,
……….Στὶς 24 Ἀπριλίου 1970, ἀπεβίωσε ὁ Ἡρακλῆς Ἀποστολίδης, δημοσιογράφος, κριτικός, λογοτέχνης, ἀνθολόγος καὶ ἰδιόμορφος στοχαστής, μὲ νοοτροπία καὶ στάση ζωῆς ἐντελῶς προσωπική.
Ὁ γιὸς τοῦ ἐκλιπόντος, Ῥένος Ἀποστολίδης,ἔγραψε στὸ εἰσαγωγικὸ σημείωμα τῆς 10ης ἐκδόσεως «Ἀνθολογίας».
……….“Ὁ πατέρας μου πέθανε περὶ τὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ τόμου, Μεγάλη Παρασκευὴ τ’ ἀπομεσήμερο, δύο ἡ ὥρα, 24 Ἀπριλίου τοῦ ’70, ἑβδομηνταεφτά χρονῶ. Θυμᾶμαι πούμουν παιδὶ σὰν πρωτοβγῆκε ἡ Ἀνθολογία, τὸ ’33, κ’ εἶχα δώσει κ’ ἐγώ καθὼς κ’ οἱ δικοὶ μου τώρα, τὰ λεφτᾶ τοῦ κουμπαρᾶ μου, μαζὶ μ’ ὅλα ὅσα μοῦχαν φυλαμένα ἀπ’ αὐτὸν στὴν τράπεζα, «γιὰ νὰ βγῇ τὸ βιβλίο» τοῦ πατέρα μου «μὲ γιαλιστερό χαρτί», «νάναι τέλειο !..»
……….Τώρα ποὺ μοῦ πέθανε, δὲ θέλω νὰ γράψω γιὰ κανένα τὰ λόγια αὐτὰ ἐδῶ «ἐπισημότερα» καὶ «μὴ προσωπικά»· παρὰ μόνο, ἔτσι, θέλω νὰ ξαναδῶ, μὲ τὰ γαλάζια του γράμματα, τὰ φωτερά, τῆς καρδιᾶς του, τὴν ἀφιέρωση ποὺ μοῦ ἔγραψε τότε, στὸ πρῶτο – πρῶτο ἀντίτυπό της.
……….Κανείς δέν ξέρει τί στάθηκαν γιὰ μένα αὐτά τά λόγια..- καὶ κανένα δὲν ένδιαφέρει ἄλλωστε. Τώρα μοῦ σκούρηναν, μοῦ θάμπωσαν — μαυριδερά ἀπ’ τὰ χρόνια — δὲν εἶναι πιὰ γαλάζια, δὲ μοῦ ζῆ πιά, καὶ μὲ πονᾶν, σβηστά, στὸ βιβλίο, σὰν τάφος ! Γι’ αὐτὸ τὰ τύπωσα ἐδῶ ξανά γαλάζια — ἔτσι γιὰ νὰ ξεχνάω τὸ ποτέ πιά ποὺ μοῦπε…
……….[ ] Γιὰ σᾶς τώρα, γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους, καὶ τοὺς ὑστερινούς, ἦταν ὁ πατέρας τῆς Ἀνθολογίας, ποὺ δίδαξε μὲς στὴν καρδιά τοῦ αἰῶνα μας, τὴν ποίησή μας τὴν πιὸ ἀκριβή, τὴν πιὸ αὐστηρά ξεδιαλεγμένη ὅλη κι ἀντιγραμμένη ἀπ’ τὸ χέρι τοῦ τρελλοῦ λάτρη της πόσες φορές, μὲ τί εὐλάβεια καὶ τί στοργή..– καὶ σ’ αὐτὴν καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ τὴ δώριζε σὰν τὴν ψυχὴ τῆς ψυχῆς τους, σὰν τῆς καρδιᾶς τους τὸ αἷμα τὸ πιὸ καθάριο, τὸ πιὸ λαμπερό !..
