,
Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ (ΠΛΑΤΩΝΙΣΤΕΣ)
Ὁ πατέρας τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, ὁ Καισαρείας Εὐσέβιος (265-340) εἶναι ὁ συνεχιστὴς τῆς δημιουργηθείσας παραδόσεως ἀπὸ τὸν Ὠριγένη. Ἀπόδειξη γιὰ τὸ γενικώτερο ἐνδιαφέρον του σχετικὰ μὲ τὴν ἱστορία, εἶναι τὸ ἔργο του, «Χρονικοὶ κανόνες καὶ ἐπιτομὴ παντοδαπῆς ἱστορίας Ἑλλήνων τε καὶ βαρβάρων», τοῦ ὁποίου τὸ ἑλληνικὸ πρωτότυπο χάθηκε, μὲ διασωθείσα τὴν ἀρμενικὴ του μετάφραση. Ἡ διασωθείσα «Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία» του, ἐξιστορεῖ τὰ ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα σὲ δέκα βιβλία ἔως τῷ 313 μ.Χ.
Ὁ Εὐσέβιος Καισαρίας, ἀκολουθῶντας τὴν παράδοση τοῦ Κλήμεντος καὶ τοῦ Ὠριγένους, ἀσχολήθηκε μὲ τὴν μελέτη τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καὶ φιλολογίας στὴν μεγάλη βιβλιοθήκη τῆς Καισαρείας στὴν Παλαιστίνη. Τὰ συμπεράσματα τῶν μελετῶν του, διατύπωσε σὲ δύο μεγάλα ἀπολογητικὰ συγγράμματα, τὴν «Εὐαγγελικὴν προπαρασκευὴν», ἀποτελούμενη ἀπὸ 15 βιβλία, καὶ τὴν «Εὐαγγελικὴν ἀπόδειξιν», ἀποτελούμενη ἀπὸ 20 βιβλία. Ἡ στάση του ἀπέναντι στὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία, εἶναι ὅμοια μὲ τοῦ Κλήμεντα καὶ τοῦ Ὠριγένη, ἐκδηλώνοντας τὴν κλίση του πρὸς τὸν Πλατωνισμό.
Ὁ Πλάτων γιὰ τὸν Εὐσέβιο, εἶναι προφήτης, «προφητεύων τὴν σωτηρίαν οἰκονομίαν». Τὶς πλατωνικὲς ἰδέες θεωρεῖ ὡς διανοήματα τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Λόγος δημιουργεῖ τὰ ἐγκόσμια ὄντα. Στὸ 31ο κεφάλαιο τοῦ ἐνδέκατου βιβλίου τῆς «Εὐαγγελικῆς προπαρασκευῆς», παραλληλίζει χωρία ἀπὸ τὴν Γένεση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μὲ χωρία τοῦ «Τιμαίου».
Ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ ἐν Λυκίᾳ Ὀλύμπου, Μεθόδιος, ἀποθανὼν ὡς μάρτυς τῷ 310, κλίνει ἐπίσης πρὸς τὸν Πλατωνισμό, ἔχοντας ὅμως ἐπίδραση καὶ ἀπὸ τὴν Στοϊκὴ φιλοσοφία, διότι δέχεται ὡς ἀσώματο οὐσία μόνον τὸν Θεό, «θεωρῶν τὴν ψυχὴν εἰς σῶμα νοερόν».
Στὴν Ἀλεξανδρινὴ σχολὴ μπορεῖ νὰ καταταχθῇ καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος (295-373). Γιὰ τὶς σπουδὲς του γνωρίζουμε σχεδὸν τίποτα. Ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς ἀναφέρει στὸν ἐγκωμιαστικὸ του λόγο, «ὁλῖγα τῶν ἐγκυκλίων φιλοσοφήσας, τοῦ μὴ δοκεῖν παντάπασι, τῶν τοιούτων ἀπείρως ἔχειν» (ἀσχολήθηκε λίγο μὲ τὰ ἐγκύκλια φιλοσοφικὰ μαθήματα γιὰ νὰ μὴ φαίνεται ὅτι εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀμέτοχος αὐτῶν).
