,
……….
……….Η Σέριφος νησί των Κυκλάδων έχει πλούσια μυθολογία αλλά και πλούσια μεταλλευτική ιστορία. Εμπορική ισχύ και ανάπτυξη γνώρισε τον 7ο π.Χ. αιώνα όταν ξεκίνησε η εξόρυξη και εξαγωγή μεταλλευμάτων από τα πλούσια κοιτάσματα που διέθετε. Η παρακμή ήλθε όταν οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν το νησί ως τόπο εξορίας. Η νεώτερη ιστορία τής Σερίφου είναι άμεσα συνδεδεμένη με τα μεταλλεία της. Ο Γερμανός μεταλλειολόγος Αιμίλιος Γκρόμαν ήλθε στο νησί το 1884 και χωρίς κανένα κεφάλαιο έστησε την επιχείρησή του. Έπεισε τούς πάμπτωχους χωρικούς να τού παραχωρήσουν την γη τους, προσφέροντάς τους ως αντάλλαγμα ένα πενιχρό μεροκάματο, βάζοντάς τους να δουλεύουν γιά λογαριασμό του στις εξορύξεις. Γιά τούς κατοίκους ενός άγονου νησιού με κύρια απασχόληση το ψάρεμα και με μία υποτυπώδη γεωργία, ήταν μία κάποια λύση. Τα μεταλλεία προσέλκυσαν εργάτες και από τα γύρω νησιά ακόμα και από την Ήπειρο και μέσα σε λίγα χρόνια, οι κάτοικοι τής Σερίφου διπλασιάσθηκαν.
……..
……….Το 1906, με τον θάνατο τού Αιμιλίου Γκρόμαν, τον διαδέχθηκε ο γιός του, Γεώργιος, ο οποίος αποδείχθηκε πολύ χειρότερος εκμεταλλευτής και δυνάστης των εργατών. Οι συνθήκες εργασίας από το 1906 έως το 1916 ήταν απάνθρωπες. Σκληρή δουλεία επί 12ωρο, μεροκάματα πείνας και παντελής έλλειψη μέτρων ασφαλείας και με όριο συγκεκριμένο αριθμό βαγονιών. Ακόμα και την ανθρώπινη ανάγκη τους, τούς υποχρέωναν να την κάνουν μέσα στις στοές, απαγορεύοντάς τους την έξοδο.
……….Σε δύο χρόνια, από το 1914 έως το 1916, καταγράφηκαν επίσημα 60 θάνατοι μεταλλωρύχων μέσα στις στοές, ενώ είναι πολλοί περισσότεροι αυτοί που σκοτώθηκαν χωρίς να γίνουν γνωστά τα ονόματά τους. Στα επόμενα χρόνια, εργάτες των μεταλλείων ανακάλυψαν σκελετούς στις στοές. Όταν οι συγγενείς ζητούσαν πληροφορίες γιά τούς αγνοούμενους, τούς έλεγαν ότι ζήτησαν εξόφληση πριν κάποιους μήνες και έφυγαν με πιθανό προορισμό την Αμερική. Γιά τούς τραυματίες δε, δεν υπήρχε καμμία πρόνοια και περίθαλψη. «Μόλις ακόμη δεν είχε ξημερώσει, έπρεπε να ήσουν στην θύρα τής στοάς. Αν δεν ήσουν εκεί και καθυστερούσες δύο λεπτά, ο επιστάτης έλεγε “–φύγε και έλα αύριο το πρωί”. Αν κάποιος εργάτης τολμούσε να μιλήσει, την επόμενη ημέρα δεν είχε δουλειά. Αν πήγαινες στην Αστυνομία να κάνεις παράπονο ο Αστυνόμος σε έδιωχνε διότι είχε φακελάκι από τον Γερμανό».
……….Πρωτεργάτης τής εξέγερσης των μεταλλωρύχων τής Σερίφου ήταν ο Κωνσταντίνος Σπέρας. Γεννημένος στην Σέριφο, ο Κωνσταντίνος Σπέρας με πατέρα ναυτικό, είχε την ευκαιρία να κάνει πολλά ταξείδια και να μάθει δύο ξένες γλώσσες, γαλλικά και αραβικά. Από πολύ νέος ενεργοποιήθηκε στον συνδικαλισμό και το 1914 φυλακίστηκε γιά πρώτη φορά στην μεγάλη καπνεργατική απεργία τής Καβάλας. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος τού Εργατικού Κέντρου Αθηνών, τής Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος και άλλων συνδικαλιστικών σωματείων. Όλη την περίοδο τού μεσοπολέμου, ο Σπέρας την πέρασε κυνηγημένος όχι μόνο από τις εκάστοτε κυβερνήσεις αλλά και από τούς αριστερούς συντρόφους του.
