,
,
Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ, ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟΥ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΒΑΦΗ.
Ἐπιλεγμένο ἀπόσπασμα ἀπό τὴν 4η ἔκδοση τοῦ βιβλίου: «Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ. Ἄπαντα τὰ δημοσιευμένα ποιήματα». Μὲ ἀναλυτικὸ φιλολογικό, ἱστορικὸ καὶ αἰσθητικὸ σχολιασμὸ ἀπὸ τοὺς Ῥένο, Ἧρκο καὶ Στάντη Ἀποστολίδη.
«….Ἀπέναντι στὴν Ἱστορία καὶ τὴν παγκόσμια Λογοτεχνία, ποὺ τάχθηκαν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἀναφανδὸν ὑπὲρ ἤ κατὰ τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡ «τρίτη», ἐφεκτικὴ στάση ποὺ υἱοθέτησε ὁ Ἀλεξανδρινός, τοῦ ἄφηνε καὶ τὴ μεγαλύτερη δυνατότητα γιὰ τὴ χαρακτηριστικὴ τῆς ποίησής του ἀμφίπλευρη εἰρωνεία….».
……….Κανένα σύμβολο δὲν ἀπασχόλησε τόσο τὸν Καβάφη, σ’ ὅλο τὸ μάκρος τῆς δημιουργικῆς του πορείας, ὅσο ἡ ἀμφιλεγόμενη μορφὴ τοῦ Ἰουλιανοῦ, παρέχοντάς του τὸ ἔναυσμα γιὰ ἕξι δημοσιευμένα ποιήματα, ἕνα πρώιμο ποὺ τ’ ἄφησε ἀνέκδοτο, κι ἄλλα πέντε, ποὺ τὰ δούλευε τὴν τελευταία δεκαετία τῆς ζωῆς του καὶ δὲν πρόλαβε νὰ τὰ ὁλοκληρώσῃ.
……….Ἡ ἀποτίμηση τῆς προσωπικότητας, τῶν προθέσεων καὶ τῶν ἔργων τοῦ «Ἀποστάτη» προέκυψε (καθὼς φαίνεται ἀπ’ τὶς σημειώσεις του πάνω στὴν ἐπεξεργασία τῶν ἀτελῶν) μὲς ἀπ’ τὰ ἴδια τὰ κείμενα τοῦ ἐκκεντρικοῦ αὐτοκράτορα καὶ τῶν συγχρόνων του παγανιστῶν ἤ χριστιανῶν συγγραφέων (Εὐνάπιου, Σωκράτη, Ἑρμεία Σωζόμενου, Θεοδώρητου, Ναζιανζηνοῦ), σὲ συνδυασμὸ κιόλας μὲ τὶς ἐγκυρότερες σχετικὲς μονογραφίες : τοῦ P. Allard (Julien l’ Apostat, I-III, Paris, 1906-10), τὴν μόλις τότε ἐκδεδομένη τοῦ Bidez, κ.ἄ. Δὲν ἀρκέστηκε σ’ ἐπιφανειακὴ ἤ εὐσυνείδητη ἔστω, ἀ ν ά γ ν ω σ η ἁπλῶς τῆς Ἱστορίας, ἀλλὰ βάθυνε στὴν ἔρευνα τῆς ὅλης ἐποχῆς, μετὰ ἀπὸ μακρὰ οἰκείωση τῶν πηγῶν – διαδικασία καθαυτὸ ἐπιστημονικὴ, ποὺ φωτίζει καὶ τὸ πῶς θὰ δούλευε καὶ τ’ ἄλλα ποιήματά του, γιὰ τὰ ὁποῖα συνήθως μόνον ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος (τῆς ἀκριβέστατης πάντοτε ἀπόδοσης τῶν περιγραφομένων καταστάσεων καὶ χαρακτήρων), συμπεραίνουμε πόσο εἶχε χωρήσει στὴ μελέτη τοῦ ἱστορικοῦ τους ἱστοῦ.
