«Τὸ πρόσωπο τῆς Ἱστορίας» καὶ τὸ ἔπος τοῦ ‘40

,

2,

Τὸ πρόσωπο τῆς Ἱστορίας 

 

Ῥένος Ἀποστολίδης.  Ἐπιλεγμένο ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ «Κριτική τοῦ Μεταπολέμου», Ἀθήνα 1962, Τὰ Νέα Ἑλληνικά, σελ. 30-32.

 

Δὲν ἀντέχει στὴ διάρκεια. Εἶναι ἕνας λαὸς ἐραστής. Πλήττει σύντομα. Γίνεται κριτικός, ἀμφιβάλλων, συζητητικός, διαλυτικός, ἀνατινακτικὸς τοῦ ὅποιου ἰδανικοῦ του, ἄν τὸ χρέος πρὸς αὐτὸ παραμακρύνῃ, ἄν  τ’ ὅραμά του θαμπώσῃ, κρυφτῇ πίσω ἀπὸ ἄδηλες προοπτικὲς ἤ ἀπαιτήσῃ δίοδους μὲς ἀπὸ λαβυρίνθους ὑπομονῆς κ’ ἐπιμονῆς μὲ σφιγμένα δόντια.

Ὅ,τι ἀποδόσῃ μόνο πάνω σὲ πράξη γοργὴ – μόνο ὅσο κρατάῃ τὸ ρεῦμα τῆς πρώτης του ὁρμῆς, τῆς νευρικῆς ἀπόφασής του. Ἀλίμονο σ’ ὅ, τι τοῦ βρεθῇ μπροστά, τοῦ ἐναντιωθῇ, πάνω σ’ ἐκείνη τὴν πρώτη ἄψη του:  εἶν’ ἕνα κορμὶ σβέλτο, ὅλο σιδηροὺς τένοντες, εὔστροφο, θεήλατο, ἀκατάβλητο, ποὺ συντρίβει τότε ὅποια ἐναντίωση.

Στερεῖται μέσων (ὅπως, ἄλλωστε, πάντα τὰ στερήθηκε);.. Μετατρέπει αὐτόματα σὲ μέσο χαλύβδινο τὸ ἴδιο τὸ κορμὶ του· πολλαπλασιάζει, ὑψώνει — μὲ δύναμη αὐθυποβολῆς τερατώδη — σὲ δύναμη νιοστὴ τὴ μοναδικὴ ψυχὴ του, καλύπτει ὑπερανθρωπικὰ καὶ τὸν ἀριθμὸ καὶ τὸ ποσὸ καὶ τὸ μέγεθος καὶ τὰ μέσα καὶ τὸν ὁπλισμὸ ποὺ τοῦ λείπουν, μὲ μιὰν ἔνταση δαιμονικὴ τοῦ μόνου ποὺ διαθέτει : μιᾶς καρδιᾶς ἐκνευρισμένης κι ἀποφασισμένης ἀστραπιαῖα γιὰ θάνατο !

— Εἶστε ἕνας λαὸς ἐπιθέσεως.., μοῦπε ἕνας γερμανὸς μιὰ νύχτα τοῦ ’43. Ὄχι ἕνας λόχος, ἕνα τάγμα, ἕνα ἐπίλεκτο «σῶμα κρούσεως» μονάχα, μὰ ἕνας λαὸς ὁλόκληρος «κρούσεως»!.. Κρίμα ποὺ θὰ χάνετε πάντα τὶς εἰρῆνες.

— Θὰ τὶς χάνομε;

— Θὰ τὶς χάνετε. Θὰ δίνετε μόνο ἐπιτεύγματα ἐκρηκτικά. Δὲν εἶστε λαὸς σφυροκόπος. Κ’ οἱ πρόγονοί σας, δὲν ἦταν. Κι αὐτοί: έκκενωτικοί, κρουσιφλεγεῖς· μέσα σὲ διακόσια ὅλα-ὅλα χρόνια, τινάξαν τοῦ κόσμου, γιὰ δυὸ χιλιετίες, ὅ,τι ἀνώτερο ἄγγισε τὸ πνεῦμα τῆς Εὐρώπης!

Ὅ,τι ἀνώτερο – ξαφνικὰ καὶ σχεδὸν ἀνεξήγητα! Μὲς ἀπὸ τόση πολιτειακὴ ἀθλιότητα τῆς ἐλάχιστης κ’ ἐνδεοῦς Ἑλλάδας, ἀπότομα Πλάτωνες, ῥήτορες, Περικλῆδες, Θουκυδίδες, Ἀριστοτέληδες, Ἀλεξάνδρους ! Ἀπότομα: ὥς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου κι ὥς τ’ ἀκρότατα τοῦ νοῦ!..  Κι ἄξαφνα, ἐσεῖς χάνεστε, σκορπᾶτε, σὰν ἀνεμικὸ ποὺ τὸ πῆρε ὁ ἄνεμος  – σᾶς ψάχνει κανεὶς καὶ δὲ σᾶς βρίσκει!.. Τί ἐγίνατε; Ποιοί ἤσασταν; Πόσοι; Ποῦ τὰ ὑπολείμματά σας;.. Πουθενά, καὶ τίποτε!

