,
.
∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪
Federico Carlos Krutwig Sagredo
∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪
.
∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΑΥΜΑ
Από την Μαγεία στην Επιστήμη
∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪
.
∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪
Μετάφραση Κειμένου και Παραρτήματα:
Αθανάσιος Α. Τσακνάκης
Φιλόλογος – Θεολόγος
∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪
.
∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪
Α΄ ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΚΔΟΣΗ – 2015
∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪∩∪
.
Προλογικό σημείωμα τού μεταφραστή
.
……….Η παρούσα ψηφιακή έκδοση συμπεριλαμβάνει ολόκληρο το έργο «Το Ελληνικό Θαύμα: από την Μαγεία στην Επιστήμη», τού Φεδερίκο Κάρλος Κρούτβιγκ Σαγρέδο, μεταφρασμένο στην νέα ελληνική γλώσσα. Το πρωτότυπο (ισπανόφωνο) κείμενο προέρχεται από τα αρχεία τής «Ελληνικής Ακαδημίας τής Βασκωνίας», βασκικού ιδρύματος που έχει ως στόχο του την μελέτη και την διάδοση τής αρχαίας ελληνικής γλώσσας και τού ελληνικού πολιτισμού στην Χώρα των Βάσκων. Το υλικό τής παρούσας έκδοσης πρωτοπαρουσιάστηκε από τον συγγραφέα με την μορφή διαλέξεων προς τα υποψήφια («Μαθητές») και τα τακτικά («Εταίρους») μέλη τής ανωτέρω Ακαδημίας. Αργότερα έλαβε την μορφή ειδικού αφιερώματος μέσα στις σελίδες τού περιοδικού «Ιέραξ», επισήμου οργάνου τής Ακαδημίας. Τελικά συμπληρώθηκε μέσω των εγκυκλίων επιστολών, τις οποίες ο ίδιος ο συγγραφέας έστελνε κατά καιρούς προς τα τακτικά μέλη τού πνευματικού ιδρύματος. Ένα μικρό μέρος τής βιβλιογραφίας, η οποία χρησιμοποιήθηκε από τον συγγραφέα, διασώζεται εντός τού κειμένου. Το μεγαλύτερο μέρος της, το οποίο υπήρχε μόνον σε ηλεκτρονική μορφή, έχει απολεσθεί. Η βιβλιογραφία, που παρουσιάζεται στο σχετικό κεφάλαιο τής παρούσας έκδοσης, είναι εκείνη που χρησιμοποιήθηκε από τον μεταφραστή κατά την συγγραφή τής ακόλουθης βιογραφίας τού Φεδερίκο Κάρλος Κρούτβιγκ Σαγρέδο, καθώς και των τριών κατατοπιστικών παραρτημάτων που την συμπληρώνουν. Οι υποσημειώσεις τού κειμένου έχουν συνταχθεί επίσης από τον μεταφραστή.
Αθανάσιος Α. Τσακνάκης
Φιλόλογος – Θεολόγος
Εταίρος τής Ελληνικής Ακαδημίας τής Βασκωνίας
.
Φεδερίκο Κάρλος Κρούτβιγκ Σαγρέδο
15.05. 1921 – 15. 11. 1998
.
Μεταξύ των δημιουργικότερων πνευματικών προσωπικοτήτων τής Βασκωνίας[1] τού 20ού αιώνα συγκαταλέγεται ο ελληνοκεντρικός φιλόσοφος, συγγραφέας και γλωσσολόγος, Φεδερίκο Κάρλος Κρούτβιγκ Σαγρέδο, ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος τής «Ελληνικής Ακαδημίας τής Βασκωνίας». Η δυναμική παρουσία του στον χώρο τής πολιτικής και τής επιστήμης ξεκίνησε πολύ νωρίς και στην συνέχεια υπήρξε ιδιαιτέρως καρποφόρα. Οι πρωτοποριακές ιδέες του επηρέασαν πολλούς Βάσκους διανοητές των τελευταίων δεκαετιών και έγιναν αντικείμενο έντονων συζητήσεων, αναλύσεων, διαφωνιών και συγκρούσεων. Η επαναστατική κοσμοθεωρία του, προϊόν τής πολύχρονης ενασχόλησής του με την Αρχαία Ελληνική Παιδεία, έδωσε νέα πνοή στις κοινωνικές και πολιτισμικές ανακατατάξεις τής Πατρίδας του. Οι βαθυστόχαστες μελέτες του απετέλεσαν σημείο αναφοράς γιά μιά πληθώρα Βάσκων και ξένων ερευνητών και επιστημόνων, ενώ η στιβαρή παρουσία του στον συγγραφικό χώρο χάρισε – και εξακολουθεί, μέχρι σήμερα, να χαρίζει – στο ανθρώπινο πνεύμα την αφορμή γιά νέους προβληματισμούς και αναζητήσεις.
Ο Φεδερίκο γεννήθηκε στην Βασκωνία, στο Γκέτσο, στην περιοχή Αρεέτα, στις 15 Μαΐου 1921, από πατέρα Γερμανό και μητέρα Βάσκα. Σπούδασε στην Γαλλική και στην Γερμανική Σχολή – μελετώντας καθημερινά, επί πολλές ώρες – και ως έφηβος μιλούσε, ήδη, την βασκική, την ισπανική, την γαλλική και την γερμανική γλώσσα, έχοντας επανειλημμένα διακριθεί ως ένας από τους επιμελέστερους μαθητές των δύο ξενόγλωσσων Σχολών. Εκείνη την εποχή γνωρίστηκε με τον Βάσκο διανοητή Ρεσουρρεκθιόν Μαρία δε Άσκουε και συνδέθηκαν με ισχυρή φιλία. Στις 29 Οκτωβρίου 1942 ο Φεδερίκο ονομάστηκε μέλος τής «Euskaltzaindia» – τής «Βασιλικής Ακαδημίας τής Βασκικής Γλώσσας» – έχοντας στο ενεργητικό του ένα αξιόλογο μεταφραστικό έργο από την γερμανική στην βασκική γλώσσα, καθώς και πολλές ενδιαφέρουσες γλωσσολογικές μελέτες. Από τις τελευταίες δεν σώθηκε, δυστυχώς, καμμία γιατί, λίγες μέρες πριν από την πρώτη εξορία του, κατά την εποχή τής στρατοκρατίας[2], τις κατέστρεψε γιά να μην χρησιμοποιηθούν από το καθεστώς ως ενοχοποιητικά στοιχεία γιά την οικογένειά του.
Η παρουσία του στις συνεδριάσεις τής Ακαδημίας ήταν επιβλητική και οι εμπεριστατωμένες εισηγήσεις του – σχετικές με την ιστορία, τον πλούτο, την χρήση και την ανάγκη εκμάθησης και αναβάθμισης τής βασκικής γλώσσας – έγιναν αφορμή γιά σημαντικές έρευνες και ιστορικές αποφάσεις στον χώρο των βασκικών γραμμάτων. Μετά από δική του πρόταση, ορίστηκε η βασκική, αντί γιά την έως τότε χρησιμοποιούμενη ισπανική, ως «γλώσσα εργασιών» τής Ακαδημίας. Αξεπέραστα γιά την επιστημονική πληρότητα και τις πρωτοποριακές τοποθετήσεις τους παραμένουν τα άρθρα του στα βασκόφωνα περιοδικά «Gernika», «Egan» και «Euzko Gogoa», όπου ασχολήθηκε με την αναδιοργάνωση τής λειτουργίας τής Ακαδημίας, με την λεπτομερή έκθεση των κανόνων τής βασκικής ορθογραφίας και με την καθιέρωση μιάς «κοινής βασκικής γλώσσας» στην θέση των κατά τόπους ομιλουμένων διαλέκτων.
Όντας πρόεδρος τού τμήματος Ανατολικών Σπουδών τού Ιδρύματος «Χούλιο δε Ουρκίχο», ανέλαβε την σύνταξη τής αραβικής, τής περσικής και τής ινδοστανικής γραμματικής. Τα πολύτιμα αυτά έργα του είχαν την κακή τύχη των πρώτων γλωσσολογικών μελετών του, γιά τους ίδιους πάντοτε πολιτικούς λόγους.
Στα 1951, χρονιά θανάτου τού Ρεσουρρεκθιόν Μαρία δε Άσκουε, ο Φεδερίκο προκάλεσε θετικότατες εντυπώσεις στον χώρο των Καλών Τεχνών τής Πατρίδας του, με την εισήγησή του – «Ο Συμβολισμός στην Πλαστική» – προς τον «Σύνδεσμο Καλλιτεχνών τής Βισκάιας». Από αυτή την μελέτη διέσωσε ο ίδιος ένα μεγάλο μέρος στο έργο του «Mikelditarrak».
Έναν χρόνο αργότερα, ο Βάσκος ιερέας Βιλλιασάντε Κορταμπιτάρτε παρουσίασε στην ολομέλεια τής «Euskaltzaindia» την εμπεριστατωμένη «εισήγηση εισδοχής» του στο ίδρυμα, με θέμα «Η λόγια βασκική γλώσσα ως δημιούργημα τής κλασσικής λαβορτανής». Ο ίδιος ο Φεδερίκο ανέγνωσε, στην συνέχεια, τον πολύκροτο «λόγο αποδοχής τού υποψηφίου μέλους» από την Ακαδημία, κατά την τελετή που πραγματοποιήθηκε στην Βισκάια. Στην πανηγυρική εκείνη συνεδρίαση σχολιάστηκαν οι από χρόνια παραμελημένες υποχρεώσεις τής Καθολικής Εκκλησίας απέναντι στην εθνική γλώσσα των Βάσκων και ακούστηκαν αυστηρότατες κριτικές γιά έναν «πνευματικό» θεσμό που τότε ήταν απαραβίαστος. Αποτέλεσμα όλων αυτών των γεγονότων υπήρξε η αναγκαστική εξορία τού Φεδερίκο, προκειμένου να αποφύγει την φυλάκιση – ή οτιδήποτε χειρότερο θα ακολουθούσε – με την οποία θα τον τιμωρούσε η στρατοκρατία, τής οποίας οι σχέσεις με την Καθολική Εκκλησία ήταν λίαν αγαστές.
Η πρώτη περιπλάνησή του στο εξωτερικό είχε διάρκεια εννέα ετών, τα οποία έζησε στην Γαλλία και στην Γερμανία, σπουδάζοντας Οικονομικό Δίκαιο και Ανατολικές Γλώσσες. Στην Πατρίδα του – στην γαλλική, όμως, επικράτεια – επέστρεψε στα 1961. Μετά από δύο χρόνια διαμονής στην Βιαρρίτη και εξαιτίας τού επαναστατικού βιβλίου του «Βασκωνία: διαλεκτική μελέτη μιάς εθνότητας» – όπου έκανε εκτεταμένες αναφορές στο θέμα τής βασκικής εθνικής ανεξαρτησίας, καλώντας το Βασκικό Έθνος σε συνεχή επαγρύπνηση και αγώνα – εξορίστηκε και πάλι, αυτή την φορά από την «δημοκρατική» κυβέρνηση τού Στρατηγού Σαρλ ντε Γκωλλ.
Τότε κατευθύνθηκε προς το Βέλγιο, όπου νυμφεύτηκε την καθηγήτρια Αγνή Κάερς. Στην συνέχεια πέρασε στην Ιταλία, στην Αλγερία και αλλού. Έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και έντονη έφεση στην εκμάθηση των γλωσσών και στην σαφέστερη κατανόηση τού πολιτισμού των λαών που συναναστρεφόταν, ώστε έφτασε να κατέχει πλήρως είκοσι ξένες γλώσσες και να έχει σημαντικές γνώσεις γιά τουλάχιστον άλλες τόσες. Κάποτε υποχρεώθηκε ν’ αλλάξει τ’ όνομά του σε «Φερνάντο Σαράλ δε Ιάρτζα», γιά να αποφύγει όσους τον κατεδίωκαν και επιθυμούσαν να τον εξοντώσουν, λόγω των πολιτικών πεποιθήσεών του, τις οποίες εξέθετε μέσα από τολμηρά άρθρα, μεταφράσεις και βιβλία που έγιναν ανάρπαστα στους κύκλους των συμπατριωτών του.
Κατά την πολυετή και επώδυνη Οδύσσειά του, είχε την ευκαιρία να εντρυφήσει με πάθος στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία και να συμπεράνει έκθαμβος ότι «όντως, η Ελληνική Παιδεία, η οποία δύναται να διαμορφώσει ελεύθερα σκεπτόμενους ανθρώπους, αποτελεί την αστείρευτη πηγή ολόκληρου τού Ευρωπαϊκού Πολιτισμού». Η επιστροφή του στην Πατρίδα, μετά από τον θάνατο τού Φρανθίσκο Φράνκο και την άνοδο τού συνταγματικού Βασιλιά Χουάν Κάρλος των Βουρβώνων στον Ισπανικό Θρόνο, συνοδεύτηκε από την ίδρυση τής «Ελληνικής Ακαδημίας τής Βασκωνίας», με σκοπό την διάδοση τού Ελληνικού Πνεύματος στον κατατρεγμένο βασκικό λαό. Γύρω από τον Φεδερίκο σχηματίστηκε γρήγορα ένας πυρήνας αξιόλογων ανθρώπων των γραμμάτων, στους οποίους μεταλαμπάδευσε τις ελληνοκεντρικές ιδέες του μέσα από τους «Ετήσιους Κύκλους Διαλέξεων περί τού Ελληνικού Πολιτισμού» και βρήκε μεγάλη απήχηση. Η επανασύσταση και ενδυνάμωση τής «Βασιλικής Ακαδημίας τής Βασκικής Γλώσσας», καθώς και η δυναμική επιστροφή τού Φεδερίκο στον προσφιλή του χώρο τής βασκικής γλωσσολογίας, τον ανέδειξαν σε κορυφαία πνευματική μορφή τόσο στην Πατρίδα του, όσο και στην λοιπή Δυτική Ευρώπη.
Επισκέφτηκε πολλές φορές την αγαπημένη του Ελλάδα[3], κυρίως γιά να συμμετάσχει σε γλωσσικά συνέδρια, με εισηγήσεις συντεταγμένες πάντοτε και μόνον στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Συναντήθηκε επανειλημμένα με ευρωπαίους επιστήμονες, στοχαστές, πολιτικούς και καλλιτέχνες, σκοπεύοντας να διεγείρει το ενδιαφέρον τους γιά τις Κλασσικές Σπουδές, ενώ ονομάστηκε Επίτιμο Μέλος διαφόρων πνευματικών ιδρυμάτων και πολιτιστικών σωματείων.
Η πολυτάραχη ζωή του έφτασε αιφνιδίως στο τέλος της το πρωί τής 15ης Νοεμβρίου 1998, στην κατοικία του, στην οδό Βεράστεγκη τού Βιλβάου. Η τελευταία επιθυμία του ήταν να αποτεφρωθεί και ένα μέρος από τις στάχτες του να παραμείνει στην Βασκωνία, ενώ το άλλο να σκορπιστεί στην ελληνική θάλασσα. Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 1999, σε μιά σεμνή τελετή ανοιχτά των Χανίων τής Κρήτης. Οι βασκικές εφημερίδες αναφέρθηκαν με δέος στον θάνατο τού μεγάλου στοχαστή, αποχαιρετώντας εκείνον τού οποίου «η καρδιά χτυπούσε δυνατά γιά την Βασκωνία και την Ελλάδα».
.
Α. Α. Τ.
.
Federico Carlos Krutwig Sagredo
Φεδερίκο Κάρλος Κρούτβιγκ Σαγρέδο
.
EL MILAGRO GRIEGO: de la Magia a la Ciencia
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΑΥΜΑ: από την Μαγεία στην Επιστήμη
.
1.Αιτίες και αφορμές
Μιλώντας γιά την Ελλάδα, γιά την οποία τόσα πολλά έχουν γραφτεί, είναι σχεδόν αδύνατον να πούμε κάτι καινούργιο, κάτι που να μην έχει ακόμη ειπωθεί. Γι’ αυτόν τον λόγο, θα ήμουν ευχαριστημένος, εάν η παρέμβασή μου εξυπηρετούσε ώστε να αφυπνιστεί σε κάποιους ανθρώπους το ενδιαφέρον γι’ αυτή την χώρα, η οποία υπήρξε κοιτίδα τού πολιτισμού μας. Θα ήταν σημαντικό μία τέτοια αφύπνιση να συνέβαινε στην Πατρίδα μας[4], εδώ όπου η σύγκριση με οποιοδήποτε άλλο μέρος τής καλλιεργημένης Ευρώπης μάς καθιστά εμφανές το ότι – εντός τού εκπαιδευτικού συστήματος τού Ισπανικού Κράτους – οι κλασικές σπουδές είναι τόσο εγκαταλελειμμένες, που θα έπρεπε να αναρωτηθούμε ποιοί είναι οι λόγοι γιά τους οποίους έχουν προγραφεί ακριβώς εκείνες οι σπουδές, που κάνουν τον άνθρωπο να είναι αυθεντικός άνθρωπος.
Δεν πρόκειται να προβώ σε καμμία σύγκριση με το αγγλικό ή με το γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα, ούτε καν με το γαλλικό ή το ιταλικό, αφού σε τούτες τις χώρες δεν υπάρχει απόφοιτος τής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που να μην έχει διδαχτεί την ελληνική Ιστορία ως πρώτο μέρος – ως βασικό μέρος – τής ίδια τής εθνικής Ιστορίας του. Σε τούτες τις χώρες οι ελληνικές σπουδές είναι πολύ βαθύτερες, ενώ η έλλειψη ενδιαφέροντος από την πλευρά τής Ισπανίας κατεβάζει τις σπουδές της στο χαμηλό μορφωτικό επίπεδο τής αμερικανικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
2. Το «Θαύμα»
Είπαμε ότι η Ελλάδα είναι η βάση τού στοχασμού μας, αλλά η Ελλάδα είναι πολύ περισσότερα πράγματα, και γι’ αυτό μιλούμε γιά το «ελληνικό θαύμα», επειδή χωρίς αυτό το θαύμα, οι Ευρωπαίοι δεν θα ήμασταν πολιτισμένοι, όπως επίσης – κατά έμμεσο τρόπο – ένα μεγάλο μέρος τού Κόσμου θα βρισκόταν ακόμη σχεδόν μέσα στις σπηλιές ή, στην καλύτερη περίπτωση, θα βρισκόταν στην νεολιθική εποχή.
Ο Levi-Strauss γράφει:
«Πολύ συχνά μιλούμε γιά το ελληνικό θαύμα, και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση – ούτε καν από έναν εθνολόγο – το γεγονός ότι κάτι συνέβη σε μία γωνίτσα τού Κόσμου, σε μία συγκεκριμένη εποχή, κάτι που αρχικά κατέστησε δυνατή την γέννηση τής φιλοσοφίας, και μέσω τής φιλοσοφίας ορισμένων μορφών στοχασμού και επιστημονικής γνώσης. Γιατί συνέβη αυτό; Ίσως κάποιοι μπορούν να μας πουν. Από την έποψη τού εθνολόγου – που παρατηρεί τα πράγματα από μία παντελώς απόμακρη προοπτική, εφόσον επιχειρεί να συμπεριφερθεί σαν να προέρχεται από άλλον πλανήτη και σαν να του είναι ξένο οτιδήποτε ανθρώπινο, κάτι που κατορθώνεται όταν ο συντελεστής τής αποξένωσης τού επιτρέπει να αποβάλει τις προκαταλήψεις που φέρει λόγω τής μόρφωσης και τού πολιτισμού του – καμμία εξήγηση δεν φαίνεται αποδεκτή. Γιατί συνέβη εκεί; Γιατί συνέβη σε μία συγκεκριμένη στιγμή; Η εθνολογία δεν προσφέρει καμμία απάντηση. Ας πούμε ότι αυτό συνέβη μία φορά και – όπως όλα τα μοναδικά φαινόμενα – μπορούμε μόνον να το επαληθεύσουμε, να το καταγράψουμε, αλλά όχι να το εξηγήσουμε…».
Προφανώς πρόκειται γιά ένα θαύμα. Στην εποχή μας, ωστόσο, υπάρχουν εν ζωή και άλλα δύο σημεία τής υδρογείου σφαίρας, όπου επίσης εμφανίστηκαν βασικοί πολιτισμοί: η Ινδία και η Κίνα. Επιπλέον, εξετάζοντας την Ιστορία, παρατηρούμε ότι στον Αρχαίο Κόσμο υπήρξαν και άλλα δύο κέντρα πολιτισμού: τής Σουμερίας και τής Αιγύπτου. Οι δύο πρώτες περιπτώσεις, όμως, δεν αγγίζουν το βάθος και την σημαντικότητα που σήμερα έχει η Ελλάδα, όσο γιά τις άλλες δύο, τις αρχαίες περιπτώσεις, η κύρια συνεισφορά τους ενσωματώθηκε μέσα στην ελληνική.
Στην περίπτωση, λοιπόν, τής Ινδίας και τής Κίνας, αντιμετωπίζουμε δύο πολιτισμικούς κορμούς κάπως διαφορετικούς από τον ελληνικό, όπου όμως δεν μπορούμε να μιλήσουμε γιά κανένα αυθεντικό θαύμα, όπως – αντίθετα – μπορούμε να υποστηρίξουμε στην ελληνική περίπτωση. Ακόμη και αν οι άλλοι πολιτισμοί έχουν κάποια σημαντική παρουσία, δεν μπορούμε γενικά να παραδεχτούμε ότι σε όλα τα μέρη τού Κόσμου γεννήθηκαν πολιτισμικές εστίες, αφού – στην πλειοψηφία τους – οι σύγχρονοι πολιτισμένοι λαοί είναι τέτοιοι, επειδή ακριβώς αποδέχτηκαν τα επιτεύγματα τού ελληνικού θαύματος.
3. Η ορθή χρονολόγηση
Οπωσδήποτε οφείλουμε να λαμβάνουμε υπ’ όψη το ότι κανένας αυθεντικός πολιτισμός δεν αναδύθηκε πριν από την εποχή, κατά την οποία ο άνθρωπος εφηύρε την αγροκαλλιέργεια, τότε – δηλαδή – που η φύση επέτρεψε την συγκέντρωση ανθρώπων σε μικρότερους χώρους. Το προνόμιο τής δημιουργίας πολιτισμού δίνεται στον άνθρωπο όταν ιδρύει τις πόλεις, γεγονός που συνέβη με την ανακάλυψη των τεχνικών εξόρυξης και επεξεργασίας των μετάλλων. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, πρέπει να είμαστε πολύ συνετοί με την χρήση αρχαιότατων χρονολογιών – που πολλές φορές μάς διατίθενται – σε σχέση με ορισμένα πολιτισμικά φαινόμενα. Τις περισσότερες φορές, αυτές οι χρονολογίες είναι εσφαλμένες.
Καθετί που είναι άγνωστο, πάντοτε τοποθετείται είτε σε πολύ παλιές εποχές είτε σε πολύ μακρινές χώρες. Όταν έφτασαν στην Αίγυπτο, οι Έλληνες ήδη είχαν αποκτήσει την προαναφερόμενη συνήθεια. Από την άλλη πλευρά, οι ιερείς των αρχαίων θρησκειών είχαν επίσης την μανία να εξευγενίζουν τις γνώσεις τους, αποδίδοντας σε αυτές την κατάλληλη αρχαιότητα. Αυτή η μανία δεν φαίνεται να έχει εξαφανιστεί ούτε καν στην εποχή μας, αφού έχουμε ακόμη και ανάμεσά μας έναν συγκεκριμένο τύπο «διανοητών», οι οποίοι συνηθίζουν να τοποθετούν σε αρχαιότατους χρόνους τις θρησκευτικές, μυστικιστικές και μαγικές θεωρίες τους, χωρίς να αισθάνονται ούτε καν λίγη ντροπή γι’ αυτές τις πράξεις τους.
4. Η ελληνική πρωτοπορία
Είδαμε, λοιπόν, πώς ο Levi-Strauss υποστηρίζει ότι η «ελληνική περίπτωση» είναι ένα μοναδικό γεγονός μέσα στην Ιστορία τής Ανθρωπότητας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπήρξε σχεδόν τόσο σημαντική, όσο και η μετάβαση από τον πίθηκο στον άνθρωπο, αφού μόνον με την ανάπτυξη τού ελληνικού πολιτισμού ο άνθρωπος κατόρθωσε να φτάσει στο σημείο να σώζεται από την άτεγκτη δύναμη τού νόμου τής μοίρας.
Όποιος κατανοεί τι σημαίνει Φιλοσοφία, με δυσκολία δύναται να αποδώσει αυτή την λέξη σε θέσεις και σε διδασκαλίες σχεδόν θρησκευτικές, όπως είναι οι ινδικές και οι κινεζικές. Ούτε οι «ουπανισάδ[5]» – παρά το ότι εμπεριέχουν βαθύνοες ιδέες – θα μπορούσαν να συγκριθούν με αυτό που ο ελληνικός πολιτισμός ονομάζει Φιλοσοφία και με αυτό που η φιλοσοφική δράση σήμαινε γιά τους Έλληνες. Τα έργα των μεγάλων Κινέζων διδασκάλων είναι κάτι διαφορετικό από την Φιλοσοφία. Είναι περισσότερο «σωφροσύνη».
Αυτή η ελληνική πρωτοπορία οφείλεται στο ότι στην Ελλάδα γεννήθηκε μία διαφορετική μορφή ανθρώπινης σκέψης, που αποτέλεσε την βάση επάνω στην οποία πραγματοποιήθηκε ολόκληρη η ανάπτυξη αυτού τού γεγονότος, που σήμερα κατανοούμε ως «πρόοδο».
5. Οι Βέδες
Η ινδική γραμματεία, στην οποία συνήθως αποδίδεται – κατά ένα τρόπο μυστικιστικό και απατηλό – μία αρχαιότατη ηλικία, στην πραγματικότητα δεν εμφανίζεται, ως γραμματεία αυτή καθ’ αυτήν, παρά μόνον κατά τον γ΄ ή τον ε΄ αιώνα μ.Χ. Η απόδοση αρχαιοτάτων χρονολογιών στις Βέδες[6] είναι μία καθαρή εικασία, εφόσον αυτές δεν μεταδόθηκαν αλλιώς, παρά μέσω τού προφορικού λόγου, ενώ στην Ινδία η Ιστορία είναι άγνωστη. Με άλλα λόγια: εάν δεν διαθέτουμε ένα κατάλληλο μέτρο, ώστε να χρονολογήσουμε τις ανθρώπινες πράξεις, δύσκολα μπορούμε να δεχτούμε την χρονολόγηση γραπτών κειμένων με βάση την ανάπτυξη των ανθρώπων. Εξάλλου, οι Βέδες εκδόθηκαν στην Ινδία μόνον μία φορά, μέσα στον ιθ΄ μ.Χ. αιώνα, από τον Γερμανό ινδολόγο Max Müller.
Ως παράδειγμα θα αναφέρουμε ότι η εξάπλωση τού Βουδισμού στην Ινδία πραγματοποιήθηκε κατά την βασιλεία τού Ashoka Piyadasi. Όμως αυτός ο μεγάλος βασιλιάς έζησε στην Ινδία σε εποχή μεταγενέστερη από εκείνη τής άφιξης τού Μεγάλου Αλεξάνδρου στην χώρα. Ο ίδιος ο Βουδισμός τού Mâhayâna δέχτηκε επιρροές από τον ελληνικό πολιτισμό σε τέτοιον βαθμό, ώστε οι γλυπτές αναπαραστάσεις τού Βούδα βασίστηκαν στο πρότυπο τού Θεού Απόλλωνα, το οποίο οι βουδιστές αποδέχτηκαν όταν έφυγαν από το Ινδοστάν και ήρθαν σε επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό που είχε διαδοθεί στα Τάξιλα και σε άλλα μέρη τού περσικού βασιλείου, όπου ο Μέγας Αλέξανδρος ίδρυσε ελληνικές πόλεις. Τότε η ελληνική γλώσσα μιλιόταν από αυτούς τους πληθυσμούς. Αργότερα – μετά από τον πρόωρο θάνατο τού Μεγάλου Αλεξάνδρου και τον διαμελισμό τής αυτοκρατορίας του μεταξύ των διαδόχων – απορροφήθηκε εξ αιτίας τής μεγάλης απόστασης που την χώριζε από την Ελλάδα.
Στις Βέδες, λοιπόν, θα μπορούσαμε να αποδώσουμε θρησκευτική αξία, αλλά δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια πότε συντάχθηκαν. Η σπουδαιότητά τους είναι παρόμοια προς εκείνη που η «Ιλιάδα» και η «Οδύσσεια» είχαν γιά τους Έλληνες, αλλά οι Βέδες δεν έχουν καμμία φιλοσοφική – με την κύρια έννοια τού όρου – αξία.
6. Ιωνία: η μητέρα τής Φιλοσοφίας
Η Φιλοσοφία γεννήθηκε στην Ελλάδα και – αν θέλουμε να γίνουμε περισσότερο συγκεκριμένοι – στην Ιωνία τής Ανατολίας. Εδώ ήταν σημαντική η συνεισφορά τού πληθυσμού τής Μιλήτου, αφού σ’ αυτή την πόλη γεννήθηκαν, γύρω στο 650 π.Χ., ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης, ενώ αργότερα, όχι πολύ μακριά από την Μίλητο, γεννήθηκε και ο Ηράκλειτος, στην Έφεσο, και ο Πυθαγόρας, στην Σάμο. Επίσης, γιά τον πατέρα τής Ατομικής Θεωρίας, τον Λεύκιππο, λέγεται ότι ήταν γέννημα τής Μιλήτου. Ωστόσο και ο Αναξαγόρας γεννήθηκε στις Κλαζομενές, όχι μακριά από την Σμύρνη. Με άλλα λόγια: η ίδια η πυθαγορική φιλοσοφική σχολή τής Μεγάλης Ελλάδας έχει τις ρίζες της στους πληθυσμούς τής Ιωνίας τής Ανατολίας, απ’ όπου επίσης αναχώρησαν οι Φωκαείς άποικοι, οι οποίοι ίδρυσαν όχι μόνον την Μασσαλία και το Ρήγιο (Καλαβρία), αλλά ιδιαιτέρως την πόλη τής Ελέας, όπου θ’ αναπτυσσόταν η σχολή τού Παρμενίδη και τού Ζήνωνα, που γιά τούτον τον λόγο ονομάστηκε «ελεατική». Είναι αναμφισβήτητα πολλοί οι λόγοι γιά τους οποίους μπόρεσε να γεννηθεί στην Ιωνία μία μορφή σκέψης, η οποία έφερε επανάσταση στον κόσμο. Ο πρώτος λόγος είναι μάλλον η φύση τής ίδιας τής ελληνικής γλώσσας.
7. Η υπεροχή τής αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Θα έπρεπε να υπενθυμίσουμε ειδικά στους υπερασπιστές τής αρχαιότητας τής σανσκριτικής γλώσσας – αλλά και στους ανάλογους τής κινεζικής – ότι μία γλώσσα ονομάζεται «αρχαία» όταν διατηρεί αρχαίες λεξικές και γραμματικές μορφές, ενώ θεωρείται «λιγότερο αρχαία» εάν έχει χάσει τέτοιου είδους μορφές ή εάν τις έχει αντικαταστήσει με άλλες. Συγκρίνοντας, λοιπόν, καλά την σανσκριτική με την κλασική ελληνική γλώσσα, εύκολα διακρίνουμε ότι η κλασική ελληνική δεν είναι μόνον η πιό αρχαία – λόγω των συντακτικών μορφών που έχει διατηρήσει – αλλά και ότι, επιπλέον, αυτές οι συντακτικές μορφές είναι τελειότερες και μεγαλύτερης αξίας ως προς την ορθή έκφραση τής ανθρώπινης διανόησης.