Ποιὰ ἦταν ὅμως ἡ θέση του ἀκριβῶς ;
……….Ὁ Ἰουλιανὸς κατακρίθηκε ἀπ’ τοὺς χριστιανοὺς ὡς βδελυρὸ τέρας καὶ πλανημένος νοσταλγὸς μιᾶς ὁριστικὰ παρῳχημένης θρησκείας, ἐνῶ ἀντιθέτως ἐκθειάστηκε ἀπ’ τοὺς συγχρόνους του παγανιστές, ἀλλὰ καὶ πολὺ ἀργότερα ὁ Ρομαντισμός, ἀντιδρῶντας στὸ σκοταδιστικό-καταδυναστευτικὸ πνεῦμα τῆς Ἑκκλησίας, τὸν ἀγκάλιασε θερμά, ὡς ὕστατο ὑπερασπιστὴ τῆς θνήσκουσας ἀρχαίας πίστης, πρόμαχο τοῦ ἐλευθεριώτερου Ἑλληνισμοῦ κατὰ τοῦ ἀνθελληνικώτατου καλογερίστικου φανατισμοῦ τῶν ἰουδαιοθρεμμένων χριστιανῶν, φωτισμένον ἡγεμόνα ἀπέναντι στὸν ἀντιπνευματικὸ κι ἀπροσδιόνυσο δογματισμὸ μιᾶς ἀναδυόμενης κάστας μαυροφορεμένων κηρύκων «νέας ἠθικῆς». Ἀντιπροσώπευε τὴν ἰδανικὴ κι ἀπεγνωσμένη πορεία τοῦ φιλοσόφου «ἀντίθετα πρὸς τὸ ρεῦμα», τὸ ἀπόλυτο τάξιμο σ’ ἕνα σκοπὸ χωρὶς ἐλπίδα ἐπιτυχίας…
……….Ἀλλὰ κι αὐτὴ ἡ ἄμετρη ἐξύψωση, ἀντίρροπη ἀκριβῶς τῆς χριστιανοκινούμενης καταβαράθρωσής του, δὲν στηρίχτηκε σὲ καμμιὰν «ἀμερόληπτη» πάντως στάθμιση τῶν γεγονότων.
……….Γιατί, ἀντίθετα πρὸς ὅσα πίστευε ὁ Ρομαντισμός, ὁ Ἰουλιανὸς οὔτε τὴν ἀρχαία κυρίως εἰπεῖν πίστη ἤθελε νὰ ἐπαναφέρῃ, οὔτε ὑπέρμαχος δὰ πνευματικῆς ἐλευθερίας ἦταν, περισσότερο ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ἀντιπάλους του !
……….Ἀπ’ τοὺς λόγους καὶ τὶς ἐπιστολὲς του συνάγεται ὅτι ἀποσκοποῦσε στὴν ἐπικράτηση ἑνὸς ἰδιότυπου Μιθραϊσμοῦ, στὸν ὁποῖον κι ὁ ἴδιος εἶχε μυηθῆ, θρησκείας κυρίαρχης ἀπὸ ἕναν αἰῶνα στὶς ἀνώτερες τάξεις τῆς Ρώμης, ἀλλὰ καὶ στὸ στρατό, καὶ στοὺς ἀπελεύθερους, συμπληρωμένης κιόλας μὲ νεοπλατωνικὰ παραγεμίσματα. Ἡ ἰρανικῆς (;) καταγωγῆς συγκρητικὴ αὐτὴ λατρεία (μὲ χαλδαϊκὲς κ’ ἕνα σωρὸ θεοσοφιστικὲς προσμίξεις), εἶχε διαμορφωθῆ στὴ Δύση, κ’ ἡ πλειονότητα τῶν ὀπαδῶν της ἐντοπίζονταν στὴν Ἰταλία καὶ στὶς λατινόφωνες ἐπαρχίες τῆς αὐτοκρατορίας (Δακία, Δαλματία, κ.ἄ.), ὄχι στὸν ἑλλαδικὸ ἤ τὸν ἑλληνόφωνο χῶρο τῆς Ἀνατολῆς. Ἔτσι, μ’ ὅλο ποὺ συμβατὴ μὲ τὸ προϋπάρχον παγανιστικὸ θρησκευτικὸ οἰκοδόμημα, γιατὶ ἐνσωμάτωνε τὴν ἀρχαία πίστη, ἔχοντας ὡστόσο τὸν Ἥλιο (Μίθρα) στὴν κορυφὴ τοῦ πανθέου, εἶναι φανερὸ πὼς δὲ μίλαγε στοὺς ἁπλοῦς ἀνθρώπους τῆς ἐξελληνισμένης Ἀνατολῆς.
