νύμφης ανέπτυσσε το μύθο προς την κατεύθυνση αναγνώρισης φυσικών δεσμών μεταξύ του επώνυμου ήρωα-οικιστή και της θρακικής γης. Η σχέση αυτή αναπτύσσεται μάλιστα περαιτέρω από άλλες μυθολογικές αφηγήσεις του Ησύχιου (Ησυχ. Ιλλουστρ., Πάτρια Κωνσταντ. 10, 8 και 11,9), όπου χαρακτηριστικά τονίζεται η ανατροφή του Βύζαντα στα θρακικά βουνά και οι φιλικές σχέσεις που αυτός διατηρούσε προς το βασιλιά των Θρακών Μελία.
……….γ) Στα ίδια πλαίσια θα μπορούσε να ενταχθεί μία ακόμα παραλλαγή του μύθου, σύμφωνα με την οποία ο Βύζας παρουσιάζεται ως Θράκας βασιλιάς (Χρον. Πασχ., 1494 Bonn, συντομ. από τον Μαλάλα 320). Η σύζυγός του Φιδάλεια ήταν κόρη του Βαρβύσιου, δυνάστη της περιοχής του Βυζαντίου, και ήταν αυτή που κατόπιν εντολής του πατέρα της ίδρυσε την πόλη. Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε επιπλέον παραλλαγές του βασικού μύθου. Αλλά οι τρεις παραπάνω μπορούν να θεωρηθούν ως οι πιο σημαντικές, για να καταλήξει κανείς σε ορισμένα ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Έτσι είναι σαφές ότι ο προσωπικός μύθος του επώνυμου ήρωα της πόλης αναπτύσσεται με βάση τις γνωστές μυθολογικές παραδόσεις του ελληνικού αποικισμού. Σημαντικό ρόλο σε αυτές παίζει η στενή σχέση του οικιστή με κλασικές θεότητες του ελληνικού αποικισμού (Ποσειδών, Απόλλων), οι οποίες εξασφάλιζαν με την παρουσία τους την υπέρτατη προστασία κατά τη διάρκεια του επικίνδυνου εγχειρήματος. Ο Βάζας συνδέεται με τον Ποσειδώνα, με το θεό της θάλασσας, και κατά συνέπεια με το μοναδικό ικανό φυσικό προστάτη των νεοϊδρυμένων πέραν της θάλασσας αποικιών, αφού αυτό καθαυτό το εγχείρημα προϋπέθετε μια επίπονη ναυτική περιπέτεια. Στη συνέχεια εξάλλου η σύμπραξη του Απόλλωνα και του Ποσειδώνα κατά την ανοικοδόμηση του Βυζαντίου από τον οικιστή ανάγει αυτούς σε συνιδρυτές (συνοικιστές) και προστάτες θεούς της νέας πόλης.
……….Παράλληλα, εκείνες οι εκδοχές του μύθου που τονίζουν τη θρακική καταγωγή του ήρωα εκφράζουν τη γενική επιθυμία της νέας κοινωνίας για αναγνώριση σταθερών και ουσιαστικών δεσμών με τη χώρα, καθώς και την προσπάθεια μέσω αυτών των δεσμών να αιτιολογηθεί επαρκώς η επέκταση των Ελλήνων σε ξένο έδαφος. Ποικίλες μορφές νυμφών παίζουν σε αυτή την προσπάθεια βασικό ρόλο. Αντιπροσωπεύουν συγκεκριμένα στοιχεία του θρακικού φυσικού περιβάλλοντος και συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές (ιδιαίτερα ως «επώνυμοι» βουνών, πηγών, ποταμών κ.λπ.). Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνουν μια πολύ πιο ισχυρή και μόνιμη σύνδεση της προσωπικότητας του ήρωα-οικιστή με το χώρο.