Ωστόσο, καμμία γλώσσα δεν είναι ανώτερη από τις άλλες επειδή απλά και μόνον είναι αρχαιότερη (ή πιό σύγχρονη), αν και μπορούμε να πούμε ότι ένας άνθρωπος, που δεν μιλά την ελληνική, απέναντι σε έναν άλλον άνθρωπο, που κατέχει την κλασική ελληνική, είναι σαν κάποιον, που πάσχει από δαλτονισμό, και έρχεται αντιμέτωπος με κάποιον άλλον, που δύναται να δει όλα τα χρώματα. Όποιος μιλά μόνον μία λατινογενή ή γερμανική ή σλαβική ή – πολύ περισσότερο – μία σημιτική γλώσσα, ίσως να σκέφτεται, μέσα στην άγνοιά του, ότι αντιλαμβάνεται τα ίδια πράγματα με όποιον κατέχει την κλασική ελληνική, όπως συμβαίνει με τους δαλτονικούς προτού κάποιος τους αποκαλύψει ότι υπολείπονται σε κάτι. Μόνον όποιος δεν πάσχει από δαλτονισμό, βλέπει επιπλέον την διαφορά μεταξύ τού κόκκινου και τού πράσινου, χρώματα που – αναλογικά – συγχέει όποιος δεν γνωρίζει αρχαία ελληνικά.
Η σανσκριτική γλώσσα δεν διαθέτει τις τρεις εγκλίσεις, τις οποίες διαθέτει η κλασική ελληνική και οι οποίες μάς επιτρέπουν να υποδείξουμε:
(α΄) με την «οριστική» το πραγματικό,
(β΄) με την «υποτακτική» την υποκειμενική σκέψη και
(γ΄) με την «ευκτική» το επιθυμητό.
Ενώ, λοιπόν, η λατινική γλώσσα διαθέτει μόνον την οριστική και την υποτακτική έγκλιση, η σανσκριτική δεν διαθέτει παρά μόνον την οριστική και την ευκτική. Μάλιστα την δεύτερη, την χρησιμοποιεί με έναν αρκετά εσφαλμένο τρόπο. Αυτό που συμβαίνει σε έναν άνθρωπο, ο οποίος εκφράζεται διά μέσου μιάς λατινογενούς γλώσσας – δηλαδή, είτε διά μέσου τής κλασικής λατινικής είτε διά μέσου μιάς νεολατινικής γλώσσας – ή μιάς γερμανικής ή μιάς σλαβικής, είναι το να σκέφτεται ότι, όταν μας διηγείται κάτι, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μας αναφέρει κάτι που αντικειμενικά συμβαίνει ή έχει συμβεί. Αντίθετα, όταν ένας άνθρωπος εκφράζεται στην αρχαία ελληνική γλώσσα, κατ’ ανάγκη γνωρίζει ότι – κάτω από τέτοιες γλωσσικές συνθήκες – αυτό που κάνει είναι να εκθέτει την γνώμη του γι’ αυτό που διηγείται, υποδεικνύοντας εάν πρόκειται
(α΄) είτε γιά μία γνώμη που ο ίδιος κρίνει ως υποκειμενική
(β΄) είτε γιά μία γνώμη που ο ίδιος κρίνει ως αντικειμενική.
Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο, οι καλλιεργημένοι άνθρωποι τής αρχαίας Ρώμης υιοθέτησαν την ελληνική γλώσσα ευθύς μόλις την γνώρισαν, και συνέχισαν να χρησιμοποιούν την λατινική μόνον σε οτιδήποτε σχετιζόταν με την πολιτική και τον στρατό ή όταν επρόκειτο να απευθυνθούν σε γυναίκες, ενώ καλλιεργημένοι θεωρούνταν ότι ήταν μόνον εκείνοι οι άνθρωποι, οι οποίοι γνώριζαν να εκφράζονται με άνεση στην ελληνική γλώσσα.
Ο Werner Karl Heisenberg (1901-1976), αυτός ο σύγχρονος φυσικός – γιά τον οποίον θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι πατέρας τής «Νέας Φυσικής» τόσο, όσο είναι και ο ίδιος ο Albert Einstein, αφού ο Einstein, με την Θεωρία τής Σχετικότητας, έθεσε τις βάσεις στις οποίες ερείδεται η σύγχρονη αντίληψη περί Φυσικής, ενώ ο Heisenberg ήταν εκείνος που έδωσε νόημα σε αυτή την Νέα Φυσική – στο βιβλίο του «Η περί φύσεως αντίληψη τής σύγχρονης Φυσικής», διαπραγματευόμενος το θέμα «Περί τής σχέσεως τής ανθρωπιστικής παιδείας, τής φυσικής επιστήμης και τής Δύσης», αναρωτιέται:
«Ποιοί είναι οι λόγοι που προβάλλονται από τους υπερασπιστές τού ανθρωπιστικού ιδεώδους και γιατί αυτοί τους επικαλούνται ξανά και ξανά; Κατ’ αρχήν υποδεικνύεται – και δικαιολογημένα – ότι ολόκληρος ο πολιτισμικός βίος μας, η δραστηριότητά μας, ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε και συναισθανόμαστε, έχει τις ρίζες του στην πνευματική υπόσταση τής ευρωπαϊκής Δύσης, δηλαδή στην υπόσταση που εντοπίζουμε στην Αρχαιότητα, στης οποίας την αρχή υπάρχει η ελληνική τέχνη, η ελληνική ποίηση και η ελληνική Φιλοσοφία…».
Και συνεχίζει εξηγώντας:
«Κατά δεύτερο λόγο, επιμένουν σε κάτι που είναι πολύ σημαντικό: στο ότι ολόκληρη η ισχύς και η ρώμη τού δυτικού πολιτισμού μας έχει την ρίζα της, και πάντοτε την είχε, στην στενή σχέση που διατηρούσε, εντός τού ίδιου τού πολιτισμού μας, η αμφισβήτηση των πραγμάτων – μέχρι και τού σημείου των πρωταρχικών αιτίων αυτών των πραγμάτων – και ο συσχετισμός τους με την καθημερινή πρακτική. Όσον αφορά την καθημερινή πρακτική, και άλλοι λαοί ή πολιτισμικοί κύκλοι υπήρξαν τόσο ειδήμονες, όσο οι Έλληνες, όμως εκείνο που εξ αρχής διέκρινε την ελληνική σκέψη από τον τρόπο σκέψης άλλων λαών ήταν η ικανότητα, που είχαν οι Έλληνες, να μελετούν και να κρίνουν τα ερωτήματα που τους παρουσιάζονταν, ερευνώντας τα μέχρι την πρωταρχική αιτία τους και φτάνοντας – κατ’ αυτόν τον τρόπο – σε επόψεις, που έθεταν σε τάξη την πολυποικιλότητα τής εμπειρίας και που ήταν προσβατές από την ανθρώπινη σκέψη. Αυτή η σχέση μεταξύ τής αμφισβήτησης των πραγμάτων – μέχρι και τού σημείου των πρωταρχικών αιτίων τους – και τής καθημερινής πρακτικής υπήρξε κυρίως εκείνο το χαρακτηριστικό, που πάντοτε διέκρινε το ελληνικό πνεύμα, ενώ αυτή η ίδια η σχέση ήταν παρούσα όταν η Δύση ανασταινόταν εκ νέου, κατά την εποχή τής Αναγέννησης, τότε που γεννιόνταν οι σύγχρονες επιστήμες τής Φύσης και τής Τεχνολογίας. Οποιοσδήποτε ενδιαφερθεί γιά την Φιλοσοφία των Ελλήνων, σε κάθε βήμα του θα πέφτει επάνω στην ικανότητά τους να ανάγουν τις αμφισβητήσεις τους μέχρι τις πρωταρχικές αιτίες αυτών των αμφισβητήσεων, και έτσι – μελετώντας τους Έλληνες – θα μπορέσει να γίνει κύριος αυτού τού πανίσχυρου πνευματικού εργαλείου, το οποίο δημιουργήθηκε από την δυτική σκέψη. Κατ’ αυτή την έννοια οφείλουμε να πούμε ότι όσα μάθαμε στο Κλασικό Γυμνάσιο είναι πολύ επωφελή…».
Οι λόγοι που προβάλλονται από τον Heisenberg, ώστε να καταστεί προφανής η ανάγκη να μάθουμε καλά την κλασική ελληνική γλώσσα, επανεμφανίζονται κυρίως στις μέρες μας. Ίσως η πολιτισμική καθυστέρηση τής Ισπανίας να οφείλεται στην ελλιπή γνώση τής αρχαίας ελληνικής γλώσσας, και αυτό δεν συμβαίνει τόσο εξ αιτίας τού ραχιτικού τρόπου, με τον οποίο αυτή η γλώσσα διδάσκεται στην μέση εκπαίδευση – όταν διδάσκεται – όσο και εξ αιτίας τής όχι λιγότερο ραχιτικής γνώσης, που διαθέτουν οι καθηγητές τής δευτεροβάθμιας και τής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης[7].
Η θέση μας: δεν είναι ίδιες όλες οι γλώσσες, ούτε έχουν την ίδια σημασία. Αυτή την αποδοχή τής ισότητας την ακούμε πάντοτε από τα στόματα των μέτριων ανθρώπων, όπως επίσης – τηρουμένων των αναλογιών – ακούγεται και η αποδοχή τής ισότητας μεταξύ όλων των ανθρώπων, αλλά πάντοτε από τα στόματα όποιων αξίζουν λιγότερο, ίσως ούτε καν λίγο, αλλά καθόλου.
Σήμερα, η αρχαία ελληνική γλώσσα είναι το καλύτερο εργαλείο που ο άνθρωπος έχει στην διάθεσή του γιά να αναπτύξει το μυαλό του. Ενώπιον τής ελληνικής γλώσσας όλες οι άλλες γλώσσες – και ορθά λέω όλες – είναι ελαττωματικές, κάτι που προφανώς οι αδιάλλακτοι εθνικιστές δεν επιθυμούν να ακούσουν, ιδιαίτερα όταν είναι μέλη μεγάλων εθνών.
Στο έργο του «Γλώσσα και Ανατροφή», ο Otto Friedrich Bollnow υποστηρίζει τα παρακάτω:
«Η γλώσσα προκαθορίζει εκείνο που ο άνθρωπος πρόκειται να συλλάβει, εκείνο που πρόκειται να αισθανθεί και να μην αισθανθεί, αλλά η γλώσσα – πέρα από όλα τούτα – καθορίζει ολόκληρη την πορεία του σε αυτόν τον κόσμο. Του καθορίζει τους σκοπούς, που επιθυμεί να επιτύχει, όπως και τα μέσα, που έχει στην διάθεσή του γιά να τους επιτύχει. Ο άνθρωπος σκέφτεται, αισθάνεται και βιώνει μόνον μέσα στην γλώσσα…».
Με αυτή την λογική γίνεται κατανοητό το ότι οι πρώτοι Έλληνες φιλόσοφοι γεννήθηκαν στην Μίλητο, δηλαδή στην Ιωνία, αφού η ελληνική λογοτεχνική γλώσσα έχει τις βάσεις της στην αρχαία ιονική διάλεκτο, την γλώσσα που χρησιμοποίησε ο Όμηρος, ο οποίος καταγόταν από την Σμύρνη.
Η αττική διάλεκτος, επίσης, είναι μία από τις ιονικές διαλέκτους. Διά μέσου τής αττικής διαλέκτου, ήδη από την εποχή τού Περικλή, αναπτύχθηκε ο ελληνικός πολιτισμός, ενώ από την ίδια διάλεκτο προέρχεται και η «ελληνιστική κοινή». Ποτέ δεν υπήρξε άλλη γλώσσα με τόσο μεγάλο λεξιλογικό πλούτο, όπως αυτός τής κλασικής ελληνικής, με τόσο ακριβείς όρους, όχι μόνον γιά να εκφράσει τις λεπτομέρειες, αλλά και τις λιγότερο ή περισσότερο αφηρημένες έννοιες. Γιά κάθε μία λατινική λέξη υπάρχουν από 30 έως 50 ελληνικές λέξεις, οι οποίες υποδεικνύουν έναν τεράστιο πλούτο εννοιολογικών αποχρώσεων.
διακρίβωση είναι – ταυτόχρονα – μία αύξηση και ένας εμπλουτισμός τού κόσμου τους…». Λέει ο Otto Friedrich Bollnow:
«Ο κόσμος κατασκευάζει τους ανθρώπους του κατά την δομή τής γλώσσας τους, και κάθε νέα γλωσσική
Δεν είναι σημαντικό μόνον το ότι κάποιος δύναται να προσδιορίσει τα πράγματα διά μέσου τού μεγαλύτερου ή μικρότερου λεξιλογικού πλούτου, ή των γραμματικών μορφών, τις οποίες χρησιμοποιεί ένα συγκεκριμένο λεξιλόγιο, αλλά και το ότι χάρη στην ύπαρξη τέτοιων όρων το υποκείμενο δύναται να αντιληφθεί τις αλλαγές, και χάρη σ’ αυτές ο άνθρωπος δύναται να εξελιχθεί ανθρώπινα. Σημειώνει και πάλι ο Otto Friedrich Bollnow:
«Διά μέσου τής γλώσσας δεν πραγματοποιείται μόνον η ενσυνείδητη αντίληψη τού κόσμου, αλλά και ο ίδιος ο άνθρωπος μέσω τής γλώσσας αναπτύσσει την ιδιαίτερη υπόσταση τής ουσίας του…».
8.Οι Ίωνες προσωκρατικοί φιλόσοφοι
Θαλής ο Μιλήσιος
Ο πρώτος Έλληνας φιλόσοφος ήταν ο Θαλής ο Μιλήσιος (πριν από το 600 π.Χ.). Σε μεταγενέστερες εποχές, παρόμοια με όσα λέγονταν γιά άλλες προσωπικότητες ή καταστάσεις, και με σκοπό να προσδώσουν σ’ αυτές αρχαιότατη καταγωγή ή προέλευση, λεγόταν και γιά τον Θαλή ότι είχε έρθει από την Αίγυπτο στην Μίλητο όντας ήδη ηλικιωμένος. Ο Αέτιος σημειώνει[8]:
«Ο Θαλής […] αφού φιλοσόφησε στην Αίγυπτο, ήρθε πρεσβύτερος στην Μίλητο».
(Αέτιος, 1, 3, 1)
Γιά τον Θαλή τον Μιλήσιο λέγεται ότι είναι «ο πρώτος φιλόσοφος», επειδή εκτεταμένα εφαρμόζει μία νέα γλώσσα, όταν μιλά γιά τα φαινόμενα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μέχρι την εποχή του οι άνθρωποι είχαν μιά μαγική αντίληψη γιά τον κόσμο και ότι σε όλα τα μέρη του έβλεπαν πνεύματα ή θεούς που εμψύχωναν τον κόσμο. Τα φαινόμενα ερμηνεύονταν ως πράξεις που εκτελούνταν από πνεύματα, τα οποία αποτελούσαν μέρος των γεγονότων. Με τον Θαλή, ο άνθρωπος αρχίζει να διερωτάται μέσω γενικών συλλογισμών και φυσικών κανόνων. Είναι προφανές ότι, εάν σήμερα μεταφράσουμε κατά λέξη πολλές από τις εκφράσεις τού Θαλή, αυτές θα μας φανούν ακόμη αρκετά συνδεδεμένες με το παρελθόν, αλλά εάν τις συγκρίνουμε με την μορφή των παλαιότερων εκφράσεων, θα παρατηρήσουμε την μεγάλη εξέλιξη που σημαίνεται από αυτόν τον νέο τρόπο σκέψης και ομιλίας των Ιώνων. Όχι άδικα αποδίδεται στον Θαλή και η ανακάλυψη μαθηματικών νόμων, εφόσον είναι εμφανές ότι η αναζήτηση «λογικών» συλλογισμών σημαίνει κυρίως την απόδοση μαθηματικών μορφών – ολοένα και περισσότερο αφηρημένων – στα φαινόμενα. Γράφει ο Διογένης ο Λαέρτιος:
«Ο Ιερώνυμος δηλώνει ότι ο Θαλής μέτρησε και τις πυραμίδες διά μέσου τής σκιάς τους, παρατηρώντας πότε η σκιά μας έχει το ίδιο μέγεθος μ’ εμάς…».
(Διογένης Λαέρτιος, 1, 27)
Ο Πρόκλος (410-485 μ.Χ.) εξηγεί παρομοίως αυτή την μαθηματική ικανότητα τού Θαλή, λέγοντας:
«Ο Εύδημος, στην Ιστορία τής Γεωμετρίας, στον Θαλή αποδίδει αυτό το θεώρημα, επειδή ισχυρίζεται ότι ο τρόπος, με τον οποίον λέγεται ότι απέδειξε την απόσταση των πλοίων, που βρίσκονται στην θάλασσα, αναγκαστικά προϋποθέτει χρήση αυτού τού θεωρήματος…».
(Πρόκλος, εις Ευκλείδην, 352)
Γιά τον Θαλή – όπως και γιά τους προφήτες ή τους σχεδόν προφήτες – λέγεται ότι δεν έγραψε τίποτε, αλλά οι ιδέες του απέκτησαν τόση δύναμη, που υπερέβη όσους πριν από αυτόν θέλησαν παρομοίως να διερευνήσουν περισσότερο τους φυσικούς νόμους. Ο Σιμπλίκιος λέει στα «Φυσικά» του:
«Η παράδοση λέει ότι ο Θαλής ήταν ο πρώτος που αποκάλυψε στους Έλληνες την φυσική ιστορία και – παρά το ότι υπήρξαν πολλοί άλλοι πριν από αυτόν, όπως νομίζει και ο Θεόφραστος – ο ίδιος τους υπερέβη κατά πολύ και επισκίασε όλους τους προγενέστερούς του. Λέγεται, επίσης, ότι δεν άφησε κανένα γραπτό κείμενο, εκτός από την καλούμενη Ναυτική Αστρολογία…».
(Σιμπλίκιος, Φυσικά)
Σύμφωνα με όσα τότε ήταν γνωστά ως επιστήμη, και τα οποία ξεκινούσαν από τους Σουμέριους, ο Θαλής αφιερώθηκε επιπλέον στην έρευνα τού ουρανού και των αστέρων, επειδή σ’ αυτούς τους κλάδους τής γνώσης διέβλεπε την μορφή τής νέας επιστήμης, στης οποίας την λειτουργία και την παρουσίαση αποστασιοποιήθηκε ευρέως από οτιδήποτε σχετιζόταν με τους Χαλδαίους. Έτσι, λοιπόν, λέγεται γι’ αυτόν ότι:
«Έγραψε σε στίχο επικό γιά τα ουράνια σώματα, γιά τις ισημερίες και άλλα πολλά…».
(Λεξικόν Σούδα)
Η επιστημονική γλώσσα του – την οποία πρώτος αυτός σφυρηλάτησε – έχει προφανώς αρκετά μαγικά στοιχεία σε πολλά σημεία της, όπως παρατήρησαν και μερικοί Έλληνες τής κλασικής εποχής. Γιά τούτον τον λόγο, ο Αριστοτέλης και ο Ιππίας ισχυρίζονταν ότι ο Θαλής μετέδιδε ψυχή ακόμη και σε άψυχα όντα, καταλήγοντας σε τέτοιες εικασίες εξ αιτίας τού μαγνήτη και τού ήλεκτρου.
Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος
Ανάμεσα στους Ίωνες φιλοσόφους, τον Θαλή ακολουθεί ένας άλλος σοφός άνδρας, γεννημένος επίσης στην Μίλητο, γύρω στο 600 π.Χ., ο Αναξίμανδρος, ο οποίος έγινε γνωστός επειδή άλλαξε ριζικά την απάντηση στο ερώτημα «τι ήταν η πρώτη ύλη;». Κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο:
«Ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος, γιός τού Πραξιάδη, έλεγε ότι αρχή και στοιχείο των πάντων υπήρξε το άπειρο, χωρίς να το εντοπίζει ούτε στον αέρα ούτε στο ύδωρ ούτε σε κάτι άλλο…».
(Διογένης Λαέρτιος, 2)
Σ’ αυτόν – όπως και στον Θαλή – αποδίδονται οι εφευρέσεις διαφόρων επιστημονικών οργάνων, όπως ο γνώμονας. Ο Διογένης ο Λαέρτιος συνεχίζει:
«Πρώτος εφηύρε τον γνώμονα και τον έστησε επάνω στα ηλιακά ωρολόγια τής Λακεδαίμονας – σύμφωνα με όσα λέει ο Φαβωρίνος στην Παντοδαπή Ιστορία – ώστε να σημαίνει τις τροπές και τις ισημερίες, ενώ κατασκεύασε και ωροδείκτες, χάραξε πρώτος την περίμετρο τής υδρογείου, αλλά κατασκεύασε και σφαίρα…».
(Διογένης Λαέρτιος, 2)
Η επιστημονική δραστηριότητά του, ως χαρτογράφου, προηγείται εκείνης του Εκαταίου, που επίσης ήταν Μιλήσιος. Ο Αγαθήμερος αναφέρει σχετικά:
«Ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος, μαθητής τού Θαλή, υπήρξε ο πρώτος που τόλμησε να σχεδιάσει σε πίνακα την οικουμένη. Μετά από αυτόν, ο Εκαταίος ο Μιλήσιος, άνδρας πολυταξιδεμένος, έκανε ακριβέστερο τον χάρτη, ώστε αυτό το πράγμα να είναι αξιοθαύμαστο…».
(Αγαθήμερος, 1, 1)
Εάν, λοιπόν, όπως προείπαμε, ορισμένες από τις εκφράσεις που χρησιμοποιούνταν από αυτούς τους πρώτους φυσικούς – που εγκατέλειπαν στην άκρη τον μαγικό κόσμο, με σκοπό να περάσουν στον κόσμο τής λογικής – μάς φαίνονται σήμερα σαν μία γλώσσα ελάχιστα κατάλληλη, θα διαπιστώσουμε ότι και στην σύγχρονη εποχή οι Βορειοαμερικανοί επιστήμονες κατασκευάζουν εκ νέου ένα είδος γλώσσας, η οποία μάς υπενθυμίζει – και μάλιστα σε υπερβολικό βαθμό – εκείνη την επιστημονική γλώσσα των πρώτων φυσικών. Μιλώντας γιά τον Αναξίμανδρο, ο Ιππόλυτος μάς πληροφορεί:
«Το σχήμα, λοιπόν, τής γης είναι καμπύλο, στρογγυλό, παραπλήσιο με σπόνδυλο κίονα, ενώ εμείς επιβαίνουμε στην μία επιφάνεια, και υπάρχει και η αντίθετη…».
(Ιππόλυτος, Έλεγχος, 1)
Μήπως αυτές οι απόψεις των Μιλησίων γιά τον Κόσμο – ότι, δηλαδή, είναι καμπύλος, ότι έχει κυλινδρική μορφή και ότι, στην προκειμένη περίπτωση, οι γαλαξίες βρίσκονται τοποθετημένοι επάνω σε μία επιφάνεια, καθώς και ότι από την άλλη πλευρά μπορεί να υπάρχει ένας άλλος Κόσμος – δεν μάς θυμίζουν αρκετά όλες εκείνες τις σύγχρονες κοσμογονικές θεωρίες;
Ο Αναξίμανδρος είναι γνωστός ως ο «φιλόσοφος τού απείρου». Ο Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης, αναφερόμενος στο «άπειρο», σημειώνει:
«Ούτε είναι, λοιπόν, αναγκαίο γιά το αισθητό σώμα να είναι άπειρο ως προς την ενέργεια, ώστε να μην σταματήσει η γένεση, αφού είναι δυνατόν η φθορά τού ενός να είναι γένεση τού άλλου, καθώς και το σύμπαν να είναι πεπερασμένο…».
(Αριστοτέλης, Φυσικά, Γ)
Αναξιμένης ο Μιλήσιος
Ας περάσουμε τώρα στον Αναξιμένη, που ήκμασε γύρω στο 550 π.Χ. Σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο:
«Ο Αναξιμένης ο Μιλήσιος, γιός τού Ευρύστρατου, παρακολούθησε τα μαθήματα τού Αναξίμανδρου – μερικοί λένε ότι παρακολούθησε και τού Παρμενίδη – και είπε ότι αρχή είναι ο αέρας και το άπειρο, ότι τα άστρα δεν κινούνται κάτω από την γη, αλλά γύρω από την γη…».
(Διογένης Λαέρτιος, 2)
Εδώ πιά είναι προφανές ότι έχει εγκαταλειφθεί ο χαλδαϊκός τρόπος σκέψης, που θεωρούσε ότι η γη αναπαυόταν επάνω στην θάλασσα και ότι κατά την νύχτα τα άστρα περνούσαν κάτω από την γη. Αν και ακόμη βρισκόμαστε αρκετά μακριά από το ηλιοκεντρικό σύστημα τού Αρίσταρχου τού Σάμιου, τουλάχιστον διαθέτουμε μία θεωρία, με τής οποίας τις συλλήψεις πλησιάζουμε αρκετά στο γεωκεντρικό σύστημα. Η ιδέα τού Αναξιμένη γιά τον «αέρα», μάς θυμίζει την πολύ μεταγενέστερη ιδέα γιά τον «αιθέρα». Θα ήταν αρκετό να αντικαθιστούσαμε την λέξη «αέρας» με την λέξη «αιθέρας» στους ορισμούς τού Αναξιμένη, ώστε σε πολλά σημεία να κατανοήσουμε τι είναι αυτός ο διαστρικός χώρος, που τόσο πολύ μάς θυμίζει τον «αιθέρα» – γιά να μην πω ότι είναι ακριβώς ο ίδιος με αυτόν – ο οποίος κυριαρχούσε στην Φυσική μέχρι την εμφάνιση τής Θεωρίας τής Σχετικότητας. Τού Αναξιμένη, επίσης, ήταν η ιδέα ότι τα πρώτα ζώα έζησαν στα ύδατα, και με εκείνη την ιδέα του συμφωνούν οι σύγχρονες επιστημονικές έρευνες.
Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος
Από την Ιωνία καταγόταν και αυτός ο προσωκρατικός φιλόσοφος – όχι όμως από την Μίλητο, αλλά από τον Κολοφώνα – ενώ τον θεωρούσαν ιδρυτή τής καλούμενης «Ελεατικής Σχολής». Η πόλη τής Ελέας ιδρύθηκε από πρόσφυγες, οι οποίοι προέρχονταν από την Φώκαια. Εκεί αναδύθηκε μία φιλοσοφική σχολή, γεγονός που από μόνο του σαφώς απετέλεσε μία μεγάλη πρόοδο, τέτοια που θα μπορούσαμε να πούμε ότι επάνω στην βάση των μελετών τού Ζήνωνα τού Ελεάτη γεννήθηκε η ίδια η Θεωρία τής Σχετικότητας, αφού ο Albert Einstein επιχείρησε να επιλύσει τις αντιφάσεις που ο Ζήνων εξέθετε στο έργο του και – αναζητώντας την λύση – κατέληξε να διατυπώσει την σύγχρονη Θεωρία τής Σχετικότητας.
Από την εποχή τού Ξενοφάνη και έπειτα, η ελληνική Φιλοσοφία αποκτά ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, το οποίο θα αποτελέσει στοιχείο δικό της, αλλά και όλων των επιστημών που θα προέλθουν από αυτή: ο Ξενοφάνης εισήγαγε στην έρευνα την «ηθική ιδέα», αρνούμενος να αποδεχτεί ότι θα μπορούσε να ήταν αληθινό κάτι που είναι ηθικά αρνητικό. Με αυτή την σύλληψη προσδίδει στην γνώση μία ανωτερότητα. Το αποτέλεσμα αυτής τής θέσης του ήταν να απορρίψει τον Όμηρο και τον Ησίοδο, που τότε αποτελούσαν την βάση τής ελληνικής παιδείας και θεωρούνταν ως τα θεμέλια, επάνω στα οποία οικοδομήθηκε η ίδια η ελληνική υπόσταση. Ωστόσο, οι δύο επικοί ποιητές θα συνεχίσουν γιά πολύ ακόμη καιρό να αποτελούν τις βάσεις τής καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο Διογένης ο Λαέρτιος γράφει:
«Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος, γιός τού Δεξίου – ή τού Ορθομένη, κατά τον Απολλόδωρο – […] αφού εξορίστηκε από την πατρίδα του, ζούσε στην Ζάγκλη τής Σικελίας και στην Κατάνη […] έγραφε έπη και ελεγείες και ιάμβους λογοκρίνοντας όσα αυτοί (ο Ησίοδος και ο Όμηρος) είχαν πει γιά τους Θεούς…».
(Διογένης Λαέρτιος, 8)
Σε ένα ποίημα τού Ξενοφάνη διαβάζουμε τα παρακάτω:
«Ο Όμηρος και ο Ησίοδος απέδωσαν στους Θεούς όλα όσα αποτελούν όνειδος και ψόγο γιά τους ανθρώπους, την κλοπή, την μοιχεία, την αλληλοεξαπάτηση…».
(Ξενοφάνης, Απόσπασμα 11)
Αυτός ο Ίωνας, λοιπόν, υπήρξε ο πρώτος άνθρωπος που διατύπωσε την άποψη ότι δεν είναι οι Θεοί εκείνοι που δημιούργησαν τους ανθρώπους, αλλά – αντίθετα – είναι οι άνθρωποι αυτοί που έχουν δημιουργήσει τους Θεούς κατ’ εικόνα και ομοίωση δική τους:
«Οι θνητοί νομίζουν ότι οι Θεοί γεννιούνται και ότι έχουν ένδυμα και φωνή και σώμα ανθρώπινα…».
(Ξενοφάνης, Απόσπασμα 14)
Γι’ αυτό δηλώνει ότι οι Θεοί δημιουργούνται κατ’ εικόνα και ομοίωση τού ανθρώπου και ότι
«Οι Αιθίοπες θέλουν τους Θεούς τους σιμούς και μελανόχρωμους, ενώ οι Θράκες τους θέλουν με γαλανά μάτια και με πυρρόχρωμα μαλλιά…».
(Ξενοφάνης, Απόσπασμα 16)
Προσθέτει, ακόμη, ότι εάν τα βόδια και τα λιοντάρια ήξεραν να ζωγραφίζουν, θα είχαν δημιουργήσει τους Θεούς τους με μορφές παρόμοιες προς τις δικές τους, ενώ πρώτος αυτός δέχεται αξιωματικά ότι όλα τα πράγματα είναι ένα και μοναδικό, και αυτό είναι ο Θεός. Ο Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης, στο έργο του «Μετά τα Φυσικά», σημειώνει:
«Ο Ξενοφάνης ήταν ο πρώτος που ενοποίησε τα πάντα – γιά τον Παρμενίδη λέγεται ότι ήταν μαθητής του – δεν διασαφήνισε τίποτε, ούτε φαίνεται να έθιξε καμμία από τις φύσεις των δύο αρχών αλλά, αποβλέποντας σε ολόκληρο τον ουρανό, λέει ότι ο Θεός είναι το ένα…».
(Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά, Α)
Ξεκινώντας από την ιδέα του γιά την ηθική, και υποθέτοντας ότι – σε αντίθεση με όλους τους μύθους γιά τους Θεούς – πρέπει να υπάρχει μόνον ένας Θεός, ηθικός, ήδη είχε προβλέψει αυτό που πολύ αργότερα θα αποδέχονταν οι χριστιανοί, τον μονοθεϊσμό, την ύπαρξη ενός Θεού, ενός Θεού που δεν ομοιάζει με κανέναν θνητό, ούτε στο σώμα ούτε στις σκέψεις. Διατυπώνοντας την ιδέα του γιά τον ένα και μοναδικό Θεό, καθίσταται πολύ πιό σύγχρονος από την μεσαιωνική χριστιανική Θεολογία. Τόσο σε τούτη την περίπτωση, όσο και σε άλλες, η σύγχρονη χριστιανική Θεολογία βρίσκεται πιό κοντά στην ελληνική ιδέα, παρά στην ιουδαϊκή, εφόσον ο Ξενοφάνης αποδέχεται ότι αυτός ο Θεός ούτε κινείται ούτε αλλάζει θέσεις, αλλά πραγματοποιεί – μόνον με την σκέψη του και χωρίς κόπο – όλο αυτό που είναι «ζωή μέσα στον Κόσμο». Προσθέτει επίσης ότι αυτός ο μοναδικός Θεός βλέπει τα πάντα, νοεί τα πάντα και ακούει τα πάντα:
«Ένας είναι ο Θεός, μέγιστος μεταξύ Θεών και ανθρώπων, ούτε στο σώμα όμοιος με τους θνητούς, ούτε στον νου…»,
«Πάντοτε παραμένει στον ίδιο τόπο, καθόλου δεν κινείται, ούτε του πρέπει κάθε φορά να παίρνει και άλλη θέση…»,
«Αλλά χωρίς καταπόνηση, τα πάντα κινεί με την νοητική δύναμη…»,
«Ολόκληρος βλέπει, ολόκληρος νοεί και ολόκληρος ακούει…».