……….Από τα μέσα τής δεκαετίας τού ’20 ήλθε σε ρήξη με το κομμουνιστικό κόμμα και στις 30 Μαρτίου 1926, διαγράφηκε από την Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος. Παρ’ ότι σταμάτησε την ενεργό συνδικαλιστική και πολιτική δράση του, δεν έπαψαν οι διώξεις καθ’ όλη την διάρκεια τής δεκαετίας τού ’30.
……….Την περίοδο τής κατοχής προσπάθησε να βρει ησυχαστήριο σ’ ένα μικρό σπίτι στο Μεταξουργείο. Οι παλιοί όμως σύντροφοι δεν τον ξέχασαν και τον δολοφόνησαν το 1943 όταν τον κάλεσαν να τούς συναντήσει γιά κάποια δήθεν φιλική διαβούλευση. Δολοφονήθηκε στην Δυτική Αττική και το σώμα του δεν βρέθηκε (Αγγελική Συνοδινού-δήμαρχος Σερίφου). Όμως οι εργάτες μεταλλωρύχοι τής Σερίφου – ακόμα και οι σημερινοί – έχουν πολύ μεγάλο σεβασμό στην μνήμη του και γι’ αυτό τού αφιέρωσαν ένα μνημείο (προτομή) έξω από τον χώρο τής Αστυνομίας όπου έκανε τις διαπραγματεύσεις. Η κόρη του Νεφέλη Σπέρα, τον θυμάται σαν έναν πολύ γλυκό άνθρωπο που όταν δεν ήταν σε εξορία και φυλακή, τούς τραγουδούσε, τούς χόρευε και τούς διάβαζε κάθε βράδυ διάφορα βιβλία, όπως την Καινή Διαθήκη, την Ιλιάδα και την Μαντάμ Σουσού.
……….Με την άφιξή του στην Σέριφο, ο Σπέρας οργάνωσε τούς μεταλλωρύχους τού νησιού σε σωματείο στις 24 Ιουλίου τού 1916, απαρτιζόμενο από 460 μεταλλωρύχους. Αυτό το σωματείο, έστειλε στην ελληνική κυβέρνηση επιστολή, στην οποία περιέγραφε τις άθλιες συνθήκες εργασίας απευθυνόμενο ταυτόχρονα και στην μεταλλευτική εταιρεία, ζητώντας ανθρώπινες συνθήκες.
……….Στις αρχές Αυγούστου 1916, οι μεταλλωρύχοι ξεκίνησαν την απεργία τους. Ο Σπέρας, επί κεφαλής τριμελούς επιτροπής, πήγε στην Αθήνα γιά να επιδώσει υπόμνημα στον Υπουργό Οικονομίας με κύριο αίτημα την εφαρμογή τού οκταώρου, και την λήψη μέτρων ασφαλείας στις στοές γιά την προστασία των εργατών. Η ανταπόκριση τού Υπουργείου ήταν χλιαρή, στέλνοντας έναν επιθεωρητή ο οποίος βρήκε τα πάντα τέλεια, τις συνθήκες καλές, προτρέποντας στο τέλος τούς απεργούς να επιστρέψουν στην δουλειά τους. «Την επομένη έφτασε στο λιμάνι το φορτηγό πλοίο “Μαννούσι” γιά να φορτώσει μετάλλευμα. Οι εργάτες συγκεντρώθηκαν αμέσως γιά να κανονίσουν την στάση του, διότι με την άφιξη τού πλοίου τα πράγματα έπαιρναν άλλη τροπή· η Εταιρεία ήταν υποχρεωμένη να φορτώσει το πλοίο μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, πράγμα αδύνατον λόγω τής απεργίας. Οι υπάλληλοι και οι εργολάβοι μεταχειρίσθηκαν τα πάντα γιά να αλλάξουν στάση οι εργάτες, αλλά τίποτα δεν κατάφεραν». (Από τα απομνημονεύματα τού Κ. Σπέρα). Όταν αρνήθηκαν την φόρτωση οι μεταλλωρύχοι, θεωρήθηκαν στασιαστές και όχι απεργοί, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να στείλει 30 χωροφύλακες με επί κεφαλής τον υπομοίραρχο Χρυσάνθου, γιά να καταστείλουν την στάση… Αυτό ήταν η απαρχή των μεγάλων γεγονότων και εξελίξεων.
