,

,
Αὐτοκρατορία τῆς Νίκαιας - Ἡ ἁρμονικὴ σύνθεση τοῦ Ὀρθόδοξου Χριστιανικοῦ δόγματος μὲ τὴν Ἐθνικὴ ἀφύπνιση καὶ ἑλληνολατρεία
Βακαλόπουλος Α. Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Ἀρχὲς καὶ Διαμόρφωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
……….Ἀναμφίβολο γεγονὸς εἶναι ὅτι ἡ ἐθνικὴ ἀφύπνιση τῶν κατοίκων τῶν ἑλληνικῶν χωρῶν ἀναρριπίζεται ἐκ τῶν ἄνω μὲ τὴν προβολὴ τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ ὀνόματος καὶ μεγαλείου. Οἱ πολιτικοὶ δηλαδὴ καὶ πνευματικοὶ ἡγέτες, ἰδίως τῆς Νίκαιας, ἀνατρέχοντας στὸ ἱστορικὸ παρελθόν, φαίνονται ν΄ ἀνακαλύπτουν τὸν ἑαυτὸ τους, τὴν πραγματικὴ τους ἐθνικὴ ὀντότητα. Μέσα στὸ σκοτάδι, ποὺ τοὺς περιβάλλει, οἱ ἔνδοξοι πρόγονοί τους, οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, ἀκτινοβολοῦν. Αὐτοὶ θὰ τοὺς βοηθήσουν ν’ ἀποτινάξουν τὸν λήθαργό τους, καὶ ν’ ἀπομακρύνουν τὸν μεγάλο κίνδυνο. Ἡ ἑλληνολατρεία τους, ἐκδηλώνεται ποικιλοτρόπως, στὶς πράξεις τους, στὴν φιλολογικὴ τους δραστηριότητα, καὶ γενικῶς στὸν τρόπο τοῦ σκέπτεσθαι.[…]
……….Δὲν εἶναι καθόλου συμπτωματικό, ἀλλὰ φυσικὴ συνέπεια τῆς μελέτης τοῦ ἱστορικοῦ παρελθόντος καὶ τῶν ποικίλων ἀντιθέσεων, κατακτητῶν καὶ κατακτημένων, τὸ ὅτι, μετὰ ἀπὸ τὸ 1204, χρησιμοποιεῖται ἀπὸ βασιλεῖς καὶ λογίους, ὁλοένα καὶ περισσότερο, τὸ ἐθνικὸ ὄνομα «Ἕλλην» (μὲ τὴν τάση ν’ ἀντικαταστήσῃ τὸ «Ῥωμαῖος»), τὰ παράγωγά του, καθὼς καὶ τὸ «Ἑλλάς». Τὸ ὄνομα «Ἕλλην», ἀρχίζει ν’ ἀσκῇ γοητεία καὶ ν΄ ἀνακτᾶ τὴν αἴγλη του, μολονότι ἀπὸ θρησκευτική ἄποψη ἡ σημασία του ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι κακή. Ὡς πρὸς τὴν σχετικὴ κίνηση τῶν ἰδεῶν καὶ τὶς πολιτικὲς ἐπιδιώξεις τῶν βασιλέων τῆς Νίκαιας, πολὺ διαφωτιστικὴ εἶναι ἡ ἀπαντητικὴ ἐπιστολή, τὴν ὁποία ἔστειλε ὁ Ἰωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτσης τῷ 1237 πρὸς τὸν πάπα Γρηγόριο Θ΄.
……….Ὁ Ἀυτοκράτορας, μολονότι φέρει τὸν ἐπίσημο τῖτλο: «Ἰωάννης ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστὸς Βασιλεὺς καὶ Αὐτοκράτωρ Ῥωμαίων ὁ Δούκας...», γνωρίζει πολὺ καλὰ ὅτι εἶναι Ἕλληνας, καὶ δέχεται μὲ ὑπερηφάνεια ἐκεῖνο, ποὺ τοῦ εἶχε γράψει ὁ πάπας ὅτι «…ἐν τῷ γένει τῶν Ἑλλήνων ἡ σοφία βασιλεύει...» καὶ ὅτι «…ἀπὸ τοῦ γένους [αὐτῶν] ἡ σοφία καὶ τὸ ταύτης ἤνθησεν ἀγαθόν, καὶ εἰς τοὺς ἄλλους διεδόθη, ὁπόσοι τὴν ἄσκησιν αὐτῆς καὶ κτήσιν διὰ πολλῆς τίθενται φροντίδος…».