………..Ὤ, τί νὰ σᾶς πῶ ἐγώ !.. Τί ἀξία ἔχει ἐγώ νὰ σᾶς πῶ, πόσες καὶ πόσες φορές ξαναδοκιμάστηκε στὴν προσδοχὴ σας κάθε της στίχος, κάθε της λέξη, συλλαβή, ρυθμός, κυμάτισμα ζωῆς ἀπὸ κεῖνον, ποὺ δὲν ἀπόλειψε, σαράντα χρόνια, νὰ τὴ διαβάζῃ καὶ νὰ τὴν ξαναδιαβάζῃ, πῶς ὁ καθένας τὴν παίρνει, τὴ δέχεται – δὲν τὴ δέχεται, τοῦ μιλάει, τοῦ γίνεται ἡ πιὸ ἐσωτερικὴ φωνή…”
Σύντομο βιογραφικό
……….Γιὰ τὸν Ἡρακλῆ Ἀποστολίδη, γεννημένο στὸν Πῦργο τῆς Θρᾲκης (Ἀνατολικὴ Ῥωμυλία), μὲ καταγωγὴ ὅμως ἀπὸ τὴν Ἤπειρο (Ζαγόρι τῆς Βορείου Ἠπείρου), ἐλάχιστοι γνωρίζουν τὴν συμμετοχὴ του στὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγῶνα τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας του, στὸ πλευρὸ τοῦ μητροπολίτη Βελᾶς καὶ Κονίτσης, Σπυρίδωνα.
……….Μαζὶ τύπωσαν τὰ γραμματόσημα τῆς Αὐτόνομης Ἠπείρου, προκειμένου, μὲ τὰ χρήματα ποὺ θὰ συγκέντρωναν, νὰ μπορέσουν ν’ ἀγοράσουν ὅπλα γιὰ τὸν αὐτονομιστικό-ἀπελευθερωτικὸ ἀγῶνα.
……….Ἀδυνατῶντας νὰ συμβιώσῃ μὲ τὸν πατέρα του, ἔχοντας ἐξαιρετικὰ δύσκολα καὶ δυστυχισμένα παιδικὰ χρόνια, βρέθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου «…ὡργάνωσε μεγάλη ἀπεργία καὶ μαχητικὸ συλλαλητήριο τῶν Κούρδων φορτοεκφορτωτῶν, ποὺ πορευόμενοι τότε ἰσοπέδωσαν ἕναν διώροφο Ἀστυνομικὸ Σταθμό. Ἐκεῖ, ἐπίσης, εἶχε πολλὲς συγκρούσεις μὲ βούργαρους κομιτατζῆδες τοῦ Σαντάνσκι, ὅπου προσπάθησαν καὶ νὰ τὸν σκοτώσουν, ἀλλὰ τοὺς ἀντιμετώπισε βίαια καὶ γι’ αὐτὸ κι ἀπελάθηκε ἀπ’ τοὺς τούρκους».
……….Οἱ σπουδὲς του ξεκίνησαν ἀπὸ τὸν Πῦργο, μετὰ βρέθηκε στὸ Γυμνάσιο τῆς Ἀδριανουπόλεως, κατόπιν φοίτησε στὴν Ζωσιμαῖα Σχολὴ τῶν Ἰωαννίνων, γιὰ νὰ καταλήξῃ στὴν Ἀθήνα, στὸ Βαρβάκειο, ὁπότε καὶ ἀναγκάστηκε νὰ διακόψῃ τὴν φοίτησή του τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1911 γιὰ νὰ ἐργασθῇ, λόγῳ τοῦ ὅτι ἀντιμετώπιζε οἰκονομικὲς δυσκολίες. Ἐφ’ ὅρου ζωῆς του κατόπιν, ἀρνήθηκε πτυχία ποὺ τοῦ προσέφεραν.
