.
Η ΙΩΝΙΑ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
Διαμαντή Τριαντάφυλλου
Τον 7ο αι. π.Χ. ιδρύθηκαν οι ελληνικές αποικίες στα παράλια της Θράκης από Έλληνες αποίκους των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και των ιωνικών πόλεων της Μ. Ασίας. Οι άποικοι εγκατέλειπαν τις πατρίδες τους όχι μόνο για κοινωνικού και πολιτικούς λόγους, αλλά κυρίως γιατί αναζητούσαν νέες πλουτοπαραγωγικές πηγές. Από τις εκβολές του Νέστου έως το δέλτα του Έβρου ιδρύθηκαν τα Άβδηρα, η Δίκαια, η Στρύμη, η Μαρώνεια, η Ορθαγορία, η Μεσημβρία-Ζώνη, η Δρυς και η Σάλη.
Στη δυτική παραλία του Εύξεινου Πόντου οι Μιλήσιοι ίδρυσαν την Απολλωνία, την Οδησσό, του Τόμους και την Κάλλατιν, ενώ οι Μεγαρείς την Μεσημβρία.
Άβδηρα. Οι ανασκαφές που άρχισαν πριν από σαράντα χρόνια και συνεχίστηκαν με μεγάλες διακοπές έως σήμερα, έχουν προσφέρει πολύτιμα στοιχεία για την ίδρυση της πόλης και έχουν διευρύνει σε μεγάλο βαθμό τις γνώσεις μας για την οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική και θρησκευτική ζωή των Αβδηριτών. Η αποκάλυψη αρχαϊκού τείχους βόρεια της κλασικής πόλης, που ανήκει στον βόρειο περίβολο και χρονολογήθηκε στο γ’ τέταρτο του 7ου αι. π.Χ., μαρτυρεί την εγκατάσταση εδώ, στο μυχό ενός μεγάλου κόλπου, των πρώτων αποίκων από τις Κλαζομενές της Μ. Ασίας. Την άποψη αυτή ενισχύουν και τα ευρήματα του αρχαϊκού νεκροταφείου, που χρονολογούνται στο β’ μισό του Ρου αϊ. π.Χ. και στις, αρχές του 6ου αι. π.Χ.
Στο χώρο της κλασικής πόλης αποκαλύφθηκαν τμήματα των τειχών και κυρίως τμήματα του δυτικού τείχους, όπου υπάρχει πύλη ανάμεσα σε δυο τετράπλευρους πύργους. Στον δυτικό τομέα της πόλης έχουν έρθει στο φως κατοικίες του 4ου οι. π.Χ., ελληνιστικής και ρωμαΐκής εποχής. Πρόκειται για ευρύχωρα κτίσματα με περιστύλιο, πλακοστρωμένες αυλές και πλούσιο αρχιτεκτονικό διάκοσμο. Μερικές είχαν χρωματιστά κονιάματα και ψηφιδωτά δάπεδα. Στο λόφο κοντά στη θάλασσα βρισκόταν η ακρόπολη της πόλης. Εδώ έχουν αποκαλυφθεί έως τώρα πύργος του 4ου αϊ. π.Χ. και τμήματα του περιβόλου της ακρόπολης κλασικής και ρωμαϊκής εποχής.
Το θέατρο, που είναι γνωστό από επιγραφές του 2ου αϊ. π.Χ., βρισκόταν στη βόρεια πλευρά της πόλης, έχει όμως ολοσχερώς καταστραφεί. Τα νεκροταφεία εκτείνονται έως 7 χλμ. από τα τείχη της πόλης και περιλαμβάνουν τύμβους και τάφους αρχαϊκής, κλασικής και ελληνιστικής εποχής. Έχουν ερευνηθεί όλα τα είδη ταφών, όπως εγχυτρισμοί (ταφές σε αγγεία), πήλινες και λίθινες λάρνακες, λακκοειδείς και κιβωτιόσχημοι τάφοι και τέλος καύσεις. · Στη φωτογραφία εικονίζεται η πύλη του δυτικού τείχους με τους τετράπλευρους πύργους.(Εικόνα: Άβδηρα. Αρχαϊκό νεκροταφείο. Ύστερο-πρωτοκορινθιακός κωνικός αρύβαλλος ή μεταβατικού τύπου, 640-620 π.Χ. Είχε τοποθετηθεί ως κτέρισμα σε ταφή του νεκροταφείου. Στην κύρια ζώνη αίγαγρος, λέοντες και πάνθηρας. Στη δεύτερη ζώνη λαγός και σκυλιά που τον καταδιώκουν. Ύψ. 0,107 μ.)
Η εγκατάσταση των αποίκων μετά τις πρώτες πολεμικές συγκρούσεις πρέπει να έγινε ειρηνικά, όπως βεβαιώνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα και οι συνθήκες ίδρυσης των Αβδήρων, της Μαρωνείας και της Μεσημβρίας-Ζώνης. Η Θράκη πρόσφερε στους αποίκους άφθονες πηγές πλούτου, όπως πολύτιμα μέταλλα, πλούσια ξυλεία για ναυπηγήσεις και οικοδομές, εύφορες εκτάσεις για καλλιέργεια σιτηρών, απέραντους βοσκότοπους, πλούσια πανίδα και άφθονα αλιεύματα.
Οι αποικίες αναπτύχθηκαν γρήγορα σε μεγάλες πόλεις-κράτη με εκτεταμένη ενδοχώρα. Ανέπτυξαν τη γεωργία, το εμπόριο, τη ναυσιπλοΐα και την αλιεία. Τα νομίσματά τους, που είχαν μεγάλη κυκλοφορία, όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο, αλλά έως την Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία, δείχνουν τον πλούτο και την ακμή τους. Οι εμπορικές σχέσεις Ελλήνων και Θρακών ήταν στενές. Οι Έλληνες πουλούσαν αλάτι, διάφορα βιοτεχνικά προϊόντα, κεραμικά είδη, έργα τέχνης και αγόραζαν δημητριακά, μέταλλα, ξυλεία και κτηνοτροφικά προϊόντα. Εκτός από την εμπορική τους δραστηριότητα οι Έλληνες ανέπτυξαν τις τέχνες και τον πολιτισμό. Εξαίρετα έργα ιωνικής και αττικής τέχνης, όπως επιτύμβιες στήλες, ανάγλυφα, αγάλματα, αγγεία, ειδώλια, κοσμήματα και νομίσματα μαρτυρούν το καλλιτεχνικό επίπεδο των αποίκων. Όλες οι αποικίες έγιναν κέντρα ακτινοβολίας και διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού. Η πρώτη προσπάθεια για την ίδρυση αποικίας στη θέση των Αβδήρων έγινε μεταξύ του 656 και 652 π.Χ. από Κλαζομενίους με αρχηγό τον Τιμησία. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Θράκες έδιωξαν τους Κλαζομενίους και σκότωσαν τον Τιμησία. Η πληροφορία του Ηρόδοτου φαίνεται ότι δεν είναι ακριβής. Η ανασκαφή ενός αρχαϊκού νεκροταφείου του 7ου και των αρχών του 6ου αι. π.Χ. και η αποκάλυψη τμήματος ενός αρχαϊκού περιβόλου των μέσων του 7ου αι. π.Χ. μαρτυρούν ότι οι πρώτοι άποικοι έμειναν στην περιοχή τουλάχιστον για πενήντα χρόνια. Μετά από έναν αιώνα, το 545 π.Χ., οι κάτοικοι της Τέω, «μη φέροντες την των Περσών ύβριν» εγκαταστάθηκαν στην ίδια περιοχή και ίδρυσαν τα Άβδηρα. Ο δεύτερος παιάνας του Πινδάρου είναι αφιερωμένος στους Αβδηρίτες που συγκρούστηκαν με τα θρακικά φύλα και νίκησαν στη μάχη του Μελαμφύλου. Η νέα αποικία από την ίδρυσή της αναπτύχθηκε ως γεωργικό και εμπορικό κέντρο. Η πλούσια ενδοχώρα ευνοούσε την αγροτική εκμετάλλευση, ενώ η γεωγραφική της θέση την ανάπτυξη του εμπορίου. Τα μεγάλα αργυρά νομίσματα, οκτάδραχμα και τετράδραχμα που κυκλοφορούσαν στο εξωτερικό έως την Αίγυπτο, τη Συρία και τη Μεσοποταμία, δείχνουν την οικονομική ανάπτυξη της πόλης.