……….Ἀπορεῖ, ὅπως λέγει, πῶς ὁ πάπας ἁγνοεῖ ἤ, ἄν δὲν ἁγνοῇ, πῶς παρασιωπᾶ τὸ ὅτι μαζὶ μὲ τὴν σοφία, ἔχει «προσκληρωθῇ» ἀπὸ τὸν Μ. Κωνσταντῖνο στὸ γένος τῶν Ἑλλήνων «…καὶ ἡ κατὰ κόσμον αὕτη βασιλεία…». Ἀμέσως παρακάτω ἐπαναλαμβάνει τὰ ἴδια μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια: Γιατὶ ποιὸς ἀπ’ ὅλους ἁγνοεῖ ὅτι ὁ κλῆρος τῆς διαδοχῆς ἐκείνου, πέρασε στὸ Γένος μας, καὶ ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε οἱ κληρονόμοι καὶ οἱ διάδοχοί του. Καὶ γιὰ ν΄ἀποδείξῃ τὴν ἑλληνικότητα τοῦ κράτους τῆς Κωνσταντινουπόλεως, προσθέτει ὅτι καὶ «…οἱ γενάρχες τῆς δικῆς μου βασιλείας, εἶναι ἀπὸ τὴν γενιὰ τῶν Δουκῶν καὶ τῶν Κομνηνῶν, γιὰ νὰ μὴν ἀναφέρῳ τοὺς ἄλλους, ποὺ ἦταν κι΄ αὐτοὶ ἀπὸ ἑλληνικὲς γενιὲς καὶ πῆραν στὰ χέρια τους τὴν ἐξουσία καὶ κράτησαν γιὰ ἑκατοντάδες χρόνια τὴν Κωνσταντινούπολη…».
……….Ἐπομένως, γιὰ λόγους σεβασμοῦ πρὸς τὴν παράδοση καὶ γιὰ λόγους οὐσιαστικούς, δηλαδὴ ἐμμονῆς στὴν διαφύλαξη τῆς κληρονομιᾶς τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, φέρουν οἱ βασιλεῖς τοῦ Βυζαντίου τὸν ἐπίσημο τῖτλο: «Bασιλεὺς καὶ Αὐτοκράτωρ Ῥωμαίων».
……….Ἐπάνω στὶς καθαρὲς αὐτὲς ἱστορικὲς γνώσεις θεμελιώνει τὸ δίκαιο τῶν διεκδικήσεων τῶν ἐδαφῶν, τὰ ὁποῖα κατέχουν οἱ Φράγκοι: «…Ἐμεῖς ὅμως, κι΄ ἄς μᾶς ἔδιωξαν μὲ βία ἀπὸ τὸν τόπο μας, τὸ δικαίωμά μας ἐπάνω στὴν ἐξουσία καὶ στὸ κράτος, τὸ ἐχουμε ἀμετακίνητο, μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν χάρη…».
……….Συγκεκριμένα δὲν ἀναγνωρίζει τὰ κυριαρχικὰ δικαιώματα τοῦ Φράγκου βασιλιὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως «…οὔτε εἶδεν ἡ βασιλεία μου…», παρατηρεῖ εἰρωνικά, «…τὴν τοῦ τοιούτου Ἰωάννου ἐπικράτειαν καὶ ἐξουσίαν, ποῦ γῆς ἤ θαλάττης ἐστίν…» καὶ χαρακτηρίζει ἐπιγραμματικὰ τὴν ἀκατάπαυστη ἀντίστασή του ἐναντίον τῶν κατακτητών: «…οὐδέποτε παυσόμεθα μαχόμενοι καὶ πολεμοῦντες τοῖς κατάγουσι τὴν Κωνσταντινούπολη.[…] καὶ φύσεως νόμους, καὶ πατρίδος θεσμούς, καὶ πατέρων τάφους, καὶ τεμένη θεῖα καὶ ἱερά, εἰ μὴ ἐκ πάσης τῆς ἰσχύος τούτων ἕνεκα διαγωνισόμεθα…».