……….Ένα άλλο σημαντικό μυθολογικό μοτίβο της ιδρυτικής λογοτεχνίας, το οποίο εκφράζεται πολύ έντονα στην περίπτωση του Βύζαντα, είναι η υπερφυσική ικανότητα του οικιστή να ερμηνεύει και να ολοκληρώνει επιτυχώς τον θεϊκό χρησμό για ίδρυση της αποικίας. Συγκεκριμένα, προβάλλεται ως ιδιαίτερο χάρισμα του οικιστή η αναγνώριση μέσα στο χώρο των φυσικών εκείνων σημείων που υποδείκνυαν τη γεωγραφική θέση της αποικίας, όπως με τρόπο θαυμάσιο, δυσνόητο και δισήμαντο καθόριζε ο δελφικός χρησμός. Ένας τέτοιος «ιδρυτικός χρησμός» αναφέρει ως δηλωτικό της θέσης σημείο την παρουσία συγκεκριμένων ζώων ή ζώων που βρίσκονται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση σε μια ορισμένη περιοχή. Φυσικά στην πραγματικότητα μια τέτοια πρόβλεψη είναι κενή κάποιας ορισμένης γεωγραφικής υπόδειξης. Ωστόσο η πιθανότητα να λάβει χώρα μέσα στα πλαίσια του απρόβλεπτου της φύσης ανάγει τη θαυμαστή σύμπτωση σε θεϊκό σημάδι. Έτσι για τους Μεγαρείς, τους ιστορικούς οικιστές της πόλης, ο τόπος εγκατάστασής τους καθοριζόταν από το μαντείο ως εξής: «ενθ’ ιχθύς ελαφός τε νομόν βόσκουσιν τον αυτόν». Αντίστοιχα για τους Αργείους, οι οποίοι κατά μίαν άλλη μυθολογική παράδοση που διασώζει ο Ησύχιος φέρονται ως οικιστές του Βυζαντίου (Ησυχ. Ιλλουστρ. Πάτρια Κωσταντ. 3.1) το μαντείο τοποθετούσε τη νέα γη: «ένθα δύο σκύλακες διερήν μάρπτουσι θάλασσαν ενθ’ ιχθύς ελαφός τε νομόν βόσκονται εις αυτόν». Ο δελφικός χρησμός υποδείκνυε με τη μεταφορική διατύπωση συνάντησης των δύο ζώων το σημείο εκείνο των θρακικών ακτών, όπου οι ποταμοί Κύδαρος και Βαρβύσης ενώνονται για να καταλήξουν στη θάλασσα. Ο θεός όμως αποκάλυψε το πραγματικό νόημα του χρησμού μόνο μέσω κάποιου φυσικού σημείου〮 συγκεκριμένα, έστειλε κόρακες που υπέδειξαν στους αποίκους να συνεχίσουν την πορεία τους προς την περιοχή του Βοσπόρου.
……….Μέσω των παραπάνω στοιχείων της μυθικής παράδοσης, τα οποία, καθώς είδαμε, συναντώνται επαναλαμβανόμενα σε όλες τις παραλλαγές του μύθου, επιτυγχάνεται η μετατροπή και η απόδοση του ιστορικού γεγονότος της ίδρυσης σε ιδρυτικό της αποικίας μύθο και σε προσωπικό μύθο του επωνύμου οικιστή. Τέτοιες διηγήσεις σχετικά με τη δράση του επώνυμου ήρωα, αν και τοποθετούνται χρονικά πολύ πρώιμα, στους μυθικούς χρόνους, είναι πιθανότατα πολύ νεότεροι από την εποχή του αποικισμού και μάλιστα, καθώς υποστηρίζει ο Β. Schmid, νεότεροι ακόμη και από τους μύθους των ιστορικών οικιστών. Πολύ περισσότερο είναι λογικό να υποθέσουμε ότι με βάση το μυθολογικό μοτίβο και τη λατρεία που είχε καθιερωθεί για τους ιστορικούς οικιστές αναπτύχθηκαν και οι μύθοι επώνυμων ηρώων-οικιστών. Η δημιουργία ενός επώνυμου ήρωα, του οποίου το όνομα προκύπτει από το πραγματικό όνομα της πόλης, έδινε τη δυνατότητα για την ανάπτυξη ενός αιτιολογικού μύθου σχετικά με την ίδρυσή της. Συνηθισμένη είναι σε τέτοιου είδους ιδρυτικούς μύθους η παρουσία κάποιου θεού, ο οποίος βρίσκεται σε στενή σχέση με τον οικιστή. Θεωρείται μάλιστα ότι εκείνος του υπέβαλε το γεγονός της ίδρυσης, ή τουλάχιστον ότι τον επηρέασε ή ότι τον βοήθησε σε αυτή καθεαυτή την ίδρυση της πόλης. Συχνά ο θεός αυτός αναγνωρίζεται και λατρεύεται ως «προστάτης» της αποικίας και σπανιότερα ως ιδρυτής της, παράλληλα προς τον επώνυμο της πόλης. Με αυτήν την αναγωγή του ιδρυτικού γεγονότος στο μυθικό παρελθόν και με το συσχετισμό προς τον κόσμο των θεών ανυψώνεται το γεγονός της έναρξης του βίου της αποικίας στο επίπεδο του θαυμαστού-ηρωικού και κατά συνέπεια η όλη επιχείρηση αποκτά ιερό χαρακτήρα.