Ὁ Ἀθανάσιος ὑπῆρξε ὁ ὑποστηρικτὴς τοῦ ὁμοουσίου καὶ διεξήγαγε σκληροὺς ἀγῶνες κατὰ τοῦ ἀρειανισμοῦ. Κεντρικὸ σημεῖο τῆς διδασκαλίας του ὑπῆρξε ἡ λύτρωση τῆς ἀνθρωπότητος μέσῳ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ. «Οὐκ ἄρα ἄνθρωπος ὤν ὕστερον γέγονεν Θεός, ἀλλὰ Θεὸς ὤν ὕστερον γέγονεν ἄνθρωπος ἵνα μᾶλλον ἡμᾶς θεοποιήσῃ». Μέσῳ τοῦ Ἀθανασίου ὑπερνικήθηκαν τὰ ὑπολείμματα τὰ ὁποῖα εἶχαν ἀπομείνει στὸ σύστημα τοῦ Ὠριγένους, καὶ τῶν ὀπαδῶν τῆς σχολῆς τῆς Ἀντιοχείας ἀπὸ τὶς νεοπλατωνικὲς θρησκευτικὲς δοξασίες. Ἀπὸ τὸν Ἀθανάσιο ἑδραιώθηκε καὶ ἀποσαφηνίστηκε ἡ ἔννοια τῆς «θεοποιήσεως». Δὲν γίνεται ὁ ἄνθρωπος ὡς πρὸς τὴν οὐσία Θεός, ἀλλὰ θεοποιεῖται ἀπὸ πνευματικῆς καὶ ἠθικῆς ἀπόψεως. Αὐτὴ ἡ ἀνύψωση τοῦ ἀνθρώπου γίνεται μέσῳ τῆς πίστεως ἡ ὁποία ἐπιφέρει ἐξ ὁλοκλήρου ἀλλαγὴ τοῦ ἠθικοῦ φρονήματος. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἡ τελείωση προϋποθέτει τὴν συνέργεια δύο παραγόντων, τῆς λυτρωτικῆς ὑπερφυσικῆς θείας χάριτος, καὶ τῆς συγκατάθεσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ δικὴ του βούληση.
Στὴν κατεύθυνση τὴν ὁποία ἐγκαινίασε ὁ Ὠριγένης, καὶ διευκρίνησε ὁ Ἀθανάσιος, βάδισαν οἱ τέσσερεις μεγάλοι Καππαδόκες θεολόγοι καὶ φιλόσοφοι, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, ὁ Γρηγόριος ὁ Νύσσης καὶ ὁ Ἰκονίου Ἀμφιλόχιος.
Παρ’ ὅλη τὴν κλίση τους πρὸς τὴν σχολὴ τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ τὸν πλατωνισμό, παρέλαβαν σημαντικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὴν σχολὴ τῆς Ἀντιοχείας καὶ τὸν ἀριστοτελισμό. Καὶ οἱ τέσσερεις εἶναι μεγάλης αὐτοτελείας καὶ δημιουργικότητος στοχαστές, ἐκπροσωποῦντες ἀναμφισβήτως τὴν ἀκμὴ τῶν θεολογικῶν γραμμάτων τοῦ Χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὑπῆρξαν γνῶστες τῆς Ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καὶ εἶχαν ἀσχοληθεῖ μὲ τὰ πλατωνικὰ συγγράμματα, ἰδίως δὲ μὲ τὴν «Πολιτείαν», «Φαίδωνα», «Συμπόσιον», «Τιμαίον» καὶ «Κρατύλον».
Ὁ Βασίλειος καὶ ὁ Γρηγόριος εἶχαν καταρτίσει ἀνθολογία ἀπὸ τὰ συγγράμματα τοῦ Ὠριγένους, στὴν ὁποία ἔδωσαν τὸν τίτλο «Φιλοκαλία».
Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ – ΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ
Ἡ σχολὴ τῆς Ἀντιοχείας, εἶναι ἀπὸ φιλοσοφικῆς ἀπόψεως σημαντικὴ γιὰ δύο λόγους. Εἰσήγαγε τὴν γραμματικὴ καὶ τὴν ἱστορικὴ ἐξηγητικὴ μέθοδο, ἔναντι τῆς ἀλληγορικῆς, καὶ στράφηκε πρὸς τὴν ἀριστοτελικὴ φιλοσοφία.
Τὸ κύριο χαρακτηριστικό της, ἀποτελεῖ ἡ ἀντίθεσή της, ὡς πρὸς τὴν ἐξηγητικὴ μέθοδο τῶν Γραφῶν πρὸς τὴν σχολὴ τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς ὁποίας κύριος ἀντιπρόσωπος ὑπῆρξε ὁ Ὡριγένης. Ἐνῶ ἡ σχολὴ τῆς Ἀλεξανδρείας ἀκολουθοῦσε τὴν ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία καὶ ἐκδήλωνε τὴν προτίμησή της πρὸς τὴν Πλατωνικὴ φιλοσοφία, οἱ ὁπαδοὶ τῆς σχολῆς τῆς Ἀντιοχείας, ἀκολούθησαν τὴν γραμματικὴ καὶ ἱστορικὴ ἑρμηνεία, προτιμῶντας τὴν Ἀριστοτελικὴ φιλοσοφία.