……….Διαμηνύει μάλιστα στὸν πάπα, ὅτι οἱ Ἑλληνικὲς δυνάμεις δὲν εἶναι ἀξιοκαταφρόνητες· διαθέτουν ἱππικὸ καὶ πλῆθος ἀπὸ μάχιμους ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι πολλὲς φορὲς ἀντιπαρατάχθηκαν στοὺς σταυροφόρους καὶ δὲν δείχθηκαν καθόλου κατώτεροί τους.
……….Ἐπίσης, ὁ λόγιος ἱερομόναχος Νικηφόρος Βλεμμύδης, ἔχει ξεκαθαρισμένη ἑλληνικὴ συνείδηση καὶ ὀνομάζει «Ἑλληνίδα Ἐπικράτειαν» τὸ ἔδαφος τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Νίκαιας. Ὁ μαθητὴς του, Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις (1254 – 1258), τὴν ὀνομάζει «Ἑλληνικόν» καὶ «Ἑλλάδα». Ἡ ἑλληνικὴ αὐτὴ ἐπικράτεια, περιελάμβανε μέσα στὰ βόρεια σύνορά της, τὴν σημερινὴ Βόρειο Ἤπειρο, τὴν Πελαγονία, καὶ τὴν Ἀνατολικὴ Ῥωμυλία. Ὁ Θεόδωρος Β΄ γνωρίζει τὰ ἀκριβὴ ἐθνικὰ ὀνόματα τῶν διαφόρων λαῶν τῆς Βαλκανικῆς. Οἱ ἔχθρες ποὺ τὰ χωρίζουν, τονίζουν τὴν ἐθνικὴ συνείδηση τῶν στρατιωτικῶν καὶ πνευματικῶν ἡγετῶν του. Ὁξεῖες ἰδίως εἶναι οἱ ἀντιθέσεις τῶν Ἑλλήνων πρὸς τοὺς βουργάρους, οἱ ὁποῖοι λεηλατοῦν τὴν Ἀνατολικὴ Ῥωμυλία καὶ τὴν Μακεδονία.

……….Ὁ Θεόδωρος Β΄μάλιστα, ἀναγγέλοντας στὸν δάσκαλό του τὶς νίκες του ἐναντίον τοῦ Μιχαὴλ τῆς βουργαρίας, τὸν προτρέπει νὰ θαυμάσῃ «ἐκ βάθους καρδίας τὰ ὑψηλὰ ταῦτα κατορθώματα τῆς ἑλληνικῆς ἀνδρείας». Εἶναι δυνατὸν τὰ γεγονότα αὐτά, καθὼς καὶ τὰ ἑλληνολατρικὰ αἰσθήματα τοῦ Θεοδώρου Β΄ νὰ μὴν εἶχαν ἀντίκτυπο στοὺς στρατιῶτες του, ἀφοῦ βρισκόταν συνεχῶς μαζὶ τους στὶς ἐκστρατεῖες καὶ στὰ στρατόπεδα; Τὴν ἑλληνολατρεία τοῦ Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρι, μποροῦμε νὰ τὴν μελετήσουμε καὶ στὰ φιλολογικὰ καὶ φιλοσοφικὰ του κατάλοιπα. Τὸν βαθμὸ τῆς λατρείας αὐτῆς, τὸν χαρακτηρίζουν ὁρισμένες θερμότατες ἐκφράσεις, ἀλλὰ καὶ ταυτοχρόνως ἀποκαλυπτικὲς γιὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ προβλήματος τῆς διαμορφώσεως τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ.