Εικόνα: Άβδηρα. Πήλινη γραπτή σαρκοφάγος. 500-470 π.Χ. Είναι τραπεζιόσχημη κλαζομενιακού τύπου. Προέρχεται από τοπικό εργαστήριο και έχει ομοιότητες με άλλα παρόμοια έργα του Albertinum group. Έχει συγκολληθεί από πολλά κομμάτια και είναι συμπληρωμένη στο χείλος της μιας πλευράς. Έχει πλούσια γραπτή διακόσμηση με παραστάσεις και διακοσμητικά θέματα. Τα χρώματα που κυριαρχούν είναι το μαύρο και το κόκκινο για τις μορφές και το σχέδιο, το υπόλευκο για το φόντο, το άσπρο και το μωβ για ορισμένες λεπτομέρειες των μορφών. Τα θέματα από το πάνω μέρος με τη σειρά είναι τα εξής: Πυγμαίοι και Γερανοί ανάμεσα σε δυο ταινίες μαιάνδρου και ιωνικού κυματίου. Παράσταση με το μύθο του Τρωίλου. Δεξιά πίσω από την κρήνη ενεδρεύει ο Αχιλλέας. Αριστερά μια γυναίκα γεμίζει την υδρία της. Πίσω της τέσσερις μορφές, δυο γυναίκες και δυο άντρες με υδρίες στο κεφάλι ή στον ώμο, βαδίσουν προς την κρήνη. Πιο πίσω ο Τρωίλος με τα άλογά του και το σκύλο του. Την παράσταση κλείνει αριστερά ο Πρίαμος καθισμένος στο θρόνο του μπροστά, ασφαλώς στα τείχη της Τροίας. Ακολουθεί ζώνη με πάνθηρες, λιοντάρια, σκύλους και ταύρους ανάμεσα σε ταινίες μαιάνδρου. Στις ταινίες των πάνω εσωτερικών γωνιών πάλη ανδρικής μορφής και μυθικού τέρατος. Στις μετόπες πάνω, έλικες και ανθέμια ανάμεσα σε ζώνες μαιάνδρου, άρμα και ηνίοχος. Στο χείλος των μακρών πλευρών, πλοχμός με μικρές έλικες και ανθέμια μέσα σε ταινίες μαιάνδρου. Στις κάτω μετόπες άνθος λωτού, ανάμεσα σε διπλές έλικες και ανθέμια και ταινίες μαιάνδρου. Στην ταινία της κάτω εσωτερικής γωνίας, ιωνικό κυμάτιο. Στο χείλος εξωτερικά ιωνικό κυμάτιο και εσωτερικά μαίανδρος και άστρα. Μήκ. 2,19 μ.
Η πρώτη προσπάθεια για την ίδρυση αποικίας στη θέση των Αβδήρων έγινε μεταξύ του 656 και 652 π.Χ. από Κλαζομενίους με αρχηγό τον Τιμησία. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Θράκες έδιωξαν τους Κλαζομενίους και σκότωσαν τον Τιμησία. Η πληροφορία του Ηρόδοτου φαίνεται ότι δεν είναι ακριβής. Η ανασκαφή ενός αρχαϊκού νεκροταφείου του 7ου και των αρχών του 6ου αι. π.Χ. και η αποκάλυψη τμήματος ενός αρχαϊκού περιβόλου των μέσων του 7ου αι. π.Χ. μαρτυρούν ότι οι πρώτοι άποικοι έμειναν στην περιοχή τουλάχιστον για πενήντα χρόνια. Μετά από έναν αιώνα, το 545 π.Χ., οι κάτοικοι της Τέω, «μη φέροντες την των Περσών ύβριν» εγκαταστάθηκαν στην ίδια περιοχή και ίδρυσαν τα Άβδηρα. Ο δεύτερος παιάνας του Πινδάρου είναι αφιερωμένος στους Αβδηρίτες που συγκρούστηκαν με τα θρακικά φύλα και νίκησαν στη μάχη του Μελαμφύλου. Η νέα αποικία από την ίδρυσή της αναπτύχθηκε ως γεωργικό και εμπορικό κέντρο. Η πλούσια ενδοχώρα ευνοούσε την αγροτική εκμετάλλευση, ενώ η γεωγραφική της θέση την ανάπτυξη του εμπορίου. Τα μεγάλα αργυρά νομίσματα, οκτάδραχμα και τετράδραχμα που κυκλοφορούσαν στο εξωτερικό έως την Αίγυπτο, τη Συρία και τη Μεσοποταμία, δείχνουν την οικονομική ανάπτυξη της πόλης.
Μετά την εκστρατεία του Δαρείου εναντίον των Σκυθών το 512 π.Χ. αρχίζει μια συνεχής παρουσία των Περσών στη Θράκη. Ο Πέρσης στρατηγός Μεγάβαζος πέρασε πρώτος από τα Άβδηρα, εκστρατεύοντας εναντίον των Παιόνων. Την εποχή του Μαρδονίου τα Άβδηρα χρησιμοποιήθηκαν ως βάση για τις περσικές επιχειρήσεις. Αργότερα, το 480 π.Χ., η πόλη φιλοξένησε το στρατό του Ξέρξη, ξοδεύοντας ένα τεράστιο για την εποχή εκείνη ποσό. Ο βασιλιάς των Περσών φιλοξενήθηκε στα Άβδηρα και δεύτερη φορά το 479 π.Χ., όταν έφυγε από την Ελλάδα. Δώρισε μάλιστα στην πόλη ένα χρυσό ξίφος και μια χρυσοποίκιλτη τιάρα. Μετά τους περσικούς πολέμους τα Άβδηρα έγιναν μέλος της πρώτης αθηναϊκής συμμαχίας και πλήρωσαν ως φόρο από το 454/3 π.Χ. το ποσό των 10-15 ταλάντων. Από τότε αρχίζουν στενές σχέσεις μεταξύ των δύο πόλεων. Είναι γνωστή η δραστηριότητα από την εποχή του Αβδηρίτη Νυμφοδώρου, που ως πρόξενος των Αθηναίων ενήργησε για τη σύναψη συμμαχίας μεταξύ Αθηνών και Σιτάλκη και μεταξύ Αθηναίων και Περδίκκα. Το 411 π.Χ. τα Άβδηρα συμμάχησαν με τους Λακεδαιμόνιους, αλλά γρήγορα ο Αθηναίος στρατηγός Θρασύβουλος επανέφερε το 408 π.Χ. την πόλη στην αθηναϊκή συμμαχία. Το 405 π.Χ. ο Λύσανδρος, μετά τη νίκη στους Αγίους Ποταμούς, υπέταξε όλες τις ελληνικές πόλεις της Θράκης.
Σημαντικό γεγονός στην ιστορία των Αβδήρων είναι η μεγάλη καταστροφή του 376 π.Χ. Περισσότεροι από 30.000 Τριβαλοί κυρίευσαν τη χώρα των Αβδηριτών και πήραν άφθονα τρόφιμα. Η ξαφνική επίθεση κατά των Τριβαλών δεν είχε αποτέλεσμα, γιατί στη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν όλοι οι άνδρες της πόλης. Τα Άβδηρα σώθηκαν τότε από ολοκληρωτική καταστροφή με την επέμβαση του Αθηναίου στρατηγού Χαβρία και έγιναν μέλος και της δεύτερης αθηναϊκής συμμαχίας. Γύρω στο 350 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β’ κυρίευσε όλες τις πόλεις της Θράκης και μαζί τα Άβδηρα. Στην πόλη λειτούργησε βασιλικό νομισματοκοπείο των Μακεδόνων, όπου κόπηκαν νομίσματα του Φιλίππου Β’, του Μ. Αλεξάνδρου και του Φιλίππου Γ’. Η ίδια η πόλη κυκλοφόρησε μικρά χάλκινα και αργυρά νομίσματα μόνο για εσωτερικές συναλλαγές. Την εποχή των Διαδόχων τα Άβδηρα ανήκαν στο βασίλειο του Λυσιμάχου, ενώ μετά γνώρισαν διαδοχικά την κυριαρχία των Μακεδόνων, Σελευκιδών και Πτολεμαίων. Το 196 π.Χ. όλες οι πόλεις της Θράκης ελευθερώθηκαν από την κυριαρχία του Φιλίππου Ε’ με την επέμβαση του Ρωμαίου στρατηγού Λουκίου Στερτινίου.