……….Ἐκείνη τὴν περίοδο, συμμετεῖχε στὴν ἵδρυση τῆς Σοσιαλιστικῆς Συνδικαλιστικῆς Ὀργάνωσης (1911) καὶ κατόπιν ἔγινε Γραμματέας τοῦ Σοσιαλιστικοῦ Κόμματος, ἀπὸ ὅπου ὅμως σύντομα ἀποχώρησε, ὅταν μετατράπηκε σὲ κομμουνιστικὸ κόμμα, ἀγανακτισμένος ἀπὸ τὴν ψευτοεπαναστατικὴ συνείδηση πολλῶν συναγωνιστῶν του καὶ δὲν ἀναμείχθηκε ἔκτοτε σὲ κόμματα καὶ ὀργανώσεις. Σύμφωνα μὲ τὸν γιὸ του Ῥένο, στὶς ἐκλογὲς ἔριχνε ἄδειο φάκελο.
……….Ἀσχολήθηκε μὲ τὴν δημοσιογραφία (ὑπόδειγμα καὶ παράδειγμα ἀντι δ η μ ο κ ο π ι κ ο ύ καὶ ἀ ν τ ι π α ρ α π λ α ν η τ ι κ ο ῦ δημοσιογράφου) καὶ ὑπῆρξε συντάκτης στὶς ἐφημερίδες, «Σκρίπ», «Καιροί», «Ἑσπερινή», «Νέα Ἑλλάς», «Νέα Ἡμέρα», «Ἅστυ», «Ριζοσπάστης» (ἀπ’ ὅπου παραιτήθηκε ὅταν ἔγινε ὄργανο τοῦ Σ.Ε.Κ.Ε), «Πολιτεία», «Καθημερινή», «Βραδινή», «Ἐφημερίδα τῶν Συντακτῶν», «Ἠχώ τῆς Ἑλλάδος», «Πρωία».
……….Ἀπὸ τὸ 1936 κι ἔπειτα, δὲν ξαναδούλεψε στὴν δημοσιογραφία λόγῳ τῆς λογοκρισίας ποὺ τῆς εἶχε ἐπιβληθεῖ, ἀλλὰ καὶ λόγῳ τοῦ πολιτικοῦ φανατισμοῦ ὅλων τῶν ἐφημερίδων κατὰ τὴν περίοδο τοῦ «ἐμφυλίου».
……….Ὑπηρέτησε ὡς Γενικὸς Γραμματέας τῆς «Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαιδείας», ἐπιβάλλοντας στὴν σύνταξή της, τὴν ἁπόλυτη ἀντικειμενικότητα σὲ ὅλα τὰ θεωρητικὰ ἄρθρα της, ἀναθέτοντας στοὺς ἐγκυρότερους, τὴν συγγραφὴ τῶν σχετικῶν λημμάτων, ἀνεξαρτήτως τῶν πολιτικῶν, ἰδεολογικῶν πεποιθήσεών τους.
……….Ἀπὸ τὸ 1941 ἔως τὸ 1959, ὁ Ἡρακλῆς Ἀποστολίδης χρημάτισε διευθυντὴς Α΄ παρᾲ τῇ Ἐθνικῇ Βιβλιοθήκῃ, ἐπιτελῶντας ἔργο μεγίστης ἐπιστημονικῆς σημασίας. Ἀποδελτίωσε ἔντυπα, βιβλία καὶ ἐφημερίδες ἐπὶ παντὸς ἐθνικοῦ ζητήματος καὶ ἐθνικὰ θεωροῦσε τὰ θέματα ὅπως γεωργία, λαογραφία κ.ἄ..Μὲ τὴν συνεργασία τοῦ γιοῦ του,Ῥένου, ἵδρυσε τὸ λογοτεχνικὸ καὶ κριτικὸ περιοδικὸ «Νέα Ἑλληνικά». Ἔγραψε ἐπίσης τὴν ἀνθολογικὴ κριτικὴ σύνθεση: «Τὸ ἄλλο στὴν ἀνθολογία» καὶ τὰ «Ἐνάριθμα» (στοχασμοί, 1967 – 1968).