(Ξενοφάνης, Αποσπάσματα 23, 26, 25 και 24)
Αντίθετα με την Θεολογία του, οι ιδέες που υποστηρίζει γιά την φύση τού ήλιου και των αστέρων δεν είναι σύμφωνες με τα πορίσματα των σύγχρονων ερευνών. Ωστόσο, γιά μία ακόμη φορά – όταν πρόκειται γιά καθαρά μεταφυσικές θεωρήσεις – εκφράζεται με ένα τρόπο παντελώς σύγχρονο, αφού αποδέχεται ότι:
«Το σαφές, λοιπόν, δεν το είδε κανείς, ούτε θα το γνωρίσει, γύρω από τους Θεούς και απ’ όσα λέω γιά τα πάντα. Ακόμη και αν κάποιος τύχει να πει την πιό τέλεια αλήθεια, ο ίδιος δεν το γνωρίζει. Γιά όλα υπάρχουν δοξασίες…».
(Ξενοφάνης, Απόσπασμα 34)
Ηράκλειτος ο Εφέσιος
Ο Ηράκλειτος καταγόταν από την Έφεσο. Ήκμασε γύρω στο 500 π.Χ. και παρέμεινε γνωστός κυρίως ως ο «σκοτεινός φιλόσοφος». Εκτός από «σκοτεινός» ονομαζόταν και «αινικτής[9]». Σ’ αυτόν αποδίδεται η σκέψη ότι το πυρ υπήρξε η πηγή όλων των πραγμάτων, όπως και ότι αυτός ο Κόσμος βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, δηλαδή ότι «πάντα ρει» ή «πάντα χωρεί». Από την άλλη πλευρά, υποστήριζε και την ιδέα ότι όλα τα πράγματα είναι ένα:
«Αφού ακούσετε τον λόγο, και όχι εμένα, είναι σοφό να ομολογήσετε ότι τα πάντα είναι ένα…».
(Ηράκλειτος, Α7)[10]
Τού Ηράκλειτου είναι και η ακόλουθη ρήση:
«Η οδός προς τα άνω και προς τα κάτω είναι μία και είναι η ίδια…».
(Ηράκλειτος, Α44)
Σε πιό γενική μορφή, παραδέχεται ότι:
«Διασυνδέσεις είναι όλα και όχι όλα, συγκλίνον αποκλίνον, συνάδον απάδον, από τα πάντα ένα και από ένα τα πάντα…».
(Ηράκλειτος, Α32)
Επίσης, όλα τα πράγματα μεταβάλλονται και γι’ αυτό:
«Δεν είναι δυνατόν δύο φορές να μπεις στον ίδιο ποταμό…».
(Ηράκλειτος, Α41)
Στο πυρ και στον πόλεμο ο Ηράκλειτος βλέπει τις δυνάμεις που διατηρούν τα στοιχεία σε ζωή και που οδηγούν στην πρόοδο. Σύμφωνα με την γλώσσα εκείνης τής εποχής, η ενέργεια δεν έχει ακόμη αυτό το όνομα, αλλά αποκαλείται πυρ. Λέει, λοιπόν, χαρακτηριστικά:
«Ο πόλεμος είναι πατέρας των πάντων, αλλά και βασιλιάς των πάντων. Άλλους, λοιπόν, απέδειξε Θεούς και άλλους ανθρώπους, άλλους έκανε δούλους και άλλους ελεύθερους…»,
«Το πυρ ανταλλάσσεται με τα πάντα, και τα πάντα με το πυρ, όπως ο χρυσός με τα πράγματα, και τα πράγματα με τον χρυσό…».
(Ηράκλειτος, Β114 και Α33)
Το χαρακτηριστικό τού Ηράκλειτου, το οποίο ιδιαιτέρως τόνιζαν οι αρχαίοι, ήταν η απέχθειά του γιά τον όχλο. Αυτό εκδηλώνει υποστηρίζοντας ότι:
«Οι κύνες γαβγίζουν προς όποιον δεν γνωρίζουν…», «Ένας – γιά μένα – ισούται με δέκα χιλιάδες, εάν αυτός είναι άριστος…».
(Ηράκλειτος, Β69 και Β86)
Αυτή, όμως, η απέχθειά του δεν πήγαζε από κάποια δήθεν «κακή γνώμη» τού Ηράκλειτου γιά τον άνθρωπο. Αυτό φαίνεται στο ακόλουθο απόσπασμα:
«Ο ομορφότερος πίθηκος είναι άσχημος, όταν συγκρίνεται με το γένος των ανθρώπων…».
(Ηράκλειτος, Β102)
Παρ’ όλ’ αυτά:
«Ο πιό σοφός άνθρωπος θα φανεί πίθηκος απέναντι στον Θεό, και στην σοφία και στο κάλλος και σε όλα τ’ άλλα…».
(Ηράκλειτος, Β103)
Ακόμη και όταν αναγνωρίζει ότι η κρίση και η σκέψη είναι κοινά χαρακτηριστικά όλων των ανθρώπων, δεν θεωρεί ότι όλοι σκέφτονται καλά:
«Το καλύτερο δεν θα ήταν να γίνονταν όλα όσα θέλουν οι άνθρωποι…».
(Ηράκλειτος, Β76)
Κατά τον Ηράκλειτο:
«Η σωφροσύνη είναι μέγιστη αρετή, η σοφία είναι να λες και να κάνεις τα αληθινά υπακούοντας στην φύση τους…»,
«Αυτόν τον Κόσμο, τον ίδιο γιά όλους, δεν τον κατασκεύασε ούτε κάποιος Θεός ούτε κάποιος άνθρωπος, αλλά πάντοτε ήταν και είναι και θα είναι αείζωο πυρ, που ανάβει και σβήνει με μέτρο…».
(Ηράκλειτος, Β80 και Α22)
9.Οι ιταλιώτες προσωκρατικοί φιλόσοφοι τής Μεγάλης Ελλάδας
Πυθαγόρας
Μεταξύ των προσωκρατικών φιλοσόφων, ο Διογένης ο Λαέρτιος ξεχωρίζει δύο ομάδες: την ομάδα τής Ανατολίας και την ομάδα τής Ιταλίας. Ανάμεσα στους δεύτερους διακρίνεται ο Πυθαγόρας, ο οποίος έδρασε στην Ιταλία γύρω στο 500 π.Χ., αλλά ήταν Ίωνας στην καταγωγή, αφού είχε γεννηθεί στο νησί τής Σάμου. Στην ιστοριογραφία, ο Πυθαγόρας έχει διπλή προσωπικότητα: γιά ορισμένους είναι ένα είδος «ασκητή», που επιδίδεται στην μαγεία, ενώ γιά κάποιους άλλους είναι ένας μαθηματικός.
Η αντιμετώπιση τού Πυθαγόρα ως μάγου φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα μίας ανάμειξης διαφόρων στοιχείων, τα οποία επινοήθηκαν κατά την χριστιανική εποχή. Κατ’ αυτή την θεώρηση, ο Πυθαγόρας – όπως και αρκετοί άλλοι ιδρυτές μυστικιστικών ή μαγικών σχολών – δεν έγραψε τίποτε, ενώ σχεδόν όλες οι ιδέες και οι θεωρίες, που του αποδίδονται, είναι καθ’ ολοκληρίαν επινοημένες από άλλους. Σε αυτό το κλίμα, ο φιλόσοφος εμφανίζεται να εκπροσωπεί μία «θρησκευτική» θεώρηση τής φύσης, η οποία αποτελεί ένα είδος αντίδρασης στην επιστημονική σκέψη.
Ήδη από την αρχαία εποχή, λεγόταν γιά τον Πυθαγόρα ότι, ενώ όντως μελέτησε πολύ, δεν έμαθε τίποτε. Τέτοια ήταν και η γνώμη τού Ηράκλειτου. Ο Διογένης ο Λαέρτιος γράφει:
«Ο Πυθαγόρας, γιός τού Μνησάρχου, επιδόθηκε στην έρευνα περισσότερο απ’ όλους τους ανθρώπους, επέλεξε αυτά τα συγγράμματα και κατασκεύασε την σοφία του, που είναι πολυμάθεια και κακοτεχνία…».
(Διογένης Λαέρτιος, 8)
Ο Πυθαγόρας υπερασπίστηκε μεταξύ των Ελλήνων την θεωρία τής μετενσάρκωσης, την οποία φαίνεται να δανείστηκε από τους Αιγύπτιους, που πίστευαν ότι ο άνθρωπος – όταν πεθαίνει – μετενσαρκώνεται σε κάποιο ζώο, πραγματοποιώντας έτσι έναν κύκλο επανενσαρκώσεων, ο οποίος διαρκεί τρεις χιλιάδες έτη, μέχρι η ανθρώπινη ψυχή εκ νέου να ενσαρκωθεί σε έναν άνθρωπο. Ο πυθαγορισμός συσχετίζεται με τον Ορφέα, γιά τον οποίον – στην πραγματικότητα – το μόνον που μπορούμε να πούμε είναι ότι υπήρξε μυθικό πρόσωπο, το οποίο βεβαίως δεν έζησε ποτέ. Όμως, είτε υπήρξε είτε όχι, οι αρχαίοι ήδη γνώριζαν ότι τα γραπτά κείμενα, που αποδίδονταν στον Ορφέα, είχαν συνταχθεί από τους μαθητές τού Πυθαγόρα.
Η Ιστορία αναφέρει ότι ο Πυθαγόρας εγκατέλειψε την Σάμο, στην οποία βασίλευε ο Πολυκράτης, και μετεγκαταστάθηκε στην Ιταλία, στον Κρότωνα, όπου ίδρυσε μία θρησκευτική αίρεση. Εκεί, όταν ήταν ήδη ηλικιωμένος, έγινε επανάσταση. Τότε ο φιλόσοφος εκδιώχτηκε και κατέφυγε στο Μεταπόντιο, όπου απεβίωσε μετά από αρκετά έτη. Στην Ιταλία επινοήθηκαν πολλοί θρύλοι γιά τον Πυθαγόρα. Μεταξύ άλλων, τον αποκαλούσαν «Υπερβόρειο Απόλλωνα», ενώ έφτασαν στο σημείο να βεβαιώνουν ότι κατείχε το χάρισμα τής «πανταχού παρουσίας», αφού ορισμένοι ισχυρίζονταν ότι τον είχαν δει και στο Μεταπόντιο και στον Κρότωνα την ίδια ώρα.
Όπως συμβαίνει σε όλες τις αιρέσεις, τα μέλη της διατηρούσαν την ενότητά τους μέσω τής εφαρμογής συγκεκριμένων τελετών. Αυτές οι τελετές ονομάζονταν «ακούσματα». Ήταν συνταγμένα σε μία αρκετά δυσνόητη γλώσσα, ώστε να καθίστανται περισσότερο μυστηριώδη.
Παρμενίδης ο Ελεάτης
Με τον Παρμενίδη και τον Ζήνωνα τον Ελεάτη εισερχόμαστε πιά στην διαλεκτική μέθοδο, γύρω στο 500 μ.Χ. Ο Παρμενίδης έθεσε τις πρώτες βάσεις γιά τούτες τις βαθυστόχαστες ερωτήσεις, αλλά ήταν ο Ζήνων εκείνος που ανέπτυξε τις «απορίες». Η Ελέα ήταν κωμόπολη που θεμελιώθηκε από Φωκαείς τής Ιωνίας, οι οποίοι – κατά την άφιξη των Περσών στην πόλη τους – προτίμησαν να επιβιβάσουν όσα πράγματα μπορούσαν στα πλοία τους, και να εγκαταλείψουν την χώρα τους, παρά να υποταχθούν σε ξένους τυραννικούς κυβερνήτες.
Με τον Παρμενίδη τα προβλήματα τίθενται σε ακόμη πιό φιλοσοφική βάση – έντονα χρωματισμένη, ωστόσο, από την θεολογία – ακόμη και αν τα αξιώματά του αγγίζουν το παράλογο, εφόσον τόσο ο Παρμενίδης, όσο και ο Ζήνων, είχαν επιχειρήματα, αλλά δεν είχαν αποδείξεις. Πράγματι, ο Παρμενίδης συγχέει την λογική απόδειξη με την οντολογική, και το κάνει με τέτοιο τρόπο, ώστε να προκαλέσει την αντίδραση όσων υπερασπίζονται την επιστημονική μέθοδο, αφού ένα πράγμα δεν υπάρχει ή παύει να υπάρχει, επειδή αυτό αποδεικνύεται από λογικά συμπεράσματα. Αντίθετα, γιά τον Παρμενίδη το λογικό είναι πραγματικό, και το πραγματικό είναι λογικό. Ως εκ τούτου γράφει:
«Εμπρός, λοιπόν: εγώ θα πω κ’ εσύ άκουσε και πρόσεξε τον λόγο μου. Να ποιές είναι οι δύο οδοί, οι αποδεκτές από την νόηση: η πρώτη ότι ένα πράγμα είναι και ότι δεν γίνεται να μην είναι – αυτός είναι ο δρόμος τής πειθούς, που ακολουθεί την αλήθεια – και η δεύτερη ότι δεν είναι και ότι είναι υποχρεωτικό να μην είναι. Λέω, λοιπόν, ότι η δεύτερη οδός είναι ατραπός αδιόρατη, επειδή αδυνατείς να γνωρίσεις το μη ον – αυτό είναι ακατόρθωτο – ούτε να το εκφράσεις…».
(Πρόκλος, εις Τίμαιον, 1)
Αυτό το πρόβλημα διατηρήθηκε μέχρι την εποχή μας, και υπήρξε ο Γερμανός φιλόσοφος Emmanuel Kant εκείνος που το έλυσε, στο έργο του «Κριτική τού Καθαρού Λόγου» (1781). Ακόμη και έτσι, όμως, ένας φιλόσοφος σαν τον Hegel έπεσε εκ νέου στο ίδιο λάθος, καθώς και όσοι ακολούθησαν την σχολή του, τόσο οι «αριστεροί» – γιά παράδειγμα: οι μαρξιστές – όσο και οι καθολικοί νέο-αριστοτελικοί, από την πλευρά τής «δεξιάς». Γι’ αυτό μερικοί ελεατικοί θα πουν:
«Μία μόνον οδός παραμένει, εκείνη τού «είναι»…».
(Σιμπλίκιος, Φυσικά)
Με αυτόν τον τρόπο καταλήγουν σε λογικότερα συμπεράσματα:
«Τίποτε δεν διαιρείται, επειδή τα πάντα είναι όμοια…».
(Σιμπλίκιος, Φυσικά)
Ζήνων ο Ελεάτης
Περισσότερο διάσημος ακόμη και από τον διδάσκαλό του υπήρξε ο Ζήνων ο Ελεάτης. Η πιό σημαντική συνεισφορά του στην Φιλοσοφία ήταν τέτοια, ώστε στις ονομαζόμενες «απορίες» ή «παράδοξα» τού Ζήνωνα και στον σχετικό προβληματισμό του βασίστηκε η Θεωρία τής Σχετικότητας τού Albert Einstein. Τα παράδοξα είναι τα ακόλουθα:
(α΄) ο Αχιλλεύς και η Χελώνα
(β΄) το βέλος
(γ΄) οι δρομείς τού Σταδίου
Στην πρώτη περίπτωση αντιμετωπίζεται ο εξής συλλογισμός:
Έχουμε μία δεδομένη απόσταση. Εμπρός από τον Αχιλλέα, ο οποίος τρέχει, ορμά μία χελώνα. Ο Αχιλλεύς την ακολουθεί, αλλά ποτέ δεν θα κατορθώσει να την προφτάσει αφού, όταν ο Αχιλλεύς φτάσει στο σημείο όπου πριν βρισκόταν η χελώνα, αυτή θα έχει μετατοπιστεί κατά ένα διάστημα – όσο μικρό και αν το φανταζόμαστε ότι θα είναι – οπότε εκ νέου ο Αχιλλεύς αναλαμβάνει το ίδιο εγχείρημα από το νέο σημείο όπου βρίσκεται. Η χελώνα, όμως, πάντοτε μετατοπίζεται κατά ένα διάστημα και διατηρεί το προβάδισμα, ώστε ο Αχιλλεύς να μην δύναται ποτέ να την προφτάσει.
Στην δεύτερη περίπτωση τίθεται ο ακόλουθος προβληματισμός:
Υποθέτουμε ότι ένας τοξότης ρίχνει ένα βέλος. Είναι προφανές ότι αυτό θα κινηθεί. Αν, όμως, το βέλος καταλαμβάνει έναν χώρο μέσα στο διάστημα, δεν θα μπορούσε να κινηθεί από αυτόν τον χώρο, επειδή θα έπαυε να υπάρχει στον χώρο. Επίσης, το βέλος δεν δύναται να κινηθεί ούτε στον χώρο, στον οποίον ακόμη δεν βρίσκεται. Άρα, λογικά, ένα βέλος δεν δύναται να μετατοπιστεί.
Στην τρίτη περίπτωση προβάλλεται ο παρακάτω συλλογισμός:
Εάν απέναντι από έναν παρατηρητή, ο οποίος παραμένει ακίνητος, περνούν ταυτόχρονα δύο δρομείς, οι οποίοι τρέχουν ο ένας αντίθετα από τον άλλον, η ταχύτητα τού πρώτου – ως προς τον ακίνητο παρατηρητή – έχει ένα σταθερό μέγεθος. Στην περίπτωση, λοιπόν, που όντως έχει σταθερό μέγεθος, η ταχύτητα τού ίδιου δρομέα ως προς τον άλλον – ο οποίος τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση – είναι η άθροιση των δύο ταχυτήτων.
10.Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι τής Κλασικής Εποχής
Ο «χρυσός αιώνας» τού Περικλή
Εάν είναι όντως αλήθεια ότι στην Ιστορία τής Φιλοσοφίας η τομή, που γίνεται με την προσωπικότητα τού Σωκράτη (469-399 π.Χ.) και ιδιαιτέρως έτσι όπως την περιγράφει ο Πλάτων (427-347 π.Χ.), αντιπροσωπεύει μία κορυφαία χρονολογία, στην Ιστορία τού Ελληνικού Πολιτισμού έχουμε μία προηγούμενη χρονολογία, η οποία σηματοδοτεί την έναρξη τού Χρυσού Αιώνα τού Ελληνικού Πολιτισμού. Αυτή την χρονολογία ίσως πρέπει να την ταυτίσουμε με την εποχή τής οικοδόμησης τού Παρθενώνα (από το 447 μέχρι το 438 π.Χ.), δηλαδή με τον «αιώνα τού Περικλή» (490-429 π.Χ.). Μεταξύ, λοιπόν, τής εποχής τού Αναξαγόρα (500-428 π.Χ.) και τής εποχής τού Πλάτωνα δεν υπάρχει μεγάλο χρονικό κενό. Στην διάρκεια και των δύο αυτών εποχών ο ελληνικός πολιτισμός εκτελεί μία πλήρη ανάπτυξη.
Στον χώρο τού Θεάτρου αρχίζουμε με τον Αισχύλο, ο οποίος άδει την ναυμαχία τής Σαλαμίνας, στα επινίκια τής οποίας συμμετέχει ο νεαρός Σοφοκλής, ενώ λέγεται ότι την ίδια χρονιά γεννιέται και ο Ευριπίδης. Ο Αισχύλος και ο Σοφοκλής ανταγωνίζονται στην τραγωδία, μέχρι που ο δεύτερος, όντας μαθητής τού πρώτου, κερδίζει τον διαγωνισμό τραγικής ποίησης τού 468 π.Χ. Αυτοί οι διαγωνισμοί τραγικής ποίησης είχαν επινοηθεί στην Αθήνα, κατά το έτος 534 π.Χ., από τον Πεισίστρατο, ο οποίος υπήρξε ο πρωτοπόρος τής πολιτισμικής λάμψης τής πόλης. Ο Σοφοκλής, όντας κατά δεκαπέντε έτη μεγαλύτερος από τον Ευριπίδη, πέθανε μόλις ένα έτος πριν από αυτόν.
Στον χώρο τής Αρχιτεκτονικής αρκεί η αναφορά στην κατασκευή τού Παρθενώνα, ενός έργου που περατώθηκε εξαιτίας τής επιμονής τού Περικλή. Την διεύθυνση τού έργου ανέλαβε ο Φειδίας, ο οποίος υπήρξε προσωπικός φίλος τού μεγάλου Αθηναίου πολιτικού άνδρα. Ο διάσημος καλλιτέχνης δημιούργησε έναν μεγάλο αριθμό αγαλμάτων και αναγλύφων, ενώ την δομική κατασκευή τού ναού ανέθεσε στον Ικτίνο και τον Καλλικράτη. Έτσι, λοιπόν, μεταξύ των ετών 447 π.Χ. και 438 π.Χ. – όσο διάρκεσε η κατασκευή αυτού τού θαυμάσιου οικοδομήματος – έχουμε μία αποκορύφωση τής καλλιτεχνικής δημιουργίας μέσα στην Ιστορία τού ανθρωπίνου γένους. Γιά τούτους κυρίως τους λόγους θεωρούμε ότι τα χρόνια τής μεγάλης πολιτιστικής ακμής – χωρίς να υπολογίζουμε την Φιλοσοφία – υπήρξαν εκείνα κατά τα οποία δημιουργήθηκαν τα έργα τού Περικλή.
Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος
Ο «χρυσός» αιώνας έλαβε αυτό το όνομα εξαιτίας τού μεγάλου πρωταγωνιστή του, τού Περικλή, και γι’ αυτόν τον λόγο είναι εξαιρετικά σημαντικό να δούμε ποιός ήταν ο διδάσκαλος τού ίδιου τού Περικλή. Ας μιλήσουμε, λοιπόν, γιά τον Αναξαγόρα.
Ο Αναξαγόρας είναι γνωστός κυρίως ως ο φιλόσοφος τού «νοός», δηλαδή τού πνεύματος. Η επιρροή του στην ανάπτυξη τής ελληνικής σκέψης υπήρξε μεγάλη, και το γεγονός ότι οι ιδέες του είναι λιγότερο γνωστές από εκείνες τού Πλάτωνα ίσως να οφείλεται στο ότι αργότερα – κατά την εξάπλωση τού Χριστιανισμού – ο Πλάτων υπήρξε ο φιλόσοφος ο οποίος ενέπνευσε την νέα θρησκεία περισσότερο και από τον ίδιο τον Χριστό, αλλά και από τις εβραϊκές παραδόσεις.
Δεν θα έπρεπε, λοιπόν, ποτέ να λησμονούμε ότι ο Περικλής ήταν μαθητής τού Αναξαγόρα. Ο Πλάτων σημειώνει σχετικά:
«Όλες οι μεγάλες τέχνες χρειάζονται εκτεταμένες συζητήσεις και ανώτερες γνώσεις φυσικής. Αυτή η υψηλή νοημοσύνη και η τελειότητα σε όλους τους τομείς φαίνεται ότι προέρχεται από τούτα. Αυτά απέκτησε επιπλέον ο Περικλής, πέρα από την φυσική ευφυΐα του, αφού νομίζω ότι παρακολούθησε τον Αναξαγόρα, που ήταν τέτοιος άνθρωπος, και γέμισε ο νους του από ανώτερες γνώσεις και έφτασε να γνωρίσει την φύση τού νοός και τής άνοιας – τα οποία ο Αναξαγόρας δίδασκε κατά κύριο λόγο – και από αυτά άντλησε τα πιό πρόσφορα γιά την ρητορική τέχνη…».
(Πλάτων, Φαίδρος, 270)
Εξίσου επηρεασμένος από τον Αναξαγόρα θεωρείται και ο τρίτος μεγάλος δραματουργός, ο Ευριπίδης. Σε τούτον τον κύκλο, ο οποίος δέχτηκε την επιρροή τού ίδιου διδασκάλου, συγκαταλέγεται τόσο ο Ηρόδοτος, όσο και ο Σοφοκλής, οι οποίοι ήταν φίλοι τού Περικλή.
Ο Αναξαγόρας αντιπροσωπεύει την κορύφωση τής ιονικής επιστημονικής σκέψης εκείνης τής εποχής. Ο Διογένης ο Λαέρτιος διηγείται ότι ο Αναξαγόρας – εκτός από φιλόσοφος – ήταν ένας καλός ιατρός και ένας καλός ρήτορας, καθώς και ότι ο Γοργίας υπήρξε επίσης μαθητής του:
«Ο Σάτυρος, στις βιογραφίες του, λέει ότι (ο Αναξαγόρας) ήταν και ιατρός και ρήτορας άριστος, ενώ ο Γοργίας ο Λεοντίνος έγινε μαθητής του…».
(Διογένης Λαέρτιος, 8)
Παρά το ότι ο Αναξαγόρας έγινε ευρέως γνωστός απλά ως «ο φιλόσοφος τού νοός», είναι βέβαιο ότι υπήρξε προ παντός ένας καλλιεργημένος άνθρωπος με πνευματικές συλλήψεις παγκοσμίου χαρακτήρα. Η ιδέα τού «νοός» σε τίποτε δεν τον εμπόδιζε να είναι πρώτ’ απ’ όλα ένας λογικός, παρά ένας διαισθητικός φιλόσοφος. Ωστόσο, η σύλληψη τής ιδέας τού «νοός» δεν παύει να είναι λαμπρή, αφού στις μέρες μας κρίνεται ως προϊόν μεγάλης διορατικότητας. Ο Σιμπλίκιος αναφέρει στα «Φυσικά» του:
«Όλα τα άλλα έχουν ένα μέρος από το καθένα, ενώ ο νους είναι άπειρος και αυτοκρατής και δεν αναμειγνύεται με κανένα πράγμα, αλλά ο ίδιος είναι μόνος και κυριαρχεί στον εαυτό του. Εάν δεν ήταν κυρίαρχος τού εαυτού του, αλλά αναμειγμένος με κάτι άλλο, θα μετείχε σε όλα τα πράγματα, εάν είχε αναμειχτεί με κάτι, εφόσον στο καθένα υπάρχει ένα μέρος από τα πάντα, όπως έχω πει προηγουμένως. Τα πράγματα, που θ’ αναμειγνύονταν μαζί του, θα τον εμπόδιζαν και δεν θα επικρατούσε σε κανένα πράγμα, όπως κάνει τώρα που είναι μόνος κυρίαρχος τού εαυτού του. Είναι, λοιπόν, το λεπτότερο και καθαρότερο απ’ όλα τα πράγματα, ενώ κατέχει κάθε γνώση γιά τα πάντα και είναι μέγιστο στην ισχύ. Ο νους επικρατεί σε όλα τα έμψυχα – και στα μεγαλύτερα και στα μικρότερα – και ο νους επικράτησε σε σύμπασα την περιστροφική κίνηση, ώστε να γίνει η αρχή τής περιστροφής. Η περιστροφή άρχισε πρώτα από έναν μικρό τόπο, ενώ τώρα γίνεται σε μεγαλύτερο και μελλοντικά θα γίνει σε ακόμη μεγαλύτερο. Ο νους γνώριζε όλα όσα αναμειγνύονταν, αποχωρίζονταν και διαχωρίζονταν, καθώς και πώς έμελλε αυτά να είναι και πώς ήταν, και όσα τώρα δεν υπάρχουν και όσα τώρα υπάρχουν και πώς θα είναι, όλα τα τακτοποίησε ο νους, όπως και αυτή την περιστροφική κίνηση, κατά την οποία τώρα περιστρέφονται τα άστρα και ο ήλιος και η σελήνη και ο αέρας και ο αιθέρας, οι οποίοι αποχωρίζονται. Αυτή η περιστροφή προκάλεσε τον αποχωρισμό. Αποχωρίζεται, λοιπόν, το πυκνό από το αραιό, το θερμό από το ψυχρό, το λαμπρό από το ζοφερό, και το ξηρό από το υγρό. Υπάρχουν, όμως, πολλά μέρη από πολλά πράγματα και – εκτός από τον νου – κανένα τους δεν αποχωρίζεται ούτε διαχωρίζεται εντελώς από τα άλλα. Ολόκληρος ο νους είναι όμοιος, και όντας μεγαλύτερος και όντας μικρότερος. Τίποτε άλλο, όμως, δεν είναι όμοιο με κάτι άλλο, αλλά καθένα τους καθιστά και καθιστούσε πρόδηλο εκείνο το χαρακτηριστικό, το οποίο περιέχει σε μεγαλύτερη ποσότητα…».
(Σιμπλίκιος, Φυσικά)
Η ανωτέρω εικόνα είναι ακριβώς εκείνη που σε πολλά σημεία της παραπέμπει σε σύγχρονες θεωρίες τής Κοσμολογίας, οι οποίες επίσης είναι «αξιωματικά εμπνευσμένες», ακόμη και αν πρόκειται γιά «εμπνεύσεις» που επιθυμούν να είναι επιστημονικές – κάτι που συμβαίνει μεταξύ των σημερινών αστρονόμων – αλλά που βασίζονται στην διαίσθηση και, ως εκ τούτου, εφόσον δεν παρέχουν αποδείξεις, δεν παύουν να είναι κατ’ ουσία «μεταφυσικές».
Έτσι, λοιπόν, ο Αναξαγόρας – κατ’ αυτόν τον τρόπο – διατηρεί την «έμπνευση» εντός ορίων και δεν φτάνει στο σημείο να παράγει «εξωφρενισμούς» από αυτήν. Ομοίως συμπληρώνει:
«Αφού ο νους άρχισε να κινεί, αποχωρίστηκε απ’ όλα τα κινούμενα, και όσο κινούσε ο νους, τα πάντα διαχωρίζονταν, ενώ όσο κινούνταν και διαχωρίζονταν, τόσο περισσότερο η περιστροφική κίνηση αύξανε τον διαχωρισμό…».
(Σιμπλίκιος, Φυσικά)
«Καθώς αυτά έτσι περιστρέφονταν, αποχωρίζονταν μέσω τής βίας και τής ταχύτητας. Η ταχύτητα παράγει την βία. Η ταχύτητα αυτών δεν ομοιάζει με την ταχύτητα κανενός πράγματος, από εκείνα που τώρα υπάρχουν μεταξύ των ανθρώπων, αλλά οπωσδήποτε είναι πολλαπλάσια αυτής…».
(Σιμπλίκιος, Φυσικά)
«Ο νους, λοιπόν, που υπάρχει πάντοτε, και τώρα οπωσδήποτε βρίσκεται εκεί όπου βρίσκονται όλα τ’ άλλα, στην περιέχουσα μάζα και σε όσα συνενώθηκαν και σε όσα αποχωρίστηκαν…».
(Σιμπλίκιος, Φυσικά)
Ο Αναξαγόρας, όπως και οι άλλοι Ίωνες φιλόσοφοι, επιθυμούσε να κατανοήσει τον Κόσμο αποκλειστικά μέσω των φυσικών αιτίων, και όχι ανατρέχοντας σε θεολογικές έννοιες. Γιά τον Αναξαγόρα ο Ήλιος δεν διαθέτει τίποτε το θεϊκό, αλλά είναι ένας πυρωμένος λίθος, και η Σελήνη είναι ένας πλανήτης που ομοιάζει προς την Γη. Ο φιλόσοφος έκρινε ότι όλες οι οντότητες αποτελούνται από τα ίδια στοιχεία και δήλωσε ότι αυτά τα στοιχεία, κατά τον τρέχοντα χρόνο, βρίσκονται σε κατάσταση διαχωρισμού επειδή υφίστανται έναν στροβιλισμό, ο οποίος διαχωρίζει το πυκνό από το αραιό, το θερμό από το ψυχρό, και το ξηρό από το υγρό. Αυτές οι ποιότητες, όμως, δεν είναι εντελώς διαχωρισμένες ούτε αποκομμένες – σαν να τις αποκόψαμε με έναν πέλεκυ – αλλά είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους.