Η δεύτερη μεγάλη καταστροφή των Αβδήρων έγινε το 170 π.Χ. από τον Ρωμαίο στρατηγό Ορτένσιο που κατέλαβε μαζί με στρατό του Ευμένη την πόλη και σκότωσε ή πούλησε ως δούλους πολλούς Αβδηρίτες. Η σύγκλητος δικαίωσε τότε του Αβδηρίτες. Το 166 π.Χ. οι Αβδηρίτες απευθύνονται στη μητρόπολής τους Τέω και ζητούν να μεσολαβήσει στη Ρώμη, επειδή ο βασιλιάς των Θρακών Κότυς διεκδικούσε ένα τμήμα της χώρας τους. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Μακεδονίας και της Θράκης, τα Άβδηρα όπως και άλλες πόλεις, έμειναν ελεύθερα, υπό τον υψηλό έλεγχο βέβαια της Συγκλήτου. Την εποχή των Ρωμαίων αυτοκρατόρων κυκλοφόρησαν μικρά χάλκινα νομίσματα με κεφάλια των αυτοκρατόρων, όπως Τιβερίου, Κλαυδίου, Νέρωνος, Βεσπασιανού, Τραϊανού, Αδριανού και Αντωνίου Ευσεβούς. Η παρακμή της πόλης είχε αρχίσει. Το τέλος της μικρής πλέον ασήμαντης πόλης επιτάχυναν τα έλη, που άρχισαν να δημιουργούνται στην περιοχή από τις πλημμύρες του Νέστου. Το κράτος των Αβδήρων ήταν άριστα οργανωμένο από την ίδρυσή του έως την ρωμαϊκή εποχή. Το πολίτευμα ήταν δημοκρατικό και την ανώτατη εξουσία είχαν η βουλή και ο δήμος. Ανώτατος άρχων και επώνυμος άρχων ήταν ο ιερέας του Απόλλωνος. Ανώτατοι εκτελεστικοί άρχοντες ήταν οι τιμούχοι, που αντικαταστάθηκαν τον 2ο αι. π.Χ. από τους νομοφύλακες. Οι άρχοντες αυτοί παρακολουθούσαν τις εργασίες της εκκλησίας του δήμου και είχαν δικαίωμα να ελέγχουν τις πράξεις των αρχόντων, αλλά και τις προτάσεις πριν να τεθούν σε ψηφοφορία. Οικονομικοί άρχοντες ήταν οι αργυροποταμίες και ο «επί των χρημάτων». Τα αρχεία της πόλης φυλάγονταν στο ιερό του Διονύσου. Έμβλημά της ήταν ο γρύπας και πολιούχος θεός ο Απόλλων.
Από τους νόμους που ίσχυαν στην πόλη είναι γνωστοί τρεις. Ο πρώτος, του 5ου αι. π.Χ., δεν επέτρεψε την ταφή των πολιτών που είχαν ξοδέψει την πατρική περιουσία. Ο δεύτερος, του 4ου αι. π.Χ., κανόνιζε τις αγοραπωλησίες ζώων και ο τρίτος, του 3ου αι. π.Χ., προστάτευε το πολίτευμα από τις συνωμοσίες. Από τις πηγές μαρτυρούνται λατρείες Απόλλωνος, Διονύσου, Αφροδίτης, Αθηνάς, Ερμή, Αρτέμιδος, Δήμητρας, Κυβέλης, Εκάτης, Τύχης, Διός Λυκείου, Διός Ελευθερίου και Ρώμης, καθώς και λατρείες των ηρώων Ηρακλή, Αβδήρου, Τιμησία και Ιάσονα. Η πιο μεγάλη γιορτή ήταν τα Διονύσια. Ψηφίσματα του 2ου αι. π.Χ. αναφέρουν για τους αγώνες των Διονυσίων, την πρόσκληση επισήμων από άλλες πόλεις, την προσφορά προεδρίας στο θέατρο και το στεφάνωμα με χρυσά στεφάνια ευεργετών της πόλης. Μεγάλη γιορτή των γυναικών ήταν τα Θεσμοφόρια, προς τιμήν της Δήμητρας. Προς τιμήν του Αβδήρου, από τον οποίο πήρε το όνομά της η πόλη, γινόταν κάθε χρόνο αγώνες πάλης, παγκρατίου και πυγμής, εκτός από ιππικούς που θύμιζαν το τραγικό τέλος του ήρωα.
Η «καλή Τηΐων αποικίη», όπως ονομάζει τα Άβδηρα ο ποιητής Ανακρέων, έχει να παρουσιάσει σημαντικούς άνδρες που διέπρεψαν στους τομείς των επιστημών, της ποίησης, των γραμμάτων και των τεχνών. Ο Ανακρέων ήρθε μαζί με τους αποίκους στα Άβδηρα. Έχουν διασωθεί τρία δικά του επιγράμματα για Αβδηρίτες ήρωες. Ως Αβδηρίτης ή Τήιος θεωρείται ο μεγάλος σοφιστής Πρωταγόρας. Αβδηρίτες ήταν επίσης οι φιλόσοφοι Λεύκιππος και Ανάξαρχος και ο ποιητής Νικαίνετος. Ο μεγαλύτερος όμως φιλόσοφος των Αβδήρων, διάσημος από την αρχαιότητα έως σήμερα, είναι ο Δημόκριτος. Σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο, όταν ήταν παιδί άκουσε τους Χαλδαίους μάγους, που ακολουθούσαν το στρατό του Ξέρξη, να μιλούν για αστρολογία και θεολογία. Ο Ξέρξης μάλιστα, που φιλοξενήθηκε από τον πατέρα του Δημόκριτου, άφησε φεύγοντας τους μάγους να φροντίσουν για την εκπαίδευσή του. Ξόδεψε όλη την πατρική περιουσία. Σύμφωνα με τον νόμο δεν επιτρεπόταν να ταφεί στην πατρίδα του. Όταν διάβασε όμως το έργο του «Μέγας Διάκοσμος», οι συμπατριώτες του τον τίμησαν με χρήματα, χάλκινα αγάλματα και δημόσια ταφή. Πολύτιμες πληροφορίες για τα Άβδηρα, τον Δημόκριτο και την κατοικία του υπάρχουν στην επιστολή του Ιπποκράτη προς τον Δαμάγητο.
Δίκαια. (Εικόνα: Μελανόμορφα αγγεία. Τέλος 6ου αι. – αρχές 5ου αι. π.Χ. Προέρχονται από το νεκροταφείο της πόλης. α) Μελανόμορφη λήκυθος. Εικονίζεται σκηνή βακχικού συμποσίου. Διακρίνονται δυο μορφές που κάθονται, γυναίκας αριστερά και γενειοφόρου άνδρα δεξιά. Ίσως πρόκειται για παράσταση Διονύσου και Μαινάδας. Οι λεπτομέρειες των μορφών δηλώνονται με εγχάραξη. Στον ώμο του αγγείου σειρά ανθεμίων. Ύψ. 0,16 μ. β) Μελανόμορφος αμφορίσκος. Και στις δυο όψεις η ίδια παράσταση με τρεις μορφές. Στη μέση πολεμιστής με κράνος, ασπίδα, κνημίδες και δόρυ. Αριστερά και δεξιά δυο άλλες μορφές ντυμένες με ιμάτιο κρατούν δόρυ. Πρόκειται μάλλον για σκηνή αποχαιρετισμού ενός οπλίτη. Οι λεπτομέρειες δηλώνονται με εγχάραξη. Στο λαιμό του αγγείου φύλλα κισσού. Ύψ. 0,17 μ. γ) Μελανόμορφη λήκυθος. Εικονίζεται έφιππος άνδρας με δόρυ προς τα δεξιά. Μπροστά του οπλίτης με κράνος, ασπίδα και δόρυ βαδίζει προς τα δεξιά, αλλά έχει γυρισμένο το κεφάλι και το δόρυ του προς τον ιππέα. Στα άκρα της παράστασης δυο ιματιοφόροι άνδρες κρατούν δόρατα. Οι λεπτομέρειες δηλώνονται με εγχάραξη. Στον ώμο του αγγείου σχηματοποιημένα φύλλα κισσού. Ύψ. 0,13 μ.