Κι ὡστόσο αὐτὸ ποὺ σεῖς ἐκτινάξατε, δωρίζεται ἄφθονα τοῦ κόσμου, γιὰ ὁρμαθοὺς αἰώνων. Μὰ μόνο ἀπὸ σᾶς δὲν εἰσπράττεται – κι αὐτοῦ ζητιᾶνοι ἐσεῖς  κατόπιν, κι αὐτοῦ στερημένοι! Σὰν τὴν μήτρα ἀκριβῶς, ποὺ ἐκτινάσσει τὸ τέκος κι ὀρφανεύει… Ἡ Ἱστορία τῆς Εὐρώπης, τῆς «Δύσεως» ὅλης, ἀπ’ τὸν ἀνάφλογο Ἑλληνισμὸ ξεκινάει, τοῦ ἀστραπιαίου Ἀλεξάνδρου! Κ’ ἡ ἱστορία τοῦ Πνεύματος ἀπ’ τὸ γοργὸ δυναστεύεται Ὄργανο τοῦ Ἀριστοτέλη, δύο χιλιάδες χρόνια καὶ δὲν άπαλλάσσεται!.. Χάσατε τὶς εἰρῆνες, τὴ διάρκεια χιλιετιῶν· κ’ ἔχετε κερδίσει πάντα τὴ «μιὰ» μάχη μόνο, τὴν κεραυνοβόλο – ποὺ δόθηκε, σὰν πετροπόλεμος, στὴν Ἀθήνα καὶ στὴ Σπάρτη, στὴ Θήβα καὶ στὴν Πέλλα, δῶθε καὶ κεῖθε τοῦ ἐλάχιστου αὐτοῦ πόρου τοῦ Αἰγαίου, ποὺ τ’ ὀνομάζετε «θάλασσα» καὶ τ’ ὀνειρεύεστε «πέλαγος» καὶ «πόντο μέγα» καὶ «ὠκεανό»!.. Μὰ τί ἦταν λοιπὸν; Μιὰ σταγόνα!  Ὅμως ἐσεῖς βλέπετε διαρκῶς τὸ μέγιστο μὲς ἀπ’ τὸ ἐλάχιστο, κι ἀπὸ τὸ ὀλιγοστὸ δίνετε διαρκῶς τὸ πλεῖστο – κ’ ἐξουθενώνεστε!  Ἄμετροι πρωτίστως, ἐσεῖς τοῦ «μέτρου»! Στὸ «ἄγαν» πάντα, οἱ τοῦ «μηδὲν ἄγαν». Κι ὅμως «ὅριον ἔθου…» Γι’ αὐτὸ θὰ χάνετε ἀναπόφευκτα τὶς εἰρῆνες, τραγικοὶ μου κατάκοποι τῶν ἐκρήξεων!..

Σκέφτηκα πολλὲς φορὲς ἀργότερα τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ «ἐχθροῦ» μέσα στὴν πιὸ μύχια νύχτα τῆς Εὐρώπης. Ἕνας ἐχθρὸς ἀποκαλύπτει κάποτε τὰ πιὸ βαθειὰ χαράγματα τοῦ ἐθνικοῦ μας προσώπου. Γιατὶ ἀναζήτησε, ἴσως, τὶς ἀδυναμίες – ἐκεῖ νὰ πλήξῃ. Γιατὶ ἀντίκρυσε ἴσως τὸ τραγικὸ τῶν ἀρετῶν αὐτοῦ ποὺ ἐνίκησε.

«Χάνομε τὶς εἰρῆνες, τὶς σταθερὲς ἀξιοποιήσεις… Ξαφνικὰ χανόμαστε καὶ κανεὶς δὲ μᾶς βρίσκει… Κι ὡστόσο αὐτό, ποὺ γιὰ μιὰ στιγμὴ μόνο ἄστραψε ἀπὸ μᾶς, πυρηνώνει ὕστερα κόσμους, ξένους, ἱδρύει λαοὺς ἄλλους, πολιτισμούς, στάσεις ἀνθρώπων γιὰ αἰῶνες ἀντίκρυ στὰ πράγματα – πλέει μὲς στὴν Ἱστορία πανίσχυρο !.. Καὶ παραπέμπουν ἔπειτα σ’ ἐμᾶς, μὰ ἐμεῖς ἄφαντοι!  Ἀνάγουν ταπεινὰ σ’ ἐμᾶς, κ’ ἐμεῖς πιὰ ταπεινότατοι κουρτουλοῦμε θύρες – αὐτῶν ποὺ εἶναι σφυροκόποι καὶ κερδίζουν τὶς εἰρῆνες, κουρτουλοῦν οἱ μαχητὲς τὶς θύρες!..»