Ο επώνυμος ήρωας των Αβδήρων
……….Τις κλασικές μυθολογικές παραδόσεις για θεϊκή καταγωγή των επωνύμων ηρώων ακολουθεί και ο μύθος του ήρωα Άβδηρου, επώνυμου ήρωα των Αβδήρων. Αυτός παρουσιάζεται ως γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Θρονίας (Πινδ. Παιάν II 1 κ.εξ.) ή του Ερμή (Απολλ. II. V Β). Αλλά η μυθολογική σχέση του ήρωα με τον Ηρακλή παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Συγκεκριμένα ο Άβδηρος, σύντροφος του Ηρακλή, έκλεψε για λογαριασμό του τελευταίου τα ανθρωποβόρα άλογα του βασιλιά των Βιστόνων Θρακών Διομήδη, αλλά στη συνέχεια έπεσε ο ίδιος θύμα τους. Απελπισμένος ο Ηρακλής για το θάνατο του συντρόφου του, αφού τον θρήνησε, ίδρυσε με κέντρο τον τάφο του ήρωα στα παράλια του Αιγαίου και συγκεκριμένα στις εκβολές του Νέστου την πόλη των Αβδήρων και καθιέρωσε ετήσιους αγώνες προς τιμήν του ήρωα. Από τους αγώνες αυτούς όμως ήταν αυστηρά αποκλεισμένοι οι ιππικοί αγώνες (Απολλοδ. II 97 και Φιλοστρ. Εικ. 2, 25).
……….Αυτό το μυθολογικό τυπικό θανάτωσης του αγαπημένου προσώπου, θρήνου και ίδρυσης πόλης γύρω από τον τάφο του συναντάται σε περισσότερες περιπτώσεις στις πηγές και συνδέεται συχνότατα με τη μορφή του Ηρακλή. Έτσι, κατά την αρπαγή των βοδιών του Γηρυόνη, ο Ηρακλής σκότωσε χωρίς τη θέλησή του τον αγαπημένο του Κρότωνα, προς τιμήν του οποίου στη συνέχεια ίδρυσε τάφο και καθόρισε ότι στο μέλλον το σημείο αυτό θα αποτελεί κέντρο μιας πόλης, η οποία θα φέρει το όνομα του νεκρού ήρωα (Διοδ. IV 24. 7, Ιαμβ. Βίος Πυθαγ. IX 50). Ο ίδιος περίπου μύθος επαναλαμβάνεται στην περίπτωση του ήρωα Λοκρού, του επώνυμου της πόλης Λοκροί (Κόνων FGr Hist. 26c. 3.). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η τραγική μοίρα του ήρωα και ο άδικος θάνατός του λειτουργούν ως αφορμές για την καθιέρωση λατρευτικών τιμών, μια από τις οποίες θεωρείται και η ίδια η ίδρυση της πόλης με κέντρο τον τύμβο του ήρωα και η επονομασία της από το όνομά του. Φυσικά σε έναν τέτοιο μύθο παρουσιάζεται η λατρεία του ήρωα να παίζει τον καθοριστικότερο ρόλο, αφού αυτή είναι που προσδιορίζει την ίδια την ύπαρξη της αποικίας. Το στοιχείο αυτό έρχεται σε έντονη αντίθεση με τις σχετικές με τον Βύζα μαρτυρίες, οι οποίες πουθενά δεν αναφέρονται με σαφήνεια σε ύπαρξη λατρείας του ήρωα.