Η «Δίκαια παρ’ Άβδερα», όπως ονομαζόταν για να διακρίνεται από την ομώνυμη πόλη του Θερμαϊκού κόλπου, ήταν μικρή πόλη, που βρισκόταν στο στόμιο της Βιστονίδος, στη θέση Κατσαμάκια. Ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει: «Δίκαια, πόλις Θράκης από δικαίου του Ποσειδώνος υιού. Το εθνικόν Δικαιοπολίτης». Τα νομίσματα της πόλης που έχουν χρονολογηθεί μεταξύ 540/35 και 492 π.Χ. μαρτυρούν ότι η πόλη υπήρχε τον 6ο αι. π.Χ. Από τις παραστάσεις των νομισμάτων, κεφάλι Ηρακλή και προτομή ταύρου, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η Δίκαια ήταν αποικία της Σάμου. Ο Ηρόδοτος, περιγράφοντας την εκστρατεία του Ξέρξη το 480 π.Χ., αναφέρει τις ελληνικές πόλεις και μαζί τη Δίκαια. Στους φορολογικούς καταλόγους των Αθηνών αναφέρεται από το 454 π.Χ. άλλοτε με 3.000 και άλλοτε με 2.000 δραχμές ετήσια εισφορά. Το 425 π.Χ. μαζί με τα Άβδηρα πλήρωσαν το μεγάλο ποσό των 75 ταλάντων. Για τη ζωή της πόλης από τον 4ο αι. π.Χ. έως τη ρωμαϊκή εποχή δεν υπάρχουν πληροφορίες. Φαίνεται όμως ότι η πόλη υπήρχε μέχρι τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους, αφού την αναφέρουν ο Στράβων, ο Σκύλαξ και ο Πλίνιος. Η πόλη διέθετε μεγάλο φυσικό και ασφαλές λιμάνι, τη λιμνοθάλασσα, που εξυπηρετούσε τις εμπορικές συναλλαγές και τις θαλάσσιες επικοινωνίες. Τα αργυρά νομίσματα της πόλης, που είναι εξαιρετικά έργα τέχνης, κυκλοφορούσαν έως την Αίγυπτο και μαρτυρούν την ανάπτυξη έντονης εμπορικής δραστηριότητας. Τα γλυπτά επίσης και τα άλλα ευρήματα από το χώρο της πόλης και τα νεκροταφεία της δείχνουν την άνθηση της τέχνης στην αρχαϊκή και κλασική εποχή.
Η Στρύμη ήταν η ανατολικότερη αποικία στην Περαία της Θάσου και ιδρύθηκα στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. Η θέση της βρίσκεται στη χερσόνησο της Μολυβωτής μεταξύ του Πορτο-Λάγος και της Μαρώνειας. Ο Ηρόδοτος τοποθετεί τη Στρύμη και τον ποταμό Λίσσο ανατολικά της Μαρώνειας. Σήμερα είναι σίγουρο ότι ο Λίσσος, η Ισμαρίδα λίμνη και η Στρύμη βρισκόταν δυτικά της Μαρώνειας. Η Στρύμη έγινε γρήγορα ισχυρός εμπορικός σταθμός, ενώ παράλληλα είχε τον έλεγχο και την εκμετάλλευση της εύφορης ενδοχώρας που παρήγε άφθονα σιτηρά. Η γεωμορφολογία του εδάφους δεν αποκλείει κάποτε ο χώρος της πόλης και το ακρωτήριο Μολυβωτή να ήταν νησιά. Σχετική αναφορά υπάρχει στον Αρποκρατίωνα και στη Σούδα. (Εικόνα: Ξυλαγανή. Ανάγλυφη επιτύμβια στήλη. 450-400 π.Χ. Πρέπει να προέρχεται από την αρχαία Στρύμη. Στο δεξιό μέρος του ανάγλυφου εικονίζεται ο νεκρός ντυμένος με κοντό χιτώνα και χλαμύδα που πορπώνεται στους ώμους και πέφτει προς τα πίσω. Το κεφάλι και τα πόδια του νεκρού λείπουν. Το δεξί του χέρι είναι υψωμένο σε θέση χαιρετισμού, ενώ το αριστερό του φέρεται ελεύθερα προς τα κάτω. Το πάνω μέρος του κορμού είναι ελαφρά γυρισμένο προς τ’ αριστερά. Όρθιος μπροστά του βρίσκεται ο νεαρός δούλος, ντυμένος με ιμάτιο που το ανασηκώνει με τα δυο του χέρια. Είναι γυρισμένος προς τον κύριό του και εικονίζεται σε στάση περισυλλογής. Ύψ. 0,58 μ.)
Από τον 7ο αι. π.Χ. οι Μαρωνίτες φιλονικούν με του Θασίτες για την κατοχή της πόλης. Η Στρύμη δεν αναφέρεται στους φορολογικούς καταλόγους των Αθηνών, ίσως επειδή ο φόρος της συμπεριλαμβανόταν στο φόρο της μητρόπολης Θάσου. Το 361 π.Χ. οι Μαρωνίτες και οι Θασίτες πολεμούν άλλη μια φορά για τη Στρύμη, την οποία είχαν καταλάβει για μικρό διάστημα οι πρώτοι. Ο στρατηγός των Αθηναίων Τιμόμαχος βοήθησε τότε τους Θασίτες και οι Αθηναίοι έλυσαν στο τέλος τη διαφορά υπέρ των Θασίων. Μερικά χρόνια αργότερα ο Φίλιππος Β’ της Μακεδονίας που βρίσκεται στη Θράκη το 353 π.Χ., βοήθησε του Μαρωνίτες να καταλάβουν και να καταστρέψουν οριστικά τη Στρύμη.
Πριν από την εγκατάσταση των Ελλήνων αποίκων, στην περιοχή του Ισμάρου κατοικούσαν οι Κίκονες, στους οποίους ανήκαν οι πόλεις Ξάνθεια, Μαρώνεια και Ίσμαρος ή Ισμάρα. Η Ίσμαρος έχει ταυτιστεί με την επιβλητική ακρόπολη του Αγ. Γεωργίου. Εκεί κοντά βρισκόταν και το ιερό άλσος του Απόλλωνα, όπου κατοικούσε ο Μάρων, ο γιος του Ευάνθη και ιερέας του Απόλλωνα. Ο Όμηρος περιγράφει την άφιξη του Οδυσσέα, τη φιλοξενία και τα δώρα του Μάρωνα προς αυτόν, καθώς και τη μάχη με τους Κίκονες. Ο Μάρων θεωρείται μυθικός οικιστής της Μαρώνειας. Η πόλη ιδρύθηκε το 7ο αι. π.Χ. στις νοτιοδυτικές πλαγιές του Ισμάρου από Χίους αποίκους. Η εγκατάσταση των αποίκων πρέπει να έγινε ειρηνικά, όπως βεβαιώνουν η παρουσία του Μάρωνα και το όνομα της πόλης. η ύπαρξη της ίδιας λατρείας του Ήλιου-Απόλλωνα στους Κίκονες και στη Μαρώνεια και η υιοθέτηση του αλόγου ως συμβόλου της Μαρώνειας, η οικονομία της πόλης στηρίχθηκε στην αρχή στη γεωργία και στην κτηνοτροφία. Κυριαρχούσε η καλλιέργεια των αμπελιών, της ελιάς και των δημητριακών. Η περιοχή του Ισμάρου είχε πλούσια δάση και βοσκοτόπια, όπου κατά τον Όμηρο τρέφονταν τα πρόβατα και τα βόδια της Ισμάρας. Η θέση της πόλης και το λιμάνι της ευνόησαν την ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας. Τα αργυρά νομίσματα, που άρχισαν να κυκλοφορούν από το 520 π.Χ. έως την εποχή του Φιλίππου Β’ μαζί με τα χρυσά που κυκλοφόρησαν στο πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ., μαρτυρούν μεγάλη οικονομική ανάπτυξη ήδη από την αρχαϊκή εποχή. Ως μέλος της Αθηναϊκής συμμαχίας πλήρωνε φόρο 1 τάλαντο και 3.000 δραχμές, ενώ μετά την ίδρυση της Αμφίπολης το 437 π.Χ. ανέβηκε ο φόρος σε 3 τάλαντα.