30-10-1940

Ἐμεῖς οἱ πάμπλουτοι, πάντα ἐνδεεῖς. Κι ἀπὸ τὸν ἴδιο μας τὸν πλοῦτο διαρκῶς μᾶς ἐλεοῦν. Οἱ καρπωταί, τοὺς ἥρωες! Μιὰ Μπουμπουλίνα μας – κρατήστε το σὰν πιὸ σιμοτινὸ τῆς Ἱστορίας μας πρόσωπο -, ποὺ οἱ ἄντρες της, κουρσάροι, σαρώνουν τὰ πέλαγα σαράντα χρόνια, καὶ γδύνουν Τούρκους, Γάλλους, Ἱσπανούς, Μπαρμπερίνους, καὶ σοδιάζουν ἀμύθητο τὸ χρυσάφι, σπάει ἄξαφνα μιὰ μέρα τὶς στέρνες της καὶ τινάζει τρακόσες χιλιάδες τάλληρα στὸν Ἀγῶνα ! Κι ἀποπάνω δυὸ γιούς, καὶ καράβια, καὶ κανόνια, καὶ τσοῦρμα, καὶ βόλια, καὶ ψυχὴ σπάταλη δικιὰ της ξοδεμένη ἀλόγιαστα στὴ θέση χίλιων ἀντρῶν, γυναῖκα αὐτὴ μονάχα – καὶ πεθαίνει ἔτσι ἄχαρα, πάμφτωχη, σ’ ἕνα γειτονίστικο καβγὰ ἀπὸ τὸ παραθύρι της !..

Ὅπου νὰ ψάξετε, τέτοια θὰ βρῆτε. Αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ γνώριμο – τὸ μητρικὸ μας Πρόσωπο τῆς Ἱστορίας: Τινάζομε δύναμη – καὶ πεθαίνομε, ὅταν οἱ ἄλλοι καρποῦνται τὴν εἰρήνη. Εἴμαστε ὅ,τι ἡ καθαρὴ φύση τοῦ «ἐμβίου»: μαστὸς ποὺ ἀρμέγει τὸν ἥλιο, κι ἄξαφνα τὸν ἐκκενώνει, σπαταλιέται καὶ μένει !.. Ἔχομε «ζωντάνια»; Μὰ λοιπὸν  αὐτὸ θὰ πῇ (ποὺ ἐναβρυνόμαστε) : σοδιάζομε ἥλιο, εὐδία κρουστὴ οὐρανοῦ μέσα στὶς φλέβες, κ’ ἐκτινάζομε «θαύματα, διαρκῶς «καταπλήξεις», ποιότητες ἄπεφθες, διάπυρες, μοναδικὲς, κ’ εὐθὺς μετὰ ράκη, καὶ γιὰ πολὺ κατόπιν τίποτε δὲ μᾶς ἀνασηκώνει – οἱ δωρητὲς ἐμεῖς, ἐνδεεῖς· οἱ σὰ θεοὶ πάμπλουτοι, πάμφτωχοι· οἱ σπάταλοι σὰ Φύση πεντακάθαρη, καταξοδεμένοι !

Ἐκεῖνος ποὺ θὰ μαστόρευε τὶς εἰρῆνες μας, τὶς ζωτικὲς ἀναπαῦλες μας· ποὺ δὲ θὰ κατάφερνε, ἴσως, νὰ μᾶς κάνῃ δὰ καὶ σπουδαίους σφυροκόπους, μὰ θὰ νοικοκύρευε τὸ σπίτι (ἤ τὸ ταμπούρι) ὅσο κοιμᾶται κατεξαντλημένος ὁ λαὸς αὐτὸς τῆς ἐκτίναξης· καὶ θὰ ὠργάνωνε τὴν ἔνδειὰ μας, καὶ θὰ μᾶς δίδασκε πῶς νὰ μὴν πέφτομε ὁλότελα μετὰ τὴν κάθε νίκη μας – ἐκεῖνος θὰ ὠφελοῦσε τὴν Ἑλλάδα. (Θάκλεβε ἴσως τοῦ κόσμου κάτι; Μὰ ὄχι· θὰ ὠφελοῦσε τὴν Ἑλλάδα! Τοῦ κόσμου πάλι θὰ χάριζε !)

Νὰ μὴν εἴμαστε πάντα λαὸς κρούσεως.

Νὰ γευόμαστε κ’ ἐμεῖς τὴν ἐπίγνωση.

Νὰ ὑπάρχει γόνιμη ἀνάπαυλα. Ὄχι κι αὐτὴ διαρκῶς κατασπαταλητικὴ μας.

Ἔτσι ποὺ νὰ βγοῦν γενεές, μὲ τὸν αἰώνιο μὲν χαρακτῆρα τοῦ ἀνέμελου καὶ τοῦ μαχητῆ, μὰ ποὺ θάχουν πίσω κ’ ἕνα σπίτι νοικοκυρεμένο, στερεό στὶς θύελλες – στὸ «μετὰ» ποὺ ἔρχεται, τῆς βαριᾶς ἀνημπόριας ὥς τὴ νέα μάχη.

Ἡ ἐκτίναξη νάναι πάντα ἀπὸ βάθρο στέρεο!

Στιγμὴ  – ναί. Μὰ καὶ ἄμυνα τῆς Διάρκειας.

Αφήστε μια απάντηση