……….Ως προς τη σύμπραξη ενός θεού, και στην περίπτωσή μας ενός ημίθεου, του Ηρακλή, κατά την ίδρυση της αποικίας, ο Η. Η. Rohrbac υποστηρίζει ότι αυτή αποδίδει μυθολογικά την πραγματική μεταφορά και καθιέρωση στην αποικία μιας λατρείας από τη μητροπολίτική Ελλάδα. Αλλά στο μύθο του Αβδηρου είναι πιθανότερο ότι η σύνδεση με τον Ηρακλή επινοήθηκε σε υστερότερους χρόνους και αναπτύχθηκε στα πλαίσια των λατρευτικών παραδόσεων της αποικίας. Χαρακτηριστικό αυτού του γεγονότος είναι ότι ενώ στα Άβδηρα ήταν διαδεδομένη η λατρεία πολλών θεών και ηρώων του ελληνικού κόσμου, αυτή του Ηρακλή συναντάται μία και μοναδική φορά στις πηγές. Συγκεκριμένα, ο ήρωας εικονίζεται σε νομίσματα των Αβδήρων του 5ου αι. π.Χ. (Gruppe, ό.π. «Heraldes, RE Suppl. 3 [1918] 955-956), να κάθεται καταπονημένος. Αν συγκρίνουμε τη μοναδική αυτή πηγή για παρουσία του Ηρακλή στη ζωή των Αβδήρων με αντίστοιχες νομισματικές πηγές από τον Κρότωνα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο ήρωας συνδέθηκε με την πόλη σε μια μεταγενέστερη εποχή και με βάση αυτόν ακριβώς τον ιδρυτικό της μύθο. Συγκεκριμένα στον Κρότωνα, όπου η συμμετοχή του Ηρακλή στην ιδρυτική διαδικασία ακολουθεί το ίδιο μυθολογικό μοτίβο, παρουσιάζεται – στα μέσα στου 5ου αι. π.Χ. – σε νόμισμα της πόλης η φιγούρα νέου άνδρα με τα διακριτικά του Ηρακλή, τόξο και βέλη, και με την επιγραφή «ΟΙΚΙΣΤΑΣ» (Head ΗΝ, 97 κ.εξ. και Gruppe, ό.π. 994). Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι η μορφή του ήρωα και ίσως αργότερα η λατρεία του παρουσιάστηκαν στην αποικία ως συνέπεια της σύνδεσής του με τον ιδρυτικό της μύθο.
……….Η παρουσία λοιπόν τέτοιων νομισμάτων κατά τον 5ο αι. π. X. στα Άβδηρα μαρτυρεί ότι κατά την κλασική εποχή ο ιδρυτικός μύθος της πόλης είχε ήδη αναπτυχθεί. Όμως στο ερώτημα για το πώς αναπτύχθηκε ο μύθος αυτός ενός επώνυμου της αποικίας ήρωα και πώς πλουτίστηκε όταν αυτός συνδέθηκε με γνωστότατους μύθους του ελληνικού κόσμου, όπως εκείνος των άθλων του Ηρακλή, μπορούμε να δώσουμε μια απάντηση μόνο με βάση το πλαίσιο που ορίζει η ιστορία της αποικίας. Σύμφωνα με μαρτυρία του Ηροδότου, για την οποία έγινε λόγος παραπάνω, ο Τιμήσιος ο Κλαζομένιος, πρώτος οικιστής των Αβδήρων, παρά την αποτυχία της προοπάθειάς του για μόνιμη εγκατάσταση των Κλαζομενίων στην περιοχή, λατρεύθηκε αργότερα ως ήρωας από Τήιους αποίκους που επανίδρυσαν τα Άβδηρα. Είναι καθώς φαίνεται δύσκολο να απεικονίσουμε ακριβώς τις προσπάθειες που έκαναν οι Κλαζομένιοι να εγκατασταθούν στα ανατολικά του Νέστου, και έτσι ο ρόλος του αρχηγού τους είναι ακόμη περισσότερο υποθετικός. Γνωρίζουμε όμως ότι την ίδια εποχή περίπου, κατά την οποία οι Κλαζομένιοι επιχειρούσαν την ίδρυση των Αβδήρων (654 π. X.), οι Πάριοι, επιθυμώντας