……….Ὁ Ἰουλιανὸς ἐξ ἄλλου, χριστιανομαθημένος, καθὼς πολὺ σωστὰ τὸν λέει ὁ Καβάφης, συνέλαβε καίρια πὼς ὁ χριστιανισμὸς ἔπρεπε νὰ πολεμηθῇ μὲ τὰ ἴδια του τὰ ὅπλα: διὰ τῆς προβαλλομένης δηλαδὴ ἀπὸ μέρους τῶν λειτουργῶν καὶ ὀπαδῶν του ἠθικώτερης στάσης ζωῆς, τῆς ἀνιδιοτέλειας καὶ τῆς ἀφειδώλευτης προσφορᾶς πρὸς τοὺς ἀναξιοπαθοῦντες, τῆς σεμνότητας, τῆς καθημερινῆς τους δίαιτας, τῆς προσήλωσής τους στὰ θεῖα, τῆς ἄρσης τῶν κοινωνικῶν ἀνισοτήτων στὶς πρῶτες ἐκεῖνες κοινότητες, ἀλλὰ καὶ τῆς αὐστηρῆς ὀργάνωσης τῆς ἐκκλησίας τους μὲ τὰ λογῆς-λογῆς φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα ποὺ συντηροῦσε.
……….Διαπιστώνοντας συνάμα ἔντονη ἔκκληση ἠθῶν στοὺς λειτουργοὺς τῆς παλαιᾶς πίστης, σχεδίασε προσεκτικὰ τὴν ἐπιβολὴ ἑνὸς ἀναθεωρητικοῦ, πουριτανικοῦ στὴν οὐσία, συστήματος (καλβινισμό, τὸ χαρακτηρίζει εὔστοχα ὁ Μαλάνος), ὥστε νὰ ἐνισχυθῇ ἀφ’ ἑνὸς τὸ κῦρος τους, καὶ νὰ χάσουν ἀφ’ ἑτέρου οἱ χριστιανοὶ τὸ μονοπώλιο τῆς «ἠθικότητας», τοῦ «ἀσκητισμοῦ» καὶ τῆς «ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον».