……….Ἔτσι, παραδείγματος χάριν, λέγει ὅτι εἶναι τόσο ἐνθουσιασμένος ἀπὸ τὴν χρήση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, ὥστε τὴν προτιμᾶ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα τῆς ἐποχῆς, τὴν διανθισμένη μὲ τὶς διάφορες ῥήσεις τοῦ Εὐαγγελίου, τὴν ὁποία, λέγει, δὲν κατέχει καλά. Τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ τὴν ἀγαπᾶ περισσότερο καὶ ἀπὸ τὴν ἀναπνοή του. Θαυμάζει τὰ ἀρχαῖα μνημεῖα τῆς Περγάμου, τὰ ὁποῖα θεωρεῖ «ἑλληνικῆς μεγαλονοίας μεστᾶ καὶ σοφίας ταύτης ἰνδάλματα», καί νομίζει ὅτι ἡ πόλη τὰ προβάλλει «καταντροπιάζοντας ἑμᾶς, σὰν ἀπογόνους, μὲ τῆς πατρικῆς δόξας τὸ μεγαλείο». Ἐδῶ ὁ Θεόδωρος Β΄ θεωρεῖ τοὺς κατοίκους τῆς Αὐτοκρατορίας ἀπογόνους τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, καὶ αἰσθάνεται μείωση ἐμπρὸς στὰ καλλιτεχνικὰ ἔργα ἐκείνων. Ἡ θεώρηση καὶ ὁ θαυμασμὸς τῶν ἀρχαίων μνημείων ἤ καλύτερα, ἡ γεμάτη πάθος λατρεία τῶν ἀρχαίων ἐρειπίων, δὲν εἶναι μόνον ὀνειροπολήσεις ἑνὸς ῥομαντικοῦ, ἑνὸς ποιητικοῦ πνεύματος, ἀλλὰ κάτι πολὺ περισσότερο· εἶναι συναισθηματικὲς ἐκδηλώσεις ἑνὸς πατριώτη, εἶναι ἐνδεικτικὰ σημάδια ἑνὸς νέου πνεύματος, ποὺ προαναγγέλλει γενικὰ τὴν αὐγή τῶν νέων χρόνων. Ἐδῶ ἀκόμη στὴν Νίκαια, διαπιστώνουμε τὸ φαινόμενο ἐκεῖνο τῆς ἀγάπης τῆς ἀρχαιολογίας (μὲ τὴν σημερινή της ἕννοια), τὸ ὁποῖο ἀργότερα κατὰ τὴν Ἀναγέννηση, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ της.
……….Γενικὰ οἱ Αὐτοκράτορες τῆς Νίκαιας, ἄν καὶ περισπασμένοι ἀπὸ πολλοὺς ἐξωτερικοὺς κινδύνους, ἔβρισκαν τὸν καιρὸ νὰ συλλέγουν χειρόγραφα «πασῶν τεχνῶν καὶ ἐπιστημῶν», νὰ ἰδρύουν δημόσιες βιβλιοθῆκες, ἀνώτερες σχολὲς καὶ γενικὰ νὰ δίνουν πνοὴ στὴν πνευματικὴ ἀνάπτυξη τοῦ τόπου.
……….Ἀξίζει νὰ ὑπογραμμίσουμε τὸν σεβασμὸ τοῦ Θεοδώρου Β΄ καὶ τὴν ἐκτίμησή του, πρὸς τοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους, ἰδίως τοὺς δασκάλους του, Γεώργιο Ἀκροπολίτη καὶ Νικηφόρο Βλεμμύδη, καθὼς καὶ τὴν δική του φιλολογική, θεολογικὴ καὶ φιλοσοφικὴ του μόρφωση. Ὄνειρό του εἶναι νὰ κάνῃ τὴν πρωτεύουσά του, τὸ μεγαλύτερο κέντρο τῶν ἑλληνικῶν σπουδῶν.
……….Πλέκοντας τὸ ἐγκώμιό της, τὴν θεωρεῖ ἀνώτερη καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἀθήνα, διότι συνθέτει ἀρμονικὰ τὴν διδασκαλία τῆς θύραθεν σοφίας, μὲ τὰ διδάγματα καὶ δόγματα τῆς χριστιανικῆς θρησκείας. Καὶ ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ εἶναι ποὺ καμαρώνει ἡ λαμπρὴ αὐτὴ πόλη τῶν Νικαέων. Πλουτίζει ἀπὸ δυὸ μεριὲς τὴν φιλοσοφία· ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνική σοφία, ποὺ εἶναι τὸ ὑπόβαθρο, καὶ ἀπὸ τὴν θεογνωσία ποὺ στέκεται πιὸ πάνω ἀπὸ ἐκείνη· πράγματι ἐκεῖ μπορεῖ νὰ φιλοσοφήσῃ κάποιος μὲ πολλοὺς τρόπους, καὶ οἱ δυό αὐτὲς πηγὲς τῆς σοφίας εἶναι ἐκεῖνες ποὺ συγκεντρώνουν μέσα τους τὸ πᾶν. Φιλοσοφοῦν λοιπὸν οἱ κάτοικοι αὐτῆς τῆς πόλης, ὅπως φιλοσοφοῦσαν ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ὁ Πλάτων καὶ ὁ Σωκράτης.