(Εικόνα: Στρύμη. Ερυθρόμορφη πελίκη. 440 π.Χ. Συγκολλήθηκε από πολλά κομμάτια που βρέθηκαν σε πυρά γύρω και κάτω από το ταφικό μνημείο Γ στις ανασκαφές του 1957/8, Στην όψη Α και ψηλά στο λαιμό υπάρχει ανάμεσα στις λαβές διακοσμητική ταινία με λοξές ελικωτές βλαστόσπειρες και αντωπά πεντάφυλλα ανθέμια. Ακολουθεί η σύνθεση με τις μορφές της Δηλιακής τριάδας. Στη μέση ο Απόλλων δαφνοστεφανωμένος, φορεί ιμάτιο που αφήνει γυμνό το πάνω μέρος του σώματος. Στηρίζει το αριστερό του χέρι στην “πυθική” δάφνη και στο δεξί του κρατεί ομφαλωτή φιάλη. Αριστερά του η Αητώ ντυμένη χιτώνα και ιμάτιο κρατεί στο δεξί της χέρι το ίδιο αγγείο της σπονδής. Δεξιά η Άρτεμις με χιτώνα και ιμάτιο υψώνει με το δεξί της χέρι μια τριφυλλόσχημη οινοχόη πάνω από τη φιάλη του Απόλλωνα. Στο αριστερό της έχει το τόξο και στην πλάτη τη φαρέτρα. Στην όψη Β στην ταινία του λαιμού έχουμε ένα απλό κλαδί με φύλλα. Η παράσταση εδώ είναι διονυσιακή. Ένας φαλακρός Σάτυρος και μια Μαινάδα που κινούνται γρήγορα προς τα δεξιά. Η Μαινάδα έχει το πάνω μέρος του σώματός της γυρισμένο προς τα πίσω. Φορεί χιτώνα και ιμάτιο και στο δεξί της χέρι κρατεί δάδα αναμμένη. Ο Σάτυρος απλώνει προς αυτήν ικετευτικά τα χέρια του. Κάτω από τις μορφές και στις δυο όψεις του αγγείου υπάρχει απλός μαίανδρος που διακόπτεται από διασταυρωμένα τετραγωνίδια. Στο κάτω μέρος των λαβών υπάρχουν οριζόντιες μικρές έλικες και ανθέμια. Το αγγείο έχει αποδοθεί στο ζωγράφο της Κενταυρομαχίας του Λούβρου. Ύψ. 0,355 μ.)
Η ιστορική πορεία της πόλης κατά την κλασική και ελληνιστική εποχή ταυτίζεται σχεδόν με την πορεία της γειτονικής πόλης των Αβδήρων. Το 4ο αι. π.Χ. η Μαρώνεια είχε πολεμικές τριήρεις, στρατό και χρήματα, όπως δείχνει η ενέργειά της να παρακινήσει σε λιποταξία πληρώματα του αθηναϊκού στόλου. Το 377 π.Χ. ο Αθηναίος στρατηγός Χαβρίας επεμβαίνει για να διαλύσει σύγκρουση Αβδηριτών και Μαρωνιτών.
(Εικόνα: Στρύμη. Τύμβος Β. Λευκή λήκυθος συγκολλημένη από πολλά θραύσματα. 430-400 π.Χ. Στον ώμο του αγγείου έλικες και ανθέμια με μαύρο χρώμα. Η παράσταση έχει υποστεί σημαντικές φθορές, γιατί βρισκόταν σε επαφή με σιδερένια αντικείμενα. Στο κέντρο εικονίζεται στεφανωμένη επιτύμβια στήλη. Αριστερό, καθιστός νέος κρατάει δόρυ με το δεξί του χέρι. Δεξιά, όρθια γυναικεία μορφή με υψωμένο το αριστερό της χέρι. Τα περιγράμματα και οι λεπτομέρειες των μορφών και της στήλης έχουν γίνει με κόκκινο χρώμα σε λευκό φόντο. Το ιμάτιο της γυναίκας είναι μαύρο. Ύψ. 0,29 μ.)
Μετά τις διαδοχικές προσαρτήσεις της πόλης στους Μακεδόνες, Πτολεμαίους και Σελευκίδες η Μαρώνεια ελευθερώθηκε το 189/8 π.Χ. από την κατοχή του Αντιόχου Γ’ με την επέμβαση των Ρωμαίων. Την περίοδο 187-183 π.Χ. ο Φίλιππος Ε’ διατηρούσε φρουρά στην ακρόπολη και πολλούς στρατιώτες στην πόλη. Οι Μαρωνίτες διαμαρτυρήθηκαν στη Ρώμη για τις ενέργειες του Φιλίππου. Οι Αθηναίοι ανάγκασαν τον Φίλιππο να εγκαταλείψει τη Μαρώνεια, αφού προηγουμένως οργάνωσε με τον Ονόμαστο και τον Κάσσανδρο φοβερή σφαγή των αντιπάλων Μαρωνιτών. Μετά τη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) και τη διαίρεση της Μακεδονίας σε τέσσερις μερίδες, η Αίνος, η Μαρώνεια και τα Άβδηρα έμειναν ελεύθερες πόλεις. Το 167 π.Χ. υπογράφηκε η συμμαχία Ρωμαίων και Μαρωνιτών, το κείμενο της οποίας διασώθηκε σε λίθινη στήλη. Η κυκλοφορία αυτή την εποχή των αργυρών τετραδράχμων, που έχουν παραστάσεις με τη μορφή του Διονύσου, δείχνει ότι η περίοδος ειρήνης προκάλεσε νέα εμπορική και οικονομική ανάπτυξη της πόλης.
Επιγραφές της ελληνιστικής εποχής αναφέρουν τη λειτουργία βουλής και δήμου, επομένως το πολίτευμα ήταν δημοκρατικό. Από τα νομίσματα είναι γνωστά πολλά ονόματα αρχόντων υπευθύνων του νομισματοκοπείου. Άλλοι άρχοντες ήταν ιεροκήρυξ και αγορανόμοι. Οι σημαντικότερες λατρείες της πόλης ήταν του Απόλλωνα και του Διονύσου. Το κεφάλι του Διονύσου και το κλίμα εικονίζεται στους δύο κυριότερους νομισματικούς τύπους της Μαρώνειας. Στη λατρεία του Διόνυσου προστέθηκε αργότερα η λατρεία του Μάρωνα, του οποίου το ηρώο βρισκόταν στη γειτονική πόλη των Κικόνων Ίσμαρα. Άλλοι θεοί που λατρεύονταν στην πόλη ήταν ο Ασκληπιός, ο Ηρακλής, ο Ποσειδών, ο Ερμής, η Κυβέλη και στα ρωμαϊκά χρόνια οι θεοί της Αιγύπτου. Την πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της Μαρώνειας εκπροσωπούν ο Σωτάδης «ποιητής των ιωνικών ασμάτων», ο αγροτικός συγγραφέας Ηγεσίας, που είχε γράψει «περί υδάτων» και ο ζωγράφος Αθηνίων, μαθητής του Κορίνθιου ζωγράφου Γλαυκίωνος. Ο Πλίνιος αναφέρει έργα του στην Αθήνα και την Ελευσίνα και προβάλλει την επιδεξιότητα και τα χρώματα του. Στον Αθηνίωνα έχουν αποδοθεί και οι τοιχογραφίες του τάφου στο Καζανλάκ της Βουλγαρίας.
(Εικόνα: Μαρώνεια. Ψηφιδωτό δάπεδο. Ελληνιστική εποχή.
Ανήκει σε ιδιωτικό κτίριο της αρχαίας πόλης. Μέσα σε τετράπλευρο πλαίσιο με κυματόσπειρα και αστράγαλο είναι εγγεγραμμένος κύκλος που διακοσμείται με σύμπλεγμα κλημάτων αμπέλου. Οι κληματίδες είναι πλεγμένες μεταξύ τους σε σχήμα πλοχμού και είναι γεμάτες με φύλλα, σταφύλια και βλαστούς. Στις γωνίες μεταξύ του πλαισίου και του κύκλου οριζόντιες έλικες ανά ζεύγη και ανθέμια. Στο εσωτερικό του κύκλου άλλος ομόκεντρος μικρότερος με εγγεγραμμένο τετράπλευρο τοποθετημένο διαγώνια σε σχέση με το εξωτερικό. Μέσα στο εσωτερικό τετράπλευρο ζεύγη φύλλων με μίσχο σχηματίζουν ένα μεγάλο ρόδακα. Τα σχέδια άλλοτε είναι μαύρα σε άσπρο φόντο και άλλοτε άσπρα με μαύρο φόντο. Η εναλλαγή αυτή μαζί με την ποικιλία των άλλων χρωμάτων (γαλάζιο, καστανό, βυσσινί, πράσινο ανοιχτό και σκούρο, κόκκινο ανοιχτό κλπ.) δημιουργεί ένα πλούσιο και εντυπωσιακό διακοσμητικό σύνολο. Διαστ. 3,40 x 3,70 μ.)
