,
Μιχαὴλ Μάρουλλος-Ταρχανιώτης
(+10/14 Ἀπριλίου 1500)
,
Στέλλας Πριοβόλου
……….Στὶς 11 ἤ 14 Ἀπριλίου τοῦ 1500, ἐπιστρέφοντας στὴν Φλωρεντία, ἔχασε τὴν ζωὴ του ἀπὸ πνιγμό, ὁ Ἕλλην λόγιος, ποιητὴς ἀλλὰ καὶ στραντιότι, Μιχαὴλ Μάρουλος, Ταρχανιώτης. Τὸ τραγικὸ ἀτύχημα συνέβη ὅταν παρασύρθηκε ἀπὸ τὰ ὀρμητικὰ νερὰ ποταμοῦ καθώς προσπάθησε νὰ τὸν διασχίσῃ μὲ τὸ ἄλογό του. Οἱ μεστοὶ ἀγάπης καὶ θαυμασμοῦ γιὰ τὴν Ἑλλάδα στίχοι του, καὶ ἡ πολυκύμαντη καὶ πολυσήμαντη ζωὴ του, ἔχουν τὴν δύναμη καὶ τὴν τέχνη νὰ συγκινήσουν καὶ τὸν σύγχρονο Ἕλληνα. Γεννημένος στὴν Κωνσταντινούπολη, πιθανὸν τὸν ἴδιο χρόνο τῆς Ἁλώσεως (1453), ἤ στὶς ἀρχὲς τοῦ ἐπόμενου, αἰσθανόταν σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ «φυγὰς Ἕλληνας», παρ’ ὅτι ὅταν οἱ γονεῖς του ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἦταν βρέφος, καὶ ὅλη του ἡ παιδεία καὶ ἡ ποίηση, ἀνῆκαν στὸν Ἰταλικό Οὑμανισμό. Ὁ Μάρουλλος, διέφερε ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες λογίους τῆς Ἰταλίας, γιατί, ὅπως παρατηρεῖ ὁ καθηγητὴς Δ.Α. Ζακυθηνός, «δἐν ἠρκέσθη εἰς μίαν ξηρὰν γραμματικὴν καὶ ἑρμηνευτικὴν λογιότητα, ἀλλὰ προσεπάθησε νὰ καταστήσῃ ζωντανὰς τὰς ἀξίας τοῦ ἀρχαίου πολιτισμοῦ».
……….Ὁ Μάρουλλος συνέδεσε στὸ πρόσωπό του, τὰ ὀνόματα δύο Βυζαντινῶν οἰκογενειῶν. Οἱ Μάρουλλοι καὶ οἱ Ταρχανιῶτες εἶχαν διακριθεῖ στὸν δημόσιο καὶ ἰδιωτικὸ βῖο τῆς Ἑλληνικῆς Αὐτοκρατορίας ἤδη ἀπὸ τὸν 10ο αἰῶνα. Οἱ Μάρουλλοι προέρχονταν πιθανῶς ἀπὸ τὴν Μικρᾶ Ἀσία καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴν Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα μὲ τοὺς στίχους τοῦ ποιητῆ, τὴν προέλευση τῆς οἰκογένειας πρέπει νὰ ἐντοπίσουμε στὴν Δύμη τῆς Ἀχαΐας. Ἡ μητέρα του, Εὐφροσύνη, καταγόταν ἀπὸ τὸν ἔνδοξο οἶκο τῶν Ταρχανιωτῶν τοῦ Ἄργους. Τὸ ὄνομα Ταρχανιώτης, προέρχεται πιθανότατα ἀπὸ τὸ θρᾳκικὸ τοπωνύμιο Ταρχάνιον. Ὁ Πελοποννησιακὸς κλάδος τῶν Ταρχανιωτῶν, ἀναπτύχθηκε ἀπὸ προσωπικότητες οἱ ὁποῖες ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ἀκολούθησαν καὶ ἐπλαισίωσαν τοὺς Ἕλληνες δεσπότες.(…)
……….Τὰ ἑλληνικὰ καὶ λατινικὰ γράμματα καὶ τὴν φιλοσοφία, ὁ Μάρουλλος διδάχθηκε στὴν Βενετία καὶ τὴν Πάδοβα. [] Καθὼς κανένα του κείμενο δὲν ἔχει γραφεῖ στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, τὴν ἑλληνομάθειά του συνάγουμε ἀπὸ τὰ ἴδια του ποιήματα, στὰ ὁποῖα γίνεται μεγάλη χρήση ἱστορικῶν καὶ κυρίως μυθολογικῶν θεμάτων καθὼς καὶ ἀπὸ τὶς συναναστροφὲς του κατὰ καιροὺς στὴν Νεάπολη καὶ τὴν Φλωρεντία, μὲ διαπρεπεῖς Ἕλληνες ἀνθρωπιστές, ὅπως τὸν Δ. Χαλκοκονδύλη καὶ τὸν Ἱανὸ Λάσκαρη. Ὁ Μάρουλλος εἶδε νὰ γεννιέται καὶ νὰ ἀναπτύσεται ἕνας ἰδιότυπος ἑλληνικὸς θεσμός, ὁ θεσμὸς τῶν Στρατιωτῶν (Stratioti ἤ Stradioti), ὁ ὁποῖος μετὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 15ου αἰ. καὶ τὸ πρῶτο τοῦ 16ου αἰ. ἐπεκτάθηκε στὴν Ἰταλία καὶ σὲ ἄλλες Εὐρωπαϊκὲς χῶρες. [] Ὁ Κ. Σάθας εἶχε τὴν πρωτοβουλία ἐκδόσεως καὶ προβολῆς ὄχι μόνον τοῦ ἀρχειακοῦ ὑλικοῦ ἀλλὰ καὶ τῶν κειμένων τῆς «στρατιωτικῆς φιλολογίας».