……….Ὅμως, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἀνέμειξαν μ’ ἕναν καινούργιο τρόπο τὴν φιλοσοφία, μὲ τὴν θεογνωσία· μεγαλωμένοι ἀπὸ πρὶν μέσα στὰ θεϊκὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, φιλοσοφοῦν πάνω στὰ θεῖα δόγματα. Αὐτὸ ἦταν τὸ καινούργιο, ἡ νέα τους προσφορά. Ἔτσι πληθύνεται καὶ λαμπρύνεται ἡ πόλη τῶν Νικαέων, σὰν μία πηγή. Ἀφοῦ δηλαδὴ ἔγινε ἡ ἴδια καθαρότατη, ξεχύνει ἄφθονα τὰ νάματα τῆς εὐσέβειας, ἁρδεύοντας μὲ αὐτὰ καὶ κάθε ἄλλη πόλη.
……….Ἡ φωτεινὴ αὐτὴ ἑστία ἀκτινοβολεῖ καὶ στὴν ὕπαιθρο, γιατὶ ἡ παιδεία ποὺ βλαστάνει μέσα στὴν Νίκαια ἀπλώνεται πρὸς τὰ ἔξω καὶ ἐκπαιδεύει καὶ ὅσους βρίσκονται μακριὰ της. Καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, μορφώνονται καὶ οἱ ἀγρότες. Ὄχι μόνον ἀπὸ πνευματική, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ ἄποψη, ἡ Νίκαια ἀποτελεῖ στήριγμα καὶ σύμβολο ἑνότητας καὶ ἀντιστάσεως γιὰ τὸ κατατεμαχισμένο ἀπὸ τοὺς κατακτητὲς ἑλληνικὸ ἔθνος: «Πολλὲς πόλεις ἀπέκτησαν δύναμη, πολλὲς κέρδισαν δόξα, πολλὲς ἐνίσχυσαν τὴν ἐξουσία τοῦ δικοῦ των γένους. Ἐσὺ ὅμως στέκεις πιὸ ψηλὰ καὶ τὶς ξεπερνᾶς ὅλες γιατὶ τὸ κράτος τῶν Ῥωμαίων μοιράστηκε σὲ πολλὰ κομμάτια ἀπὸ τὸν στρατὸ τῶν διαφόρων ἐθνῶν […] καὶ μόνο σὲ σένα βρῆκε θέση καὶ στηρίχθηκε καὶ ἐπαγιώθηκε».
……….[Τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Βατάτση πρὸς τὸν πάπα, ὁ Χάϊνζεμπεργκ (Heisenberg), θεώρησε νόθα καὶ πλαστογραφημένη ἀπὸ ἕναν ὀρθόδοξο φανατικὸ τοῦ 17ου αἰ. καὶ ἀμφισβήτησε μάλιστα ὕπαρξη ἑλληνισμοῦ κατὰ τὸν 13ο αἰ., ἀλλὰ ὁ Γκρούμελ (Grumel), ὁ ὁποῖος χρονολόγησε τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Βατάτση στὰ 1237, ἀπέκρουσε καὶ τοὺς δύο ἰσχυρισμούς, ἐφόσων μάλιστα ἐξακρίβωσε καὶ δημοσίευσε τὴν ἀρχικὴ ἐπιστολὴ τοῦ πάπα Γρηγορίου Θ’ πρὸς τὸν Βατάτση, στὴν ὁποία ὁ Αὐτοκράτωρ ἀπάντησε.]