……….Οἱ βασικὲς ἀρχὲς ποὺ ἐπιτάσσει πρὸς τοὺς παγανιστὲς ἱερεῖς περιελάμβαναν: φιλανθρωπία, ἐλεημοσύνη, εὐλάβεια, ἁγνότητα σώματος καὶ πνεύματος, ἀποχὴ ἀπὸ τὰ θέατρα, τ’ ἀγωνίσματα μὲ θηρία, τὰ καπηλεῖα καὶ τὰ αἰσχρὰ ἐπαγγέλματα. Ἀπαγόρευε καὶ τὴ συναναστροφὴ ἀκόμα μὲ ἠθοποιούς, μίμους, χορευτές, ἁρματηλάτες, κ.ἄ. Ἀπέτρεπε τὴν ἀνάγνωση «ἀσελγῶν» κειμένων, στὰ ὁποῖα μέσα κατέτασσε ὅμως καὶ τὸν Ἀρχίλοχο, καὶ τὸν Ἱπώνακτα, κι ὅλη τὴν ἀρχαία κωμωδία, καὶ τὸ ἐρωτικὸ μυθιστόρημα, διότι ἀνάπτουν δεινὴν φλόγα ! Μὰ κι ἀπὸ τὴ φιλοσοφικὴ γραμματεία, ἐπιλεκτικὰ μόνον συνιστοῦσε : Πλάτωνα, Πυθαγόρα, Ἀριστοτέλη, Στωικούς, ἀφήνοντας σκόπιμα ἔξω Ἐπικούρειους καὶ Πυρρωνιστές! Συμβούλευε τὴν ἀποστήθιση θρησκευτικῶν ὕμνων, προσευχὴ τρὶς ἡμερησίως, νηστεία πρὸ τῆς ἱερουργίας, μεγαλοπρεπέστατα ἄμφια γιὰ τὶς τελετουργίες, καὶ σεμνό ἀντιθέτως ντύσιμο στὴν ἰδιωτικὴ ζωή, ἐνῶ θέσπισε ἐκλογὴ ἱερέων κατ’ ἀξίαν, κι ὄχι μὲ κριτήριο τὴν ἀριστοκρατικὴ καταγωγή, ὅπως ἐκ παραδόσεως ἴσχυε.
……….Φυσικώτατο λοιπὸν ποὺ τόσο λυσσαλέα μαίνονταν ἐναντίον του, ἰδιαίτερα οἱ θεωρητικοὶ τοῦ χριστιανισμοῦ, Ναζιανζηνοί, Χρυσόστομοι, κ.ἄ., βλέποντας νὰ τοὺς τραβάῃ τὸ χαλὶ κάτω ἀπ’ τὰ πόδια μὲ ἰσχυρὴ ἠθικὴ ἀντιπρόταση !..
……….Ἀπὸ τὴν πλευρὰ του, ὁ Καβάφης, ὁ οὐτοπικὸς ἰδανιστὴς τοῦ ἐλευθεριώτερου ἀρχαίου βίου, τοῦ περιλάλητου, τοῦ ἐνήδονου, τοῦ ἀπόλυτα καλαίσθητου στὴν Ἀντιόχεια, μὲ
τὴν ποικιλία τῶν καθημερινῶν τους διασκεδάσεων τὸ λαμπρὸ τους θέατρον ὅπου μιὰ ἕνωσις ἐγένονταν τῆς Τέχνης μὲ τὲς ἐρωτικὲς τῆς σάρκας τάσεις
ἤ στὴν Ἀλεξάνδρειά του, ὅπου
ξέρεις τὴν ὁρμὴ τοῦ βίου μας· τί θέρμην ἔχει· τί ἡδονὴ ὑπερτάτη.
……….Πῶς νὰ μὴ δῇ, ὅτι ὁ ἐκθειαζόμενος ἀπ’ τὸ Ρομαντισμὸ Ἰουλιανὸς ἦταν στὴν οὐσία ἐ χ θ ρ ὸ ς τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐκείνου ποὺ πάσχιζε μ’ ὅλες του τὶς δυνάμεις νὰ σώσῃ; Γιατὶ ἡ πεμπτουσία ἀκριβῶς τῆς ἀρχαίας θρησκείας μ’ ὅλη τὴν ἐλευθερία, τὴν ποιητικὴ της χάρη, τὴν πλαστικότητα, τὸν ἐρωτισμό, καὶ τὶς ἀντιφάσεις της άκόμα, καταλύονταν ἀπ’ τὶς ἐσωτερικὲς αὐτές μεταρρυθμίσεις καὶ τὶς διανοητικὲς του «συστηματοποιήσεις». Ἰδεόληπτος ὁραματιστὴς ἦταν μὲ ὀργανωτικὸ πνεῦμα, ποὺ ἔστηνε ὅμως ἕνα νέο ἠθικοθεωρητικὸ δόγμα, σύστοιχο τοῦ χριστιανικοῦ! Κι ὁ Καβάφης, συνειδητοποιῶντας το, λαμβάνει θέση ἀνοιχτὰ ἐνάντια.