Όποιος στις μέρες μας ακούσει τους σύγχρονους φιλοσόφους και τους θεωρητικούς τής αστρονομίας να μιλούν, θα διαπιστώσει ότι αυτοί οι σύγχρονοι σοφοί, τού εικοστού μετά Χριστόν αιώνα, χρησιμοποιούν συχνότατα ένα λεξιλόγιο πολύ πιό παιδικό από εκείνο των προσωκρατικών φιλοσόφων. Τέτοια είναι, χωρίς αμφιβολία, η περίπτωση τής θεωρίας τού καλούμενου «big bang», η οποία – ήδη στο όνομά της – φέρει πολύ παιδικά στοιχεία. Ο «ιδιοφυής» εμπνευστής της την ονόμασε μ’ έναν όρο λαϊκό, την λέξη «bang» – που πρώτ’ απ’ όλα είναι ηχομιμητική και που αντιστοιχεί στην καστιλλιανική λέξη «cataplún[11]» – τής οποίας η διατύπωση τού προέκυψε ως ανάμνηση τού λονδρέζικου ρολογιού τού Westminster, που ονομάζεται «Big Ben». Ένα λεξιλόγιο με τόσο παιδικές παρηχήσεις, όπως αυτό που χρησιμοποιείται από τους σύγχρονους «επιστήμονες» και ειδικά από τους Αμερικανούς που έχουν σπουδάσει σε αμερικανικά πανεπιστήμια, είχε ήδη ξεπεραστεί κατά πολύ από τους Ίωνες φιλοσόφους, εδώ και 2.500 έτη.
Ο Αναξαγόρας υπερασπιζόταν πολλές ορθές απόψεις, οι οποίες – μερικούς αιώνες αργότερα – κατά την εποχή τού χριστιανικού σκοταδισμού θα εγκαταλείπονταν στην λήθη. Τέτοια ήταν και η ακόλουθη γνώμη του:
«Ο ήλιος δίνει την λαμπρότητα στην σελήνη…».
(Πλούταρχος, Περί τού εμφαινομένου κ.τ.λ., 16)
Επίσης είχε αντιληφθεί ότι
«Ίριδα καλούμε την αντανάκλαση τού ήλιου στα νέφη…».
(Απόσπασμα 19, σχόλιο ΒΤ στην Ιλιάδα Ρ 547)
Οι αστρονομικές πεποιθήσεις του ήταν ακόμη πιό ορθές. Γιά τον Αναξαγόρα ο Ήλιος, η Σελήνη και όλα τ’ άστρα ήταν πυρακτωμένοι λίθοι που βρίσκονται σε κίνηση. Έλεγε, επίσης, ότι δεν αισθανόμαστε την θερμότητα των άστρων, επειδή αυτά βρίσκονται πολύ μακριά από εμάς. Υποστήριζε ότι η Σελήνη δεν έχει δικό της φως, αλλά δέχεται φως από τον Ήλιο. Είχε σωστές θέσεις γιά την φύση των εκλείψεων και δίδασκε ότι οι εκλείψεις τού Ήλιου οφείλονται στο ότι μας τον αποκρύπτει η Σελήνη. Γιά την ίδια την Σελήνη έλεγε ότι είναι πλασμένη από χώμα και ότι έχει πεδιάδες και χάσματα. Δήλωνε ότι στην Γη τα ποτάμια δημιουργούνται από τα ύδατα που φέρνουν οι βροχές και ότι – μερικές φορές – μέσα στην Γη υπάρχουν και εσωτερικά ύδατα, δηλαδή «πηγαία», τα οποία επίσης παρέχουν στους ποταμούς το υγρό στοιχείο τους. Γιά τον ποταμό Νείλο, συγκεκριμένα, έλεγε ότι αυξάνεται κατά το θέρος, επειδή τήκονται τα χιόνια τού Νότου.
Αναφερόμενος στην καταγωγή των ζώων, υποστήριζε ότι αυτά πρωτοεμφανίστηκαν στα ύδατα. Αντιλήφθηκε, επίσης, ότι οι σπόροι αναμειγνύονται με τον αέρα, παρασύρονται από αυτόν, πέφτουν επάνω στην γη και από τους ίδιους – με την βοήθεια τής βροχής – βλασταίνουν τα φυτά. Γιά τον Αναξαγόρα ο άνθρωπος είναι το πιό σοφό απ’ όλα τα ζώα. Αυτή η ιδιότητα συνδέεται με το γεγονός ότι ο άνθρωπος έχει χέρια. Σε αυτό το σημείο φαίνεται ότι ο φιλόσοφος αναστρέφει τους όρους, αφού τον ακούμε να μιλά γιά κάτι που μετά από εικοσιτέσσερις αιώνες θα αντηχήσει στον Υλισμό, όπως θα τον διαμορφώσουν οι μαρξιστές τού εικοστού αιώνα.
Μπορούμε αδιαμφισβήτητα να υποστηρίξουμε ότι η μελλοντική ανάπτυξη τής Αθήνας οφείλεται στον Αναξαγόρα, ο οποίος οδήγησε την Φιλοσοφία προς αυτή την πόλη. Τα χρόνια από τον Αναξαγόρα μέχρι τον Σωκράτη χαρακτηρίζονται από την εμφάνιση ενός αριθμού σοφών ανθρώπων, οι οποίοι ονομάστηκαν «σοφιστές». Η σκληρή κριτική που ασκήθηκε εναντίον τους από τα γραπτά τού Πλάτωνα, ο οποίος χρησιμοποίησε το στόμα τού Σωκράτη, προσέδωσε στον όρο «σοφιστής» μία σαφώς αρνητική έννοια. Μεταξύ εκείνων των ανδρών υπήρξαν πολλοί που δεν άξιζαν την περιφρόνηση που τους έδειχνε ο Πλάτων. Αντίθετα, πολλά στοιχεία δικαιολογούν την άποψη ότι μεταξύ των «σοφιστών» υπήρξαν άνθρωποι αντάξιοι τής εκτίμησης που έχαιρε και χαίρει ο ίδιος ο Πλάτων.
Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος
Ο Εμπεδοκλής καταγόταν από τον Ακράγαντα τής Σικελίας. Αν και ήταν πολύ νεώτερος τού Αναξαγόρα, ξεκίνησε νωρίτερα από αυτόν την δραστηριότητά του. Ο Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης αναφέρει:
«Ο Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος ήταν μεγαλύτερος από τον Εμπεδοκλή, αλλά ανέπτυξε δραστηριότητα μετά από αυτόν…».
(Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά, 984)
Ο Εμπεδοκλής υποστήριζε ότι όλα τα πράγματα και τα συστατικά τους κυριαρχούνται από δύο δυνάμεις. Η μία τα ενώνει – η καλούμενη «έλξη» – και ο Εμπεδοκλής την ονομάζει «φιλότητα». Η άλλη τα διαχωρίζει – η «απώθηση» – και ο ίδιος την ονομάζει «νείκος».
«Όπως, λοιπόν, είπα και πριν, αγγίζοντας τα πέρατα των λόγων, κάτι διπλό θα πω. Άλλοτε αυξάνεται, ώστε να είναι ένα μόνο από τα πολλά, και άλλοτε πάλι διαχωρίζεται, ώστε να είναι πολλά από το ένα, πυρ και ύδωρ και γη και άπλετο ύψος τού αέρα, και χωριστά από τούτα το ολέθριο νείκος, ισόβαρο με αυτά ως προς τα πάντα, κ’ εντός τους η φιλότητα, ίση μ’ αυτά στο μήκος και στο πλάτος. Αυτήν κοίτα με νου, και όχι με θαμπωμένους οφθαλμούς…».
(Εμπεδοκλής, Περί φύσεως, Απόσπ. 17, στίχοι 15-21)
Αυτή η διατύπωση ανακαλεί στην μνήμη μας εκείνες τις σύγχρονες κοσμογονικές θεωρίες, οι οποίες μας μιλούν γιά έναν Κόσμο που βρίσκεται σε εξάπλωση και που δύναται να φτάσει σε μία τέτοια κατάσταση, ώστε αυτή η δύναμη ν’ αλλάξει και τα συστατικά μέρη του ν’ αρχίσουν εκ νέου ν’ αναδιπλώνονται.
Όταν αναγιγνώσκουμε τον Εμπεδοκλή, ενίοτε μας δημιουργείται η εντύπωση ότι ενώπιόν μας έχουμε έναν άνθρωπο κατά μία γενιά αρχαιότερο τού Αναξαγόρα. Έτσι, λοιπόν, θα δούμε ότι ο Εμπεδοκλής είναι ένας φιλόσοφος που σε πολλά θέματα ακολουθεί κατά κύριο λόγο ένα είδος πυθαγορισμού, με θεωρίες και απόψεις κάπως μαγικές και μυστικιστικές, ενώ στον Αναξαγόρα κυριαρχεί πάντοτε η επιστημονική σκέψη, αναπτυγμένη επάνω στις βάσεις που έθεσαν οι Μιλήσιοι φιλόσοφοι. Γι’ αυτόν τον λόγο, στην Αθήνα, οι πολίτες που αντιπροσώπευαν την αρχαία και λαϊκή σκέψη αποπειράθηκαν να καταδικάσουν τον Αναξαγόρα με την κατηγορία τής αθεΐας, δηλαδή τής έλλειψης πίστης προς τους Θεούς, τής προσπάθειας εξήγησης τού Κόσμου μέσω των αιτιών, των δράσεων και των αντιδράσεων που σήμερα θ’ αποκαλούσαμε επιστημονικές. Αυτό, όμως, δεν είναι κάτι παράξενο. Ακόμη και είκοσι αιώνες μετά τον Αναξαγόρα και τον Εμπεδοκλή, η χριστιανική Ευρώπη πορευόταν μέσα στο ίδιο κλίμα αδιαλλαξίας. Εάν κάποιοι φιλόσοφοι, όπως ο Newton, κατόρθωσαν να καταστήσουν αποδεκτές τις απόψεις τους, αυτό συνέβη μόνον και μόνον επειδή οι χριστιανικές πεποιθήσεις τους τούς οδηγούσαν να παρατηρήσουν κάποια «θεϊκή θεμελίωση» μέσα στους νόμους τής Φύσης.
Λεύκιππος ο Μιλήσιος και Δημόκριτος ο Αβδηρίτης
Ανάμεσα σε αυτούς τους σοφούς άνδρες – οι οποίοι δέχτηκαν τόσες κριτικές – υπήρξαν ορισμένοι, όπως οι πρωτεργάτες τής Ατομικής Θεωρίας, των οποίων οι φιλοσοφικές βάσεις επιβίωσαν μέχρι την ίδια την σύγχρονη επιστήμη. Η βάση τής Ατομικής Θεωρίας φαίνεται ότι γεννήθηκε από τον Λεύκιππο, ο οποίος ήκμασε γύρω στο 450 π.Χ. και ήταν – ακριβώς όπως εκείνοι οι μεγάλοι φυσικοί των προηγούμενων αιώνων – γέννημα και θρέμμα τής Μιλήτου. Μερικοί σχολιαστές συμπεριλαμβάνουν τους πρωτεργάτες τής Ατομικής Θεωρίας μεταξύ των σοφιστών, αλλά αυτό το γεγονός μού φαίνεται άδικο, αφού οι πρώτοι είναι εκείνοι ακριβώς, οι οποίοι εξακολούθησαν να εκπροσωπούν την επιστημονική τάση τής φιλοσοφικής και φυσικής θεώρησης τής γνώσης στην Ελλάδα.
Ο Werner Karl Heisenberg, αφού εξηγεί πόσα οφείλουν οι θεωρίες του στην ανάγνωση τού πλατωνικού «Τίμαιου[12]», εκφράζει την λύπη του γιά ορισμένα λάθη που πραγματοποιήθηκαν κατά τον ιθ΄ αιώνα στην κατανόηση τής Ατομικής Θεωρίας, όπως και γιά το ότι εκείνοι, οι οποίοι διαμόρφωσαν την θεωρία γιά τα άτομα και γιά τα στοιχεία, δεν είχαν μελετήσει πρωτύτερα τον Πλάτωνα. Ο ίδιος συνεχίζει εξηγώντας πώς έφτασε στην δική του θεωρία:
«Κατ’ αυτόν τον τρόπο έφτασα – χωρίς να γνωρίζω καλά το πώς – σε μία από τις μεγάλες ιδέες τής φυσικής Φιλοσοφίας των Ελλήνων, που συμβολίζει την γέφυρα ανάμεσα στην Αρχαία και στην Σύγχρονη εποχή, η οποία αναπτύχθηκε πηγάζοντας με δύναμη μέσα από την Αναγέννηση. Αυτή η τάση τής ελληνικής Φιλοσοφίας συνήθως ονομάζεται «Ατομική Θεωρία τού Λεύκιππου και τού Δημόκριτου», η «Υλισμός». Πρόκειται, όμως, γιά το αποτέλεσμα μιάς ονομασίας που από ιστορικής απόψεως είναι σωστή, αλλά που σήμερα δύναται με ευκολία να παρερμηνευτεί, αφού κατά την διάρκεια τού ιθ΄ αιώνα επιδέχτηκε έναν μονομερή χρωματισμό, ο οποίος με τίποτε δεν ανταποκρίνεται στην εξέλιξη τής ελληνικής φυσικής Φιλοσοφίας…».
Ο Werner Karl Heisenberg υποστηρίζει, στην συνέχεια, ότι αυτό το ερμηνευτικό λάθος δεν επικρατούσε ανέκαθεν. Μας είναι αρκετό να διαπιστώσουμε ότι, κατά τον ιζ΄ αιώνα, ο γαλλικής καταγωγής χριστιανός θεολόγος και φιλόσοφος Gassendi υπήρξε εκείνος που εκ νέου υπερασπίστηκε την Ατομική Θεωρία. Γιά τον Heisenberg, ο Υλισμός και η Ατομική Θεωρία τού ιθ΄ αιώνα οφείλουν την εξέλιξή τους σε καρτεσιανές ιδέες. Γι’ αυτόν τον λόγο, δεν μπορούμε να αποδώσουμε την καρτεσιανή έννοια στον ελληνικό Υλισμό, ούτε – βεβαίως – και την μαρξιστική.
Οι πρωτεργάτες, λοιπόν, τής Ατομικής Θεωρίας διαμόρφωσαν φιλοσοφικές θέσεις που βρίσκονται σε πλήρη συμφωνία με τις πιό σύγχρονες φυσικές και φιλοσοφικές συλλήψεις. Ο Σέξτος γράφει:
«Ενίοτε ο Δημόκριτος αναιρεί όσα φαίνονται στις αισθήσεις και λέει ότι κανένα από αυτά δεν εμφανίζεται ως σύμφωνο προς την αλήθεια, αλλά μόνον προς την δοξασία, ενώ το αληθινό – που υπάρχει στα όντα – είναι τα άτομα και το κενό. Λέει, λοιπόν, ότι «κατά σύμβαση υπάρχει το γλυκό και κατά σύμβαση το πικρό, κατά σύμβαση το θερμό και κατά σύμβαση το ψυχρό και κατά σύμβαση το χρώμα, ενώ στην πραγματικότητα υπάρχουν άτομα και κενό»…».
(Σέξτος Εμπειρικός, Προς Μαθηματικούς)
Οι γνώμες τού Λεύκιππου και τού Δημόκριτου μάς ηχούν τόσο σύγχρονες – αφού τις βλέπουμε να επιβεβαιώνονται από την σύγχρονη Αστρονομία και την Φυσική – ώστε στην περίπτωση των πρωτεργατών τής Ατομικής Θεωρίας θα θεωρούσαμε ότι έχουμε να κάνουμε με προφήτες. Ο Λεύκιππος βεβαίωνε ότι:
«Τίποτε δεν συμβαίνει μάταια, αλλά τα πάντα συμβαίνουν γιά κάποιον λόγο και κατ’ ανάγκη…».
(Στοβαίος, Ανθολόγιον)
Ο Ιππόλυτος, εξάλλου, μάς πληροφορεί ότι:
«Ο Δημόκριτος μιλά όμοια με τον Λεύκιππο γιά τα στοιχεία, το πλήρες και το κενό […] και μιλούσε δημιουργώντας την εντύπωση ότι τα όντα κινούνται στο κενό, ότι οι Κόσμοι είναι άπειροι και διαφέρουν ως προς το μέγεθος, ενώ σε μερικούς δεν υπάρχει ήλιος ούτε σελήνη, σε μερικούς αυτά τα σώματα είναι μεγαλύτερα απ’ όσο στον δικό μας, και σε μερικούς είναι περισσότερα, και ότι τα διαστήματα μεταξύ των Κόσμων είναι άνισα και αλλού υπάρχουν περισσότεροι Κόσμοι, αλλού λιγότεροι, άλλοι αναπτύσσονται, άλλοι ακμάζουν, άλλοι φθίνουν, αλλού γίνονται, αλλού αποσυντίθενται, και φθείρονται όταν προσπίπτουν ο ένας στον άλλον, ενώ μερικοί Κόσμοι είναι έρημοι από ζώα και φυτά και από κάθε είδος υγρού…».
(Ιππόλυτος, Έλεγχος, 1)
Αυτές οι απόψεις σήμερα γίνονται σε τέτοιο βαθμό αποδεκτές, που μας επιτρέπεται να σκεφτούμε ότι οι σύγχρονες θεωρίες βασίζονται σε αυτές τις ιδέες ή – τουλάχιστον – ότι οι συγγραφείς των νέων θεωριών είχαν μελετήσει τις γνώμες τού Λεύκιππου και τού Δημόκριτου και τις συμπεριέλαβαν στα θεμέλια τής σκέψης τους.
Το ότι τα άτομα είναι – στο μεγαλύτερο μέρος τους – κενό, το οποίο υφίσταται ακριβώς μεταξύ τού πυρήνα και των ηλεκτρονίων, το ότι τα άτομα βρίσκονται σε συνεχή κίνηση, το ότι ολόκληρος ο Κόσμος περιστρέφεται στο διάστημα όπως τα ηλεκτρόνια των ατόμων, το ότι οι γαλαξίες διαφέρουν ως προς το μέγεθος, το ότι υπάρχουν συστήματα με πλανήτες και ήλιους, καθώς και χωρίς αυτούς, το ότι κάποιοι γαλαξίες είναι πιό πολυμελείς από άλλους, το ότι σε ορισμένα σημεία τού Κόσμου υπάρχει μία κατανομή γαλαξιών σε πολύ μεγαλύτερη πυκνότητα απ’ ότι σε άλλα, το ότι υπάρχουν τόσο γαλαξίες όσο και ήλιοι που αυξάνονται καταναλώνοντας την ίδια την ύλη τους, το ότι υπάρχουν ήλιοι που έφτασαν στην πληρότητά τους, όπως είναι τα κυανόχρωμα άστρα-γίγαντες, το ότι υπάρχουν «νόβα[13]» που τώρα γεννιούνται και υπήρξαν «νόβα» που εξαφανίστηκαν, και το ότι, τελικά, τα πρωτόνια, τα νετρόνια και τα άλλα σωματίδια καταστρέφονται από συγκρούσεις… είναι θέσεις που αποτελούν τις βασικές αρχές των σύγχρονων φυσικών θεωριών. Πέρα από τούτα, όμως, υπάρχουν και ορισμένες αρχές τής Χημείας – όπως το ότι τα άτομα συνενώνονται λόγω συγγένειας γιά να σχηματίσουν μεγαλύτερα σώματα – οι οποίες αποτελούν θεωρίες ήδη διατυπωμένες από τον Δημόκριτο.
Δεν θα αναφερθούμε στον Γοργία, ο οποίος υπήρξε μαθητής τού Αναξαγόρα, αλλά ας πούμε ότι ο ίδιος υπήρξε διδάσκαλος τού Ισοκράτη, τού καλύτερου Έλληνα πεζογράφου, που με την σειρά του υπήρξε διδάσκαλος τού Δημοσθένη, αφού ο Γοργίας – πάνω απ’ όλα – θεωρούσε τον εαυτό του ρήτορα και όχι σοφιστή.
Πρωταγόρας
Εν τέλει θα αναφερθούμε στον Πρωταγόρα, τον φιλόσοφο γιά τον οποίον ο Πλάτων έγραψε τον ομώνυμο διάλογο.
Η κύρια συνεισφορά τού Πρωταγόρα στην φιλοσοφία, δύναται να συνοψιστεί ως εξής: έτσι απατηλές όπως είναι οι αισθήσεις μας, καταλήγουμε να αντιληφθούμε ότι – στην πραγματικότητα – τίποτε δεν είναι απόλυτο, και ότι ο άνθρωπος, γι’ αυτόν τον λόγο, είναι το μέτρο γιά όλα τα πράγματα. Ο Πρωταγόρας δίδασκε ότι:
«Ο άνθρωπος είναι το μέτρο γιά όλα τα πράγματα: αυτών που υπάρχουν, ότι υπάρχουν, και αυτών που δεν υπάρχουν, ότι δεν υπάρχουν…».
(Διογένης Λαέρτιος, 9)
Είχε την γνώμη ότι όλα τα θέματα μπορούν να ειδωθούν και να αντιμετωπιστούν από δύο πλευρές, αντίθετες μεταξύ τους. Επίσης δίδασκε ότι τίποτε δεν μπορούμε να πούμε ούτε γιά τους Θεούς ούτε γιά την ύπαρξή τους:
«Δεν έχω τρόπο γιά να γνωρίσω τους Θεούς – εάν υπάρχουν ή εάν δεν υπάρχουν – επειδή τα κωλύματα προς αυτή την γνώση είναι πολλά, όπως η έλλειψη βεβαιότητας και η βραχύτητα τού ανθρώπινου βίου…».
(Διογένης Λαέρτιος, 9)
11.Πλάτων και Αριστοτέλης
Πλάτων
Η άλλη κορυφή τού ελληνικού πολιτισμού είναι ο φιλόσοφος Πλάτων (427-347 π.Χ.). Η αξία του είναι τόσο μεγάλη, ώστε το έργο του καθορίζει τον διαχωρισμό ανάμεσα στην προγενέστερη φιλοσοφία, την ονομαζόμενη «προσωκρατική» – αφού ο Πλάτων χρησιμοποιεί την προσωπικότητα τού Σωκράτη, αν και στην πραγματικότητα ο ίδιος είναι ο θεμελιωτής τής «σωκρατικής» φιλοσοφίας – και στην μεταγενέστερη.
Ο Πλάτων, κατά κάποια έννοια, είναι το «μηδέν άγαν» τής Φιλοσοφίας. Αυτός δίνει ζωή στην ευθυκρισία, όπως κάνουν με τους ναούς και με τα αγάλματα οι καλλιτέχνες τού Χρυσού Αιώνα. Ο Πλάτων είναι φιλόσοφος μέσω τής ανάλυσης και ποιητής μέσω τής σύνθεσης. Αντίθετα προς τους προγενέστερούς του φιλοσόφους-επιστήμονες, οι οποίοι κατόρθωσαν να κατεβάσουν τους Θεούς στην γη, ο Πλάτων ενασχολήθηκε με την άνοδο τού ανθρώπου στους ουρανούς, σαφώς – όμως – μετά από τον επίγειο θάνατο τού ανθρώπου. Γι’ αυτόν τον λόγο, η πλατωνική θεωρία επικαλύφθηκε μερικώς από την ιδέα τής αθανασίας τής ψυχής, την οποία αργότερα δανείστηκαν από τον φιλόσοφο οι χριστιανοί, αφού οι Ιουδαίοι κατανοούσαν μόνον την αθανασία τού σώματος. Αναμφίβολα, λοιπόν, αυτή είναι η αιτία γιά την οποία οι πρώτοι χριστιανοί συγγραφείς – μεταξύ των οποίων και ο Αυγουστίνος Αυρήλιος, Επίσκοπος Ιππώνος (354-430 μ.Χ.) – περιορίζονταν στο ιδεολογικό περιβάλλον τού πλατωνισμού. Αυτή, όμως, είναι και η αιτία γιά την οποία τα έργα τού Πλάτωνα διασώθηκαν στην ακεραιότητά τους μέχρι τις μέρες μας.
Οφείλουμε να επιπροσθέσουμε ότι, χωρίς την ελληνική γλώσσα, το μεγαλύτερο μέρος των υψηλότερων ιδεών – τις οποίες περιέχει η Καινή Διαθήκη, σε αντίθεση με την Παλαιά – δεν θα μπορούσε να ερμηνευτεί. Πολύ δύσκολα τέτοιες ιδέες θα μπορούσαν να διατυπωθούν στην αραμαϊκή ή σε κάποια άλλη σημιτική γλώσσα, ούτε καν στην λατινική, κάτι που καθίσταται εμφανέστατο όταν μελετήσουμε μερικά τεράστια λάθη, τα οποία υπάρχουν στην λατινική μετάφραση τής Καινής Διαθήκης, στην έκδοση που ονομάζεται «vulgata», γιά τα οποία η μόνη δικαιολογία είναι ότι αυτή η έκδοση χρησιμοποιήθηκε – όπως υποδεικνύει και το όνομά της («vulgus» σημαίνει όχλος) – γιά να υποβιβάσει το γλωσσικό επίπεδο τού κειμένου, με σκοπό να καταστήσει την Καινή Διαθήκη προσιτή στον όχλο. Αντίθετα, γιά την ελληνική γλώσσα μπορούμε να πούμε ότι ο ίδιος ο Θεός βρισκόταν σε αναμονή, μέχρι αυτή να εξαπλωθεί στην Μέση Ανατολή – κατά την εποχή που μέχρι και στην Ιουδαία και στην Γαλιλαία η ελληνική έφτασε να είναι η γλώσσα τού καλλιεργημένου πληθυσμού – και μόνον τότε αποφάσισε να στείλει τον Υιό του στην Γη.
Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης
Τον Πλάτωνα ακολουθεί ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.), τον οποίον σε τίποτε δεν πρέπει να υποτιμούμε, ούτε να τον τοποθετούμε χαμηλότερα από τον Πλάτωνα, αφού και αυτός βρίσκεται στην κορυφή τής ανάπτυξης τής ανθρώπινης σκέψης, μόνον που – εφευρίσκοντας την Λογική – αυτό που έκανε ήταν να θέσει νοητική τροχοπέδη στην ελεύθερη ανάπτυξη τής ζωής, προσδιορίζοντας τα διατυπώματα τής σκέψης. Ο Αριστοτέλης θεμελίωσε την αρχή τής ταυτότητας, η οποία αποτελεί τόσο την βάση τής κρίσης, όσο – γιά ορισμένους σύγχρονους διανοητές, όπως ο Henri Laborit – και την πιό δυσοίωνη διατύπωση που έγινε ποτέ.
Αρχικά, κατά την διάρκεια ολόκληρου τού Μεσαίωνα, ο χριστιανισμός ήταν κατ’ αποκλειστικότητα πλατωνικός, ενώ η ρωμαιοκαθολική εκκλησία καταδίκαζε τον αριστοτελισμό ως εσφαλμένη θεωρία. Γι’ αυτόν τον λόγο λέγεται ότι ο χριστιανισμός, αρχικά, δεν ήταν απλώς και μόνον ελληνικός, αλλά – πιό συγκεκριμένα – πλατωνικός. Αργότερα, και μόνον χάρη στο έργο τού Θωμά Ακινάτη (1224-1274 μ.Χ.), ο Αριστοτέλης εισέρχεται ως δογματικά αποδεκτός στον χώρο τού δυτικού χριστιανισμού. Ας σημειωθεί εδώ ότι η καλούμενη «αραβική φιλοσοφία» δεν είναι κάτι περισσότερο από ένα σύνολο σχολιασμών στο έργο τού Αριστοτέλη.
Αν, όμως, ο Πλάτων καταλαμβάνει την κορυφή τής Ηθικής και τής Πολιτικής, στην υπόλοιπη επιστήμη μπορούμε να πούμε ότι κάνει ένα βήμα προς τα πίσω, όσον αφορά την επιστημονική διατύπωση αυτή καθ’ αυτήν. Στην «Πολιτεία» του, στο τελευταίο βιβλίο, οι απόψεις του ελάχιστα θα μπορούσαν να εκληφθούν ως καθαυτό επιστημονικές. Μάλλον αποτελούν μία θεολογική και επαρκώς πυθαγορική έκθεση, η οποία δεν έχει καμμία σχέση με την επιστημονική νοοτροπία. Γιά τον Πλάτωνα, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί το αποκορύφωμα τής πυθαγορικής σκέψης. Ακριβώς επάνω σε τούτες τις μη επιστημονικές ιδέες θα βασιστούν οι νεοπλατωνικοί, οι οποίοι θα ασκήσουν μεγάλη επιρροή κατά τον Μεσαίωνα. Ο Πλάτων, λοιπόν, μέσα από την θεωρία του γιά τις ιδέες, ως όντα που υπάρχουν εκτός τού ανθρωπίνου νοός και που αυτά ακριβώς είναι οι αυθεντικές οντότητες, επιχειρεί – με αυτόν τον τρόπο – να διασφαλίσει την αθανασία τής ψυχής.
Ο Αριστοτέλης, αντίθετα, αφιερώνεται στην παρατήρηση μέσω τού επιστημονικού έργου και βασίζει την θεωρία του στην πράξη, επάνω σε δεδομένα παρατηρημένα από την εμπειρία. Υπήρξε τόσο μεγάλος φιλόσοφος, όσο υπήρξε – ίσως – και ο μεγαλύτερος βιολόγος και ερευνητής ολόκληρης τής αρχαιότητας. Ο Μέγας Αλέξανδρος, τού οποίου υπήρξε διδάσκαλος, τού έστελνε μέσω αγγελιαφόρων – κατά την διάρκεια τής εκστρατείας του στην Περσία και στην Ινδία – δείγματα φυτών και πετρωμάτων, τα οποία συναντούσε στην διαδρομή του και γιά τα οποία πίστευε ότι ίσως να ενδιέφεραν τον διδάσκαλό του. Έτσι, λοιπόν, ο Αριστοτέλης μπόρεσε να εξετάσει τα υλικά απευθείας, ενώ κανείς άλλος σοφός δεν μπορούσε να το κάνει χωρίς να φύγει εκτός Ελλάδας.
Σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης δεν αποδέχεται ότι οι ιδέες είναι αυθύπαρκτες, αλλά θεωρεί ότι είναι συνδεδεμένες με τα πράγματα, και ακριβώς χάρη σε αυτή την αριστοτελική κριτική προς τις ιδέες, η φιλοσοφία εκ νέου δύναται να συμβαδίσει με την επιστήμη.
Ο Αριστοτέλης, λαμβάνοντας την ιδέα από τους προκατόχους του, οι οποίοι είχαν προσεγγίσει τα αίτια με διαφορετικό τρόπο, τα συνενώνει και θεμελιώνει τέσσερις τύπους αιτίων:
(α΄) την ύλη, που δίνει απάντηση στην ιωνική φιλοσοφία,
(β΄) την ουσία, που δίνει απάντηση στους πυθαγορείους και στην ιδέα τού αριθμού,
(γ΄) το κινούν αίτιο, που δικαιολογεί τον Ηράκλειτο και
(δ΄) την τελική αιτία, που δίνει απάντηση στον Σωκράτη.
Όντας, όμως, μαθητής τού Πλάτωνα, διατηρεί μέσα στο έργο του ορισμένες σημαντικές θεολογικές πλευρές, όπως φαίνεται στις αστρονομικές διατυπώσεις του – όπου οι πλανήτες διαγράφουν κυκλικές τροχιές, επειδή ο κύκλος είναι μία θεϊκή οδός – ή όπως φαίνεται στο δεύτερο βιβλίο των «Φυσικών» του, στο όγδοο κεφάλαιο.