……….Γιὰ τὴν προσωπικὴ ζωὴ τοῦ Μάρουλλου ἔχουμε λίγες καὶ ἀσαφεῖς πληροφορίες, κυρίως ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ ἔργα τοῦ ποιητὴ στὰ ὁποῖα γίνεται λόγος γιὰ ἔθνη καὶ τόπους ὅπου τὸν ὁδήγησαν οἱ πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις. Ἀγάπησε καὶ νυμφεύθηκε τὴν Ἀλεξάνδρα, κόρη τοῦ ἀρχιγραμματέα τῆς Φλωρεντινῆς Πολιτείας, Βαρθολομαίου Σκάλα. Ἡ Ἀλεξάνδρα (Ἑλληνίστρια καὶ Λατινίστρια), ὑπῆρξε μία ἀπὸ τὶς διασημότερες γυναῖκες τῆς Ἱταλικῆς Ἀναγεννήσεως, ὄχι μόνο γιὰ τὴν ὀμορφιὰ της ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ πνευματικὴ της καλλιέργεια. Μαθήτρια τοῦ Χαλκοκονδύλη καὶ τοῦ Κ. Λάσκαρη, ἡ ἴδια ἔγραφε στίχους καὶ στὶς δύο κλασικὲς γλῶσσες, ἑλληνικὴ καὶ λατινική, καὶ ἐνέπνευσε σύγχρονούς της ποιητές. Ὁ Μάρουλλος ἐξύμνησε τὸ πνεῦμα, τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὸ ἦθος της καὶ τὴν ἀνακήρυξε δέκατη Μοῦσα καὶ ὑπέρτερη τῆς Ἑλληνίδας Σαπφοῦς.
……….Κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, ὁ Μάρουλλος ἐπανῆλθε γιὰ λίγο στὰ στρατιωτικὰ του ἔργα καὶ ἀργότερα κατέφυγε στὴν Βολτέρρα, στὸν φίλο του Ῥαφαέλλο Μαφέϊ ἤ Βολατεράνους, λόγιο καὶ γνωστὸ λάτρη τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων, μεταφραστὴ τῆς Ὁδύσσειας τοῦ Ὁμήρου στὴν Λατινική. Παρὰ τὶς συστάσεις τοῦ φίλου του, ὁ Μάρουλλος ξεκίνησε ἔφιππος μία μοιραῖα ἡμέρα τοῦ Ἀπριλίου τοῦ 1500, κατὰ τὶς ὑπάρχουσες μαρτυρίες γιὰ νὰ πάῃ στὴν Φλωρεντία. Στὴν προσπάθειά του νὰ διαβῇ τὸν ποταμὸ Καικίνα, παρασύρθηκε ἀπὸ σφοδρό ρεῦμα καὶ πνίγηκε. Μαζὶ μὲ τὸ πτῶμα του, βρέθηκε καὶ ἀντίτυπο τοῦ Λουκρητίου, τὸ ὁποῖο κρατοῦσε πάντα μαζὶ του. Στὸν τάφο του, κοντὰ στὴν Βολτέρρα, μία ἐπιτύμβια πλάκα φέρει ἐπίγραμμα ποὺ συνέταξε γι’ αὐτὸν μὲ θαυμασμὸ ὁ φίλος του, Μαφέι.
