,
Δημιουργία τοῦ Νικηφόρου Λύτρα
,
Τὸ στερνό παραμύθι
.
Πῆραν στρατί-στρατί τὸ μονοπάτι
βασιλοποῦλες καὶ καλοκυράδες,
ἀπὸ τὶς ξένες χῶρες βασιλᾶδες
καὶ καβαλλάρηδες ἀπάνω στ΄ ἄτι !
.
Καὶ γύρω στῆς γιαγιᾶς μου τὸ κρεββάτι,
ἀνάμεσα ἀπὸ δυὸ χλωμές λαμπάδες,
περνούσανε καὶ σάν τραγουδιστᾶδες
τῆς τραγουδοῦσαν — ποιός τό ξέρει ; — κάτι…
.
Κανείς γιὰ τῆς γιαγιᾶς μου τὴν ἀγάπη
δέ σκότωσε τὸ Δράκο ἤ τόν Ἀράπη,
καὶ νὰ τῆς φέρῃ ἀθάνατο νερό.
.
Ἡ μάνα μου εἶχε γονατίσει κάτου·
μ’ ἀπάνω — μιά φορά κ΄ ἕναν καιρό…—
ὁ Ἀρχάγγελος χτυποῦσε τὰ φτερά του.
***
Πηγή: Ὁ Γ΄ τόμος τῆς ΑΝΘΟΛΟΓΙΑΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ τῶν Ἡρακλῆ καὶ Ῥένου, Ἥρκου καὶ Στάντη Ἀ π ο σ τ ο λ ί δ η (σ.1.161)
Ἐπιμέλεια κειμένου καὶ εἰκόνας : Ἑλληνικὸ Ἡμερολόγιο