Πρῶτος ἰδρυτὴς τῆς σχολῆς ἀναφέρεται ὁ πρεσβύτερος Λουκιανός, ὁ ὁποῖος εἶχε μορφωθεῖ στὴν θεολογικὴ σχολὴ τῆς ἐν Παλαιστίνῃ Ἐδέσσης. Ἀπὸ μαρτυρία τοῦ Εὐσεβίου, συμπεραίνεται ὅτι ἡ ἴδρυση τῆς σχολῆς αὐτῆς ἔγινε κατὰ τὸ 260. Σχετικῶς μὲ τὸν Λουκιανό, λέγεται ὅτι ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς Ἀντιοχείας, Παῦλο τὸν Σαμοσατέα, καὶ ἀποδείχθηκε αἰρετικὸς κακοδεξίας, γινόμενος πρόδρομος τῆς αἰρέσεως τοῦ Ἀρείου. Ἐπειδὴ σὲ κάποια ἐπιστολὴ τοῦ Ἀρείου, ὁ ἀρειανός, Εὐσέβιος τῆς Νικομηδείας, ἀποκαλεῖται ἀπὸ τὸν αἰρεσιάρχη, «συλουκιανιστής», εἰκάζεται ὅτι ὁ Λουκιανὸς ὑπῆρξε δάσκαλος τοῦ Ἀρείου.
Στὴν σχολὴ τῆς Ἀντιοχείας κατατάσσεται ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅπως ἐπίσης κατατάσσεται καὶ ὁ συνταράξας ἐπὶ πολὺ τὴν Ἐκκλησία, Εὐνόμιος, ὁ ὁποῖος χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Κυζίκου κατὰ τὸ 360, ἀπὸ τὸν ἀρειανίζοντα ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Εὐδόξιο. Ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἀετίου, διαδόχου τοῦ Ἀρείου στὴν ἀρχηγεία τῆς αἰρέσεως. Ἡ κύρια δοξασία του, ἦταν ὅτι μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε καὶ νὰ ὁρίσουμε τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ τὸ ὁποῖο ἐκφράζει τὴν οὐσία του, κατὰ τὸν Εὐνόμιο, εἶναι ἡ «ἀγεννησία». Τὴν ψυχὴ ὥριζε, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Νεμέσιος, συνδυάζοντας τὶς ἀριστοτελικὲς καὶ πλατωνικὲς ἀντιλήψεις. Τὶς δοξασίες του, ὑποστήριζε χρησιμοποιῶντας τὴν μέθοδο τῆς ἀριστοτελικῆς διαλεκτικῆς. Γι’ αὐτό, ἀντικρούοντάς τον ὁ Γρηγόριος Νύσσης, μίλησε «περὶ κακοτεχνίας τοῦ Ἀριστοτέλους».
Ἡ χρησιμοποίηση ἀπὸ τὴν ἀντιοχειακὴ σχολὴ ἀριστοτελικῶν ἀποδεικτικῶν μεθόδων, ἐπέδρασε εὐρύτατα στοὺς θεολόγους τῆς Συρίας. Διὰ τῆς ἐπιδράσεώς της, εἰσῆλθαν στὴν φιλοσοφικὴ διανόηση πολλὰ στοιχεῖα τῆς ἀριστοτελικῆς φιλοσοφίας. Ὁ Μέγας Βασίλειος, χρησιμοποίησε στὶς ὁμιλίες του γιὰ τὴν ἑξαήμερη δημιουργία τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸν Θεό, τὶς ἀναφερόμενες στὴν φυσικὴ φιλοσοφία, ἀριστοτελικὲς δοξασίες.
Ὁ Γρηγόριος ὁ Νύσσης χρησιμοποίησε τὴν μεταξὺ δυνάμεως καὶ ἐνεργείας ἀριστοτελικὴ διαστολή, καὶ ἔλαβε ὑπ’ὄψιν του, τὴν διδασκαλία τοῦ Ἀριστοτέλους περὶ ἀρετῶν.
Πηγές:
Νεώτερον Ἐγκυκλοπαιδικὸν Λεξικὸν “Ἡλίου” – Ἑλληνικὴ Χριστιανικὴ Φιλοσοφία.
Ἀνιστορήσεις ἀρχαίων Ἐλληνων φιλοσόφων σὲ τοιχογραφίες ἱερῶν ναῶν τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας
Ἑλληνισμὸς καὶ Ὀρθοδοξία
Ὁ Ὅμηρος καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος
Εἰκόνες Ἑλλήνων φιλοσόφων εἰς Ἐκκλησίας-περιγραφὴ τοῦ φαινομένου
http://www.e-istoria.com/
Ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλληνικὸ Ἡμερολόγιο
Copyright (©) «Ἑλληνικὸ Ἡμερολόγιο»