Ἡ κριτικὴ του δ ὲ ν μ π ο ρ ε ῖ ἐ π’ ο ὐ δ ε ν ὶ ν ὰ τ α υ τ ι σ τ ῇ μ’ ἐ κ ε ί ν η τ ῶ ν χ ρ ι σ τ ι α ν ῶ ν (γι’ αὐτὸ φροντίζει ἐπιμελέστατα νὰ τοὺς συγυρίζῃ κι αὐτοὺς δεόντως !),
π λ ὴ ν σ υ μ π λ έ ε ι κ α τ’ ἐ π ί φ α σ ι ν μ α ζ ὶ τ ο υ ς, γιὰ νὰ χτυπήσῃ τὸν ἐπικίνδυνο ἀναμορφωτή, περιγελῶντας
Τὲς περὶ τῶν ψευδῶν θεῶν ἀερολογίες του, τὲς ἀνιαρὲς περιαυτολογίες, τὴν παιδαριώδη του θεατροφοβία, τὴν ἄχαρι σεμνοτυφία του, τὰ γελοῖα του γένεια.
……….Διατείνεται μάλιστα, μὲς στὴν παραφορὰ του, πὼς ἑκατὸ φορὲς προτιμάει τοὺς χριστιανούς, πού, μὴ ὄντας δὰ τόσο ἠθικοὶ τάχα, ὅσο ἐμφανίζονταν, οὔτε προσηλωμένοι στὰ θεῖα ὅσο παρίσταναν, ἄφηναν ἐπιτέλους κάποια περιθώρια, καὶ σαράντα χρόνια ἀργότερα, γιὰ ἐφήβους τοῦ θεάτρου, στὴ Σιδῶνα, συνθέτες λίαν εὐτόλμων στίχων τῆς ἡδονῆς τῆς ἐκλεκτῆς, ποὺ πηαίνει / πρὸς ἄγονην ἀγάπη κι ἀποδοκιμασμένη, ἤ γι’ ἀρωματισμένα, φανατικὰ γιὰ γράμματα παιδιά, ποὺ ἄκουγαν Μελέαγρο καὶ Κριναγόρα καὶ Ριανὸ (κι ἄλλα ἴσως «παιδικὰ» ἐπιγράμματα) σὲ πολυτελῆ συμπόσια, ὅπως καὶ γιὰ νέους ἐρωτοπαθεῖς, στὴν Ἀντιόχεια μέσα, τὴ «χριστιανικώτατη», πούγραφαν – ἔστω καὶ μ’ ὑπονοούμενα – γιὰ τὶς ἀγάπες τους…
……….Ἀπέναντι στὴν Ἱστορία καὶ τὴν παγκόσμια Λογοτεχνία, ποὺ τάχθηκαν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἀναφανδὸν ὑπὲρ ἤ κατὰ τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡ «τρίτη», ἐφεκτικὴ στάση ποὺ υἱοθέτησε ὁ Ἀλεξανδρινός, τοῦ ἄφηνε καὶ τὴ μεγαλύτερη δυνατότητα γιὰ τὴ χαρακτηριστικὴ τῆς ποίησής του ἀμφίπλευρη εἰρωνεία.