12.Αλεξάνδρεια
Η ίδρυση αυτής τής πόλης, κοντά σε μία από τις εκβολές τού ποταμού Νείλου, δημιούργησε τον χώρο όπου θα συγκεντρωνόταν η επιστήμη τού Αρχαίου Κόσμου. Σ’ αυτόν τον τόπο έγινε φανερό ότι ο ελληνικός κόσμος εισερχόταν στην εντελώς επιστημονική φάση του.
Οι Αλεξανδρινοί αφιερώθηκαν κυρίως στην έρευνα, τόσο τής φύσης, όσο και των βιβλίων, καθώς και στην διόρθωση και τακτοποίηση των κορυφαίων έργων τού γραπτού λόγου. Στο Μουσείο τής Αλεξάνδρειας συγκεντρώνονταν οι μεγαλύτεροι σοφοί ολόκληρου τού ελληνικού κόσμου.
Οι Πτολεμαίοι συγκέντρωσαν στην Αλεξάνδρεια τόσο μεγάλη ποσότητα βιβλίων, ώστε σήμερα η Βιβλιοθήκη της θεωρείται ότι ήταν η πρώτη Τράπεζα Δεδομένων τής Ανθρωπότητας. Κατ’ αυτή την έννοια ακολούθησαν την τάση τού Αριστοτέλη – και ορισμένων προγενέστερών του σοφιστών – οι οποίοι έκλιναν προς την «παγκόσμια μάθηση», όντας άνθρωποι που ενδιαφέρονταν γιά οτιδήποτε συνέβαινε στον Κόσμο και που επιθυμούσαν να γνωρίζουν τα πάντα.
Στην Αλεξάνδρεια μορφοποιήθηκε η μουσική θεωρία, η οποία επεκτάθηκε σε όλους τους πολιτισμούς, συμπεριλαμβανομένης και τής Κίνας. Στην Αλεξάνδρεια εφευρέθηκαν και τα πρώτα μηχανοκίνητα ανθρωποειδή (robots). Στην Αλεξάνδρεια συντάχθηκε η πρώτη Γραμματική τής ελληνικής γλώσσας, η οποία εξυπηρέτησε ως βάση και ως πρότυπο γιά όλες τις λοιπές γλώσσες. Στην Αλεξάνδρεια, επίσης, η Αστρονομία έκανε μεγάλες προόδους, όπως και η Ιατρική.
Εκεί, τέλος, έζησαν οι διασημότεροι Έλληνες μαθηματικοί, όπως ο Ευκλείδης (γύρω στο 300 π.Χ.), ο Αρχιμήδης (287-212 π.Χ.), ο Απολλώνιος ο Περγαίος (γύρω στο 200 π.Χ.), καθώς και αστρονόμοι όπως ο Αρίσταρχος ο Σάμιος (320-250 π.Χ.), ο Ερατοσθένης (γ΄ αιώνας π.Χ.) και ο Ίππαρχος (β΄ αιώνας π.Χ.).
Ευκλείδης
Ο Ευκλείδης, στο έργο του «Στοιχεία», συνέλεξε όλες τις γνώσεις που είχαν αποκτηθεί μέχρι την εποχή του – ήδη από τον ε΄ αιώνα π.Χ. – στον χώρο τής Γεωμετρίας. Η «ευκλείδειος γεωμετρία» εξακολούθησε να είναι η βάση τής μελέτης αυτής τής επιστήμης μέχρι την εμφάνιση των Bolyái, Lobachewsky και Riemann, οπότε πρωτοπαρουσιάζονται και οι «μη ευκλείδειες γεωμετρίες». Αυτές οι γεωμετρίες συνίστανται στην παράληψη τού καλούμενου «αξιώματος των παραλλήλων».
Οι «Όροι» τού Ευκλείδη – δηλαδή οι γεωμετρικοί ορισμοί του – είναι εικοσιτρείς και αρχίζουν ως εξής:
(α΄) Σημείο είναι εκείνο που δεν μερίζεται.
(β΄) Η γραμμή είναι μήκος χωρίς πλάτος.
(γ΄) Τα πέρατα τής γραμμής είναι σημεία.
(Ευκλείδης, Όροι)
Συνεχίζουν έτσι μέχρι τον τελευταίο ορισμό, ο οποίο δηλώνει:
(κγ΄) Παράλληλες είναι οι ευθείες, οι οποίες βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο και – αν επεκταθούν μέχρι το άπειρο και από τις δύο μεριές – σε κανένα σημείο δεν θα συμπέσουν η μία με την άλλη.
(Ευκλείδης, Όροι)
Το πέμπτο από τα «Αιτήματά» του είναι το ακόλουθο ζητούμενο, και επί πολλούς αιώνες υπήρξε αφορμή γιά απόπειρες απόδειξης ή απόρριψής του:
(ε΄) Εάν σε δύο ευθείες, οι οποίες τέμνονται από άλλη ευθεία, οι εντός και επί τα αυτά μέρη γωνίες είναι μικρότερες των δύο ορθών, οι δύο ευθείες, οι οποίες προεκτείνονται στο άπειρο, να τέμνονται προς τα μέρη όπου σχηματίζονται οι μικρότερες των δύο ορθών γωνίες.
(Ευκλείδης, Αιτήματα)
Αρίσταρχος ο Σάμιος
Ο αστρονόμος Αρίσταρχος ο Σάμιος έζησε γύρω στα 320-250 π.Χ. και τελειοποίησε την θεωρία τού ηλιοκεντρικού συστήματος. Εξέφρασε απόψεις που ταυτίζονται με τις σύγχρονες επιστημονικές θέσεις. Ο Στοβαίος παραδίδει σχετικά:
«Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος ήταν μαθηματικός και μαθητής τού Στράτωνα. Δίδασκε ότι το χρώμα είναι φως που επιπίπτει στα υποστρώματα…».
(Στοβαίος, Ανθολόγιον)
Αρχιμήδης ο Συρακούσιος
Ο Αρχιμήδης από τις Συρακούσες είναι γνωστός στην Ιστορία κυρίως γιά τις πολεμικές μηχανές που εφηύρε ώστε να εμποδίσει την κατάκτηση τής πατρίδας του από τα ρωμαϊκά στρατεύματα, γεγονός που τού προσέδωσε μεγάλο κύρος ακόμη και μεταξύ των εχθρών του. Εκτός από αυτή την φήμη, όμως, ως μηχανικού, στην επιστήμη αυτή καθ’ αυτήν ο Αρχιμήδης υπήρξε ο πρώτος άνθρωπος που διατύπωσε τον νόμο τού μοχλού όπως επίσης τον νόμο τού ειδικού βάρους των στοιχείων και τον ορισμό ότι η ευθεία γραμμή είναι η συντομότερη μεταξύ δύο σημείων. Ο Πάππος ο Αλεξανδρεύς σημειώνει ότι η θεωρία τής κίνησης δεδομένου βάρους μέσω δεδομένης δύναμης είναι μηχανικό εύρημα τού Αρχιμήδη, γιά το οποίο ο ίδιος ο εφευρέτης είπε το εξής περίφημο ρητό: «δώσε μου μέρος να σταθώ και θα κινήσω την Γη».
Στον Αρχιμήδη αποδίδεται – μεταξύ άλλων – και η εφεύρεση τού ελικοειδούς κοχλία, ο οποίος χρησίμευε στην άντληση υδάτων. Αυτή η κατασκευή τέθηκε σε εφαρμογή στην Αίγυπτο, προς όφελος των Αιγυπτίων, από τον ίδιο τον μεγάλο μηχανικό, όταν επισκέφτηκε την χώρα των πυραμίδων.
Ερατοσθένης
Ο Ερατοσθένης οφείλει την φήμη του – μεταξύ άλλων – στο ότι μέτρησε το μήκος τού μεσημβρινού τής Γης κατά τρόπο επαρκώς ακριβή, βασιζόμενος στο γεγονός ότι η Αλεξάνδρεια και το Ασσουάν βρίσκονται τοποθετημένες στον ίδιο μεσημβρινό και γνωρίζοντας ότι, όταν ο Ήλιος βρίσκεται επάνω από το Ασσουάν κατά την ημέρα τού ηλιοστασίου, στο μεσημέρι, αγγίζει το ζενίθ του, ενώ κατά την ίδια ημερομηνία, δεδομένου τού ότι η Αλεξάνδρεια βρίσκεται πιό βόρεια, παρέχει μία γωνία προσδιοριζόμενη από έναν γνώμονα που τοποθετείται εκεί.
Θεωρώντας: (α) ότι οι ακτίνες τού Ήλιου πέφτουν παράλληλες επάνω στην Γη, (β) ότι κατά την διάρκεια τού θερινού ηλιοστασίου η ακτίνα, που πέφτει επάνω σ’ έναν γνώμονα, στο Ασσουάν, προεκτείνεται υποθετικά μέχρι το κέντρο τής Γης, (γ) ότι παρομοίως η υποθετική προέκταση ενός γνώμονα, τοποθετημένου στην Αλεξάνδρεια, φτάνει μέχρι το κέντρο τής Γης, (δ) ότι η ακτίνα που πέφτει επάνω στην Γη, στην Αλεξάνδρεια, σχηματίζει μία γωνία, (ε) ότι η ευθεία που ξεκινά από τον γνώμονα τής Αλεξάνδρειας είναι σαν μία γραμμή που τέμνει δύο παράλληλες, (στ) ότι η απόσταση μεταξύ Αλεξάνδρειας και Ασσουάν είναι το τόξο τού κύκλου τού μεσημβρινού, τόξο που εκτείνεται επάνω στις πλευρές Ασσουάν-Κέντρο τής Γης και Αλεξάνδρεια-Κέντρο τής Γης, τού οποίου η γωνία σχηματίζεται μεταξύ των δύο παράλληλων ακτινών (που είναι υποθετικές προεκτάσεις των ακτινών τού Ηλίου) που διέρχονται από το Ασσουάν και την κορυφή τού γνώμονα τής Αλεξάνδρειας, (ζ) ότι η γωνία με την κορυφή επάνω στο Κέντρο τής Γης αντιστοιχεί στην γωνία που σχηματίζεται στην Αλεξάνδρεια από την ακτίνα τού Ήλιου, η οποία τέμνει τον γνώμονα, και (η) ότι η απόσταση μεταξύ Ασσουάν και Αλεξάνδρειας ισοδυναμεί με το ένα πεντηκοστό των τεσσάρων ορθών γωνιών, υπολόγισε το μήκος τού μεσημβρινού σε 250.000 στάδια. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος κύκλος που δύναται να χαραχτεί επάνω στον πλανήτη μας.
13.Ιατρική
Ιπποκράτης
Σε λίγες ανθρώπινες δραστηριότητες δύναται κάποιος να αντιληφθεί και να κατανοήσει την βαθύτατη σημασία τού «ελληνικού θαύματος», εκείνου τού βήματος που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή τής Μιλήτου και ώθησε την ανθρωπότητα ώστε να περάσει από το όνειρο στην πραγματικότητα, από την μαγική σκέψη στην λογική σκέψη, επιτρέποντας την γέννηση τής Επιστήμης. Ο Ιπποκράτης, λοιπόν, ο οποίος γεννήθηκε πριν από το 460 π.Χ. και καταγόταν από την ιονική νήσο Κω, υπήρξε εκείνος που εισήγαγε στην Ιατρική όχι μόνον την επιστημονική μέθοδο, αλλά και τις πιό υψηλές αρχές τής ηθικής.
Θεραπευτές, μάγοι και άλλοι παρόμοιοι επιτηδευματίες υπήρχαν πάντοτε σε όλα τα μέρη τής Γης. Ο μάγος τής φυλής ή τού λαού συνεχίζει, σε ορισμένες περιοχές, να κατέχει την θέση που – χάρη στον ελληνικό πολιτισμό – κατέχει σήμερα στις κοινωνίες μας η Ιατρική. Η προ-επιστημονική Ιατρική ήταν ένα είδος μαγείας, η οποία τις περισσότερες φορές κυρίως σκότωνε. Σε πολλά μέρη αυτή η «λαϊκή Ιατρική» δεν παύει να είναι μία «σαμανιστική[14] πρακτική», ενώ οι «θεραπευτές» αφθονούν και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Γιά να κατανοήσουμε την συμβολή τού Ιπποκράτη στην Ιατρική, είναι αρκετό να αναγνώσουμε τις πρώτες προτάσεις τού συγγράμματός του γιά την επιληψία, η οποία – εκείνη την εποχή – ονομαζόταν από πολλούς «ιερή νόσος». Ακόμη και σήμερα, όμως, 2.500 χρόνια μετά από την εποχή τού Πατέρα τής Ιατρικής, σε πολλά μέρη τού πλανήτη μας οι άνθρωποι εξακολουθούν να παρατηρούν την επιληψία με τα προ-επιστημονικά μάτια τους.
Μιλώντας γιά την «ιερή νόσο», λοιπόν, ο Ιπποκράτης αναφέρει τα ακόλουθα:
«Σχετικά με την ονομαζόμενη «ιερή νόσο» τα πράγματα έχουν ως εξής: σε τίποτε δεν μου φαίνεται να είναι θεϊκότερη ή ιερότερη από τις άλλες νόσους, αλλά και αυτή έχει την ίδια φύση με τα λοιπά νοσήματα, από τα οποία προέρχεται. Οι άνθρωποι πίστεψαν ότι η φύση και η αιτία της είναι μία θεϊκή πράξη, λόγω τής απειρίας και τής απορίας τους, αφού σε τίποτε δεν έμοιαζε με τις άλλες νόσους…».
(Ιπποκράτης, Περί ιερής νούσου)
Ο ιπποκρατικός όρκος
Σχετικά με τις υψηλές ηθικές αξίες, οι οποίες πρέπει να κυριαρχούν στην Ιατρική, είναι αρκετό να σημειώσουμε ότι ο Ιπποκράτης υπήρξε ο εμπνευστής τού περίφημου «Όρκου», τον οποίον – παλαιότερα – υποχρεωνόταν να δώσει καθένας που θα αφιερωνόταν στην σπουδή τής ιατρικής επιστήμης. Στην εποχή μας φαίνεται ότι λησμονείται εκείνη η ορκωμοσία, αφού ο όρκος ούτε δίδεται ούτε εφαρμόζεται εκ μέρους όσων αυτοαποκαλούνται «προοδευτικοί».
Ολόκληρος ο ιπποκρατικός όρκος έχει ως εξής:
«Ορκίζομαι στον ιατρό Απόλλωνα και στον Ασκληπιό και στην Υγεία και στην Πανάκεια και σε όλους τους Θεούς και τις Θεές, ορίζοντάς τους μάρτυρες, ότι θα εκπληρώσω κατά την δική μου δύναμη και κρίση αυτόν τον όρκο και αυτό το συμβόλαιο, ότι θα θεωρώ ως ίσο προς τους γονείς μου εκείνον που μου δίδαξε αυτή την τέχνη, ότι θα τον κάνω κοινωνό τού βίου μου, ότι θα του δίνω από τα δικά μου όταν έχει ανάγκη, ότι θα υπολογίζω τους γιούς του ως αδελφούς μου και θα τους διδάξω αυτή την τέχνη χωρίς μισθό ή συμβόλαιο, εάν επιθυμούν να την μάθουν.
Δικαίωμα παρακολούθησης στις γραπτές παραδόσεις και στην προφορική διδασκαλία και σε όλα τα λοιπά μαθήματα θα έχουν οι δικοί μου γιοί και οι γιοί τού διδασκάλου μου και όσοι μαθητές – κατά τον ιατρικό νόμο – με συμβόλαιο και όρκο συνδέονται μαζί μου. Άλλος κανένας.
Κατά την δική μου δύναμη και κρίση θα χρησιμοποιώ τις ιατρικές συνταγές μόνον προς ωφέλεια των ασθενών, ενώ θα φυλάγομαι ώστε να μην προκαλώ βλάβη ή κακό. Ακόμη και αν μου το ζητήσουν, σε κανέναν δεν θα δώσω θανατηφόρο φάρμακο ούτε θα παράσχω τέτοιου είδους συμβουλή και ομοίως σε γυναίκα δεν θα δώσω εκτρωτικό υπόθετο. Με αγνότητα και καθαρότητα θα διατηρήσω τον βίο μου και την τέχνη μου.
Δεν θα εγχειρίσω ούτε κάποιον που υποφέρει από λιθίαση, αλλά τέτοιες πράξεις θα τις αφήνω σε ειδικευμένους ανθρώπους. Σε όσες οικίες εισέρχομαι, θα εισέρχομαι προς ωφέλεια των ασθενών, μένοντας μακριά από κάθε εκούσια αδικία και φθορά, ιδίως από αφροδισιακές πράξεις επάνω σε γυναικεία και ανδρικά σώματα ελεύθερων και δούλων.
Όσα δω ή ακούσω θεραπεύοντας – ή ακόμη και αν δεν θεραπεύω, κατά την συναναστροφή μου με ανθρώπους – τα οποία δεν πρέπει ποτέ να ειπωθούν προς τους έξω, θα τα αποσιωπήσω, θεωρώντας ότι αυτά είναι άρρητα.
Όσο εκπληρώνω και δεν καταπατώ αυτόν εδώ τον όρκο μου, είθε να χαίρομαι τον βίο και την τέχνη μου, παντοτινά δοξαζόμενος απ’ όλους τους ανθρώπους. Αν τον παραβώ και επιορκήσω, να υποστώ τα αντίθετα».
(Ιπποκράτης, Όρκος)
Γαληνός
Ως προς την φήμη, διάδοχος τού Ιπποκράτη υπήρξε ο Κλαύδιος Γαληνός, ο οποίος γεννήθηκε στα 131 π.Χ., στην Πέργαμο, και θεωρούνταν μαθητής τού μεγάλου διδασκάλου τής Ιατρικής, ακριβώς επειδή ακολούθησε τις ιδέες του. Ο Γαληνός ήταν γιός ενός καταξιωμένου αρχιτέκτονα, τού Νίκωνα. Ο ίδιος ο γιός έλεγε γιά τον πατέρα του ότι ήταν άνθρωπος αξιαγάπητος, δίκαιος, καλός και αγαθός, σε αντίθεση με την μητέρα του, η οποία ήταν επιθετική, εριστική απέναντι στον σύζυγό της και κακότροπη με όλους τους ανθρώπους.
Κατά τον Μεσαίωνα, ο Γαληνός υπήρξε ο κατ’ εξοχήν ιατρός, σε τέτοιο βαθμό, ώστε χρησιμοποιούσαν το όνομά του ως προσωνύμιο, γιά να υποδηλώσουν τον οποιονδήποτε ιατρό. Ο άραβας ιατρός Αβικέννας (Ιμπν-Σιννά ή Αβιτζιανός) μετέφρασε τα έργα τού Γαληνού στην αραβική γλώσσα κατά τον ια΄ αιώνα. Αυτή η μετάφραση έγινε γνωστή στην Δύση ως το βασικό βιβλίο τής αραβικής ιατρικής. Όταν τα φώτα τής Αναγέννησης έφτασαν στην Ευρώπη, κατέστη δυνατή η σύγκριση των αυθεντικών κειμένων τού Γαληνού με εκείνα που εμφανίζονταν σε λατινική μετάφραση, η οποία είχε πραγματοποιηθεί μέσω τής αραβικής μετάφρασης των ελληνικών πρωτοτύπων.
Στην εποχή μας, τα έργα τού Γαληνού – και μέσω αυτών τα έργα τού Ιπποκράτη – θεωρούνται εκ νέου αξιόλογο αντικείμενο μελέτης. Ο Γαληνός αναγνώρισε στον Κώο διδάσκαλό του τον πρώτο άνθρωπο που κατόρθωσε να συνδυάσει και να συνενώσει την Ιατρική με την Φιλοσοφία και – γι’ αυτόν τον λόγο – τον πρώτο άνθρωπο που επαξίως έφερε το όνομα τού ιατρού.
Ο Γαληνός ανήκε στην ομάδα των ιατρών που θεωρούσαν ότι αυτό, το οποίο είναι ο άνθρωπος, βρίσκεται εντός τού ανθρώπου, εκλαμβανομένου ως μία ενότητα. Πίστευε ότι οφείλουμε να φροντίζουμε τον άνθρωπο και ότι δεν οφείλουμε να καταπολεμούμε μόνον νόσους. Γιά τον Γαληνό, η Φύση έχει μία δημιουργική δυναμική. Η Φύση είναι σαν τον ζωντανό οργανισμό, σαν έναν καλλιτέχνη, και δύναται να θεραπευτεί μόνη της. Ομοίως προς τον διδάσκαλό του, Ιπποκράτη, ο Γαληνός θεωρούσε υψίστης σημασίας την κλινική παρατήρηση, ώστε μέσω αυτής να εξασφαλίζουμε τις αποδείξεις που μας παρέχουν οι αισθήσεις και οι οποίες είναι απαραίτητες, αφού χωρίς αυτές η ιατρική γνώση καθίσταται αδύνατη. Ο ίδιος ποτέ δεν συμβιβαζόταν με τις απλές «ακαδημαϊκές» απόψεις, αλλά αποζητούσε την άμεση πληροφόρηση. Τόσο ο Γαληνός, όσο και ο Ιπποκράτης, δεν ξεχωρίζουν μόνον γιά την μεγάλη ευφυΐα τους, αλλά ακόμη περισσότερο γιά την βαθύτατη ηθική τους. Γι’ αυτούς, ένας αυθεντικός ιατρός οφείλει να επιδίδεται στην Φιλοσοφία, στην Φυσική και στην Ηθική.
Αυτός ο μεγάλος ιατρός όχι μόνον έγραψε σε μία από τις πιό καθαρές μορφές τής αττικής διαλέκτου, αλλά επιπλέον απαιτούσε να διατηρούν πάντοτε την πιό διάφανη και ομοιογενή μορφή τους όλες οι έννοιες και οι όλοι οι όροι που χρησιμοποιούνταν στην επιστήμη του. Τα ανθρωπιστικά συναισθήματά του απαιτούσαν να αντιμετωπίζεται πάνω απ’ όλα ως άνθρωπος το αντικείμενο που βρίσκεται ενώπιον των οφθαλμών ενός ιατρού, και όχι ως κάτι που εξετάζεται με σκοπό να δεχτεί μία πινακίδα με το όνομα τής ασθένειας από την οποία πάσχει. Απαιτούσε να θεωρείται ο άνθρωπος ως κάτι ενιαίο, τού οποίου όλα τα μέλη αποτελούν ένα σύνολο και πίστευε ότι, γιά να αντιμετωπιστεί η νόσος, πρέπει να θεωρούμε τον ασθενή κατά την ανθρώπινη ποιότητά του.
14.Θέατρο
Η Τραγωδία
Ωστόσο, δεν πρέπει να περατώσουμε αυτή την μελέτη γιά τον Ελληνικό Κόσμο – γιά το πώς στην Ελλάδα ο άνθρωπος πέρασε «από το όνειρο στην πραγματικότητα» – χωρίς να μιλήσουμε, έστω και με λίγες μόνον λέξεις, γιά το Ελληνικό Δράμα.
Ως προς την καταγωγή της, η ελληνική Τραγωδία είναι μία πρακτική τής θρησκευτικής λατρείας, μία μαγική λειτουργία. Κατά τα φαινόμενα, η Τραγωδία αναδύθηκε από τα διονυσιακά άσματα, τα οποία στην αρχή ήταν λυρικές χορωδίες, αλλά ήδη από την εποχή των πρώτων δραματουργών – προγενέστερων τού Αισχύλου – οι ποιητές διαχώρισαν την χορωδία, τον «χορό», σε δύο μέρη, θέτοντας επικεφαλής τού καθενός έναν «κορυφαίο». Η εξέλιξη, όμως, δεν σταμάτησε σε τούτο το σημείο. Ο δραματουργός Θέσπις (στ΄ αιώνας π.Χ.) εισήγαγε και έναν «πρωταγωνιστή», ενώ εκείνος ο οποίος οργάνωσε στην Αθήνα τον εορτασμό ειδικών αγώνων γιά την βράβευση των καλύτερων τραγωδιών υπήρξε ο Πεισίστρατος (605-527 π.Χ.).
Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης
Από τους τρεις γνωστούς, μεγάλους Έλληνες δραματουργούς, ο Αισχύλος – γιός τού Ευφορίωνα – είναι ο αρχαιότερος. Φαίνεται ότι γεννήθηκε γύρω στο 525 π.Χ. Πολέμησε στην μάχη τού Μαραθώνα (490 π.Χ.), στην οποία έχασε έναν αδελφό του, τον Κυναίγειρο. Γιά τα θεατρικά έργα του βραβεύτηκε δεκατρείς φορές. Η πρώτη τραγωδία του ήταν «Οι Πέρσες» (476 π.Χ.). Σχετικά νωρίς τού παρουσιάστηκε ένας ανταγωνιστής, αρκετά χρόνια νεώτερός του, ο γνωστός Σοφοκλής (496-406 π.Χ.), γιός τού Σοφίλλου, ο οποίος στα 468 π.Χ. νίκησε γιά πρώτη φορά στον θεατρικό διαγωνισμό. Ο τρίτος μεγάλος δραματουργός ήταν ο Ευριπίδης, νεώτερος από τον Σοφοκλή κατά περίπου δεκαπέντε έτη. Στην διάρκεια τού βίου αυτών των τριών ανδρών πραγματοποιείται μία επανάσταση, η οποία θα απαιτούσε αιώνες γιά να συμβεί σε κάποιο άλλο μέρος τού Κόσμου.
Η Τραγωδία τού Αισχύλου είναι περισσότερο λυρική, ενώ ο χορός κατέχει σημαίνουσα θέση στα διαδραματιζόμενα. Ήδη με τον Σοφοκλή αφαιρείται από τον χορό ένα μέρος τής σημασίας του, ενώ αναβαθμίζονται τα πρόσωπα τού δράματος, τα οποία αποτελούν αναπαράσταση «αφηρημένων χαρακτήρων». Αυτά τα πρόσωπα γίνονται περισσότερο ανθρώπινα με τον Ευριπίδη. Τώρα, πλέον, εμφανίζεται η εξέλιξή τους κατά την διάρκεια τής παράστασης. Κατ’ αυτή την έννοια ο Ευριπίδης είναι ο πατέρας τού σύγχρονου θεάτρου. Όπως παρατηρούμε αργότερα και στον μεγαλύτερο σύγχρονο δραματουργό, τον William Shakespeare, δεν υπάρχει προσωπικότητα που να είναι ούτε παντελώς καλή ούτε εντελώς κακή. Η εξέλιξη τού αττικού δράματος είναι παράλληλη με την εξέλιξη που – σε μεγαλύτερη κλίμακα – πραγματοποιείται στο σύνολο τής ελληνικής λογοτεχνίας.
15.Η ελληνική Φιλοσοφία και η ελληνική Επιστήμη κάτω από το φως τής σύγχρονης έρευνας
Η μοναδικότητα τού Ελληνικού Θαύματος
Όπως διαβάσαμε στα λόγια τού Levy-Strauss, εκείνο που συνέβη και αναπτύχθηκε στην Ελλάδα είναι ένα αυθεντικό θαύμα, και ως τέτοιο οφείλουμε να το παραδεχόμαστε και να το εκδηλώνουμε. Το Ελληνικό Θαύμα δεν δύναται να εξισωθεί με κανένα άλλο. Παρόμοια προς την Ελλάδα, υπήρξαν επιπλέον στον Κόσμο και κάποια άλλα μέρη, λίγα, όπου επίσης οι σκεπτόμενοι άνθρωποι κατέβαλαν μεγάλες συνεισφορές στον χώρο τού εξανθρωπισμού και τού εκπολιτισμού τού ανθρώπου. Τίποτε από αυτά, όμως, δεν δύναται να εξισωθεί με το Ελληνικό Θαύμα. Τόσο στην Σουμερία, όσο και στην Αίγυπτο, ο άνθρωπος πραγματοποίησε μεγάλες πνευματικές προόδους και κατακτήσεις, αλλά αυτοί οι δρόμοι σε καμμία περίπτωση δεν οδήγησαν σε έναν στοχασμό, ο οποίος θα έφτανε στο σημείο να συμπεριλάβει και να κατανοήσει τις πρωταρχικές αιτίες.
Ο άνθρωπος τής Σουμερίας – παρά το ότι βρέθηκε σ’ εκείνον τον χώρο, στον οποίον εφευρέθηκε η Τέχνη τής Γραφής – ή ο άνθρωπος τής Αιγύπτου συνέχισαν να σκέφτονται κατά τον μαγικό τρόπο. Μόνον η Ελλάδα υπήρξε ο τόπος όπου το ανθρώπινο γένος έμαθε να σκέφτεται λογικά. Η διαισθητική σκέψη συνυπάρχει με κάθε είδος ζώου, ήδη από την εποχή κατά την οποία τα ζώα πρωτοεμφανίστηκαν επάνω στην Γη. Μόνον στον άνθρωπο, όμως, αναδύεται η έλλογη σκέψη.
Ελληνική γλώσσα και έλλογη σκέψη
Ακόμη και αν έτσι έχουν τα πράγματα, θα περάσει πολύς καιρός μέχρι ο άνθρωπος να σφυρηλατήσει ένα εργαλείο αντάξιο τής ελληνικής γλώσσας, αφού αυτή είναι από μόνη της ένα αυθεντικό θαύμα, ενώ χάρη σ’ αυτήν ο ανθρώπινος εγκέφαλος αναπτύσσει και στερεώνει την έλλογη σκέψη. Αυτή η θέση είναι τόσο αληθινή, όσο αληθινό είναι και το ότι – ακόμη και στις μέρες μας – υπάρχουν στην υδρόγειο ολόκληρες περιοχές, μέσα στις οποίες οι άνθρωποι εξακολουθούν να αγνοούν την έλλογη σκέψη, ενώ οι κοινωνίες τους είναι απλώς «διαισθητικές».
Ιδού, όμως, και το χειρότερο: μέσα σε μεγάλους πολιτισμούς και μεγάλες μάζες ανθρώπων, στον ίδιο τον χώρο τού Ελληνικού Πολιτισμικού Κύκλου, εξακολουθούν να υπάρχουν «διαισθητικές κοινωνίες»… οι οποίες αγνοούν την έλλογη σκέψη. Ορμώμενος από αυτή την πραγματικότητα, ο Joseph Vandryes, Επίτιμος Κοσμήτορας τής Φιλοσοφικής Σχολής τού Πανεπιστημίου τού Παρισιού, όταν ρωτήθηκε ποιά γλώσσα αξίζει να αναγνωριστεί ως «ανώτερη» – αφού παραδέχτηκε ότι τόσο η γαλλική, όσο και η αγγλική γλώσσα διακρίνονται γιά την πλαστικότητα την ευκρίνεια και την ευκαμψία τους – πρόσθεσε τα ακόλουθα:
«Εάν, όμως, ήταν απαραίτητο να επιλέξουμε ποιά μεταξύ όλων είναι εκείνη που αξίζει το βραβείο, ποιός θα τολμούσε να θυσιάσει την ελληνική γλώσσα; Αυτή η γλώσσα έχει θεϊκή ουσία. Όταν κάποιος δοκιμάσει την γεύση της, κάθε άλλη γλώσσα τού φαίνεται πικρή ή άγευστη. Δεν πρόκειται μόνον γιά τις ιδέες, των οποίων την έκφραση υπηρέτησε αυτή η γλώσσα, ή γιά τούτη την λογοτεχνία, η οποία είναι σχολείο επιστήμης και ομορφιάς, ένας «θησαυρός γιά την σωτηρία τής ψυχής» όπως έλεγαν οι Αιγύπτιοι. Πράγματι, η εξωτερική μορφή τής ελληνικής γλώσσας είναι από μόνη της ένα όργανο ικανοποίησης τού πνεύματος. Η αρμονία των ρυθμών της, η ομορφιά των ήχων της, ο πλούτος τού λεξιλογίου της, ούτε καν αυτά δεν αποτελούν τα πιό πολύτιμα προσόντα της. Στον χώρο τής γραμματικής η ελληνική γλώσσα υπερέχει έναντι όλων των γλωσσών λόγω τής ακρίβειας των μορφημάτων της, τα οποία καθιστούν λαμπρή την διαμόρφωση των λέξεών της, λόγω τής πλαστικότητας τού συντακτικού της, το οποίο αποδίδει στην σκέψη ολόκληρη την αξία της, ακολουθεί όλους τους κυματισμούς της, επιτρέπει να ιδωθούν με διαφάνεια όλες οι εννοιολογικές αποχρώσεις της. Ποτέ δεν σφυρηλατήθηκε ένα εργαλείο πιό ωραίο, γιά να εκφράσει την ανθρώπινη σκέψη…».