……….Ὁ Μάρουλλος θαυμάστηκε καὶ ὑμνήθηκε γιὰ τὸ ἔργο του ἀπὸ τοὺς σύγχρονους καὶ μεταγενέστερους λογίους καὶ ποιητές. Ὅλοι οἱ μεγάλοι ἄνδρες τῆς Ἀναγεννήσεως, Ἕλληνες καὶ Ἰταλοί, εἶχαν στενὲς σχέσεις μαζὶ του καὶ τὸν ἐκτιμοῦσαν ἰδιαίτερα. […] Ἡ ἀπήχηση τῆς ποιήσεως τοῦ Μάρουλλου ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ἰταλίας, ἦταν ἀναμφισβήτητη. Ἀπόδειξη ἀποτελεῖ τὸ ἐπιτάφιο ποίημα ποὺ ἔγραψε τὸ 1560 ὁ μεγάλος Γάλλος ποιητής […] Πιὲρ Ρονσᾶρ ἐκφράζοντας τὴν ἐκτίμηση τῶν Γάλλων τῆς ἐποχῆς του γιὰ τόν “capitaine et poete grec tres excellent, natif de Constantinople”, ὅπως τὸν χαρακτηρίζει.[…] Τὸ ποιητικὸ ἔργο τοῆ Μάρουλλου, γραμμένο ὅλο στὴν Λατινική, ἀποτελεῖται ἀπὸ τέσσερα βιβλία Ἐπιγραμμάτων, τέσσερα βιβλία Ὕμνων, ἕνα βιβλίο Ἐλεγειῶν κι ἕνα ἠμιτελὲς διδακτικὸ ποίημα.[…] Μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο του διαπιστώνουμε ὅτι ὁ πόνος τοῦ ποιητὴ γιὰ τὴν ἀναγκαστικὴ παραμονὴ του μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρίδα, τὸν ὥθησε στὴν σύνθεση ὕμνων καὶ ἐπιγραμμάτων, ποὺ χαρακτηρίζονται «λατρευτικά» γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Ἄν ἐξαιρέσουμε ὁρισμένες ὑπερβολὲς ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν πατριωτικὸ οἶστρο καὶ τὶς στερήσεις τοῦ Μάρουλλου, τόσον οἱ ὕμνοι ὅσο καὶ τὰ ἐπιγράμματά του, ἀποτελοῦν λυρικὲς συνθέσεις ὑψηλῆς τέχνης καὶ πηγαίας ἀγάπης γιὰ τὴν Ἑλλάδα, ἔργα ἐξαιρετικὰ σημαντικὰ γιὰ τὴν λατινικὴ γραμματεία τῆς Ἀναγεννήσεως.
……….Σὲ ὅ,τι ἀφορὰ τὴν χρήση τῆς Λατινικῆς ἔναντι τῆς Ἑλληνικῆς στὴν ποίηση τοῦ Μάρουλλου, ὁ Ζακυθηνὸς δικαιολογεῖ τὴν χρήση αὐτὴ λέγοντας: “Ὁ Μάρουλλος οἰκειοποιούμενος τὴν ξένη γλῶσσα καὶ τὴν ξένη παιδεία, ἀνήγειρε τὸ ἰδιότυπο πάνθεον τῶν Ὕμνων”. Ὁ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Σορβόννης, Π.Λουρέν, σὲ διάλεξή του στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν […] ἀναφερόμενος στὸν Μάρουλλο καὶ στὴν σχέση του μὲ τὸν Γάλλο ποιητὴ Πιέρ Ρονσάρ, ἐπισημαίνει μία νέα μορφὴ διείσδυσης ἑνὸς εἴδους σ’ ἕνα ἄλλο· αὐτή ποὺ γίνεται, ἀπὸ μία γλῶσσα σὲ ἄλλη καὶ ἀπὸ μία πολιτιστικὴ παράδοση σὲ ἄλλη, ἀνάμεσα στὸ νεολατινικὸ ἐπίγραμμα καὶ τὶς ποιητικὲς μορφὲς τῶν νεότερων γλωσσῶν μὲ ἀμφίδρομη ἐπίδραση. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι ὁ Μάρουλλος εἶχε ἐξοικειωθεῖ πλήρως μὲ τὴν λατινικὴ γλῶσσα καὶ ἐπέτυχε τὴν «διείσδυση» ἀπὸ τὴν μητρικὴ του γλῶσσα στὴν Λατινική. Παρὰ τὴν ἑλληνικὴ καταγωγή του, ὁ ποιητὴς εἶχε ἀσκηθεῖ περισσότερο στὴν λατινικὴ γλῶσσα, γι΄ αὐτό καὶ κανένα κείμενό του δὲν ἔχει γραφεῖ στὴν ἐλληνική. Θλίβεται ὅμως ποὺ δὲν μπορεῖ, ἄν καὶ Ἕλληνας, νὰ γράψῃ στίχους στὴν γλῶσσα του καὶ αὐτό ἀκριβῶς ἐκφράζει στὸν Ὕμνο του στὸν Ἑρμῆ. Ἐξ ἄλλου, ὅπως ὁ A. Deisser εὔστοχα παρατηρεῖ, ὁ Μάρουλλος θέλησε νὰ ἐκφραστῇ στὴν λατινική γλῶσσα γιὰ νὰ ἀγγίξῃ τὸν μεγαλύτερο δυνατὸ ἀριθμό τῶν Εὐρωπαίων.