……….Τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται εἶναι ἄν ἡ παράδοξη αὐτὴ ὀπτικὴ συνιστᾷ προσωπικὴ του σύλληψη, ἤ τὴ βρῆκε κάπου διατυπωμένη. Βαθαίνοντας κανεὶς στὰ κείμενα, ἀνακαλύπτει πὼς τὸν πυρῆνα τῆς κριτικῆς του, τοῦ τὸν ἔχει ὑποβάλει ὁ ἴδιος ὁ Ἰουλιανὸς – κ’ ἐδῶ ἔγκειται ἄλλωστε ἡ μεγάλη τραγικὴ ποιότητα τῆς ρωμαλέας αὐτῆς μορφῆς!-, μὲς ἀπ’ τὸν πικρὸ αὐτοσαρκαστικὸ του Μισοπώγωνα, ὅπου σὲ ἀλλεπάλληλες ἀποστροφὲς βάζει τοὺς τρυφηλοὺς Ἀντιοχεῖς, βολεμένους στὴν καλοπέραση, τὰ γλέντια, τοὺς χοροὺς καὶ τὰ ξενύχτια μ’ ὄμορφα ἀγόρια καὶ ξεδιάντροπες γυναῖκες, ἄντρες θηλυπρεπεῖς, στολισμένους ἀπ’ τὴν κορφὴ ὥς τὰ νύχια, νὰ βαρυγκομᾶνε ἀπέναντι στὸ φιλοσοφικὸ ἀσκητισμὸ τοῦ αὐτοκράτορα, ποὺ μήτ’ ἔτρωγε, μήτ’ ἔπινε, μήτ’ ἐμφανίζονταν δημόσια, παρεκτὸς γιὰ ἐπίσημες θυσίες καὶ τελετές, καὶ νὰ τοῦ πετᾶνε μάλιστα θρασύτατα πώς: «μᾶς καταστρέφεις καὶ μόνο ποὺ μᾶς ἀναγκάζεις ν’ ἀκοῦμε περὶ ὑποταγῆς σὲ θεοὺς καὶ νόμους. Εἶναι γλυκιὰ ἡ ἐλευθερία σ’ ὅλα»! (Ἡ δ ὺ γ ὰ ρ ἐ ν π ᾶ σ ι τ ὸ ἐ- λ ε ύ θ ε ρ ο ν!) Ἀπ’ αὐτὴν τὴ φράση, μὰ κι ἀπ’ τὸ γενικώτερο πνεῦμα τοῦ Μισοπώγωνα, κατ’ ἀντίστροφην ἀκριβῶς φορά, ὁ ἡδονιστὴς Καβάφης, ποὺ διακήρυσσε: «Ὄχι ἐπεμβάσεις, ὄχι σταματήματα, ὄχι διακυβέρνησις», φτάνει νομοτελειακὰ σὲ πλήρη συμπόρευση μὲ τὸν ἀνέμελο καὶ ξεδιάντροπον ὄχλο τῶν Ἀντιοχέων, στέλνοντας, πλάι σ’ ἐκεινῶν, καὶ τὰ δικὰ του δηλητηριώδη βέλη κατὰ τοῦ λιτοδίαιτου, ἀγοραφοβικοῦ καὶ θεοκρατούμενου αὐκράτορα.
Ὁ Ἰ ο υ λ ι α ν ὸ ς ὁ ρ ῶ ν ὀ λ ι γ ω ρ ί α ν, παρὰ τὶς ἐπιμέρους κομψότητές του, δὲν εἶν’ ἀπ’ τὰ ἰσχυρότερα ποιήματα τοῦ Καβάφη, ἀποκαλύπτει ὅμως μαζὶ μὲ τὸ Ὁ Ἰ ο υ λ ι α ν ὸ ς κ α ὶ ο ἱ Ἀ ν τ ι ο χ ε ῖ ς, πληρέστερα ἀπ’ ὁποιδήποτε ἄλλο τοῦ «ἰουλιανικοῦ κύκλου», τὸ θεωρητικὸ ὑπόβαθρο πίσω ἀπ’ τὴν ὀξύτατη – καὶ παρὰ προσδοκίαν! – ἐναντίωσή του πρὸς τὸ σύμβολο τοῦ Ἰουλιανοῦ, κ’ έξηγεῖ τὴν ἰδιόμορφη σάτιρά του.