……….Τα ξημερώματα τής 21ης Αυγούστου 1916, οι 30 χωροφύλακες με επί κεφαλής τον υπομοίραρχο Χρυσάνθου αποβιβάσθηκαν στην Χώρα. Τότε ο Σπέρας πήγε στην Ευαγγελίστρια άναψε τρία κεριά και είπε : «Παναγία μου βοήθησέ μας γιατί σήμερα θα χυθεί ανθρώπινο αίμα» κι έφυγε να συναντήσει τούς απεργούς στο Μεγάλο Λιβάδι (περιγραφή τού λαογράφου και τελευταίου προέδρου των μεταλλωρύχων, Θοδωρή Λιβάνιου). Ταυτόχρονα με έναν συνεργάτη του, ονόματι Κακάλη, έστειλε μήνυμα στα χωριά γιά να έλθουν όσοι άλλοι εργάτες ήταν εκεί, αγρότες και γυναικόπαιδα, οι οποίοι ξεκίνησαν επίσης γιά το Μέγα Λιβάδι.
……….Στο Μέγα Λιβάδι οι απεργοί ήταν συγκεντρωμένοι στον χώρο δίπλα στην γέφυρα φορτώσεως. Ο Γεώργιος Γκρόμαν με τούς δικούς του, ήταν κλεισμένος στα γραφεία τής Εταιρείας, περιμένοντας τούς χωροφύλακες. Όταν έφτασε ο υπομοίραρχος Χρυσάνθου, κάλεσε την διοίκηση τού σωματείου δήθεν γιά συζήτηση, αφού πρώτα πήγε στα γραφεία τής Εταιρείας. Εκεί, αντί γιά συζήτηση, τούς έθεσε υπό κράτηση στον τοπικό αστυνομικό σταθμό κι άρχισε να καλεί ανά δύο ή τρείς τούς απεργούς συλλαμβάνοντάς τους επίσης. Μετά από λίγο όμως, άρχισαν να αντιδρούν οι υπόλοιποι, αναρωτώμενοι γιά την τύχη των προηγουμένων που πήγαν στην συνάντηση. Στην συνέχεια, ο υπομοίραρχος παίρνοντας μαζί του τον τοπικό αστυνόμο Τριανταφύλλου, κατευθύνθηκε προς το εξορυγμένο μετάλλευμα. Ο τοπικός αστυνόμος τού συνέστησε να μην πηγαίνει με άγριες διαθέσεις διότι οι άνθρωποι έχουν δίκιο. Η απάντηση τού υπομοίραρχου ήταν ότι «έκανε ολόκληρη Μάνη καλά και δεν θα κάνει καλά τα τραγιά τούς Σεριφιώτες;», διατάσσοντας τον αστυνόμο να τον ακολουθήσει.
……….
……….Φτάνοντας στην αποβάθρα που είχαν συγκεντρωθεί οι απεργοί, παρέταξε τούς χωροφύλακες απέναντί τους, διατάσσοντάς τους να θέσουν εφ’ όπλου λόγχη και να οπλίσουν. Όταν ο κλοιός των εργατών άρχισε να σφίγγει γύρω τους, ο Χρυσάνθου τράβηξε το όπλο του και πυροβόλησε τον Θεμιστοκλή Κουζούπη ο οποίος ήταν τριών μηνών νιόγαρμπρος και τον σκότωσε επί τόπου, διατάζοντας και τούς χωροφύλακες να πυροβολήσουν. Ένας από τούς εργάτες, τού κτύπησε το πιστόλι με το ραβδί του, ρίχνοντάς το κάτω, και τότε εκείνος τράβηξε την ξιφολόγχη καρφώνοντας τον Ανδρέα Γαλανό στο πόδι.
……….Οι απεργοί όμως έπεσαν πάνω στούς χωροφύλακες μαζί με τα γυναικόπαιδα. Οι χωροφύλακες όμως πυροβολούσαν περισσότερο στον αέρα, διότι υπερίσχυσε ο άνθρωπος μέσα τους. Αν πυροβολούσαν πράγματι εναντίον των εργατών, τα θύματα θα ήταν πάρα πολλά. Οι περισσότεροι εργάτες τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν από τις σφαίρες που έπεφταν από το διοικητήριο τής Εταιρείας όπου ήταν ταμπουρωμένος ο Γ. Γκρόμαν με τούς υποτακτικούς του.