να συναγωνιστούν αποικιακά και εμπορικά τους κατοίκους της Άνδρου, αποίκισαν το νησί της Θάσου. Ο A. J. Graham με πειστικά επιχειρήματα έχει χρονολογήσει αυτό το γεγονός στα μέσα του 7ου αι. π. X. Η μαρτυρία του Αρχίλοχου (Τετράμετρα, Fr. 130 [εκδ. F Lasserre-A. Bonnard] ), αν και αποσπασματική, είναι πολύτιμη για να κατανοήσουμε τις δυσχέρειες που αντιμετώπισαν οι Θάσιοι στην προσπάθειά τους να εξαπλωθούν στην απέναντι περαία. Από το σύνολο των πληροφοριών μάς ενδιαφέρουν μόνο εκείνες που αναφέρονται στις μάχες που έδωσαν οι Θάσιοι με τη θρακική φυλή των Σάιων για την ίδρυση της αποικίας Στρύμης. Οι μάχες αυτές φαίνεται ότι ήταν εξαιρετικά σκληρές, αφού ο Αρχίλοχος δεν διστάζει καθόλου να διακωμωδήσει την απώλεια της ασπίδας του σε σχέση με την προσωπική του σωτηρία (Ελεγεία, Fr. 13 [εκδ. Ε Lasserre-A. Bonnard]).
……….Ο Στράβων (12, 549 και 10,457) ταυτίζει τη θρακική φυλή των Σάιων, στα εδάφη των οποίων ο Αρχίλοχος έχασε την ασπίδα του, «με τους Θράκες Σίντιες, οι οποίοι στην εποχή του ονομάζονταν Σαπαίοι». Αυτοί όμως οι τελευταίοι γνωρίζουμε ότι κατοικούσαν σε υστερότερη εποχή γύρω από τα Άβδηρα και στα γειτονικά της Λήμνου νησιά (Στράβ. 12, 550). Αν δεχθούμε λοιπόν την ταύτιση των τριών φυλετικών ομάδων που επιχειρεί ο Στράβων, τότε πρέπει να θεωρήσουμε ότι το πολεμικό φύλο που έκανε δυσπρόσιτη για τους Θάσιους την απέναντι ήπειρο ήταν το ίδιο με εκείνο που πέτυχε την εκδίωξη των Κλαζομενίων αποίκων από την περιοχή των Αβδήρων. Ο Αρχίλοχος βέβαια διαχωρίζει με σαφήνεια τις φυλετικές ομάδες των Σάιων και των Σαπαίων. Φαίνεται όμως από τη διήγησή του ότι και οι δυο κατοικούσαν στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Έβρου και Νέστου και είχαν τις ίδιες εχθρικές διαθέσεις απέναντι στους νεοφερμένους. Έτσι ήταν πιθανότατα οι Σαπαίοι, ως χωριστή φυλετική ομάδα ή ως υποομάδα των Σάιων, εκείνοι που έδρασαν εις βάρος των Αβδηριτών.
……….Όταν λοιπόν το 545 π.Χ. οι νέοι άποικοι από την Τέω έφθασαν στην περιοχή, φαίνεται ότι οι αγώνες των Κλαζομενίων ήταν ήδη γνωστοί και ο αρχηγός τους άξιος να λάβει τιμές οικιστή-ήρωα. Είχε επιτύχει να εγκαταστήσει αποίκους σε μια περιοχή πλεονεκτική από πολλές απόψεις αλλά και εξαιρετικά επικίνδυνη, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια. Είναι εξάλλου πολύ πιθανόν οι νέοι άποικοι με τη σειρά τους να αντιμετώπισαν επιθέσεις από τις γειτονικές φυλές. Αυτό μπορεί να το εικάσει κανείς εύκολα, αν λάβει υπόψη του τους πολυετείς αγώνες που χρειάστηκε να πραγματοποιήσουν κατά τους μεταγενέστερους χρόνους οι άποικοι της Ηιόνας, της Αμφίπολης, της Βρέας, των Κρηνιδών και άλλων παραλιακών πόλεων για την κατάληψη των αντίστοιχων περιοχών, για την ίδρυση και τη διατήρηση των αποικιών.