«Μηδέν άγαν» και ανθρώπινος εγκέφαλος
Οι σύγχρονες έρευνες γιά την λειτουργία τού ανθρωπίνου εγκεφάλου μάς οδήγησαν στην διάκριση τριών ζωνών μέσα σε αυτόν, δηλαδή των δύο ημισφαιρίων – ενός δεξιού και ενός αριστερού – και τού τυλώδους σώματος[15], το οποίο εντοπίζεται μεταξύ αυτών. Οι ίδιες έρευνες απέδειξαν ότι ο τρόπος λειτουργίας τού αριστερού ημισφαιρίου είναι διαφορετικός από εκείνον τού δεξιού. Επίσης, έχουμε πρόσφατα μάθει ότι η έλλογη μάθηση είναι κάτι που εμφανίζεται και αναπτύσσεται με την εξέλιξη τού ανθρωπίνου γένους.
Κατέστη δυνατό να εξακριβωθεί ότι, εντός τού ανθρωπίνου εγκεφάλου, το δεξιό ημισφαίριο είναι ο τόπος όπου κυρίως εντοπίζονται οι διαισθητικές ικανότητες, οι οποίες αντιστοιχούν – κατά το μάλλον ή ήττον – στον κόσμο που θα αποκαλούσαμε διονυσιακό. Από την άλλη πλευρά, το αριστερό ημισφαίριο είναι το μέρος όπου εντοπίζονται οι λογικές ικανότητες τού ανθρώπου.
Εξαιτίας των προαναφερομένων, στο βιβλίο μου «Computer Shock, Vasconia, Año 2001[16]» υποστήριζα ότι η αντίθεση ως προς αντίληψη τού Κόσμου δεν οφείλεται σε κάποια αντίθεση μεταξύ τού απολλώνιου και τού διονυσιακού στοιχείου, αλλά οφείλεται στο ότι απέναντι από το διονυσιακό στοιχείο βρίσκεται εκείνο που αποκάλεσα «ερμαϊκό», ενώ το απολλώνιο είναι η σωστή ισορροπία μεταξύ τού διονυσιακού και τού ερμαϊκού. Εάν, λοιπόν, είναι αλήθεια ότι το δεξιό ημισφαίριο είναι κατά κύριο λόγο ο χώρος των διαισθητικών ικανοτήτων, το αριστερό ημισφαίριο είναι ο χώρος των αντιστοίχων λογικών.
Ο Carl Sagan σημειώνει:
«Το αριστερό ημισφαίριο επεξεργάζεται την πληροφορία διαδοχικά, ενώ το δεξιό ταυτόχρονα, λαμβάνοντας κατά την ίδια στιγμή διάφορα δεδομένα. Το αριστερό ημισφαίριο εργάζεται σε σειρά, ενώ το δεξιό εργάζεται παράλληλα…».
Έτσι, λοιπόν, παρατηρούμε ότι – επειδή η ελληνική νοοτροπία και ο ελληνικός πολιτισμός τοποθετούνται στο τυλώδες σώμα – διατηρούν αυτή την ισορροπία που χαρακτηρίζεται από το «μηδέν άγαν». Επιπλέον, ολόκληρη η εξέλιξη τής ελληνικής νοοτροπίας – ήδη από την αρχαιότητα – συνίσταται σε έναν συνεχή προβιβασμό προς την ενσωμάτωση ολοένα περισσότερων έλλογων στοιχείων, χωρίς όμως να παρατηρείται άρνηση ή εγκατάλειψη τής διαίσθησης.
Ενώπιον αυτής τής ελληνικής νοοτροπίας, η οποία γνωρίζει πώς να δίνει ζωή στην πέτρα, δημιουργώντας είτε αγάλματα είτε ναούς, έχουμε από την μία πλευρά έναν πολιτισμό όπως ο ινδικός, ο οποίος είναι διαισθητικός και διονυσιακός σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα, και από την άλλη πλευρά έχουμε τον κινεζικό πολιτισμό, ο οποίος προτιμά να είναι ερμαϊκός. Η ινδική φιλοσοφία είναι κατά το μεγαλύτερο τμήμα της – σχεδόν ολόκληρη – θρησκευτική, ενώ η κινεζική φιλοσοφία είναι ένα είδος «ευδαιμονολογίας», κάτι που ισχύει κυρίως στον κομφουκιανισμό.
Γλώσσα και ιστοριογραφία
Ενώ οι Έλληνες έχουν τον Ηρόδοτο, τον πατέρα τής Ιστορίας, και τον Θουκυδίδη, τον φιλόσοφο τής Ιστορίας, ο ινδικός πολιτισμός – αντίθετα – στερείται εντελώς την Ιστορία. Μόνον σε μία περιθωριακή ζώνη, σαν αυτή τής Κεϋλάνης, βρέθηκαν κάποτε μερικά «χρονικά». Με τους Κινέζους, όμως, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αυτή την αδιαφορία γιά το ιστορικό γίγνεσθαι – γιά την ροή τού χρόνου – ορισμένοι σχολιαστές την παρατήρησαν να ανακλάται ακόμη και στις ίδιες τις ινδικές γλώσσες. Γιά παράδειγμα: στην ινδοστανική γλώσσα, με την λέξη «kal» σημαίνεται τόσο η έννοια «αύριο», όσο και η έννοια «εχθές».
Γλώσσα και γραφή
Ο τρόπος γραφής στην σανσκριτική, την κινεζική και την ελληνική γλώσσα μάς φανερώνει από μόνος του την φύση των γλωσσών.
Η σανσκριτική γλώσσα γράφεται με ενοποιημένες φράσεις, οι οποίες λαμβάνουν την μορφή στίχων. Κάθε στίχος ή ημιστίχιο εμφανίζεται ολόκληρος σαν να ήταν μία και μόνη λέξη, και συνενώνει εντός του τις διάφορες λέξεις – συμπεριλαμβάνοντας μέχρι και τις ενδεδειγμένες φωνητικές αλλαγές – σαν να επρόκειτο γιά ένα λεξιλογικό λήμμα.
Η κινεζική γλώσσα, πάλι, η οποία έχει ένα περιορισμένο αριθμό συλλαβών, εμφανίζει δυσκολίες στην προφορική έκφραση των ιδεών. Αυτές οι επικοινωνιακές δυσκολίες δύνανται να αμβλυνθούν μόνον με την σπουδαιότητα που αποδίδεται στην γραπτή γλώσσα έναντι τής προφορικής.
Στην κινεζική, λοιπόν, γράφουμε εκφράζοντας κάθε μία ιδέα μέσω ενός διαφορετικού ιδεογράμματος, το οποίο είναι εντελώς διαχωρισμένο από το επόμενο. Τα ρήματα δεν υποδηλώνουν ούτε χρόνους ούτε εγκλίσεις. Η κυριαρχία τής γραπτής επάνω στην προφορική γλώσσα γίνεται εμφανής, όταν παρατηρήσουμε ότι ορισμένα φωνήματα – δηλαδή συλλαβές με τον κατάλληλο τονισμό – προφέρονται πάντοτε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, αλλά έχουν διαφορετικό νόημα, ανάλογα με το σύμβολο (ιδεόγραμμα) που τις αποτυπώνει. Ακόμη και σήμερα, λοιπόν, οι Κινέζοι που συνομιλούν, οφείλουν να είναι εφοδιασμένοι με ένα σημειωματάριο ή με έναν μικρό πίνακα, έτσι ώστε να καταφέρουν να συνεννοηθούν, επιδεικνύοντας σε ποιό σύμβολο αντιστοιχεί η λέξη που μόλις πρόφεραν, αφού χωρίς αυτή την διευκρίνιση, η μετάδοση τής πληροφορίας θα καταστεί αδύνατη.
Ενώπιον αυτών των δύο ακροτήτων, η ελληνική γλώσσα γράφεται με λέξεις, ενώ παράλληλα γνωρίζει πώς να διαμορφώνει νέες έννοιες συνενώνοντας λέξεις και προσθέτοντας καταλήξεις. Το ρήμα της, όχι μόνον έχει χρόνους και εγκλίσεις, όπως και στην σανσκριτική, αλλά επιπλέον τής προσθέτει το πλεονέκτημα τού πλούτου και τής ακρίβειας στην έκφραση. Η ελληνική γλώσσα δεν αναμιγνύει αδιάκριτα όλες τις λέξεις σε ένα μόνο σύνολο. Κατασκευάζει, βέβαια, νέες λέξεις γιά να αναπαραστήσει νέες ιδέες, όπως κάνει και η κινεζική γλώσσα, μόνον που η τελευταία τις διακρίνει χρησιμοποιώντας διαφορετικά ιδεογράμματα, ενώ η ελληνική γλώσσα δίνει ξεχωριστή ορθογραφία και ξεχωριστή προφορά σε κάθε νέα λέξη. Έτσι, λοιπόν, η ίδια η ελληνική γλώσσα είναι έκφανση τού ρητού «μηδέν άγαν» και ασφαλώς αποτελεί το εργαλείο, το οποίο επέτρεψε την ανάπτυξη τού ελληνικού πνεύματος, ακριβώς όπως μάς αποδεικνύουν οι επιστημονικές έρευνες γιά την φύση τής γλώσσας.
Δεν πρέπει, λοιπόν, να μας ξαφνιάζει το γεγονός ότι οι καλλιεργημένοι άνθρωποι τής αρχαίας Ρώμης μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, ενώ διατηρούσαν την λατινική μόνον στην δικαιοσύνη και στον στρατό. Η λατινική υπήρξε η γλώσσα τού όχλου και γι’ αυτό η μετάφραση τής Βίβλου στην λατινική ονομάστηκε «vulgata» (από την λέξη «vulgus», που σημαίνει «όχλος»).
Επιπλέον, όταν οι βάρβαροι λαοί κατέλαβαν την Δύση, η γνώση τής ελληνικής γλώσσας εξαφανίστηκε. Τότε αυτό το τμήμα τής Ευρώπης βυθίστηκε μέσα στον μεσαιωνικό σκοταδισμό. Από αυτόν τον σκοταδισμό θα ελευθερωνόταν η Ευρώπη μόνον κατά την Αναγέννηση και μόνον όταν θα επέστρεφε στην μελέτη των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Εκείνες ακριβώς οι χώρες είναι οι ίδιες με αυτές, οι οποίες μελέτησαν σε βάθος την αρχαία ελληνική γλώσσα και διαθέτουν πιό καλλιεργημένο πνεύμα, οι χώρες που δίκαια βρίσκονται επικεφαλής τού πολιτισμού, όπως αρχικά ήταν η Ιταλία, αργότερα και η Αγγλία και η Γερμανία. Χάρη στην ελληνική γλώσσα γεννήθηκε η σύγχρονη επιστήμη. Οι άλλες χώρες, εκείνες που φάνηκαν φειδωλές απέναντι στην εκμάθηση τής αρχαίας ελληνικής γλώσσας – όπως φάνηκαν οι χώρες τής ιβηρικής χερσονήσου – παρέμειναν καθυστερημένες.
Γλώσσα και πολιτισμός
Εδώ, όμως, δεν γίνεται λόγος μόνον γιά εκείνες τις επαληθεύσεις, οι οποίες αφορούν τους ανθρώπους που εκδηλώνουν ένα αποκλειστικό ενδιαφέρον μόνον γιά την πνευματική πρόοδο τού πολιτισμού. Ο Jean Fourastié – γιά τον οποίον ο Jean Monet είπε ότι υπήρξε ο μοναδικός αυθεντικός οικονομολόγος που είχε γνωρίσει – στο βιβλίο του «Η Παραγωγικότητα», γράφει:
«Η επιστημονική, τεχνολογική, οικονομική και κοινωνική πρόοδος είναι συνδεδεμένες με πολύ ισχυρούς δεσμούς αλληλεξάρτησης. Η κοινωνική πρόοδος προκύπτει από την τεχνολογική, η οποία μετράται από την πρόοδο τής παραγωγικότητας, ενώ η οικονομική πρόοδος παράγει την κοινωνική.
Το επιστημονικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον είναι συνδεδεμένα με πολύ ισχυρούς δεσμούς αλληλεξάρτησης. Η οικονομική πρόοδος εξαρτάται από την τεχνολογική, ενώ η τεχνολογική καθοδηγείται από την επιστημονική…».
Ήδη, λοιπόν, έχουμε δει γιατί αυτό ακριβώς το «Ελληνικό Θαύμα» είναι το θαύμα που δημιούργησε τον προοδευμένο κόσμο, αφού ο ελληνικός πολιτισμός υπήρξε εκείνος, ο οποίος οδήγησε τον άνθρωπο από την μαγική και πρωτόγονη νοοτροπία στην επιστημονική αντίληψη. Γι’ αυτόν τον λόγο, μετά από λίγες παραγράφους, ο Jean Fourastié προσθέτει:
«Η παραγωγικότητα εξαρτάται κυρίως από την σύμπνοια μεταξύ των ανθρωπιστικών και των φυσικών επιστημών, από την αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων, και από την αλληλεξάρτηση των εποχών…»,
«Ο αληθινός παράγοντας που οδηγεί στην αύξηση τής παραγωγικότητας δεν είναι τεχνικής υφής. Η επιστήμη είναι η ίδια γιά όλους τους ανθρώπους. Οι πρόγονοί μας – οι οποίοι την θεμελίωσαν και την ανέπτυξαν – πάντοτε την καθιστούσαν δημόσια…»,
«Η φιλοσοφία των πολιτισμών και η νοοτροπία των λαών, λοιπόν, συμβάλλει κατά τρόπο πολύ σημαντικό στην υλική πραγματικότητά μας…».
Επίσης, ήδη έχουμε δει πώς η γλώσσα – κατά τον Otto Friedrich Bollnow – επιβάλλει τον τρόπο σκέψης, και γνωρίζουμε ότι εάν η Ευρώπη είναι Ευρώπη, το οφείλει στις ευρωπαϊκές γλώσσες και στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι όλες οι λαϊκές ευρωπαϊκές γλώσσες γονιμοποιήθηκαν χάρη στην επιρροή τής ελληνικής γλώσσας και τού ελληνικού πολιτισμού, εφόσον ο άνθρωπος έχει προοδεύσει μέσω τής ανθρώπινης γλώσσας. Δίκαια ο Paul Chauchard γράφει στο βιβλίο του, «Ο Ανθρώπινος Εγκέφαλος»:
«Δεδομένου ότι το όργανο τελειοποίησης τής εξέλιξης, το όργανο τής ατομικής και τής συλλογικής εξανθρωπιστικής προόδου τού πολιτισμού είναι ο εγκέφαλος, μπορούμε να πούμε ότι «είμαι άνθρωπος» σημαίνει «δίνω στον εγκέφαλό μου όλες τις ανώτερες δυνατότητες και τού εξασφαλίζω μία λειτουργική ισορροπία, ικανή να τού επιτρέπει μεγαλύτερη συλλογιστική ικανότητα και ελεύθερη επιλογή»…».
Αναφερθήκαμε επίσης στον Joseph Vandryes, ο οποίος μίλησε γιά την ανωτερότητα τής ελληνικής γλώσσας ως εργαλείου λειτουργίας τού εγκεφάλου. Είναι πασίγνωστο ότι χωρίς ανθρώπους, που να αφιερώνονται στην έρευνα, μία χώρα δεν δύναται να προοδεύσει. Γι’ αυτό παρατηρήσαμε και τον Werner Karl Heisenberg να υποστηρίζει παρομοίως ότι όσα διδάχτηκε στο Κλασικό Γυμνάσιο είναι πολύ χρήσιμα γιά την ζωή και γιά την πρόοδο στις επιστήμες.
16.Ελλάδα και Ευρώπη
Είμαστε Ευρωπαίοι μόνον και μόνον εξαιτίας τής ελληνικής παιδείας μας. Ανήκουμε στον προοδευμένο και πλούσιο Κόσμο εξαιτίας τού ελληνικού πολιτισμού μας, χωρίς τον οποίον δεν θα ήταν – σε καμμία περίπτωση – εφικτή η πρόοδός μας, ενώ οι χώρες, όπως οι αφρικανικές και η Ινδία και η Κίνα, οι οποίες δεν έχουν συμμετάσχει στην ελληνική πολιτισμική παράδοση, αποτελούν δίκαια τον Τρίτο Κόσμο, ακόμη και αν ενίοτε συνέβη να ανέπτυξαν μεγάλους πολιτισμούς. Αυτά μας έλεγε και ο Jean Fourastié. Γι’ αυτόν τον λόγο, αν συνεχίσουμε να σκεφτόμαστε κατά τον Jean Fourastié, είναι απαραίτητο να διατηρήσουμε την «αλληλεξάρτηση των εποχών». Κανείς δεν δύναται να διασπάσει την πολιτισμική παράδοση, όπως διατείνονται στις μέρες μας ορισμένοι κυβερνώντες, παρασκευάζοντας «προοδευτικά προγράμματα γιά την εκπαίδευση», εντός των οποίων καταπνίγονται ιδιαιτέρως οι κλασικές σπουδές, και κυρίως η αρχαία ελληνική γλώσσα, που αποτελεί την πηγή από την οποία αναβλύζει η μελλοντική ευημερία και ο μελλοντικός πολιτισμός τής Ανθρωπότητας.
Γι’ αυτόν, λοιπόν, τον λόγο – επειδή μάς μετέδωσε την πολιτισμική παράδοση – ολόκληρη η ανθρωπότητα είναι οφειλέτης έναντι τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία διατήρησε εκείνη την ιστορική κληρονομιά τής Μιλήτου, τής Αθήνας, τής Αλεξάνδρειας, τής Αντιόχειας και των άλλων πόλεων. Δεν υπήρξε, λοιπόν, μεγαλύτερη κακοτυχία από την κατάκτηση τής Κωνσταντινούπολης από τις τουρκικές ορδές, και ίσως να μην υπάρχει μεγαλύτερη ατίμωση γιά την Ευρώπη από το να πρέπει να ατενίζει τον τουρκικό βαρβαρισμό μέσα στην Μίλητο, στην Έφεσο, στην Πέργαμο, στο Βυζάντιο, στην Σμύρνη (την πατρίδα τού Ομήρου), στην Αδριανούπολη, στην Αντιόχεια, στην Τραπεζούντα και αλλού, στις πόλεις που ήταν πάντοτε ελληνικές.
Φεδερίκο Κάρλος Κρούτβιγκ Σαγρέδο
Χώρα των Βάσκων, Μάιος τού 1993
Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α Α΄
Η πατρίδα τού Φεδερίκο Κάρλος Κρούτβιγκ Σαγρέδο
α. Γεωγραφία
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει στις μέρες μας την μορφή μιάς υπό οικοδόμηση οικονομικής συμμαχίας κρατών. Το κάθε ένα από αυτά τα κράτη είναι είτε δημιούργημα ενός έθνους (Ελλάδα, Δανία, Πορτογαλία κ.ά.), είτε πολιτικό αποτέλεσμα τής εκούσιας ή ακούσιας συμμετοχής δύο ή περισσοτέρων εθνών (Βέλγιο, Βρετανία, Ισπανία κ.ά.).
Διερευνώντας την πολιτική πραγματικότητα στην δεύτερη κατηγορία κρατών, διαπιστώνουμε – στην επικράτεια ορισμένων εξ αυτών – την ύπαρξη «εθνών» που κατέληξαν «χωρίς κράτος», δηλαδή εθνών των οποίων η ουσιαστική συμμετοχή στην κεντρική κρατική διοίκηση είναι υποτυπώδης ή ανύπαρκτη, κυρίως λόγω τού αριθμητικώς περιορισμένου πληθυσμού τους. Μία παρόμοια «παράξενη» κατάσταση βιώνει στις μέρες μας η Χώρα των Βάσκων, η Πατρική Γη τού Βασκικού Έθνους.
Μοιρασμένη ανάμεσα στην ισπανική και την γαλλική επικράτεια, με τα Πυρηναία Όρη να την χωρίζουν σε δύο άνισα τμήματα, βρίσκεται η πανάρχαια Χώρα των Βάσκων, η καλούμενη από τους κατοίκους της «Εουσκάλ Ερρία» (Euskal Herria = Γη των Βάσκων) ή «Εουσκάδη» (Euskadi = Βασκωνία). Όμορφη και περιποιημένη όπως η Ελβετία, οργανωμένη και λειτουργική όπως η Σουηδία, φιλόξενη και πρόσχαρη σαν την Ελλάδα, η Βασκωνία καταλαμβάνει σήμερα 20.864 τετραγωνικά χιλιόμετρα ευρωπαϊκού εδάφους, στα οποία διαμένουν περίπου 3.000.000 κάτοικοι, το 91% των οποίων συναριθμείται μεταξύ των πολιτών τού Βασιλείου τής Ισπανίας και το 9% μεταξύ των πολιτών τής Γαλλικής Δημοκρατίας.
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές και οι συνακόλουθες ανθρωπολογικές μελέτες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η περιοχή πρωτοκατοικήθηκε πριν από τουλάχιστον 150.000 χρόνια. Η μέχρι σήμερα ιστορική έρευνα εντόπιων και ξένων επιστημόνων απέδειξε ότι οι Βάσκοι είναι λαός γηγενής – ο αρχαιότερος τής Δυτικής Ευρώπης – τού οποίου τα ιδιάζοντα εθνο-βιολογικά χαρακτηριστικά άρχισαν να αποκρυσταλλώνονται πριν από περίπου 7.000 χρόνια. Πρόκειται γιά έναν λαό ανέκαθεν υπερήφανο και δυναμικό, φιλελεύθερο και πείσμωνα, φιλόξενο και λιγόλογο. Η πολύχρονη ιστορία του είναι γεμάτη από κάθε είδους περιπέτειες: διωγμούς και ηρωισμούς, μεταναστεύσεις και επαναπατρισμούς, θριάμβους και καταστροφές.
Η σύγχρονη βασκική κοινωνία – πιστή στις εθνικές παραδόσεις της, αλλά και ανοιχτή στις ποικίλες προκλήσεις και προσκλήσεις τής εποχής μας – γνωρίζει να αναμειγνύει επάξια το πρωτοποριακό με το παραδοσιακό στοιχείο, να συνταιριάζει δημιουργικά το ξενικό με το εντόπιο και να ενώνει εποικοδομητικά την παράτολμη με την συνετή συμπεριφορά. Οι Βάσκοι είναι πάντοτε «μικροί στα λόγια, αλλά μεγάλοι στα έργα», κατά τον επιτυχή, λακωνικό χαρακτηρισμό τού ταλαντούχου ποιητή Τίρσο δε Μολίνα.
Γεωγραφικώς η Βασκωνία χωρίζεται στην Βόρεια και στην Νότια Χώρα (Iparralde και Hegoalde). Το βόρειο τμήμα της εντοπίζεται μέσα στην σημερινή γαλλική επικράτεια και συμπεριλαμβάνει τρία από τα εφτά Ιστορικά Εδάφη τής Βασκωνίας: το Λαβούρτιο (Lapurdi), την Σουμπέροα (Zuberoa) και την Κάτω Ναβάρρα (Behe Nafarroa ή Benafarroa). Το νότιο τμήμα της εντάσσεται στην ισπανική επικράτεια και εμπερικλείει τα άλλα τέσσερα Ιστορικά Εδάφη: την Αράβα (Araba), την Βισκάια (Bizkaia), την Γκιπούσκοα (Gipuzkoa) και την Ναβάρρα (Nafarroa).
Το Λαβούρτιο, η Σουμπέροα και η Κάτω Ναβάρρα αποτελούν κομμάτι τού νομού των «Πυρηναίων τού Ατλαντικού», ο οποίος ανήκει στο πολιτικό διαμέρισμα τής Ακουϊτανίας (Akitania), με πρωτεύουσα την γαλλική πόλη τού Μπορντώ. Αυτό το τμήμα τής Βασκωνίας δεν έχει αποκτήσει ακόμη καμμία ιδιαίτερη πολιτική οντότητα, ενώ η μητρική γλώσσα των κατοίκων του – η βασκική – δεν αναγνωρίζεται ως επίσημη γλώσσα τής περιοχής. Τα βασκικά ήθη και έθιμα διατηρούνται ζωντανά με δυσκολία, αντιμαχόμενα την φθορά που φέρνει ο χρόνος και αντιμετωπίζοντας την αδιαφορία τής επικρατούσας γαλλικής πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας.
Εντός τής ισπανικής επικράτειας, η Αράβα με πρωτεύουσα την Γαστείζη (Gasteiz), η Βισκάια με πρωτεύουσα το Βιλβάο (Bilbao ή Bilbo) και η Γκιπούσκοα με πρωτεύουσα τον Άγιο Σεβαστιανό (Donosti) αποτελούν από το έτος 1979 την «Αυτόνομη Βασκική Κοινότητα», με τοπική Κυβέρνηση και Κοινοβούλιο, αλλά χωρίς ανεξάρτητη κρατική υπόσταση. Πρωτεύουσα τής Αυτόνομης Βασκικής Κοινότητας είναι η γραφική Γαστείζη, ενώ το υπερσύγχρονο Βιλβάο – εφοδιασμένο με ένα από τα μεγαλύτερα και αποδοτικότερα λιμάνια τής Ευρώπης – αποτελεί το σημαντικότερο κέντρο οικονομικών συναλλαγών ολόκληρης τής Βασκωνίας.
Σε τούτη την περιοχή είναι νομικώς κατοχυρωμένη η διγλωσσία: τόσο η βασκική όσο και η ισπανική αναγνωρίζονται ως επίσημες γλώσσες τής Αυτόνομης Κοινότητας. Η μεγάλη προώθηση που δόθηκε από τις τοπικές κυβερνήσεις των δύο τελευταίων δεκαετιών στην διάσωση, μελέτη και διάδοση τής βασκικής γλώσσας, πολιτισμικής παράδοσης και παιδείας κατέστησαν την Αυτόνομη Βασκική Κοινότητα μητροπολιτικό κέντρο ολόκληρης τής ανά τον κόσμο Βασκοσύνης.
Η Ναβάρρα – το πάλαι ποτέ ανεξάρτητο βασκικό βασίλειο και ένδοξη κοιτίδα τού βασκικού πολιτισμού – αποτελεί μία ακόμη «Αυτόνομη Κοινότητα» μέσα στις δεκαεφτά που συναπαρτίζουν την σημερινή ισπανική επικράτεια, με δική της διοικητική οργάνωση περιορισμένων αρμοδιοτήτων και δυνατοτήτων. Πρωτεύουσά της είναι η ένδοξη Ιρούνιεα (Irunea), γνωστή και με το λατινογενές όνομα Παμπλόνα (Pamplona).
Η περιοχή τής Ναβάρρας χωρίζεται γλωσσικώς σε δύο ζώνες: στην βόρεια ζώνη οι κάτοικοι είναι δίγλωσσοι και μιλούν την βασκική και την ισπανική, ενώ στην νότια ζώνη ομιλείται μόνον η ισπανική. Μιά πρόσφατη απόφαση τής τοπικής Κυβέρνησης επιχείρησε να στερήσει από τον βασκόφωνο πληθυσμό το δικαίωμα να χρησιμοποιεί επισήμως την μητρική γλώσσα του στην δημόσια ζωή, με αποτέλεσμα να έχουν προκληθεί εύλογες αντιδράσεις σ’ ένα πολύ μεγάλο μέρος τού βασκικού λαού.
Η σθεναρή βασκική οικονομία στηρίζεται σε μιά ολοένα και περισσότερο αναπτυσσόμενη βιομηχανία, τής οποίας η ταχύτατη πρόοδος επηρεάζει θετικά το εμπόριο και την ναυτιλία. Η κτηνοτροφία και η αλιεία αποτελούν, επίσης, πηγές πλούτου γιά τον βασκικό λαό που φημίζεται γιά την ενσυνείδητη εργατικότητα και την έμφυτη επιδεξιότητα σε κάθε ασχολία του. Το πολύ υψηλό – σε σχέση με πολλές άλλες ευρωπαϊκές περιοχές – βιοτικό επίπεδο των Βάσκων τής Νότιας Χώρας προστατεύεται και ενισχύεται από την άρτια οργανωμένη τοπική αυτοδιοίκηση και από μιά κοινωνία που γνωρίζει καλά πώς να απαιτεί και να κερδίζει εκείνο που πραγματικά τής αξίζει.
β. Γλώσσα
Η βασκική γλώσσα, γνωστή ως «εουσκάρα», ανήκει στην κατηγορία των «συγκολλητικών γλωσσών». Η σύνταξή της στηρίζεται σε μιά μεγάλη ποικιλία προθημάτων, ενθημάτων και επιθημάτων, μέσω των οποίων εκφέρονται οι πτωτικές αλλαγές ουσιαστικών και επιθέτων, οι αριθμοί, τα πρόσωπα και οι χρόνοι των ρημάτων, τα άρθρα και τα επιρρήματα. Απουσιάζει εντελώς η διαφοροποίηση των γραμματικών γενών στα κύρια ονόματα, ενώ η πλειοψηφία των ρημάτων αποδίδεται περιφραστικά, με ευρεία χρήση των βοηθητικών «izan» (απαρέμφατο τού «είμαι») και «edun» (απαρέμφατο τού «έχω»). Η δομή υποκείμενο-αντικείμενο-ρήμα αποτελεί την βάση τής πρότασης, μέσα στην οποία τα λοιπά μέρη τού λόγου κατέχουν μία αυστηρά προκαθορισμένη θέση. Η προφορά της δεν παρουσιάζει καμμία σχεδόν δυσκολία στους φυσικούς ομιλητές τής νέας ελληνικής, αφού οι ήχοι τής «εουσκάρας» αποδεικνύονται ιδιαίτερα οικείοι στον σύγχρονο Έλληνα, ενώ η ορθογραφία της συνοψίζεται σε λίγους ευνόητους κανόνες. Η μελέτη της, ακόμη και αν δεν αποβλέπει στην ενδελεχή εκμάθηση και χρήση τής γλώσσας, μπορεί οπωσδήποτε να καταστεί μία συναρπαστική και λίαν εποικοδομητική πνευματική άσκηση.
γ. Γκερνίκα
H όμορφη και φιλόξενη πόλη τής Γκερνίκας βρίσκεται στην Βισκάια, στα βορειοδυτικά τής μεγαλούπολης τού Βιλβάου, σε εδάφη που πρωτογνώρισαν την ανθρώπινη παρουσία γύρω στο 15.000 π.Χ. Ιδρύθηκε στις 28 Απριλίου 1366, από τον άρχοντα Δον Τέλλιο, ο οποίος την ξεχώρισε διοικητικά από την γύρω περιοχή τού Λούνου. Κατά τον Μεσαίωνα έγινε το σύμβολο τής εθνικής ανεξαρτησίας και των δημοκρατικών ιδεωδών τού βασκικού λαού, επειδή εκεί συγκαλούνταν οι Γενικές Συνελεύσεις των αντιπροσώπων των κοινοτήτων τής Βισκάιας, γιά να νομοθετήσουν και να πάρουν αποφάσεις σχετικές με διάφορα ζητήματα.