……….Οι εργάτες έριξαν τον Χρυσάνθου στην θάλασσα και οι γυναίκες άρχισαν να τον πετροβολούν μέχρι που τον αποτελείωσαν. Λίγο πριν ξεψυχήσει γύρισε στο πλήθος και είπε «Αχ! τι έκανα !», ενθυμούμενος προφανώς την προειδοποίηση τού τοπικού αστυνόμου Τριανταφύλλου. Ο δε Τριανταφύλλου, που ρίχτηκε επίσης στην θάλασσα, έβαλε τα χέρια στο κεφάλι, επαναλαμβάνοντας: «Σάς ευχαριστώ πολύ κυρίες μου αλλά φτάνει πιά». Οι γυναίκες όμως βλέποντας, άλλες τον άνδρα τους, άλλες τον πατέρα τους κι άλλες το παιδί τους σκοτωμένο ή τραυματισμένο, είχαν μεταβληθεί σε μαινάδες. Συνέχισαν, αποτελειώνοντας και τον Τριανταφύλλου, ενώ οι χωροφύλακες σκορπίστηκαν δεξιά κι αριστερά και γύριζαν επί 15 περίπου ημέρες στα βουνά. Όσοι χωροφύλακες σκοτώθηκαν, αυτό έγινε από τα αδιάκριτα πυρά που έπεφταν από τα γραφεία τής Εταιρείας.
……….Κατόπιν, ομάδα εργατών με δυναμίτες στα χέρια, κατευθύνθηκε προς τα γραφεία τής Εταιρείας γιά να τα ανατινάξει, διότι σύμφωνα με τα λόγια τού μπαρμπα Πέτρου Κοτσομύτη :«εκεί μέσα ήτανε όλη η βρώμα μαζεμένη». Είχαν όμως και την εντύπωση ότι ο Σπέρας με την διοίκηση τού σωματείου ήταν ήδη νεκροί. Από τα γραφεία δε, πυροβολούσαν συνεχώς.
……….Τότε, βγήκε από τον ναό τού Αγίου Νικολάου ο παπα Γιάννης με τον σταυρό στα χέρια και είπε : «Ειρήνη υμίν». Θεοβοφούμενος ο κόσμος, σταμάτησε κάπως, αλλά όσο δεν έβλεπαν τον Σπέρα, αρκετοί συνέχισαν την πορεία κατά των γραφείων. Ο χωροφύλακας που επιτηρούσε τον Σπέρα, βλέποντας τον χαλασμό, άνοιξε την πόρτα αφήνοντάς τον ελεύθερο μαζί με τους υπόλοιπους κρατούμενους. Εν τω μεταξύ οι προπορευόμενοι των απεργών φώναζαν : «Θα τούς φάμε τούς κακούργους. Μάς σκότωσαν τα παιδιά μας».
……….Στο εξαγριωμένο πλήθος ήταν αδύνατον να επιβληθεί κάποιος. Οι εργάτες ηρέμησαν μόνο όταν είδαν τον αρχηγό τους να είναι ζωντανός. Στην συνέχεια, ο Σπέρας με την διοίκηση τού σωματείου κι όλους τους εργάτες, κατέλαβαν τα γραφεία τής Εταιρείας και το αστυνομικό τμήμα, ενώ ορισμένοι πήγαν στην Χώρα την πρωτεύουσα , κτύπησαν τις καμπάνες και μάζεψαν τον κόσμο διότι πέρα από τούς νεκρούς είχαν και πολλούς τραυματίες. Τα θύματα ήταν επτά νεκροί και οι τραυματίες δεκάδες.
……….Έκοψαν τα τηλεγραφικά σύρματα και κατέλαβαν όλες τις δημόσιες υπηρεσίες. Μετά από αυτά τα δραματικά γεγονότα, το ελληνικό κράτος αναγνώρισε τούς αγώνες των εργατών τής Σερίφου και καθιέρωσε (περιορισμένα μεν) το πρώτο οκτάωρο στην Ελλάδα. Οι εργάτες πλέον δούλευαν από τις 6πμ έως τις 2μμ και από τις 2μμ έως τις 8μμ. Ταυτόχρονα μπορούσαν να οργώσουν και τα χωράφια τους γιά να συμπληρώσουν τα τής επιβιώσεώς τους.
……….Ο Κωνσταντίνος Σπέρας οδηγήθηκε στις φυλακές τού φρουρίου Φιρκά στα Χανιά Κρήτης.
***
-
Πηγή κειμένου, μερική απομαγνητοφώνηση εκπομπής – αφιέρωμα στην απεργία των μεταλλωρύχων τής Σερίφου, τού δημοσιογράφου Γιώργου Πετρίτση.
-
Την απομαγνητοφώνηση, το κείμενο και τις εικόνες, επιμελήθηκε το : Ἑλληνικὸ Ἡμερολόγιο