……….Οι Τήιοι άποικοι φαίνεται ότι χρησιμοποίησαν στους αγώνες τους την παράδοση που υπήρχε για τους αγώνες των Κλαζομενίων εναντίον των Θρακών. Η απόδοση τιμών προς τον «ήρωα» Τιμήσιο υποθέτουμε ότι θα κρατούσε ζωντανή αυτήν ακριβώς την ανάμνηση των αγώνων του〮 και από την άποψη αυτή θα είχε συγκεκριμένη κοινωνική αξία, ως προς τη δημιουργία κοινού αισθήματος των πολιτών, και σε χρόνους χαλεπούς ως κίνητρο για προσπάθεια και αυτοθυσία.
……….Στα πλαίσια των παραπάνω η λατρεία του επώνυμου ήρωα της πόλης μπορεί να γίνει ευκολότερα κατανοητή. Η ίδρυση της πόλης με αφορμή το θάνατο του Άβδηρου, τοποθετημένη χρονικά στο απώτατο παρελθόν, δεν συγχέεται σε καμιά περίπτωση με τα ιστορικά γεγονότα ίδρυσης της πόλης. Ήρως -επώνυμος και ήρως- οικιστής παραμένουν για τους Αβδηρίτες με σαφήνεια διαχωρισμένοι. Ωστόσο, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο μύθος του Άβδηρου σχετίζεται με την ιστορική αντιπαράθεση των οικιστών προς τους γηγενείς, την οποία συνοπτικά εκθέσαμε παραπάνω. Ο πολεμικός μύθος του Ηρακλή, σχετικά με τη δράση του ενάντια στο Θράκα βασιλιά, και ο κατασπαραγμός τού Άβδηρου από τα σαρκοβόρα θρακικά άλογα, αποδίδει δραματικά, στο επίπεδο του μύθου, τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των αποίκων για μόνιμη εγκατάστασή τους στην περιοχή. Επιπλέον, ο παλαιότατος μύθος του άδικου χαμού του ήρωα, της απελπισμένης αγάπης, της αναζήτησης και του θρήνου του Ηρακλή για τον νεκρό του φίλο μπορούμε να υποθέσουμε ότι χρησιμοποιήθηκε ως κατάλληλος να εκφράσει με επιτυχία το τραγικό στοιχείο κατά την περιγραφή.
Μεσημβρία - Ζώνη. Πήλινο ειδώλιο. 4ος αι. π.Χ. Εικονίζεται όρθια γυναικεία μορφή, ίσως κάποια θεά, ντυμένη με ιμάτιο. Στηρίζεται στο δεξί της πόδι, ενώ το αριστερό ακουμπάει πάνω σε χαμηλό βάθρο. Τα χέρια της είναι απλωμένα προς τα πλάγια. Η κίνηση των χεριών και των ποδιών δημιουργεί πλούσιες πτυχές στο ιμάτιο, που αφήνει ακάλυπτο τον δεξιό ώμο και τον δεξιό μαστό. Κάτω από το λεπτό ύφασμα διαγράφεται καθαρά το καλλίγραμμο σώμα της. Πίσω από τη μορφή προβάλλει προς τ’ αριστερά μια ξύλινη θήκη με στηρίγματα σε σχήμα ποδιών λιονταριού. Σε πολλά σημεία διατηρήθηκαν τα χρώματα - άσπρο, κίτρινο, κόκκινο και μαύρο - που σκέπαζαν την επιφάνεια του ειδωλίου.
[Βιβλιογραφία]
- ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ ΗΡΠΠΝ – ΟΙΚΙΣΤΗΝ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΑΠΟΙΚΙΕΣ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
- ALEXIOU Μ., The Ritual Lament in GreekTradition. Cambridge 1974.
- BERVE H., Miltiades. Studien zur Geschichte des Mannes und seiner Zeit. Hermes Einzelschriften 2. Berlin 1973.
- BILADEL E, Die ionische Kolonisation. Unter- suchungen iiber die Griindungen der lonier, deren staatliche und kultische Organisation und Beziehungen zu den Mutterstadten. Philologus, Supplementband XIV, Heft 1, Leipzig 1920.