……….Ἡ Ἀνθολογία του ὅμως, μία ἀπὸ τὶς αρτιότερες καὶ πληρέστερες σύγχρονες ἀνθολογίες, τὴν ὁποία πραγμάτωσε μὲ μεγάλο μόχθο καὶ ἀγάπη, θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς ἔργο ζωῆς του· μοναδικὸ του κριτήριο ἦταν νὰ προσφέρει στοὺς ἀναγνῶστες, τὰ ἄξια καὶ τὰ καλύτερα. Ὅπως ἔλεγε κι ὁ γιὸς του, Ῥένος Ἀποστολίδης, «ἡ τέχνη δὲν ἀνήκει σὲ καμμιὰ γραμμή, σὲ καμμιὰ παράταξη καὶ σὲ καμμιὰ χωριστικὴ παρτίδα. Ἐκεῖνα ποὺ ἀξίζουν, τὰ οὐσιαστικά, τὰ ποιοτικά, δὲν ἀνήκουν σὲ παρτίδες. Οὔτε ἰδεολογικές, οὔτε πολιτικές, οὔτε γενικῶς σὲ φανατισμούς». Αὐτὸ ἦταν τὸ κριτήριο ἀνθολόγησης τοῦ Ἡρακλῆ Ἀποστολίδη.
……….Στὸ εἰσαγωγικὸ σημείωμα τῆς 13ης Ἀνθολογίας Ποιήσεως, ὁ Ῥ. Ἡ. Ἀποστολίδης, γράφει μεταξὺ ἄλλων: “…Γιὰ σᾶς τώρα, γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους, καὶ τοὺς ὑστερινούς, ἦταν ὁ πατέρας τῆς Ἀνθολογίας, ποὺ δίδαξε μὲς στὴν καρδιά τοῦ αἰῶνα μας, τὴν ποίησή μας τὴν πιὸ ἀκριβή, τὴν πιὸ αὐστηρά ξεδιαλεγμένη ὅλη κι ἀντιγραμμένη ἀπ’ τὸ χέρι τοῦ τρελλοῦ λάτρη της πόσες φορές, μὲ τί εὐλάβεια καὶ τί στοργή..- καὶ σ’ αὐτὴν καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ τὴ δώριζε σὰν τὴν ψυχὴ τῆς ψυχῆς τους, σὰν τῆς καρδιᾶς τους τὸ αἷμα τὸ πιὸ καθάριο, τὸ πιὸ λαμπερό !..”
Ἀκολουθεῖ ἀπόσπασμα προλόγου τοῦ Ἡρακλῆ Ἀποστολίδη, τῆς 5ης ἐκδόσεως τῆς Ἀνθολογίας
38. Σὲ θέλω κ α ὶ ν ά χ ῃ ς θεό, καὶ νὰ μ ή ν π ρ ο σ κ υ ν ᾶ ς !
61. Σὰ λογιάζῃς τὴ μωροσυνέπεια, στὸ χέρι σ’ ἔχουν οἱ μωροέξυπνοι !
63. Ὅποτε λεῖψαν κάπως οἱ δουλωτὲς ψυχῶν, δυσκολεύτηκαν οἱ δουλωτὲς σωμάτων.
Τὰ Ἐνάριθμα, τὰ Ὑστερόγραφα καὶ τὰ Τελευταῖα, Ἀποστολίδη Ἡρακλῆ Ν.
***
Πηγές :
Ἐγκυκλοπαίδεια «Ὑδρία».
Εἰσαγωγικὰ σημειώματα τῶν Ῥένου καὶ Ἡρακλῆ Ἀποστολίδη ἀπὸ τὴν ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ τῆς ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ
http://www.renosapostolidis.gr/
Ἐπιμέλεια κειμένου καὶ εἰκόνων : Ἑλληνικὸ Ἡμερολόγιο
Copyright (©) «Ἑλληνικὸ Ἡμερολόγιο»