……….Γιὰ τὸν Μάρουλλο, ἡ Ἑλλάδα ὑπῆρξε ἡ κοιτίδα τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ ἀλλὰ καὶ ἡ χαμένη πατρίδα. Στὴν ἐλεγεία του στὴν Νέαιρα Ep.II 32 καὶ στὸν Ὕμνο του στὴν Ἀθηνᾶ Hymn. I 2 ὁ ποιητής ὑμνεῖ τὴν Ἑλλάδα. Ἐξ ἴσου ἐνδιαφέρουσα καὶ σημαντικὴ θέση τοῦ ποιητῆ γιὰ τὴν χαμένη πατρίδα, ἀποτελεῖ καὶ ἡ τελευταα, LXIΠ, ὡδὴ τοῆ α΄βιβλίου τῶν Ἐπιγραμμάτων. Ὁ πόνος τοῦ ποιητῆ νὰ εἶναι Ἕλληνας, ὅταν τίποτα δὲν ἀπομένει ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, γίνεται δυσβάστακτος καὶ προσπαθεῖ νὰ ξεφύγῃ γράφοντας τὴν ὡδὴ αὐτή σὲ σαπφικὲς στροφές. […] Ὁ ποιητής αἰσθάνεται τὴν Ἑλλάδα ὡς σταθερὴ καὶ εὔρωστη πολιτιστικὴ κληρονομιὰ γιὰ τὸν ἰταλικὸ Οὐμανισμὸ καὶ διεκδικεῖ – ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μαριόττι – δικαίωμα συμμετοχῆς στὴν συνέχεια ποὺ ἑνώνει τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα μὲ τὴν σύγχρονη. […] Ἄν ἀνατρέξεις σὲ ὅσα ἔκαναν οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅσα σύ ὁ ἴδιος ἔζησες – τονίζει ὁ Μάρουλλος ἀπευθυνόμενος στὴν Νέαιρα – θὰ διαπιστώση ὅτι τὰ πάντα ἔγιναν στὴν γῆ τοῦ Ἰνάχου. […] Εἶναι βέβαιη ἡ πίστη μου ὅτι καὶ ἡ πανέμορφη Ρώμη, ποὺ ἦταν κάποτε κοσμοκράτειρα, εὐτύχησε νὰ ἱδρυθῇ ἀπὸ προγόνους Ἕλληνες.
……….Μετὰ τὴν ἀναφορὰ αὐτὴ στὴν δόξα τῶν προγόνων του, ὁ Μάρουλλος καταλήγει μὲ μία ἐνδιαφέρουσα ἀποστροφὴ γιὰ τὴν δικὴ του κοσμοθεωρία: «Μὴ σὲ τρομάζει τὸ κενὸ περιεχομένου ὄνομα τοῦ ξένου. Πίστεψέ με, οὐδεμία γῆ εἶναι ξένη στὸν ἄνθρωπο / Ὅσο κι ἄν ἡ τύχη μοῦ ἀφαιρεῖ τὰ βασίλεια καὶ τὰ πατρικὰ πλούτη, ἐγώ κατέχω τὴν ἐκτίμηση ποὺ κέρδισα μὲ τὸ ἴδιο μου τὸ αἷμα. Καὶ πλούτη ἔχω ὡς ἄνθρωπος ὁλιγαρκής, καὶ εὐκατάστατος εἶμαι, ἄν μὲ μέτρο θελήσω νὰ χειριστῷ αὐτὰ ποὺ ἔχω ἤδη ἀποκτήσει».
-
Πηγή: Η Επιστημονική Επετηρίς τής Φιλοσοφικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Αθηνών 2004-2005
-
Ἐπιμέλεια εἰκόνας καὶ κειμένου: Ἑλληνικὸ Ἡμερολόγιο