- BROADERSEN K„ Manner, Frauen und Kinder in Gropgriechenland: Quellen und Modelle zur friihen Siedler – Identitat. Mnemosyne XLVI1, E.J. Brill, Leiden 1994, σελ. 58 κεξ.
- BURKERT W., Griechische Religion der archaischen und klassichen Epoche. Stuttgart 1977.
- -Homo Necans. Interpretationen altgriechischer Opferriten und Mythen. Berlin – New York 1972.
- -Structure and History in Greek Mythology and Ritual. Univ. of California Press, Berkley 1979.
- CASSON S.M.A., Macedonia, Thrace and Illyria: Their Relations to Greece from the Earliest Times down to the Time of Philip son of Amyntas. Oxford 1926.
- DANOV CHR. M„ Altthrakien. Berlin – New York 1976.
- -Some characteristic moments in Thraco-Greek relations during the pre-roman period. JIES lb-4 (1983), σελ. 231-240.
- DAVIES J.K., Athenian Propertied Families 600-300 B.C. Oxford 1971.
- DENEKEN F., «Heros», εις: Roscher’s Lexikon der griechischen und romischen Mythologie 5 (1,2), στ. 2517 κεξ.
- DODDS E.R.,The Greeks and the Irrational. Berkley
- -Los Angeles 1968 (μεταφρ. στα ελληνικά από τον Γ. Γιατρομανωλάκη, Αθήνα 1978).
- EHRENBERG V, Polis und Imperium. Beitrage zur Alte Geschichte. Zurich – Stuttgard 1965.
- -Aspects of the Ancient World. Essays and Reviews. Oxford 1956, σελ. 116 κεξ.
- FARNELL L.R., Greek Hero Cults and Ideas of Immortality. Oxford 1920.
- FONTENROSE.)., The Delphic Oracle. Its Responses and Operations. Berkley – Los Angeles – London 1987.
- FORNARA C.W., Some Aspects of the Career of Pausanias of Sparta. Historia 15 (1966), σελ. 257-271.
- GAERTINGEN H. von, «Thasos», εις: RE V A;, 2, * Reihe, στ. 1311 κεξ.
- GRAHAM A.J., Colony and Mother City in Ancient Greece. Mancester 1964.
- -Patterns in Early Greek Colonisation. JHS 91 (1971), σελ. 35-47.
- -The foundationofThasos. BSA73 (1978), σελ. 61-98.
- -The colonial expansion of Greece. CAH Ills (1982’), σελ. 153-155.
- GRUPPE O., «Herakles», εις: RE, Suppl. 3 ( 1918), στ. 994 κεξ.
- HABICHT CHR., Gottmenschentum und griechische Stadte. Zetemata 14 (1970), σελ. 205.
- HAMMOND N., A History of Greece to 322 B.C. Oxford 1959.
- HEAD B.V, Historia Nummorum. A manual of Greek numismatics. London 1911% 1936’, σελ. 97 κεξ.
- ISAAK B., The Greek Settlements in Thrace until the Macedonian conquest. E.J. Brill, Leiden 1986.
- ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ N.M., Νέαι επιγραφαί περί του Αρχιλόχου. ΑΕ 1952, σελ. 32 κεξ.
- ΚΟΡΟΜΗΛΑ ΜΑΡΙΑΝΝΑ, Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα. Από την εποχή του χαλκού ως τις αρχές του 20ού αι. Αθήνα 1991.
- ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ Δ., Αμφίπολις και Άργιλος. Στη σειρά: Αρχαίες Ελληνικές Πόλεις, αρ. 13, Αθήναι 1972.
- LAMBROS S., De conditorum coloniarum graecarum indole praemisque et honoribus. Leipzig 1873.
- LASCHHORN W., Grander der Stadt. Studien zu einer politisch – religiosen Geschichte. Paligenesia 20 (1984), σελ. 85 κεξ.
- LEAF W., Rhesus ofThrace. JHS 35 (1915), σελ. 1-11.
- LEHMANN – HAUPT C.F., Pausanias. Heros Ktistes von Byzanz. Klio 17 (1921), σελ. 59-66.
- MALKIN IR., Religion and Colonisation in Ancient Greece. Leiden 1987.