(Εικόνα: Μαρώνεια, θέατρο. Ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή. Στη φωτογραφία φαίνεται μέρος του κοίλου με τα εδώλια που έχουν σωθεί, η ορχήστρα και η σκηνή με το προσκήνιο. Ο αγωγός, που είναι σκεπασμένος με πλάκες στην περιφέρεια της ορχήστρας, μάγευε τα νερά του θεάτρου και τα οδηγούσε στον κεντρικό αγωγό του χειμάρρου, που περνούσε κάτω από το θέατρο και συνεχιζόταν νότια. Σε μερικά εδώλια του θεάτρου είναι χαραγμένα τα ονόματα προσώπων αρχόντων και πόλεων, όπως Τοπείρου και Γερουσίας.)
(Εικόνα: Μαρώνεια. Πήλινο προσωπείο Διονύσου. 4ος αι. π.Χ. Βρέθηκε στην ανασκαφή των θεμελίων ενός κτιρίου που ίσως είναι ναός του Διονύσου. Ο θεός γενειοφόρος φορεί στο κεφάλι του στεφάνι με φύλλα και καρπούς. Τα μαλλιά του χωρισμένα στη μέση διαμορφώνονται σε λεπτούς και πυκνούς ελικοειδείς βοστρύχους. Τα γένια του δηλώνονται έντονα, είναι χωρισμένα κι αυτά σε βοστρύχους και καταλήγουν σε μικρές έλικες. Διατηρήθηκαν ίχνη λευκού και κόκκινου χρώματος. Λείπει μεγάλο τμήμα από το δεξιό μέρος του προσώπου. Στην πίσω πλευρά υπάρχει τοξωτή προεξοχή με οπή για ανάρτηση. Ύψ. 0,23 μ.)
Στη Σαμοθράκη πριν από την εγκατάσταση των Ελλήνων κατοικούσε το θρακικό φύλο των Σαίων, με τους οποίους συνδέονται και τα παλιά ονόματά του νησιού Σαόννησος και Σαωκίς. Οι πρώτοι άποικοι, που προέρχονταν από τη ΒΔ Μ. Ασία ή τη Λέσβο, εγκαταστάθηκαν στο νησί γύρω στο 700 π.Χ. δίπλα στο προελληνικό Ιερό των μεγάλων Θεών. Οι νέοι κάτοικοι του νησιού συνέχισαν την προελληνική λατρεία, διατήρησαν μάλιστα τη γλώσσα του θρακικού στοιχείου ως επίσημη τελετουργική γλώσσα της μυστηριακής θρησκείας του Ιερού. Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφεί, από την κλασική εποχή το Ιερό των Μεγάλων Θεών είχε γίνει διεθνές θρησκευτικό κέντρο. Η Σαμοθράκη ονομαζόταν «Δήλος του βορείου Αιγαίου» και το Ιερό της συγκρινόταν με το Ιερό της Ελευσίνας. Μεγαλύτερη ακόμα ανάπτυξη γνώρισε στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους με την ενίσχυση των Μακεδόνων βασιλέων, των Διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου και των Ρωμαίων αυτοκρατόρων.
Γύρω στο 700 π.Χ. Έλληνες άποικοι Αιολείς από τη Λέσβο ή την Τρωάδα και Ίωνες από τη Σάμο εγκαταστάθηκαν στο νησί και ίδρυσαν την αποικία τους στη βορειοδυτική παραλία κοντά στην Παλιάπολη. Αναμείχθηκαν ειρηνικά με τους ντόπιους κατοίκους που ήταν θράκες, πήραν στοιχεία από τη λατρεία τους, χρησιμοποίησαν τον ίδιο χώρο του παλιού Ιερού και διατήρησαν την προελληνική γλώσσα στις ιεροτελεστίες της μυστηριακής τους θρησκείας. Η ίδρυση αποικιών (Μεσημβρία, Ζώνη, Δρυς, Σάλη, Τέμπυρα. Χαράκωμα) στις θρακικές ακτές, τα “Σαμοθρηίκια τείχεα” του Ηροδότου, οδήγησαν στην ανάπτυξη του εμπορίου, με αποτέλεσμα η Σαμοθράκη πολύ γρήγορα να αποκτήσει οικονομική δύναμη και πλούτο και να γίνει μια ισχυρή και αξιόλογη πόλη-κράτος. Η ανάπτυξή της συνεχίστηκε στα ελληνιστικά και στα ρωμαϊκά χρόνια, γιατί είχε πάντοτε την εύνοια και τη βοήθεια των Μακεδόνων βασιλέων, των Διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου και των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Η μεγάλη φήμη της Σαμοθράκης στην αρχαιότητα οφείλεται στη λατρεία και τα Μυστήρια των Μεγάλων θεών. Το Ιερό της ήταν εφάμιλλο του Ιερού της Ελευσίνας. Η μυστηριακή λατρεία είχε προελληνικές ρίζες. Κύρια θεότητα ήταν η “Μεγάλη Μητέρα” που ονομαζόταν Αξίερος και ήταν συγγενική με την Κυβέλη και τη Δήμητρα. Μαζί της λατρευόταν μια ιθυφαλλική θεότητα, ο Καδμίλος, που ταυτίστηκε με τον Ερμή. Άλλοι ιθυφαλλικοί δαίμονες ήταν οι Κάβειροι που ταυτίστηκαν με τους Διοσκούρους. Στην ομάδα των θεών προστέθηκαν αργότερα ο Αξιόκερσος και η Αξιόκερσα, θεότητες του κάτω κόσμου που ταυτίστηκαν με τον Άδη και την Περσεφόνη. Στα Μυστήρια μπορούσαν να μυηθούν όσοι ήθελαν, οποιαδήποτε μέρα του χρόνου και ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη, φύλο, ηλικία και εθνική προέλευση. Η μύηση στον πρώτο βαθμό γινόταν στο “Ανάκτορο”, ενώ για τον δεύτερο βαθμό, την εποπτεία, στο κτίριο του “Ιερού”. Οι μύστες μάθαιναν για κάποια μυστική ιερή ιστορία, έβλεπαν ορισμένα σύμβολα και γνώριζαν τη βαθύτερη σημασία των ιθυφαλλικών απεικονίσεων του Καδμίλου. Οι αποκαλύψεις και η επικοινωνία με τους θεούς τους έδιναν την ελπίδα μιας καλής τύχης όσο ζούσαν και τους χάριζαν προστασία από τους κινδύνους της θάλασσας. Όπως και στην Ελευσίνα πρέπει να τους δινόταν η υπόσχεση για μια ευτυχισμένη ζωή μετά το θάνατο. Οι μύστες πίστευαν ακόμα πως με τη μύηση γίνονταν ηθικά τελειότεροι, γι’ αυτό ονόμαζαν τους εαυτούς τους “ευσεβείς”. Τα κτίρια που χρησίμευαν για τα Μυστήρια και τις λατρευτικές εκδηλώσεις είναι το Ανάκτορο, η Ιερή Οικία, η θόλος της Αρσινόης, το Τέμενος, το Ιερό, η Αίθουσα των Αναθημάτων, η Αυλή του Βωμού, το θέατρο, η Στοά, η Κρήνη της Νίκης κ.ά. Στη φωτογραφία: Ο ιερός χώρος των Μεγάλων θεών. (Εικόνα: Φαίνονται τα ερείπια του “Ιερού” με το αναστηλωμένο τμήμα του προστώου του. Εδώ γινόταν η μύηση στον ανώτερο βαθμό της εποπτείας. Ακριβώς δίπλα προς τ’ αριστερά τμήματα των θεμελίων της Αυλής του Βωμού και της Αίθουσας των Αναθημάτων).