Μετά την ατυχή έκβαση των δύο Καρλικών Πολέμων – και συγκεκριμένα στα 1882 – η Γκερνίκα ενώθηκε διοικητικά με τον Λούνο. Στα τέλη τού 19ου και αρχές τού 20ού αιώνα η πόλη γνώρισε στιγμές πατριωτικού ενθουσιασμού, αφού απετέλεσε ένα από τα πνευματικά κέντρα τού δυναμικού αγώνα γιά την δημιουργία ενός ανεξάρτητου Βασκικού Κράτους. Αυτή ακριβώς την τιμητική θέση τής πόλης πλήρωσαν με την ζωή τους οι κάτοικοί της, το απόγευμα τής 26ης Απριλίου 1937, όταν η Γκερνίκα βομβαρδίστηκε ανελέητα επί τέσσερις ώρες από την ναζιστική αεροπορία, με την συγκατάθεση τού ίδιου τού Φρανθίσκο Φράνκο. Από αυτό το φρικτό έγκλημα κατά τού βασκικού λαού, ο Πάμπλο Πικάσσο εμπνεύστηκε και – μέσα σ’ έναν μόνο μήνα από τον βομβαρδισμό – ζωγράφισε τον γνωστό και ομώνυμο προς την μαρτυρική πόλη πίνακά του, ο οποίος εκτίθεται στο Μουσείο τού Πράδου, στην Μαδρίτη.
δ. Το Ιερό Δέντρο τής Γκερνίκας
Οι «Συνελεύσεις των Κοινοτήτων» υπήρξαν πανάρχαια συνήθεια των Βάσκων τής Βισκάιας. Οι κάτοικοι κάθε πόλης ή χωριού, που αποτελούσε ιδιαίτερη διοικητική περιοχή, συγκεντρώνονταν κάτω από τα «Ιερά Δέντρα» – συνήθως μεγάλες σε ηλικία βαλανιδιές – και συζητούσαν τα θέματα που απασχολούσαν την κοινότητα, εφαρμόζοντας μία παράξενη – γιά την μεσαιωνική Δυτική Ευρώπη – μορφή δημοκρατικού διαλόγου, πριν από την λήψη κάθε απόφασης. Η Ιερή Βαλανιδιά τής Γκερνίκας άρχισε να αποκτά ξεχωριστό κύρος, όταν κάτω από την σκιά της, μετά από ειδική θρησκευτική τελετή, συγκαλούνταν οι «Γενικές Συνελεύσεις τής Βισκάιας», στις οποίες η κάθε κοινότητα συμμετείχε με δύο αντιπροσώπους. Καρπός αυτών των Γενικών Συνελεύσεων – των οποίων η μακραίωνη παράδοση διακόπηκε στα 1876, μετά την ήττα των Βάσκων στον δεύτερο Καρλικό Πόλεμο – υπήρξαν τα «φουέρος», οι κώδικες τής παραδοσιακής νομοθεσίας, την τήρηση των οποίων ορκίζονταν, κάτω από την ίδια Ιερή Βαλανιδιά, οι Βασιλιάδες τής Καστίλλης, γιά να μπορούν να είναι και Κύριοι τής Βισκάιας.
Η σημασία τού πατροπαράδοτου βασιλικού όρκου κάτω από το συγκεκριμένο Ιερό Δέντρο, σύμβολο των ελευθεριών τού Βασκικού Έθνους, ήταν ανέκαθεν πολύ μεγάλη. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση τού Βασιλιά τής Καστίλλης Ιωάννη Β΄ (1405-1454), στου οποίου τους απεσταλμένους οι Βάσκοι αρνήθηκαν να καταβάλουν την απαιτηθείσα φορολογία, επειδή ο μονάρχης δεν είχε δώσει τον απαραίτητο όρκο κάτω από την Ιερή Βαλανιδιά. Αυτή η στάση των Βάσκων υποχρέωσε την Αικατερίνη, μητέρα και κηδεμόνα τού ανήλικου Ιωάννη Β΄, να μεταβεί στην Γκερνίκα και να ορκιστεί εκ μέρους τού γιού της. Τον ίδιο ιερό όρκο έδωσε στις 3 Ιουλίου 1875 ο επίδοξος βασιλιάς τής Καστίλλης Δον Κάρλος των Βουρβώνων, προκειμένου να επικυρώσει την συμμαχία τού Βασκικού Έθνους κατά τον δεύτερο Καρλικό Πόλεμο.
Στα 1826, κοντά στο Ιερό Δέντρο, ξεκίνησε από τον Bάσκο αρχιτέκτονα Αντώνιο δε Ετσεμπαρρία η κατασκευή τού κτιρίου τού «Οίκου των Γενικών Συνελεύσεων τής Βισκάιας», ανωτάτου οργάνου τής λαϊκής εκπροσώπησης και συμμετοχής στα κοινά. Στο κτίριο αυτό, στα 1979, μετά από έναν αιώνα σιωπής, οι Γενικές Συνελεύσεις επαναλειτούργησαν μέσα σε κλίμα γενικού ενθουσιασμού. Τον κήπο τού περίτεχνου οικοδομήματος στολίζουν, σήμερα, τρεις Ιερές Βαλανιδιές: η «αρχαία», ηλικίας περίπου 300 ετών, που προστατεύεται από ένα περιστύλιο δωρικού ρυθμού, η «νέα», φυτεμένη το έτος 1860 μπροστά στην είσοδο τής αίθουσας συνεδριάσεων και η «διάδοχος», βλαστός τής «νέας», φυτεμένη κατά το 1979. Τούτη η διαδοχή των Ιερών Δέντρων συμβολίζει την βασκική ψυχή, όπως αυτή διαιωνίζεται μέσα από την κάθε γενιά που κληρονομεί την γη των προγόνων. Στον ιερό αυτόν χώρο, κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, ορκίζεται πάντοτε ο εκάστοτε Πρόεδρος τής Κυβέρνησης τής Βασκικής Αυτονομίας (δηλαδή ο Πρωθυπουργός τής Αυτόνομης Βασκικής Κοινότητας), επαναλαμβάνοντας τον όρκο τού πρώτου Προέδρου της, τού μεγάλου Βάσκου πατριώτη Χοσέ Αντώνιο δε Αγκίρρε ι Λεκούμπε (Βασκωνία, 1904-Γαλλία, 1960).
Το «Δέντρο τής Γκερνίκας» – «Gernikako Arbola» στην βασκική γλώσσα – ως σύμβολο ελευθερίας, ειρήνης και δημοκρατίας, υμνήθηκε από τον Βάσκο ποιητή Χοσέ Μαρία δε Ιπαρραγκίρρε, στο ομώνυμο τραγούδι του, το οποίο έγινε ο Εθνικός Ύμνος τής Βασκωνίας. Ο ποιητής Μελσόρ δε Παλάου αναφέρει σχετικά: «Το Δέντρο τής Γκερνίκας είναι ύμνος έντονου πάθους, μελωδία λατρείας, μεγαλοπρεπής κραυγή ταπεινότητας και ελπίδας, στην πρωτόγονη απλότητα τής οποίας φαίνεται να αντικατοπτρίζεται η ιδιοσυγκρασία ενός ολόκληρου λαού και τής οποίας οι τόνοι ζητούν από την αγάπη, που ενδυναμώνει και ενώνει, αυτό που δεν δύναται να φέρει το μίσος, που χωρίζει και εξοργίζει».
Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α Β΄
Η εποχή τού Φεδερίκο Κάρλος Κρούτβιγκ Σαγρέδο
α. Σαβίνος Πολύκαρπος Αράνα Γκόιρη
Από τα τέλη τού 19ου μέχρι τις αρχές τού 20ού αιώνα η Ιβηρική Χερσόνησος περνούσε με έκδηλη αργοπορία στην εποχή τής κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης και τής παράλληλης – και άμεσα συνδεδεμένης προς αυτή – αριθμητικής αύξησης τής εργατικής τάξης. Αρχικά, η Βασκωνία εμφανιζόταν οικονομικά κατεστραμμένη και κοινωνικά αποδιοργανωμένη, έχοντας υποστεί το μεγαλύτερο βάρος των Καρλικών Πολέμων, που οδήγησαν τους αγρούς στην ερήμωση και την σιδηρουργία της σε μιά προσωρινή παρακμή. Η αγροτική, εργατική και μέση αστική τάξη βίωνε στο έπακρο τις δυσάρεστες συνέπειες τής γενικής αποσύνθεσης και υπέφερε καθημερινά τα δεινά ενός δυσβάστακτου οικονομικού μαρασμού. Ωστόσο, τα μεταλλεία τού Σομορρόστρου (στην Βισκάια) απετέλεσαν πόλο έλξης γιά νέους επενδυτές – Βάσκους και ξένους κεφαλαιοκράτες – επειδή πρόσφεραν πρώτη ύλη υψηλής ποιότητας σε μιά περιοχή όπου τα εργατικά χέρια αφθονούσαν. Σ’ αυτή και σε παρόμοιες ευκαιρίες βασίστηκε η συντήρηση και ενδυνάμωση τής μεγαλοαστικής τάξης, τής οποίας οι πολιτικές προτιμήσεις έρχονταν σε αντίθεση μ’ εκείνες των οικονομικά ασθενέστερων ομάδων, χωρίς να λείπουν και οι μεμονωμένες εξαιρέσεις.
Εξίσου τραγική γιά ολόκληρη την Βασκοσύνη υπήρξε και η κατάργηση τής τοπικής παραδοσιακής νομοθεσίας (1876) – εγγυήτριας τής κατά καιρούς αυξημένης ή περιορισμένης βασκικής αυτονομίας – καθώς και η πλήρης απορρόφηση τής πολιτικής υπόστασης τής Βασκωνίας από την κεντρική ισπανική και γαλλική εξουσία. Οι νέες συνθήκες δεν έγιναν αποδεκτές από τον βασκικό λαό, ο οποίος ανέδειξε αμέσως ηρωικές ηγετικές μορφές, πρόθυμες να αγωνιστούν με όλες τις δυνάμεις τους γιά την αναγέννηση τού Έθνους. Η βαριά εθνική ταπείνωση και η αποτυχία τού «καρλικού κινήματος» μετατράπηκε γρήγορα σε έντονο αγωνιστικό ενθουσιασμό, ενώ η απογοήτευση των πρώτων μεταπολεμικών ετών έδωσε την θέση της σε μιά σειρά από δυναμικές κινητοποιήσεις πατριωτικών ομάδων, που στόχευαν ευθέως στην αφύπνιση και στην επαναδραστηριοποίηση κάθε βασκικής ψυχής.
Μέσα από αυτόν τον κοινωνικό αναβρασμό γεννήθηκε στα 1895 το «Βασκικό Εθνικιστικό Κόμμα», με επικεφαλής τον ακάματο βισκαΐνο πατριώτη Σαβίνο Πολύκαρπο Αράνα Γκόιρη (1865-1903). Η ταπεινωτική υποταγή τής Βισκάιας στο ισπανικό στέμμα και η αχρήστευση των πατροπαράδοτων θεσμών της ώθησαν τον φλογερό Βάσκο να αντιδράσει δυναμικά. Υποστηρίζοντας ότι οι Βισκαΐνοι δεν πρέπει να έχουν καμμία σχέση με τους Ισπανούς – εφόσον οι τελευταίοι δεν σεβάστηκαν ούτε την πολιτική, ούτε την πολιτισμική ιδιαιτερότητα τής Βισκάιας – καλούσε τους συμπατριώτες του να αντισταθούν στην σκληρή πραγματικότητα και να απαιτήσουν όλα όσα δικαιωματικά τους ανήκαν. Στο πλευρό του αγωνιζόταν ο αδελφός του, Λουής, και ένα εκλεκτό επιτελείο Βάσκων πατριωτών, μεταξύ των οποίων ξεχώριζαν οι δυναμικές μορφές τού Κυριάκου Λιόδιο, τού Χουάν Αραμπουρουσαμπάλα, τού Σαλβαδόρ Ετσέιτα, τού Ηλία Λεκούε και τού Φαμπιάν Ισπίσουα.
Η μαχητική αρθρογραφία του και ο ανυποχώρητος αγώνας γιά την διάδοση των πολιτικών πεποιθήσεών του κόστισαν στον Αράνα ασταμάτητους διωγμούς, ανελέητους βασανισμούς και επανειλημμένες φυλακίσεις. Στις 21 Νοεμβρίου 1902, έχοντας δεχτεί πολλές απειλές κατά τής ζωής του και με κλονισμένη την ανέκαθεν εύθραυστη υγεία του, αναγκάστηκε να καταφύγει στον Άγιο Ιωάννη τής Λοϊσούνης (στην γαλλική επικράτεια). Έναν χρόνο αργότερα η ηγεσία τού «Βασκικού Εθνικιστικού Κόμματος» πέρασε στα χέρια τού Άγγελου Σαβάλα και σημείωσε ένα ιδιαίτερα ενθαρρυντικό αποτέλεσμα στις δημοτικές εκλογές τού Βιλβάου.
Εμβολιασμένο από τις ώριμες εθνοκεντρικές ιδεολογίες, που αναβίωναν εκείνη την εποχή σε ολόκληρη την Ευρώπη, το πολιτικό κίνημα τού Αράνα ξεπέρασε τον τοπικιστικό χαρακτήρα του και σταδιακά αγκάλιασε την πλειοψηφία τού Βασκικού Έθνους, το οποίο αναζητούσε εναγωνίως την πολιτική και κοινωνική επανένωσή του, καθώς και το δικαίωμά του να χρησιμοποιεί την πανάρχαια γλώσσα του σε κάθε γωνιά τής υπερήφανης Πατρίδας του. Σε ιερό σύμβολο των νέων αγώνων αναδείχτηκε η Ικουρρίνια, «η Σημαία των Επτά Ιστορικών Εδαφών τής Βασκωνίας», τα χρώματα τής οποίας ξεκίνησαν από την Βισκάια και σκέπασαν όλες τις πόλεις και τα χωριά τής Βασκοσύνης, ενσαρκώνοντας τα οράματα ολόκληρου τού Έθνους.
Ο πατριωτικός λόγος-σπόρος τού Αράνα έπεσε σε εύφορες ψυχές και οι επόμενες δεκαετίες χαρακτηρίστηκαν από την ρωμαλέα αφύπνιση τής βασκικής συνείδησης και την αυξημένη συμμετοχή τού λαού στον κοινό αγώνα. Στα 1932, ογδόντα χιλιάδες Βάσκοι συγκεντρώθηκαν στο Βιλβάο και γιόρτασαν πανηγυρικά την «Ημέρα τής Πατρίδας», μέσα σε κλίμα γενικού ενθουσιασμού. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο διακεκριμένος Βάσκος πολιτικός Χοσέ Αντώνιο δε Αγκίρρε ι Λεκούμπε (1904-1960) σχημάτισε την πρώτη Βασκική Κυβέρνηση και οδήγησε οργανωμένα τους ένοπλους Βάσκους αγωνιστές στον πόλεμο εναντίον των στρατευμάτων τού Φρανθίσκο Φράνκο, ο οποίος είχε αρχίσει να κατασκευάζει το κατάλληλο περιβάλλον γιά την επιβολή τής στυγνής στρατοκρατίας του. Τον επόμενο χρόνο – και συγκεκριμένα στις 26 Απριλίου 1937 – οι ανυποψίαστοι κάτοικοι τής όμορφης Γκερνίκας θα πληρώσουν με την ζωή τους την επιθυμία ενός ολόκληρου λαού να ζήσει ελεύθερος και ανενόχλητος στην γη όπου γεννήθηκε.
β. Φρανθίσκο Φράνκο
Λίγο καιρό μετά από την ανακήρυξη τής Βασκικής Ανεξαρτησίας, τα πάνοπλα στρατεύματα τού Φρανθίσκο Φράνκο επέβαλαν την αιμοσταγή εξουσία τους στην Χώρα των Βάσκων, καταλαμβάνοντας το Βιλβάο στις 19 Ιουνίου 1937. Η στρατοκρατία – που με την βοήθεια τής ναζιστικής αεροπορίας είχε ισοπεδώσει στις 26 Απριλίου την φιλήσυχη Γκερνίκα – απεκάλεσε υποκριτικά την Βισκάια και την Γκιπούσκοα «προδοτικές επαρχίες» και ανέλαβε να «νουθετήσει» τον εντόπιο πληθυσμό χρησιμοποιώντας μεθόδους ήδη γνωστές και δοκιμασμένες απ’ όλα τα αυταρχικά καθεστώτα.
Ο δημοκρατικός στρατός δεν μπόρεσε να βοηθήσει τον χειμαζόμενο βορρά, ο οποίος είχε περικυκλωθεί από τους στρατιώτες και τον πολεμικό στόλο τού Φράνκο. Χαρακτηριστική, όμως, ήταν και η αδικαιολόγητη απουσία των κομμουνιστών από τις συρράξεις στην Βασκωνία. Το αποτέλεσμα υπήρξε φρικτό: μετρώντας 50.000 νεκρούς και περισσότερους από 200.000 εξόριστους, ο βασκικός λαός εισερχόταν σε μία από τις σκοτεινότερες περιόδους τής Ιστορίας του.
Η εξιστόρηση των παθών των Βάσκων κατά την τεσσαρακονταετή φρανκική στρατοκρατία θα μπορούσε να αποτελέσει πολύτομο έργο, στις σελίδες τού οποίου ο ηρωισμός θα συναντούσε την απελπισία, ο πόνος θα αγκάλιαζε την υπομονή και η βία θα πάλευε με το θάρρος. Αρκούν, όμως, και λίγες γραμμές γιά να μεταδώσουν στον αναγνώστη το κλίμα εκείνης τής εποχής, που στιγμάτισε βαθιά ολόκληρη την Βασκοσύνη, κάτω από τα υποκριτικά βλέμματα των κυβερνήσεων τής υπόλοιπης Ευρώπης.
Μία από τις πρώτες αφορμές, γιά την εκδήλωση τής βασκικής αντίδρασης στην νεοεπιβληθείσα στρατοκρατία, υπήρξε η «Συλλογική επιστολή των Ισπανών Επισκόπων», που ανακοινώθηκε την 1η Ιουλίου 1937 από τον καρδινάλιο Γκόμα Τομάς, αρχιεπίσκοπο τού Τολέδου, κατόπιν εγκρίσεως τού ίδιου τού Φράνκο. Στο κείμενο εκείνο ο πόλεμος εναντίον τής δημοκρατίας παρουσιαζόταν ως «σταυροφορία» γιά την σωτηρία τής Ισπανίας από τους εχθρούς τής Θρησκείας και εκδηλωνόταν η διάθεση τής Ισπανικής Εκκλησίας να παραμείνει σταθερή στις σχέσεις της με την Ρωμαιοκαθολική Ιεραρχία τού Βατικανού. Η υπογραφή τού γενναίου Βάσκου Επισκόπου τής Γαστείζης απουσίαζε από το έγγραφο, όπως κ’ εκείνη τού Καταλανού Επισκόπου τής Ταρραγώνας. Την 1η Οκτωβρίου τού ίδιου έτους ο παπικός απεσταλμένος Αντωνιούττη επέδωσε στον Φράνκο τα διαπιστευτήριά του. Η Αγία Έδρα, λοιπόν, ανεγνώρισε επίσημα το νέο καθεστώς, με το οποίο διατήρησε άριστες σχέσεις αλληλοκατανόησης, αλληλοκάλυψης και πρόθυμης συνεργασίας μέχρι και το 1975.
Υπό την πνευματική προστασία τού Βατικανού ο Φράνκο προχώρησε στην έκδοση μίας σειράς διαταγμάτων που ανακαλούσαν τον χωρισμό Εκκλησίας-Κράτους, καταργούσαν τον πολιτικό γάμο και το διαζύγιο, καθιστούσαν υποχρεωτική την θρησκευτική εκπαίδευση και έδιναν στην τοπική εκκλησιαστική ιεραρχία το δικαίωμα να λογοκρίνει κάθε «ύποπτο» κείμενο και να επιβάλλει τις ανάλογες κυρώσεις. Το δραστήριο τάγμα των Ιησουϊτών Μοναχών, βαρυνόμενο από πολύχρονη εγκληματική δράση στο πλευρό διαφόρων τυράννων, έγινε και πάλι δεκτό στην ισπανική επικράτεια (3 Μαρτίου 1938), ενώ στην Βασκωνία απαγορεύτηκε διά νόμου η χρήση των αρχαίων βασκικών ονομάτων κατά τις βαπτίσεις των νέων χριστιανών.
Κοντά σε όσα δεινά επιφυλάσσει συνήθως μιά απολυταρχία στον κάθε λαό που υποχρεώνεται να την υποστεί, η φρανκική στρατοκρατία επιδόθηκε επιπλέον – με ξεχωριστό πάθος – στην προσπάθεια εκρίζωσης τής βασκικής εθνικής συνείδησης. Κάτω από αυτή την προοπτική, τις σκληρότερες επιθέσεις τού νέου καθεστώτος δέχτηκε εξαρχής η βασκική γλώσσα, αυτός ο αρχαιότατος φορέας των εθνικών παραδόσεων και εκφραστής τού ιδιαίτερου πολιτισμικού ιστού τής βασκικής κοινωνίας. Με αυστηρότατες ποινές γιά τους παραβάτες, απαγορεύτηκε η χρήση τής «εουσκάρας» τόσο στην προσωπική όσο και στην δημόσια ζωή, κρίθηκε παράνομη και προδοτική η διδασκαλία της και παραδόθηκαν στην πυρά τα βασκόγλωσσα βιβλία μαζί με τα κτίρια που φιλοξενούσαν βασκόφωνα φροντιστήρια και σχολεία. Ένας ολόκληρος λαός υποχρεώθηκε διά τής βίας να συνηθίσει – όσο ταχύτερα γινόταν – να ζει σ’ ένα διαφορετικό, πρωτόγνωρο πολιτισμικό περιβάλλον και να επικοινωνεί κάνοντας χρήση μιάς άλλης γλώσσας, τής ισπανικής, που στην πλειοψηφία του αγνοούσε εντελώς.
Χάρη στις επιδέξιες διπλωματικές κινήσεις τού Φράνκο και στις άριστες σχέσεις που διατηρούσε αρχικά με τον Χίτλερ και τον Μουσσολίνη και αργότερα με την Αμερικανική Κυβέρνηση, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν άγγιξε την ισπανική επικράτεια. Ωστόσο, ένας μεγάλος αριθμός Βάσκων πατριωτών πολέμησε θαρραλέα στο πλευρό των Συμμάχων και διακρίθηκε σε όλα τα μέτωπα τού πολυαίμακτου αγώνα. Όταν η Γαλλία υπέκυψε με σχετική ευκολία στα χιτλερικά όπλα, έντεκα χιλιάδες Βάσκοι αντιστασιακοί οδηγήθηκαν στα ηλυγαία στρατόπεδα συγκέντρωσης, μέσα στα οποία ελάχιστοι κατόρθωσαν να επιζήσουν. Μεγάλος ήταν και ο αριθμός των αγωνιστών που παραδόθηκαν στις φρανκικές αρχές, από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς, γιά να εκτελεστούν με τον πιό απάνθρωπο τρόπο, λόγω τής πολεμικής-αντιστασιακής δράσης τους. Παρά τους σκληρούς διωγμούς, οι Βάσκοι πατριώτες συνέχισαν τον ένοπλο αγώνα ακόμη και μετά το τέλος τού Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Συγκεντρώνονταν στα γαλλο-βασκικά σύνορα και από τα στενά των Πυρηναίων διείσδυαν στην πατρίδα τους γιά να αντιμετωπίσουν τις ένοπλες δυνάμεις τού Φράνκο, που μεθοδικά κατέστρεφαν την Βασκωνία.
Η στρατοκρατία επέδειξε σχετική ανοχή απέναντι στην ισχυρή βασκική βιομηχανία, η ανοδική πορεία τής οποίας εξασφάλιζε πολλαπλά οικονομικά οφέλη στην κεντρική διοίκηση. Παρά το γεγονός τούτο, στα 1947 η μαζική συμμετοχή τού βασκικού λαού στον ετήσιο εορτασμό τής «Ημέρας τής Πατρίδας» έδωσε στην ισπανική αστυνομία την αφορμή να συλλάβει και να φυλακίσει γύρω στους 6.000 ενθουσιώδεις εργάτες. Η κίνηση αυτή απέβλεπε στην κατατρομοκράτηση των εργατικών σωματείων, μέσα στα οποία διενεργούνταν επικίνδυνες γιά το καθεστώς πολιτικές ζυμώσεις και ετοιμάζονταν κατά καιρούς διάφορες εκδηλώσεις επαναστατικού-εθνικιστικού χαρακτήρα.
Από τα 1951 μέχρι τα 1957 μιά σειρά δυναμικών κινητοποιήσεων και πολυήμερων απεργιών συγκλόνισαν την Βισκάια και την Γκιπούσκοα. Τα εργατικά σωματεία τής Χώρας των Βάσκων αντιδρούσαν στην καταπάτηση των πολιτικών και οικονομικών δικαιωμάτων των μελών τους, η πλειοψηφία των οποίων εργαζόταν στον εξελισσόμενο βιομηχανικό τομέα, χωρίς όμως να διαπιστώνει κάποια ανάλογη υλική ή πνευματική πρόοδο στην καθημερινή ζωή των καταπιεσμένων εργατικών οικογενειών. Μέσα σ’ αυτή την περίοδο συγκροτήθηκαν και ανέλαβαν δράση οι κυριότερες μυστικές οργανώσεις ένοπλου αγώνα, των οποίων η μελλοντική πορεία χαρακτηρίστηκε «επαναστατική» ή «τρομοκρατική», «απελευθερωτική» ή «εγκληματική», ανάλογα με τις εκάστοτε πολιτικές συγκυρίες.
Οι απεργιακές κινητοποιήσεις γνώρισαν νέα έξαρση στις αρχές τής δεκαετίας τού ’70. Στην Βασκωνία ξέσπασαν ταραχές χωρίς προηγούμενο. Στο πλευρό των αγανακτισμένων εργατών μάχονταν προοδευτικοί Βάσκοι ιερείς και διανοούμενοι, ενώ το καθεστώς έδειχνε πλέον εμφανή σημάδια εσωτερικής φθοράς, παρακμής και αδυναμίας να αντιμετωπίσει με τις γνωστές μεθόδους το ολοένα αυξανόμενο κύμα αντίδρασης των επί δεκαετίες βασανιζομένων πολιτών.
γ. Δημοκρατία και αυτονομία
Μετά από τον θάνατο τού Φρανθίσκο Φράνκο (1975), η διοίκηση τού κράτους πέρασε στα χέρια τού Αδόλφου Σουάρεθ – παλαιού αξιωματούχου τού απολυταρχικού καθεστώτος – και ξεκίνησε η πυρετώδης προετοιμασία γιά την «πολιτική αναμόρφωση» τής ισπανικής επικράτειας. Στην Βασκωνία συγκροτήθηκε η τρικομματική «Δημοκρατική Συνέλευση τής Χώρας των Βάσκων», με σκοπό να καθοδηγήσει τα τέσσερα Ιστορικά Εδάφη (Βισκάια, Γκιπούσκοα, Αράβα και Ναβάρρα) στα πρώτα πολιτικά βήματα αυτής τής τόσο ταραγμένης μεταβατικής περιόδου. Οι κοινωνικές ζυμώσεις των τελευταίων ετών τής φρανκικής στρατοκρατίας βρήκαν διέξοδο στην δημιουργία ενός πλήθους μικρών αλλά ενεργών κομμάτων, των οποίων οι συνεχείς αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις καθιστούσαν ολοένα δυσκολότερη την πολιτική αναδιοργάνωση τής Βασκωνίας. Προβληματική γιά την εσωτερική ισορροπία τής χώρας ήταν και η δράση των μυστικών ένοπλων ομάδων, που άφηναν το στίγμα τού αίματος σε μιά σειρά βίαιων αλλά όχι πάντοτε αδικαιολόγητων ενεργειών.
Οι μεγάλες λαϊκές διαμαρτυρίες και οι έντονες διαμάχες – που ενίοτε έπαιρναν την μορφή τραγικών συγκρούσεων – ήταν το βασικό χαρακτηριστικό τού κοινωνικού κλίματος τής εποχής και αντικατόπτριζαν πλήρως την οικονομική αστάθεια και την αβεβαιότητα γιά το μέλλον τής περιοχής. Η βασκική βιομηχανία έτεινε προς την ολοκληρωτική διάλυση, οδηγώντας έναν μεγάλο αριθμό εργατών στην ανεργία και την φτώχεια. Η αγροτική καλλιέργεια και παραγωγή γνώριζε μιά περίοδο ανησυχητικής παρακμής και στερούσε την χώρα από τα είδη πρώτης ανάγκης. Η κρίση τής ναυτιλίας και τής αλιείας – οδυνηρό αποτέλεσμα τής ανόδου των τιμών στα καύσιμα και τής άμεσης εξάρτησης των Βάσκων πλοιοκτητών από ξένους δανειστές – εξωθούσε τον βασκικό πληθυσμό στην μετανάστευση. Δείγμα τής έκρυθμης κατάστασης αποτελεί και η χαμηλή συμμετοχή των Βάσκων στο γενικό δημοψήφισμα γιά την «πολιτική αναμόρφωση» τού ισπανικού κράτους, που διοργάνωσε η κεντρική κυβέρνηση τού Αδόλφου Σουάρεθ τον Δεκέμβριο τού 1976.
Οι επικρατούσες προτάσεις γιά το πολιτικό μέλλον τής Χώρας των Βάσκων ήταν δύο: η μία πρέσβευε την αποδοχή τής μεταπολιτευτικής κατάστασης ως βάσης γιά την οικοδόμηση τής νέας Βασκωνίας και η άλλη υποστήριζε την άμεση και οριστική αποκοπή των τεσσάρων Ιστορικών Εδαφών από την κεντρική ισπανική εξουσία. Τα πολιτικά κόμματα – που ερμήνευαν ποικιλοτρόπως και εξέφραζαν μερικώς ή εξολοκλήρου κάποια από τις δύο προτεινόμενες λύσεις – εξαντλούσαν την δραστηριότητά τους στις μεταξύ τους συμμαχίες και αντιπαραθέσεις, γεγονός που δεν επέτρεπε την εμφανή υπερίσχυση κανενός εξ αυτών και έθετε σε συνεχή κίνδυνο την ενότητα τού Βασκικού Έθνους. Λίγους μήνες πριν από το γενικό δημοψήφισμα, οι πόλεις τής Γαστείζης και τής Μοντεγιούρρας συγκλονίστηκαν από αιματηρές ταραχές, ενώ την 1η Ιουλίου 1976 συγκεντρώθηκαν στην Βεργάρα περισσότερες από 100.000 Βάσκων πολιτών, με επικεφαλής πολλούς δημάρχους, γιά να διαδηλώσουν υπέρ τής βασκικής αυτονομίας και κατά τής ανεξέλεγκτης τρομοκρατικής δράσης των δυνάμεων ασφαλείας τής Κυβέρνησης Σουάρεθ και των παραστρατιωτικών ομάδων-καταλοίπων τού φρανκικού καθεστώτος.
Τον Μάιο τού 1977 οι ισχυρότερες πολιτικές δυνάμεις τής Βασκωνίας έθεσαν σε λειτουργία τον μηχανισμό σχεδιασμού, επεξεργασίας, σύνταξης και έγκρισης ενός «Καταστατικού Χάρτη τής Βασκικής Αυτονομίας», με γνώμονα την παραδοσιακή βασκική νομοθεσία και τον σεβασμό απέναντι στις τοπικές ιδιαιτερότητες καθενός από τα τέσσερα Ιστορικά Εδάφη. Ο ανυποχώρητος αγώνας υπέρ τού δικαιώματος τής ελεύθερης χρήσης και διδασκαλίας τής βασκικής γλώσσας, καθώς και τής παροχής γενικής αμνηστίας στους πολιτικούς εξόριστους και κρατουμένους έγινε ακόμη εντονότερος, προκαλώντας την αδικαιολόγητα βάναυση αντίδραση των πολιτικών δυνάμεων τής Μαδρίτης.