- MERLE H., Die Geschichte der Stadte Byzantion und Kalchedonvon ihrerGriindungbiszuin Eingreifen der Romer in die Verhatnisse des Ostens. Diss. Kiel 1916.
- NILSSON M., Cults, Myths, Oracles and Politics in Ancient Greece. Lund 1951.
- —Geschichte der griechischen Religion. Miinchen 1976, σελ. 639 κεξ.
- OBST E„ Miltiades. RE XV 2 ( 1932), στ. 1679 κεξ.
- PARKE H.W. – WORMELL D.E.W., The Delphic Oracle. Oxford 1956.
- PELEKIDIS CHR., Contribution a l’etude des relations entre Athenes et les Thraces. «Μελέτες Αρχαίας Ιστορίας», Ιωάννινα 1979, οελ. 61-95.
- POUILLOUX J., Recherches sur Γ Historie et les Cultes de Thasos I. De la fondation de la cite a 196 avant J.C. Etudes Thasiennes (Paris, Ecole Francais d’Athenes) 3 (1954), σελ. 33.
- REINER E., Die rituelle Totenklage der Griechen nach den schriftlichen und bildlichen Quellen dargestellt. Stuttgart 1938.
- ROHDE E., Psyche. Seelenkult und Unsterblichkeits- formen der Griechen. Tubingen 1910.
- ROHRBACH H.H., Kolonie und Orakel. Untersuchungen zur sakralen Begrundung der griechischen Kolonisation. Diss. Heidelberg 1960.
- ΣΑΜΣΑΡΗΣ Δ., Ο εξελληνισμός της Θράκης κατά την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη 1980.
- SCHMID Β., Studien zu griechischen Ktisissagen. Diss. Freiburg i.d. Schweiz 1947.
- ΣΚΑΡΛΑΤΙΔΟΥ ΕΥΗ, Επισκόπηση της ιστορίαςτων Αβδήρων με βάση τις φιλολογικές πηγές και τα αρχαιολογικά δεδομένα. Θρακική Επετηρίδα 5 (1984), σελ. 147-148.
- VARTSOS J.A., The foundation of Brea. Αρχαία Μακεδονία 2 ( 1977), σελ. 14 κεξ.
- WIESNER J., Die Thraker. Studien zu einem
- versunkenen Volk des Balkanraumes. Stuttgart 1963.
- Η ΘΡΑΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΒΡΑΜΕΑ ΑΝΝΑ (σε συνεργασία με II. Καραναστάση), Tabula Imperii Romani. Philippi, K 35, I. Έκδοση Ακαδημίας Αθηνών, 1993.
- DETSCHEW D., Die thrakischen Sprachreste. Wien 1957.
- JONES A.H.M., The Cities of the Eastern Roman Provinces. Oxford 19712.
- ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ Δ., Άβδηρα και Δίκαια. Στη σειρά: Αρχαίες Ελληνικές Πόλεις, αρ. 6, Αθήναι 1971.
- -Σαμοθράκη και η Περαία της. Στη σειρά: Αρχαίες Ελληνικές Πόλεις, αρ. 7, Αθήναι 1971.
- -Μαρώνεια και Ορθαγορία. Στη σειρά: Αρχαίες Ελληνικές Πόλεις, αρ. 16, Αθήναι 1972.
- ΜΠΑΚΑΛΑΚΗΣ Γ., Προανασκαφικές έρευνες στη Θράκη. Θεσσαλονίκη 1958.
- -Αρχαιολογικές έρευνες στη Θράκη 1959-1960. Θεσσαλονίκη 1961.
- ΠΑΝΤΟΣ Π., The present Situation of the Studies in Archaeological Topography of Western Thrace. Pulpudeva: Semaines philippopolitaines de I’histoire et de la culture thrace 4 ( 1983), σελ. 164-178. ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ A., Λεξικόν Γεωγραφικόν και Ιστορικόν της Θράκης από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως (1453). Αθήναι 19632.
- ΣΑΜΣΑΡΗΣ Δ., Ο εξελληνισμός της Θράκης κατά την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη 1980.
- SOUSTAL Ρ, Tabula Imperii Byzantini 6, Thrakien. Wien 1991.
- VELKOV V., Cities in Thrace and Dacia in Late Antiquity. Amsterdam 1977.