Εκτός από τις τελετές της μύησης, που γίνονταν σε οποιαδήποτε εποχή του χρόνου, υπήρχαν γιορτές που γιορτάζονταν κάθε χρόνο στο τέλος του καλοκαιριού και στις οποίες έπαιρναν μέρος θεωροί και αντιπρόσωποι πολλών ελληνικών πόλεων. Οι εκδηλώσεις περιλάμβαναν ιεροτελεστίες, θυσίες, θρησκευτικά συμπόσια και παραστάσεις θρησκευτικού δράματος που σχετίζονταν με τη λατρεία των Μεγάλων Θεών. Στη διάρκεια μιας άλλης σημαντικής γιορτής των Δονυσίων γινόταν αγώνες, στους οποίους παρουσίαζαν τραγωδίες από καλλιτέχνες διαφόρων περιοχών.
(Εικόνα: Σαμοθράκη. Πήλινο ειδώλιο Σατύρου. Αρχές 3ου οι. π.Χ. Ο νεαρός Σάτυρος κάθεται στη ράχη μιας μυθικής λεοπάρδαλης και παίζει τη σύριγγα. Το αριστερό του πόδι είναι διπλωμένο και πατεί στο σώμα του ζώου, ενώ το δεξί του αναπαύεται ελεύθερο προς τα κάτω. Στο κεφάλι φορεί στεφάνι με φύλλα κισσού. Από τα κέρατα του Σατύρου διασώθηκε μόνο το ένα. Το σώμα του είναι γυμνό, γιατί το ιμάτιό του, ριγμένο πίσω στους ώμους, διπλώνεται στο αριστερό του χέρι, περνάει κάτω από το αριστερό του πόδι και κατεβαίνει με πλούσιες πτυχές από τη ράχη του ζώου μέχρι τη βάση του συμπλέγματος. Το μυθικό ζώο έχει το αριστερό του πόδι μπροστά σηκωμένο, τα πίσω του ανοιχτά σε διασκελισμό και το κεφάλι γυρισμένο προς τον Σάτυρο. Τα μέλη του ζώου είναι γεμάτα δύναμη, καθώς οι μυς είναι τονισμένοι πολύ έντονα. Διατηρήθηκαν ίχνη κόκκινου, μαύρου και κίτρινου χρώματος. Προέρχονται από ταφικό πιθάρι της βόρειας Νεκρόπολης.)
(Εικόνα: Σαμοθράκη. Πήλινο ειδώλιο Σειληνού. Αρχές 3ου αι. π.Χ. Ο ηλικιωμένος Σειληνός παριστάνεται όρθιος πάνω σε κυκλική βάση ντυμένος με χιτώνα και ιμάτιο, που σκεπάζει το σώμα του μέχρι το στήθος και τον αριστερό του ώμο με το χέρι. Με το ίδιο χέρι κρατεί την παρυφή του ιματίου. Έχει πλούσια μακριά γενειάδα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είναι έντονα. Στο κεφάλι του διασώθηκαν λίγα φύλλα από το στεφάνι που φορούσε. Σε διάφορα σημεία διατηρήθηκαν ίχνη χρώματος. Προέρχεται από ταφικό πιθάρι της βόρειας Νεκρόπολης.)
Στην πρώτη περίοδο της ιστορίας της Σαμοθράκης όλες τις εξουσίες τις είχε ο βασιλιάς. Ο τίτλος διατηρήθηκε στην ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή. Ήταν ο επώνυμος άρχων του κράτους και με το όνομά του χρονολογούνταν τα έτη και τα επίσημα έγγραφα. Από την ελληνιστική περίοδο το πολίτευμα είναι δημοκρατικό. Την εξουσία ασκούν η βουλή και ο δήμος. Οι προτάσεις στη βουλή γινόταν από τον βασιλιά. Η βουλή αποφάσιζε και έκανε εισηγήσεις με τους επιστάτες στην εκκλησία του δήμου. Εάν ψηφιζόταν μια πρόταση από την εκκλησία, μόνο τότε ίσχυε ο νόμος. Άλλοι γνωστοί άρχοντες ήταν οι εννέα άρχοντες, οι ιεροποιοί, ο αγωνοθέτης, οι αργυρολόγοι, οι σιτοθέτες και ο αγορανόμος. Από το τέλος του 6ου αι. π.Χ. άρχισαν να κυκλοφορούν τα νομίσματα της Σαμοθράκης. Στις υποδιαιρέσεις των αργυρών νομισμάτων εικονίζονται σφίγγα, κεφάλι Αθηνάς με αττικό κράνος και κεφάλι ταύρου. Τα νεώτερα γνωστά νομίσματα αρχίζουν από το 280 π.Χ. και συνεχίζονται έως τον 1ο αι. π.Χ. Πρόκειται για αργυρά τετράδραχμα και δίδραχμα και διάφορα χάλκινα. Το κεφάλι της Αθηνάς υπάρχει και σε αυτά τα νομίσματα, στην άλλη όψη όμως εικονίζεται η θεά Κυβέλη με ένα λιοντάρι στα πόδια της. Η μεγάλη οικονομική ανάπτυξη της πόλης ήδη από την αρχαϊκή εποχή στηριζόταν όχι μόνο στην εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών του νησιού και στη συγκέντρωση πλούτου από τη συμμετοχή χιλιάδων ξένων στα μυστήρια και τις γιορτές, αλλά και στην ανάπτυξη των αποικιών της περαίας στην απέναντι παραλία της Θράκης. Την οικονομική δύναμη της Σαμοθράκης αποκαλύπτουν ο φόρος των έξι ταλάντων που πλήρωνε στην αθηναϊκή συμμαχία, αλλά και το ποσό των 1.000 ταλάντων που πήραν οι πειρατές από τη σύληση του Ιερού το 84 π.Χ.
Οι αποικίες της περαίας μεταξύ του Ισμάρου και του Έβρου ιδρύθηκαν στην αρχαϊκή εποχή και ορισμένες αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Εκαταίο και τον Ηρόδοτο. Από τον πρώτο αναφέρεται η Ζώνη και η Δρυς. Ο δεύτερος μετά τον Δορίσκο αναφέρει τα «Σαμοθρηίκια τείχεα» και τη Μεσημβρία. Σε άλλο χωρίο μνημονεύεται η Σάλη και η Ζώνη. Οι τρεις πόλεις Δρυς, Ζώνη και Σάλη αναφέρονται στους φορολογικούς καταλόγους των Αθηνών με ιδιαίτερη εισφορά η κάθε μια μετά την απόταξη του 425 π.Χ. Από τον 2ο αι. π.Χ. γίνεται γνωστή η πόλη Τέμπυρα. Ο Στράβων μαζί με το όνομα της Τέμπυρας αναφέρει και το πολίχνιον Χαράκωμα, που ήταν ο τελευταίος προς τα ανατολικά οικισμός της περαίας. Όλες οι αποικίες εκτός από αγροτικές εγκαταστάσεις που ήταν έγιναν σημαντικοί εμπορικοί σταθμοί που διενεργούσαν εμπόριο με τα θρακικά φύλα της ενδοχώρας.
Από τις πόλεις της περαίας η πιο γνωστή είναι η Μεσημβρία, η οποία τα τελευταία χρόνια σύμφωνα με τα νέα αρχαιολογικά δεδομένα ταυτίστηκε με τη Ζώνη. Στην ταύτιση αυτή οδήγησε το πλήθος των νομισμάτων της Ζώνης που έχουν βρεθεί στις ανασκαφές έως σήμερα, καθώς επίσης η αποκάλυψη των θεμελίων ναού του Απόλλωνα πολιούχου θεού της πόλης. Στην ίδια περιοχή προϋπήρχε θρακικός οικισμός, όπως βεβαιώνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα. Το όνομα Μεσημβρία, με τη γνωστή θρακική κατάληξη, πρέπει να σχετίζεται με τον οικισμό αυτόν, ήταν όμως και το πρώτο όνομα της πόλης, που αντικαταστάθηκε αργότερα από το Ζώνη. Ίσως για αυτό η Μεσημβρία μνημονεύεται μόνο από τον Ηρόδοτο το 480 π.Χ. ενώ η Ζώνη αναφέρεται από τις αρχές του 5ου αι. π.Χ. έως τον 3ο αι. π.Χ.