Ὁ Ἰουλιανὸς ὁρῶν ὀλιγωρίαν
Ὁρῶν οὖν πολλὴν μὲν ὀλιγωρίαν οὖσαν ἡμῖν πρὸς τοὺς θεοὺς… – λέγει μὲ ὕφος σοβαρόν.
Ὀλιγωρίαν…Μὰ τι περίμενε λοιπόν;…
Ὅσο ἤθελεν ἄς ἔκαμνεν ὀργάνωση θρησκευτική·
ὅσο ἤθελε ἄς ἔγραφε στὸν ἀρχιερέα Γαλατίας,
ἤ εἰς ἄλλους τοιούτους, παροτρύνων κι ὁδηγῶν.
Οἱ φίλοι του δὲν ἦσαν χριστιανοί – αὐτό ἦταν θετικόν· μὰ δὲν μποροῦσαν κιόλας
νὰ παίζουν σὰν κι αὐτόνα (τὸν χριστιανομαθημένο)
μὲ σύστημα καινούργιας Ἐκκλησίας,
ἀστεῖον καὶ στὴν σύλληψη καὶ στὴν ἐφαρμογή!..
Ἕλληνες ἦσαν, ἐπί τέλους. Μηδὲν ἄγαν, Αὔγουστε !
**
Ὀρῶν οὖν πολλὴν μὲν ὀλιγωρίαν…θεούς: Φράση αὐτούσια ἀπ’ τὴ σημαντικώτατη ἐπιστολὴ τοῦ Ἰουλιανοῦ πρὸς τὸν ἔμπιστό του παγανιστὴ ἀρχιερέα τῆς Ἀσίας Θεόδωρο, ἐνδεικτικὴ τῆς καταφανοῦς δυσφορίας τοῦ αὐτοκράτορα, γιὰ τὴν ψυχρότητα μὲ τὴν ὁποία ἀντιμετώπισαν οἱ πληθυσμοὶ, κ’ εἰδικώτερα οἱ Ἀντιοχεῖς, τὰ θρησκευτικὰ του σχέδια.
ἄς ἔγραφε στὸν ἀρχιερέα Γαλατίας: Ὑπονοεῖ τὴν παρομοίου περιεχομένου ἀλλὰ συνοπτικώτερη ἐπιστολὴ πρὸς τὸν ἐπίσης εἰδωλολάτρη ἀρχιερέα Γαλατίας Ἀρσάκιο.
(τὸν χριστιανομαθημένο): Δηκτικώτατος σαρκασμὸς γιὰ τὴ θρησκευτικὴ διαπαιδαγώγηση τοῦ Ἰουλιανοῦ, ποὺ ὁ ἴδιος ἀπέφευγε ν’ ἀναφέρῃ, καὶ τοῦ εἶχε ἐπιβληθῆ συστηματικά, ὅπως εἴη χριστιανὸς βεβαίως. Ὀρφανὸς ἀπὸ μητέρα, σώθηκε παρὰ τρίχα ἀπ’ τὸ ξεκλήρισμα τῆς οἰκογένειάς του σὲ μιὰ νύχτα γιὰ λόγους δυναστικούς, κ’ ὑπὸ τὴ στενὴ ἐποπτεία ἔκτοτε τοῦ ἴδιου τοῦ πρωταίτιου τῆς γενοκτονίας αὐτῆς, τοῦ αὐτοκράτορα Κωνστάντιου, στάλθηκε στὸν Εὐσέβιο Νικομηδείας, γιὰ νὰ λάβῃ ἀμιγῷς χριστιανικὴ ἀγωγή – μολονότι δὲν ἔλειψαν καὶ κάποιες γεύσεις ἀρχαίας γραμματείας ἀπ’ τὸν παιδαγωγὸ του Μαρδόνιο. Στὰ δέκα του χρόνια, ἐκτοπίστηκε ἀκόμα μακρύτερα, σὲ παλάτι τῆς Καππαδοκίας, ὅπου μελετοῦσε κι ἀποστήθιζε ἐπὶ ἑξαετία ὁλόκληρη, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη. Κι