ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ

.

.

.

Της Το νόμισμα, κατεξοχήν έκφραση υλικής υποστήριξης των δραστηριοτήτων του ανθρώπου., γρήγορα πέρασε στη σφαίρα των εξουσιαστικών δυνάμεων. Η πορεία του νομίσματος από τον τόπο παραγωγής του, το νομισματοκοπείο, χάνεται σε δρόμους πολύπλοκους τους οποίους καθορίζει η τροχιά και το μέγεθος της ανθρώπινης πράξης. Διοχετεύεται στο εμπόριο, ανταλλάσσεται με είδη διατροφής, οικοσκευής και καλλωπισμού, γίνεται αμοιβή για το στρατιώτη, τον κρατικό υπάλληλο, τον οικοδόμο, τον καλλιτέχνη, για κάθε εργαζόμενο. Συντροφεύει τον ταξιδιώτη και τον περιηγητή στις περιπλανήσεις του, ακολουθεί τον άνθρωπο στις επεκτατικές του επιδιώξεις, υποστηρίζει την παιδεία και τις τέχνες, γίνεται μέσο λύτρωσης της ανθρώπινης ψυχής με φιλανθρωπίες και προσφορές στους ναούς, παραχαράσσεται και μετατρέπεται εύκολα σε αντικείμενο αισχροκέρδειας.
Ο ρόλος του νομίσματος, στη μακραίωνη πορεία του, αναγκάστηκε να δεσμευτεί και να προσαρμοστεί σε κανόνες, οι οποίοι προφανώς καθορίζονται από τις οικονομικές συνήθειες ή πολιτικές επιδιώξεις της κάθε εποχής. Επιπλέον, παράγοντες πολιτιστικής ευαισθησίας, σε συνδυασμό με τη φιλοσοφική κοσμοθεωρία και τις βιοτικές συνήθειες των κοινωνικών συνόλων, καθώς και με τις θεσμοθετημένες και υπερβατικές αξίες, συνέτειναν στην κατεστημένη μορφοποίηση της δυναμικής του νομίσματος.
Η αναδρομή στο βυζαντινό κόσμο και η προσέγγισή του μέσα από την ιστορική εξέλιξη του νομισματικού του συστήματος, σε συνάρτηση με τις πολιτικές πράξεις και δικονομικές διεργασίες που το περιέβαλαν, είναι αρκετά ελκυστική.
Συνοπτικά η νομισματική ιστορία του Βυζαντίου, με δάση την εξέλιξη των διαφόρων νομισματικών εκδόσεων, μπορεί να διαιρεθεί σε τέσσερις κύριες περιόδους:
1η Περίοδος: Από τον Αναστάσιο Α’ (491-518) μέχρι τα μέσα του 8ου αι. Κατά την περίοδο αυτή οι χρυσές νομισματικές εκδόσεις αποτελούνται από τον σόλιδο, που ισούται με 1/72 της Ρωμαϊκής λίτρας, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου και τις δύο υποδιαιρέσεις του το σεμίσσιο και το τρεμίσσιο, που αντιστοιχούν στο μισό και το τρίτο του σόλιδου. Οι αργυρές κοπές μέχρι το πρώτο τέταρτο του 7ου αι. έχουν αναμνηστικό χαρακτήρα. Ωστόσο το 615 ο αυτοκράτορας Ηράκλειος εισάγει για πρώτη φορά ένα βαρύ ασημένιο νόμισμα, το εξάγραμμο, που όπως μας πληροφορεί το Πασχάλιο Χρονικό, καθιερώνεται υποχρεωτικά με νόμο στις κρατικές πληρωμές. Μετά το 681 το εξάγραμμο περιορίζεται σε κοπή αναμνηστικού χαρακτήρα, ενώ εξαφανίζεται παντελώς στις αρχές του 8ου αι. Ο 6ος αι. μπορεί να χαρακτηριστεί ως η πιο σημαντική περίοδος στην εξέλιξη του χάλκινου νομίσματος. Σύντομα οι υποδιαιρέσεις του φόλλι που καθιέρωσε ο Αναστάσιος πληθαίνουν και στα χρόνια του Ιουστινιανού Α’, παράλληλα με τους φόλλεις, τα εικοσανούμμια και τα δεκανούμμια κυκλοφορούν πεντανούμμια, δεκαεξανούμμια, οκτανούμμια, τριαντακοντανούμμια, νομίσματα τεσσάρων και δύο νουμμίων. Αντίθετα ο 7ος αι. χαρακτηρίζεται από μια παρακμή στις κοπές των χάλκινων νομισμάτων. Η χάραξη του σχεδίου πολλές φορές είναι αδέξια, παρατηρείται συστηματική επικοπή πάνω σε παλαιότερους τύπους, η κυκλοφορία τους μειώνεται, ενώ τα νομισματοκοπεία και οι διάφορες υποδιαιρέσεις σταδιακά περιορίζονται.

.

.

.

Η συνέχεια του κειμένου ΕΔΩ
.
.
.
.

Αφήστε μια απάντηση