Στις 15 Ιουνίου 1977 πραγματοποιήθηκαν εκλογές σε ολόκληρη την ισπανική επικράτεια. Στην Βασκωνία το εκλογικό σώμα ανέδειξε τους αντιπροσώπους του, από τους οποίους σχηματίστηκε η «Συνέλευση των Βάσκων Βουλευτών» (Γκερνίκα, 4 Ιανουαρίου 1978). Στις 17 Φεβρουαρίου 1978 δημιουργήθηκε το «Γενικό Βασκικό Συμβούλιο», ως προσωρινή κυβέρνηση «προ-αυτονομιακής» μορφής, η θητεία τής οποίας έληξε στα 1980. Στο «Γενικό Βασκικό Συμβούλιο» ανατέθηκε τελικά η διεκπεραίωση των ζητημάτων που σχετίζονταν με τον «Καταστατικό Χάρτη τής Βασκικής Αυτονομίας», τον γνωστό και ως «Καταστατικό» ή «Σύνταγμα τής Γκερνίκας». Η ύπουλη επέμβαση τής Μαδρίτης υπήρξε καταλυτική γιά το έργο τού Συμβουλίου. Αρχικά κατάφερε να θέσει ένα πλήθος προσκομμάτων στην ομαλή λειτουργία του και να περιορίσει την ολοένα αυξανόμενη επιρροή των βασκικών εθνικιστικών δυνάμεων. Στην συνέχεια – υποβοηθούμενη από την ναβαρρική φιλοφρανκική και σοσιαλιστική μειοψηφία – υποχρέωσε τους εκπροσώπους τής Ναβάρρας να κρατήσουν αρνητική στάση απέναντι στην συμμετοχή τής περιοχής τους στην Αυτόνομη Βασκική Κοινότητα, καίτοι αυτή η επιλογή ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την εκπεφρασμένη επιθυμία και τις εμφανείς επιδιώξεις τής συντριπτικής πλειοψηφίας τού ναβαρρικού λαού. Τούτη η πολιτική διάσπαση υπήρξε ένα από τα ισχυρότερα χτυπήματα που έπληξαν την Βασκοσύνη κατά την μετα-φρανκική περίοδο. Οι δυσμενείς συνέπειές του εξακολουθούν να μαστίζουν μέχρι σήμερα την Βασκωνία και να ορθώνονται ως απροσπέλαστο εμπόδιο στην προσπάθεια επανένωσης ολόκληρου τού Βασκικού Έθνους.
Στις 6 Δεκεμβρίου 1978, μέσα σε βαρύ πολιτικό κλίμα, διεξήχθη το γενικό δημοψήφισμα γιά το Ισπανικό Σύνταγμα. Το «Βασκικό Εθνικιστικό Κόμμα» επέδειξε σαφή τάση υπέρ τής αποχής από την διαδικασία και βρήκε ουσιαστική ανταπόκριση από την πλειοψηφία των Βάσκων πολιτών. Λίγες μέρες μετά, η «Συνέλευση των Βάσκων Βουλευτών» ενέκρινε το σχέδιο τού «Καταστατικού Χάρτη τής Βασκικής Αυτονομίας» (29 Δεκεμβρίου 1978) και επιδόθηκε με ζήλο στην προετοιμασία τού σχετικού δημοψηφίσματος και των τοπικών εκλογών τής Αυτονομίας.
Η Άνοιξη τού 1979 επεφύλαξε δύο σημαντικές νίκες στο «Βασκικό Εθνικιστικό Κόμμα». Τόσο οι γενικές εκλογές τού Μαρτίου, όσο και οι δημοτικές εκλογές τού Απριλίου, το ανέδειξαν πρώτο στις προτιμήσεις τού βασκικού πληθυσμού. Στην Γαστείζη, μετά από λίγες εβδομάδες (3 Ιουνίου 1979), οι νεοεκλεγμένοι εκπρόσωποι τού βασκικού λαού ενέκριναν το «Καταστατικό τής Γκερνίκας» και στις 25 Οκτωβρίου ζήτησαν με δημοψήφισμα την γνώμη των Βάσκων πολιτών. Υπέρ τού Καταστατικού τάχθηκε το 59,77% τού πληθυσμού, ενώ η αποχή ξεπέρασε το 40%, λόγω τής αρνητικής στάσης που κράτησαν οι ριζοσπαστικές δυνάμεις τής βασκικής αντιπολίτευσης. Η απόσχιση τής Ναβάρρας από την λοιπή Βασκωνία – οδυνηρό αποτέλεσμα των συνεχών πολιτικών οπισθοχωρήσεων των αμφισβητούμενων ηγετών της – υποχρέωσε τον ναβαρρικό λαό να περιμένει μέχρι το 1982 γιά να αποκτήσει τον δικό του Καταστατικό Χάρτη, γνωστό ως «Βελτίωση τής Αυτονομίας τής Ναβάρρας».
Οι εκλογές τής 9ης Μαρτίου 1980 οδήγησαν το «Βασκικό Εθνικιστικό Κόμμα» σε νέο θρίαμβο και έδωσαν στα ικανά στελέχη του την ευκαιρία να ασχοληθούν αποφασιστικά με τα φλέγοντα προβλήματα τής ταλανισμένης πατρίδας τους: την επίτευξη τής πολιτικής ευταξίας, την οικονομική ενίσχυση των πολιτισμικών ιδρυμάτων, την ενδυνάμωση τής διδασκαλίας τής βασκικής γλώσσας, την εσωτερική ειρήνευση και την ανεργία. Το αξίωμα τού Προέδρου τής Βασκικής Κυβέρνησης (Πρωθυπουργού) πέρασε στον Κάρλος Γκαραϊκοετσέα και στην θέση τού Προέδρου τού Βασκικού Κοινοβουλίου αναδείχτηκε ο Χουάν Χοσέ Πουχάνα Άρθα, σημερινός Πρόεδρος τής Ελληνικής Ακαδημίας τής Βασκωνίας. Τα ονόματα των δύο ανδρών συνδέθηκαν αργότερα με μία σειρά επαναστατικών πρωτοβουλιών υπέρ τής διάδοσης τής μελέτης και διδασκαλίας τής Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας, δίνοντας νέα πνοή στους φιλελληνικούς κύκλους τής αναγεννημένης Βασκωνίας.
Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α Γ΄
Μεταφρασμένο στην νεοελληνική γλώσσα αναδημοσιεύεται παρακάτω το ισπανόγλωσσο άρθρο «Ποιός είναι και ποιός δεν είναι Μακεδόνας», το οποίο γράφτηκε και δημοσιεύτηκε από τον Φεδερίκο Κάρλος Κρούτβιγκ Σαγρέδο, στην Χώρα των Βάσκων, με αφορμή την αναβίωση τού γνωστού προβλήματος μεταξύ Ελλάδος και Σκοπίων, κατά την δεκαετία τού ’90.
Ποιός είναι και ποιός δεν είναι Μακεδόνας
Γιά να κατανοήσουμε καλά ποιά είναι στον κόσμο η ελληνική επιρροή – εκείνη που οφείλεται στην μακεδονική εξάπλωση – θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αναφερόμαστε αποκλειστικά και μόνον στους ελληνικής καταγωγής Μακεδόνες, οι οποίοι δεν είχαν ποτέ καμμία απολύτως σχέση με τους σλάβους, που εμφανίστηκαν χίλια χρόνια μετά και που τώρα έδωσαν το όνομα «Μακεδονία» σε κάποιες εκτάσεις, οι οποίες υπήρξαν ιλλυρικές και θρακικές.
Κοντά σ’ εκείνη την ελληνική περιοχή, που αποτελεί την πραγματική Μακεδονική Γη, υπάρχει και ένας άλλος λαός, που έφτασε να αποκαλείται «μακεδονικός» χωρίς να είναι. Στην περίπτωση αυτή θα ήταν προτιμότερο να μιλούμε γιά «ψευδο-Μακεδόνες» ή «κλεπτο-Μακεδόνες». Ας εξετάσουμε το γιατί.
Οι σλάβοι πρωτοεμφανίζονται στην ευρωπαϊκή ιστορία χίλια περίπου χρόνια μετά από την μακεδονική εξάπλωση. Πρόκειται γιά έναν από εκείνους τους λαούς που, επειδή ακριβώς δεν είχαν τίποτε, δεν είχαν ούτε όνομα. Η λέξη «σλάβος», που κάποτε αναφέρεται και ως «σκλάβος», με την έννοια τού αλυσοδεμένου εργάτη, φαίνεται να προέρχεται από τον όρο «slowo», ο οποίος πιστεύεται ότι σημαίνει «λόγος». Αυτοί, λοιπόν, ήταν οι λαοί, τους οποίους οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν «servi» – το σχεδόν «εθνικό» όνομά τους – το οποίο στην συνέχεια χρησιμοποιήθηκε γιά να υποδηλώσει τους νικημένους, κυριευμένους και άμοιρους παντός ανθρωπίνου δικαιώματος λαούς.
Όταν, ωστόσο, εμφανίζονται στην Ιστορία, το κάνουν ως αγέλες υποταγμένων μαζών, στερημένων παντός ανθρωπίνου δικαιώματος, ως ένας λαός γιά τον οποίο μπορεί κανείς να πει ότι – ακριβώς γιά τον λόγο αυτό – το όνομα τού γένους ή τού έθνους του, «σλάβος» ή «σκλάβος», θα χρησιμοποιηθεί στο εξής γιά να ονομάσει τους αλυσοδεμένους ανθρώπους, τους στερημένους ελευθερίας και κάθε δικαιώματος, που ενίοτε χρησιμοποιούνται μέχρι και σαν κτήνη. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, όταν εμφανίζονται συμμετέχοντας στις ξενικές εισβολές, οι σλάβοι φαίνονται να είναι υποταγμένοι και κατακτημένοι τόσο από τους Αβάρους, έναν λαό τουρκικής καταγωγής, όσο και από τους Βουλγάρους, άλλον έναν λαό τουρκικής καταγωγής. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο κυρίαρχος λαός που επιτίθεται στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είναι οι Τούρκοι, που φέρνουν μαζί τους μιά αγέλη ανθρώπων, τής οποίας τους άνδρες υποχρεώνουν να πολεμούν, ενώ τις γυναίκες να βαδίζουν κυρίως εμπρός από τις άμαξες, σαν κτήνη έλξεως. Τους χρησιμοποιούν, επίσης, στις κατ’ οίκον εργασίες και στην καλλιέργεια τής γης. Αυτή η κατάσταση έχει ως συνέπεια την απελευθέρωση των σλάβων και την παραμονή τους εκεί όπου τους έχουν φέρει ως σκλάβους, κάθε φορά που οι Τούρκοι – όντας πάντοτε μιά μειονότητα που ενσωματώνει στον στρατό της υποταγμένους λαούς – υφίστανται κάποια μεγάλη ήττα και εξαφανίζονται από τον χάρτη και από την Ιστορία. Στην περίπτωση των σκλάβων των Βουλγάρων, που ως σλάβοι/σκλάβοι δεν είχαν ούτε όνομα, ούτε προσωπικότητα, συνέβη το εξής: υιοθέτησαν το όνομα των παλαιών κυρίων και αφεντών τους, αν και στην περίπτωση των Αβάρων εξαφανίστηκαν εντελώς.
Μετά την πτώση των Αβάρων εμφανίζονται κάποια σλαβικά «φύλα», μεταξύ των οποίων οι «σεβέρεοι, σμολεάνοι, σαγουδάτες, βελεγεζήτες, δραγοβίτσες» και άλλοι, ονόματα τα οποία στην πραγματικότητα δανείζονται από μικρές λίμνες και ρυάκια γύρω από τα οποία εγκαθίστανται, αφού οι σλάβοι – εραστές τής ελευθερίας μέχρι παραλογισμού – δεν σχημάτιζαν ποτέ πολιτικού τύπου ενότητες μεγαλύτερες τής μορφής που οι ίδιοι ονόμαζαν «zadruga», δηλαδή «οικογένεια» με την ευρύτερη έννοια. Ο χώρος συγκέντρωσης μιάς ομάδας ονομαζόταν «zhupa» και αυτή κυβερνιόταν από τους γεροντότερους, οι οποίοι συνήθιζαν να εκλέγουν έναν εξ αυτών, τον καλούμενο «zupan» ή, μεταξύ των Κροατών, «banus».
Έτσι, λοιπόν, οι σλάβοι δεν είχαν ποτέ αυθεντικά εθνικά ονόματα, αφού ποτέ δεν σχημάτισαν έθνος. Οι ίδιοι οι ανατολικοί σλάβοι, που σήμερα ονομάζονται στην πλειονότητά τους «Ρώσοι», φέρουν ένα όνομα δανεικό. Αυτοί ζούσαν στα ανατολικά τής Ευρώπης, σε εδάφη όπου υπήρχαν κάτοικοι διαφόρων προελεύσεων, ειδικά προς τον Βορρά, όπου ζούσαν λαοί φιλλανδικής καταγωγής (συχνά αναμεμειγμένοι με «σλάβους») επί των οποίων είχε εγκατασταθεί η κυριαρχία των Σουηδών, ενός γερμανικού λαού. Οι Φιλλανδοί, που έφταναν μέχρι τον ποταμό Δβίνα, αποκαλούσαν τους Σουηδούς «ruotsi» και στους σλάβους που τους υπηρετούσαν – δηλαδή στους σκλάβους των Σουηδών – έδωσαν το ίδιο το όνομα των κυρίων τους. Οι «υπηρέτες των Σουηδών» (στα φιλλανδικά: «ruotsi») κατέληξαν να ονομάζονται απλώς «Σουηδοί», δηλαδή «ruotsi». Αυτό το όνομα, η αρχική προέλευση τού οποίου δεν είναι εξακριβωμένη, δόθηκε αρχικά στους κατοίκους τής περιοχής τού Κιέβου (δηλαδή τής Ουκρανίας) και αργότερα σε όσους ζούσαν γύρω από το Νοβγκορόντ και την Μοσχοβία.
Οι Σουηδοί συνέχισαν να είναι οι κύριοι όλης τής κατοικημένης περιοχής τής Νότιας Φιλλανδίας, όπου έμεναν φιλλανδικοί λαοί, όπως ήταν οι Εσθονοί και οι Λιβονοί, οι Καρέλιοι και οι κάτοικοι του καλουμένου «Ingermanland». Μόνον μετά από την μάχη τής Πολτάβας, ο Μέγας Πέτρος κατέλαβε αυτά τα φιλλανδικά εδάφη και, γιά να εκπολιτίσει την χώρα, έφερε Γερμανούς αποίκους, με τους οποίους ίδρυσε και εποίκησε την πόλη Petersburg (Πετρούπολη), όπως και τις πόλεις Kronstad, Schlüsselburg, Oranienburg και άλλες, που πήραν και εξακολουθούν να έχουν γερμανικά ονόματα. Εκεί κατέφθασαν και οι σλάβοι, δηλαδή οι σκλάβοι των Σουηδών (ruotsi) γιά να δουλέψουν ως υπηρέτες των Γερμανών αποίκων. Ο Μέγας Πέτρος ονόμαζε την περιοχή, που αποίκησαν οι Γερμανοί, «παραθυράκι προς την Ευρώπη» και είναι προφανές ότι, επιθυμώντας να εξευρωπαΐσει και να εκπολιτίσει την αυτοκρατορία του, δεν είχε καμμία επιθυμία να επιτρέψει τον εκρωσισμό των Γερμανών.
Στα νότια τού Δούναβη, μεταξύ των λαών που επίσης τέθηκαν στην υπηρεσία των Τούρκων κατακτητών, είπαμε ότι υπήρχαν και οι «σκλάβοι των Βουλγάρων» (στην τουρκική γλώσσα «bul» σημαίνει «ευγενής» και αρχικά ήταν μόνον το όνομα τής ηγετικής ομάδας). Αυτοί εγκαταστάθηκαν σε περιοχές στα δυτικά τής πόλης τής Σόφιας.
Οι σύγχρονοι Βούλγαροι θεωρούν ότι «τούτοι οι σημερινοί σλαβο-Μακεδόνες είναι απλά ένας βουλγαρικός κλάδος και ότι η εφεύρεση τής σλαβικής μακεδονικής εθνότητας είναι μία απόπειρα ακρωτηριασμού τής (σλαβο-) βουλγαρικής εθνότητας», από την οποία λίγο μόνον διαφέρουν τούτοι οι ψευδείς Μακεδόνες. Είναι προφανές ότι, προσδίδοντας το όνομα «Μακεδόνες» σε τούτους τους σλάβους, διαπράττεται μία διανοητική και πολιτική απάτη, αφού οι αυθεντικοί Μακεδόνες ήταν μία ελληνική ομάδα, τής οποίας η γλώσσα ελάχιστα διέφερε από τις άλλες ελληνικές διαλέκτους. Γνωρίζουμε, γιά παράδειγμα, ότι τα ονόματα «Φίλιππος» και «Φερενίκη» προφέρονταν ως «Βίλιππος» και «Βερενίκη» μεταξύ των Αρχαίων Μακεδόνων, και ότι έλεγαν «πτόλις» αντί «πόλις» και «πτόλεμος» αντί «πόλεμος» (που είναι ελληνικοί τύποι, αρχαιότεροι από τους συνηθέστερους ιωνικούς, δωρικούς και αχαϊκούς). Αυτές οι μορφές παρέμειναν ζωντανές σε ονόματα ανδρών, όπως «Πτολεμαίος», αλλά και ελληνίδων Βασιλισσών τής Μακεδονίας, όπως «Βερενίκη». Οι Μακεδόνες, εξάλλου, συμμετείχαν από νωρίς στους Ολυμπιακούς Αγώνες, στους οποίους μπορούσαν να συμμετέχουν μόνον οι Έλληνες.
Οι σλάβοι, που υιοθέτησαν το όνομα «Μακεδόνες», πρωτοεμφανίστηκαν, όπως προείπα, χίλια με χίλια διακόσια χρόνια μετά από την εξάπλωση των Ελλήνων Μακεδόνων. Είναι προφανές ότι υιοθέτησαν το όνομα των γειτόνων τους επειδή οι ίδιοι δεν είχαν – ούτε εκεί – δικό τους εθνικό όνομα, όπως ποτέ οι σλάβοι δεν είχαν δικά τους εθνικά ονόματα, σε κανένα μέρος τής γης. Γιά τούτους τους λόγους, οι σλάβοι που σήμερα έφτασαν να αποκαλούνται «Μακεδόνες» και που κατοικούν στα περίχωρα των Σκοπίων, δεν έχουν απολύτως καμμία σχέση με τους αυθεντικούς Μακεδόνες, οι οποίοι ζούσαν στην ελληνική περιοχή που μέχρι σήμερα ονομάζεται Μακεδονία. Από την γη αυτή, κάτω από τις διαταγές τού Έλληνα Μακεδόνα Βασιλιά Αλεξάνδρου, κατέκτησαν την Περσική Αυτοκρατορία, εξαπλώνοντας μέχρι εκεί τον Ελληνικό Πολιτισμό και υποβάλλοντας την ελληνική κλασική νοοτροπία σε μία αυθεντική επανάσταση, αφού από εκείνη την στιγμή οι Έλληνες, που είχαν συνηθίσει να ζουν σε μικρές (και μόνον κατ’ εξαίρεση σε κάπως μεγαλύτερες) πόλεις, αντιμετώπιζαν μία παγκόσμια αποστολή ως κληρονόμοι και μεταλαμπαδευτές τού πιό έξοχου πολιτισμού που δημιούργησε η Ανθρωπότητα. Αυτοί οι άνθρωποι έφτασαν να χτίσουν ελληνόφωνες πόλεις μέχρι την Ινδία, το Αφγανιστάν, την Μεσοποταμία και αλλού!
Στα τέλη τού 9ου μ.Χ. αιώνα, ανέρχεται στον Πατριαρχικό Θρόνο τής Κωνσταντινουπόλεως ο Φώτιος, μία από τις μεγαλύτερες μορφές τής διανόησης που γέννησε ο Βυζαντινός Πολιτισμός. Αυτός ο άνδρας, που διακρίθηκε γιά την ευρεία καλλιέργειά του, ευνόησε ένα είδος Αναγγένησης τού Ελληνικού Κλασικού Πολιτισμού. Μεταξύ των πεπραγμένων του – εκτός τού αξίου κατορθώματός του να διακόψει τις σχέσεις του με την Ρώμη, στην οποία κυριαρχούσε ο βαρβαρισμός, ακόμη και μέσα στο Παπικό Κράτος – συγκαταλέγεται και η ανάθεση σε δύο Έλληνες τής Θεσσαλονίκης, στους αδελφούς Κωνσταντίνο (ονομαζόμενο και Κύριλλο) και Μεθόδιο, τής μετάφρασης τής Αγίας Γραφής στην γλώσσα των σλάβων.
Αυτοί υιοθέτησαν, γιά τούτον τον σκοπό, την γλώσσα που χρησιμοποιούσε κάποια από εκείνες τις σλαβικές φυλές, που ακόμη περιφέρονταν ύποπτα γύρω από την Θεσσαλονίκη, μετά από την ήττα των Βουλγάρων και των λοιπών Τούρκων. Πρέπει να τονιστεί, λοιπόν, ότι δεν ήταν σλάβοι εκείνοι που μετέφρασαν την Βίβλο, αλλά δύο Έλληνες, οι οποίοι το κατάφεραν εφευρίσκοντας γιά τον σκοπό αυτό μέχρι και το σλαβικό αλφάβητο, το αποκαλούμενο γλαγολιτικό. Αυτή η μετάφραση βοήθησε τους σλάβους να μην απορροφηθούν από άλλους λαούς, κάτι που οπωσδήποτε θα είχε συμβεί χωρίς ένα τέτοιο λογοτεχνικό έργο. Η σλαβική γλώσσα αυτής τής μετάφρασης ονομάζεται τόσο «αρχαία βουλγαρική», όσο και «αρχαία σλαβική». Η μετάφρασή της, την οποία πραγματοποίησαν οι δύο Έλληνες λόγιοι από την ίδια την ελληνική γλώσσα τους στην σλαβική, συνέβαλε στην στερεοποίηση τής προσέγγισης των σλάβων στο Βυζάντιο. Τούτη η Βίβλος μετατράπηκε σε γλώσσα τής θρησκείας και τής γραπτής επικοινωνίας, χρησιμοποιούμενη μέχρι προσφάτως στην ίδια την Ρωσική Αυτοκρατορία. Πρόκειται, λοιπόν, γιά μιά δεύτερη ελληνική πολιτισμική εξάπλωση που κατορθώθηκε ξεκινώντας από την Μακεδονία, μέσω τής μετάφρασης τής Βίβλου στην γλώσσα των σλάβων. Τούτο το έργο υπήρξε η βάση τού εξευρωπαϊσμού των Ρώσων, οι οποίοι εξαπλώθηκαν στην ευρύτερη περιοχή τής σημερινής Ρωσίας μετά από το χριστιανικό βάπτισμα τού Βλαντισλάβ.
Φεδερίκο Κάρλος Κρούτβιγκ Σαγρέδο
Ελληνόγλωσση Βιβλιογραφία
- Βαρβιτσιώτης Θ., Λεξικόν Αρχαίων Ελλήνων, Αθήνα, 1997.
- Βιθένς Βίβες Χ., Σύντομη Ιστορία τής Ισπανίας, Εκδ.: Αίολος / Θερβάντες, Αθήνα, 1997.
- Buchwald W. – Hohlweg A. – Prinz Ot., Tusculum – Λεξικόν, Εκδ.: Αθανάσιος Φουρλάς, Αθήνα, 1993.
- Burkert W., Αρχαία Ελληνική Θρησκεία, Εκδ.: Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1993.
- Θεοδωρίδης Χ., Εισαγωγή στη Φιλοσοφία (ανατύπωση), Αθήνα, 2000.
- Ιστορία τού Ελληνικού Έθνους, Εκδ.: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα, 1971-1979.
- Kroh P., Λεξικό Αρχαίων Συγγραφέων, Εκδ.: University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1996.
- Λέσκυ Α., Ιστορία τής Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Εκδ.: Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1990.
- Λωρέντης Ν., Λεξικόν των Αρχαίων Μυθολογικών, Ιστορικών και Γεωγραφικών Κυρίων Ονομάτων, Βιέννη, 1837.
- Ματσούκας Ν., Ιστορία τής Φιλοσοφίας, Θεσσαλονίκη, 1993.
- Παγκόσμιος Ιστορία, Εκδ.: Ελευθερουδάκης, Αθήνα, 1932.
- Τσακνάκης Α., Βασκωνία, Εκδ.: Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη, 2002.
- Τσακνάκης Α., Επίκτητος: Εγχειρίδιο, Εκδ.: Βιβλιοβάρδια, Θεσσαλονίκη, 2005.
- Τσακνάκης Α., Πλάτων: Ερασταί – Φιλοκερδής, Εκδ.: Βιβλιοβάρδια, Θεσσαλονίκη, 2004.
- Τσακνάκης Α., Πλάτων: Ίων, Εκδ.: Βιβλιοβάρδια, Θεσσαλονίκη, 2004.
- Τσακνάκης Α., Πλάτων: Περί φιλίας, Εκδ.: Βιβλιοβάρδια, Θεσσαλονίκη, 2005.
- Τσακνάκης Α., Πλάτων: Τίμαιος, Εκδ.: Βιβλιοβάρδια, Θεσσαλονίκη, 2005.
- Τσακνάκης Α., Πλούταρχος: Ίσις και Όσιρις, Εκδ.: Βιβλιοβάρδια, Θεσσαλονίκη, 2005.
- Τσακνάκης Α., Πλούταρχος: Το δελφικό Ει, Εκδ.: Βιβλιοβάρδια, Θεσσαλονίκη, 2005.
- Τσακνάκης Α., Σαλούστιος: Περί Θεών και Κόσμου, Εκδ.: Βιβλιοβάρδια, Θεσσαλονίκη, 2005.
- Τσέλλερ-Νέστλε, Ιστορία τής Ελληνικής Φιλοσοφίας, Αθήνα, 2000.
- Φράνκο, Εκδ.: Τύπος Α.Ε., Αθήνα, 1972.
Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία
- Denboraren Lekukoak, Εκδ.: Eusko Legebiltzarra, Vitoria-Gasteiz, 2000.
- Desideri A., Storia e storiografia, Εκδ.: G. D’ Anna, Milano, 1989.
- De Uría J. I., Los Amigos del País, Εκδ.: COINPASA, 1998.
- Euskadi – Un pueblo de Europa abierto al mundo, Εκδ.: Eusko Jaurlaritza, 2000.
- Gernikako Batzar Etxea, Εκδ.: Batzar Nagusiak, Bizkaia.
- Gernikako Batzar Etxeko erti ta kondairadun leiar-aterpea, Εκδ.: Gernikako Batzar Etxea, Bizkaia.
- Guthrie W. K. C., A History of Greek Philosophy, vol. IV, Cambridge, 1975.
- Intxausti J., Euskara: la lengua de los vascos, Εκδ.: Gobierno Vasco, Vitoria-Gasteiz.
- King A. R. – Olaizola Elordi B., Colloquial Basque, Εκδ.: Routledge, England, 1996.
- Krutwig Sagredo F. C., Computer Shock-Vasconia-Año 2001, Euskadi, 1984.
- Larrea Sagarminaga M. A. – Mieza Mieg R. M., Euskalerriko Historiaren Sarrera, Εκδ.: Bizkaiko Batzar Nagusiak, 1991.
- Letamendia J. A., Bakarka (1-5), Εκδ.: ELKARLANEAN S. L., Donostia, 1999.
- Otero X., Euskal Herria – Esentziak, Εκδ.: TXORIA ERREKAN, Euskal Herria.
- País Vasco, Εκδ.: Ediciones Tiempo S. A., Madrid.
- Pujana Arza J. J. – Belausteguigoitia G., Vascos sin fronteras, Εκδ.: COINPASA, 1997.
- Pujana Arza J. J., Politeia, Εκδ.: Klasikoak S. A., Bilbo, 1993.
- Trask L., The History of Basque, Εκδ.: Routledge, New York, 1997.
Διαδικτυακές πηγές
- www.alava.net
- www.basquearts.com
- www.bizkaiaguia.com
- www.bizkaia.net
- www.buber.net
- www.cfnavarra.es
- www.cybereuskadi.com
- www.euskadi.kaixo.com
- www.euskadikalitatea.net
- www.euskadi.net
- www.euskalherria.com
- www.euskoalkartasuna.org
- www.euskal-museoa.org
- www.euskalnet.net
- www.euskaltzaindia.net
- www.eusko.net
- www.euskonews.com
- www.geocities.com/paisvascohistoria
- www.gipuzkoa.net
- www.jjggbiskaia.net
- www.navarra.net
- www.vasconia.net
- www.vascopress.com
- www.visitaeuskadi.com
- www.we.lc.ehu.es/PaisVasco
[1] Βλέπε στο Παράρτημα Α΄.
[2] Βλέπε στο Παράρτημα Β΄.
[3] Βλέπε στο Παράρτημα Γ΄.
[4] Εννοείται η Χώρα των Βάσκων.
[5] Ουπανισάδ: ιερά ινδικά κείμενα.
[6] Βέδες: ιερά βιβλία των Ινδών.
[7] Η ίδια κατάσταση επικρατεί και στην σημερινή Ελλάδα.
[8] Όλες οι νεοελληνικές μεταφράσεις των αρχαιοελληνικών αποσπασμάτων τής παρούσας έκδοσης πραγματοποιήθηκαν από τον Αθανάσιο Τσακνάκη, κατευθείαν από το πρωτότυπο κείμενο. Ο Φεδερίκο Κάρλος Κρούτβιγκ Σαγρέδο παρέθετε το πρωτότυπο αρχαιοελληνικό κείμενο και την μετάφρασή του στην ισπανική γλώσσα.
[9] Δηλαδή: «αυτός που επικοινωνεί με αινίγματα ή με υπαινιγμούς».
[10] Γιά το αρχαιοελληνικό κείμενο των αποσπασμάτων τού Ηράκλειτου παραπέμπω στο βιβλίο «Διανέλος Γεωργούδης Γ., Ηράκλειτος Εφέσιος – Κείμενα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας».
[11] Αντίστοιχη τής ελληνικής ηχομιμητικής λέξης «μπαμ».
[12] Βλέπε: Τσακνάκης Α., Πλάτων: Τίμαιος, Εκδ.: Βιβλιοβάρδια, Θεσσαλονίκη, 2005.
[13] Νόβα: το άστρο που προσωρινά αποκτά ισχυρότερη λάμψη από εκείνη που συνήθως έχει.
[14] Σαμανισμός: ασιατική θρησκεία στηριζόμενη στην μαγεία.
[15] Τυλώδες σώμα: το τμήμα τού εγκεφάλου που αλλιώς καλείται «μεσολόβιο» και χρησιμεύει ως σύνδεσμος των δύο «εγκεφαλικών ημισφαιρίων».
[16] Εκτενέστατο φιλοσοφικό, ιστορικό, πολιτικό και πολιτιστικό σύγγραμμα τού Φεδερίκο Κάρλος Κρούτβιγκ Σαγρέδο, συνταγμένο στην ισπανική γλώσσα.
Σημείωση πνευματικών δικαιωμάτων:
……….Το κείμενο αυτό αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία τού συγγραφέα.
……….Επιτρέπεται η δωρεάν αναδημοσίευση στο διαδίκτυο και μόνον, αυτούσιου και χωρίς αλλαγές τού παρόντος κειμένου, μόνον μετά από άδεια τού συγγραφέα, και με τον αυστηρό όρο να αναφέρονται σαφώς ο συγγραφέας και η αρχική πηγή δημοσίευσης, και εφ’ όσον η αναδημοσίευση περιλαμβάνει το σύντομο βιογραφικό τού συγγραφέα, και την σημείωση πνευματικών δικαιωμάτων.
……….Απαγορεύεται η αφαίρεση ή προσθήκη λέξεων, φράσεων και η με κάθε άλλο τρόπο τροποποίηση ή αλλοίωση τού κειμένου και τού περιεχομένου του.