ἄν πολιτικὲς συγκυρίες τοῦ ‘δωσαν τὴν εὐκαιρία νὰ παρακολουθήσῃ μαθήματα Γραμματικῆς καὶ Ρητορικῆς στὴν Κωνσταντινούπολη, σύντομα ἡ καχυποψία τοῦ αὐτοκράτορα τὸν ξανάστειλε στὴ Νικομήδεια, ὅπου ἀναγκάστηκε νὰ ἐκπληρώνῃ εὐπειθῶς τὰ θρησκευτικὰ του καθήκοντα, μ’ ὅλους τοὺς τύπους, στὴν ἐκκλησία, ὡς ἀναγνώστης τοῦ Εὐαγγελίου (θέμα τοῦ ποιήματος: Ὁ Ἰουλιανὸς ἐν Νικομηδείᾳ ), γιὰ νὰ γλυτώσῃ τὴ ζωὴ του. Τὴν εὐρύτατη χριστιανικὴ του παιδεία ὁ Ἰουλιανὸς ὄχι μόνο τὴν ἀφομοίωσε, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐκμεταλλεύτηκε ἰκανώτατα κατόπιν, στὴν ἀναδιοργάνωση τοῦ παγανιστικοῦ ἱερατείου, ὅπου σαφεῖς οἱ ἐπιδράσεις ἀπ’ τὰ ἐκκλησιαστικὰ πρότυπα.
νὰ παίζουν…μὲ σύστημα καινούργιας Ἐκκλησίας: Ἐδῶ ἀποκαλύπτεται ἕνα ἐπιπλέον σημεῖο τριβῆς μεταξὺ τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τῶν παγανιστῶν φ ί λ ω ν του, ποὺ παραταῦτα ὠ λ ι γ ω ρ ο ῦ σ α ν. (Κ’ ἡ ὀλιγωρία τους εἶναι κι αὐτὴ μιὰ στάσις. Νιώθεται κάλλιστα ἀπ’ τὸν ποιητή!) Τοὺς ἐνωχλοῦσε βέβαια τ’ ὅτι ὁ αὐτοπροβαλλόμενος ὡς δῆθεν «ἐλευθερωτὴς» ἀπ’ τὸ χριστιανικὸ φανατισμό, ἔρχονταν μάνι-μάνι κι αὐτός σύστημα καινούργιας Ἐκκλησίας, παγανιστικῆς, νὰ ἐπιβάλῃ, ἀστεῖον καὶ στὴν σύλληψη καὶ στὴν ἐφαρμογή. Πρωτίστως ὅμως ἀντιδροῦσαν κ α τ ὰ π α ν τ ὸ ς «σ υ σ τ ή μ α τ ο ς», «προγράμματος», ἤ «καλουπώματος»! Καὶ φυσικό, γιατὶ Ἕλληνες ἦσαν, ἐπὶ τέλους (ἄρα κατεξοχὴν ἀνυπότακτοι, ἀπείθαρχοι κι άρνητὲς παντὸς κανόνος).
Μηδὲν ἄγαν: Δηλαδή, ἐπαναφορὰ στὸ καταβολικὸ ἑ λ λ η ν ι κ ὸ μ έ τ- ρ ο – ποὺ φαίνεται νὰ τόχε λησμονήσει συνεπαρμένος μὲς στὸν άναμορφωτικὸ του οἶστρο ὁ Ἰουλιανὸς – διὰ τοῦ πασίγνωστου ἀποφθέγματος τοῦ ἀποδιδόμενου στὸν Χίλωνα τὸ Λακεδαιμόνιο, ἤ τὸν Σόλωνα.
Ἐπιλογὴ καὶ μεταφορὰ κειμένου: Ἑλληνικὸ Ἡμερολόγιο
Θερμά, θερμότατα συγχαρητήρια!