Από τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. οι πόλεις της περαίας απέκτησαν αυτονομία και ανεξαρτησία από τη μητρόπολη Σαμοθράκη. Αυτό βεβαιώνει η κυκλοφορία νομισμάτων από τη Ζώνη και ένα ψήφισμα της Σαμοθράκης του 3ου αι. π.Χ., με το οποίο τίμησαν και έδωσαν προνόμια στον Αριστόμαχο, πολίτη της Ζώνης. Οι Μακεδόνες βασιλείς αφιέρωσαν την «ιερά χώρα της ηπείρου», δηλαδή εδάφη της περαίας, στους θεούς της Σαμοθράκης. Οι οροθετικές επιγραφές της «ιεράς χώρας» και την Τραϊανούπολη του 1ου αι. μ.Χ. βεβαιώνουν ότι και οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες σεβάστηκαν τα δικαιώματα του Ιερού της Σαμοθράκης πάνω στα εδάφη της περαίας.
Η Σάλη έχει τοποθετηθεί στη θέση της σημερινής Αλεξανδρούπολης σύμφωνα με την απόσταση των 7 μιλίων που δίνουν τα Ρωμαϊκά οδοιπορικά ανάμεσα στη Σάλη και την Τραϊανούπολη. Ο Τίτος Λίβιος αναφέρει τη Σάλη το 188 π.Χ. ως κώμη που ανήκει στη Μαρώνεια. Εκτός από την οροθετική επιγραφή που αναφέρθηκε παραπάνω, έχουν βρεθεί επίσης στην Αλεξανδρούπολη ένα αγαλμάτιο εφήβου, ένα θραύσμα ανάγλυφου και τάφοι με διάφορα κτερίσματα που χρονολογούνται από τον 1ο έως τον 4ο αι. μ.Χ. Στα οικόπεδα της πόλης δεν έχουν αποκαλυφθεί ως τώρα θεμέλια κατοικιών ή άλλων κτιρίων της Σάλης.
Μεσημβρία-Ζώνη. Οι ανασκαφές που άρχισαν πριν από 17 χρόνια έχουν αποκαλύψει τμήματα των τειχών της πόλης, δρόμους, κατοικίες, δημόσια κτίρια, καταστήματα, ιερά και έχουν προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή, υς δραστηριότητες και το οικονομικό-πολιτιστικό επίπεδο των κατοίκων. Δυο συνεχόμενοι περίβολοι ορίζουν την έκταση της πόλης. Ο δυτικός έχει μήκος 1.370 μ. και φτάνει έως την ακρόπολη που βρίσκεται βόρεια (υψ. 108,50), ενώ ο ανατολικός έχει μήκος 9,60 μ. και είναι πιθανόν παλαιότερος.
Στο ΝΔ άκρο του πρώτου περιβόλου έχει ανασκαφεί ο περιτειχισμένος οικισμός. Πρόκειται για μια μεγάλη συνοικία (50,50 χ 46,50) που προστατεύεται δυτικά από το τείχος, ενώ στις άλλες πλευρές έχει ιδιαίτερη οχύρωση. Υπάρχουν δρόμοι παράλληλοι που διαιρούν τη συνοικία σε οικοδομικά τετράγωνα, σύμφωνα με το Ιπποδάμεια σύστημα. Έχουν αναγνωριστεί καταστήματα, εργαστήρια και τρία σπίτια. Έχουν διακριθεί οικοδομικές φάσεις από τον 5ο έως τον 2ο αϊ. π.Χ. Τα κτίρια της πρώτης φάσης που σώζονται κάτω από το επίπεδο των δρόμων, έχουν διαφορετικό προσανατολισμό και συνεχίζονται έξω από τον περιτειχισμένο οικισμό.
Στο ΝΑ τμήμα του δυτικού περιβόλου και σε επαφή με το τείχος εντοπίστηκε ιερό της Δήμητρας που αποτελείται από έναν τριμερή χώρο και περίβολο. Η ταύτιση οφείλεται σε ενεπίγραφο βάθρο με την επιγραφή “Άρχήνασσα Κεφάλου Δήμητρι”. Εδώ βρέθηκαν αγγεία, ειδώλια, νομίσματα και ο θησαυρός με τα ασημένια και επίχρυσα πλακίδια – αφιερώματα στη θεά του 4ου αϊ. π.Χ.
Νεότερες ανασκαφικές έρευνες έφεραν στο φως τμήματα του πολεοδομικού ιστού της πόλης με δρόμους, σπίτια, αποχετευτικούς αγωγούς και άλλες κατασκευές σε δυο ακόμα σημεία, το ένα πάνω από τον περιτειχισμένο οικισμό και το άλλο στο ΝΑ τομέα της πόλης κοντά στην απότομη ακτή. Κοντά στο ανατολικό τείχος αποκαλύφθηκαν τα θεμέλια του πιο σημαντικού κτιρίου της πόλης, ενός ναού πρόστυλου ή εν παραστήσει, που περιβάλλεται από υπαίθριους χώρους και άλλα κτίσματα. Πρόκειται για ναό του θεού Απόλλωνα, όπως μαρτυρούν δεκάδες θραύσματα μελαμβαφών και μελανόμορφων αττικών αγγείων που βρέθηκαν στο σηκό του ναού και έχουν χαραγμένο το όνομα του θεού. Τα αρχιτεκτονικά μέλη, τα θραύσματα γλυπτών και τα αγγεία χρονολογούνται στον 6ο και 5ο αι. π.Χ.
Στο χώρο του νεκροταφείου που εκτείνεται δυτικά της πόλης έχουν ανασκαφεί δεκάδες τάφοι. Έχουν βρεθεί κιβωτιόσχημοι, λακκοειδείς και κεραμοσκεπείς τάφοι, ταφικά αγγεία (πιθάρια-αμφορείς), λίθινες και πήλινες σαρκοφάγοι, καύσεις, ταφικοί περίβολοι και ταφικά μνημεία που χρονολογούνται κυρίως στον 5ο και 4ο οι. π.Χ. Τα πλούσια κτερίσματα, μελαμβαφή και ερυθρόμορφα αγγεία, πήλινα ειδώλια και κυρίως τα περίτεχνα ασημένια και χρυσά κοσμήματα μαρτυρούν τον πλούτο και την πολιτιστική ανάπτυξη της πόλης.
Δυο άλλες πόλεις των παραλίων της Θράκης βρίσκονταν έξω από την περαία της Σαμοθράκης. Η θέση της Ορθαγορίας δεν είναι γνωστή. Τοποθετείται γενικά, σύμφωνα με την περιγραφή του Στράβωνα, μεταξύ Μαρωνείας και Μεσημβρίας-Ζώνης. Πληροφορίες δεν υπάρχουν στις πηγές για την ιστορία της πόλης. γνωστά είναι μόνο τα αργυρά και χάλκινα νομίσματα της Ορθαγορίας που χρονολογούνται το 350 π.Χ. στη μια όψη εικονίζεται κεφαλή Αρτέμιδος ή Απόλλωνα και στην άλλη Μακεδονικό κράνος και άστρο. Ο Δορίσκος έχει τοποθετηθεί στην τοποθεσία Σαράγια ΒΑ του σημερινού ομώνυμου χωρίου. Μικρή ανασκαφική έρευνα αποκάλυψε τμήματα περιβόλων και λιθόστρωτη αυλή του 4ου αι. π.Χ. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι στον Δορίσκο εγκατέστησε φρουρά ο Δαρείος και εκεί μέτρησε το στρατό του ο Ξέρξης. Ο ίδιος τοποθέτησε στην πόλη ως ύπαρχο τον Μασκάμη, τον οποίο δεν μπόρεσαν να διώξουν οι Έλληνες μετά την εκστρατεία του Ξέρξη.
Επιλεγμένο απόσπασμα από το:
Διαμαντή Τριαντάφυλλου, «Αρχαία Θράκη», στο: Τριαντάφυλλος Δ. κ.ά. (εκδ.), ΘΡΑΚΗ, έκδοση του Υπουργείου Πολιτισμού και της Γενικής Γραμματείας Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας Θράκης 22004 (11994), σ. 35-97.
Το έργο τιμήθηκε με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών 1994 κι εκδόθηκε σε τέσσερις γλώσσες (Ελληνικά, Αγγλικά, Γερμανικά, Γαλλικά).