,
,
Η κυκλοφορία των κατοχικών μάρκων και η λεηλασία που ακολούθησε (Απρίλιος-Αύγουστος 1941)
.
……….Μία βασική αιτία που οδήγησε την ελληνική οικονομία σε κατάρρευση κατά την διάρκεια τής κατοχής τού Β΄Π.Π., ήταν και το γεγονός τής κυκλοφορίας στην αγορά από τα κατοχικά στρατεύματα, των δικών τους νομισμάτων. Εκτός από τα κατοχικά μάρκα των Γερμανών, κυκλοφορούσαν στις αντίστοιχες κατεχόμενες περιοχές, ιταλικές λιρέτες, βουργαρικά λέβα (σε Μακεδονία και Θράκη) και αλβανικά φράγκα στην Θρεσπρωτία.
……….Γιά να χρηματοδοτήσουν τις δαπάνες των στρατευμάτων τους, οι Γερμανοί άρχισαν να τυπώνουν μαζικά από την πρώτη μέρα τής εισβολής, κατοχικά μάρκα σε ειδικά τροχήλατα λιθογραφεία. Με αυτά προμήθευαν τούς στρατιώτες τους όταν έπαιρναν άδεια γιά να βγουν στην πόλη και με αυτά άρχισε η συστηματική καταλήστευση.
……….Τα κατοχικά μάρκα κυκλοφορούσαν ανεξέλεγκτα γιά την Τράπεζα τής Ελλάδος η οποία ήταν υποχρεωμένη να τα δέχεται και να τα εξαγοράζει με την ισχύουσα ισοτιμία των 50 δραχμών και μετέπειτα 60 δραχμών γιά 1 μάρκο.
……….Όμως οι αδειούχοι Γερμανοί στρατιώτες δεν αρκούντο στο να «αγοράσουν» από τα ελληνικά καταστήματα τα απολύτως αναγκαία, αλλά πραγματοποιούσαν πραγματικές επιδρομές, αδειάζοντας κυριολεκτικά τα ράφια και τις προθήκες εν είδει αμόκ. Στην περίπτωση δε που έπρεπε να λάβουν και ρέστα σε δραχμές από την συναλλαγή, τότε ο καταστηματάρχης ήταν διπλά χαμένος, διότι τούς επέστρεφε δραχμές οι οποίες είχαν αντίκρισμα, ενώ ο ίδιος έπαιρνε τα ακάλυπτα γερμανικά μάρκα.
……….Με αυτή την μεθοδευμένη επιχείρηση οι Γερμανοί στρατιώτες λαφυραγώγησαν «νομίμως» τα εμπορικά καταστήματα, στέλνοντας τα λάφυρα στις οικογένειές τους στην Γερμανία.
……….Ο Αμερικανός Λάιρντ Άρτσερ ο οποίος ζούσε τότε στην Αθήνα, περιγράφει στο βιβλίο του «Βαλκανικό Ημερολόγιο» την κατάσταση ως εξής:
……….“Τα καταστήματα χονδρικής και λιανικής αδειάζουν συστηματικά. Το άδειασμα γίνεται με τον ευγενικό τρόπο τής «αγοράς» των εμπορευμάτων με αντίτιμο τα φρεσκοτυπωμένα κατοχικά μάρκα που δεν έχουν καμμιά αξία εκτός Ελλάδος. Νωρίς σήμερα το πρωί έδωσαν εκατό τέτοια μάρκα σε κάθε ελεύθερο υπηρεσίας στρατιώτη στην Αθήνα.(…) Τούς έστειλαν μετά στα καταστήματα να αγοράσουν τα πάντα, από γυναικείες κάλτσες ως ηλεκτρικά είδη. Έπειτα πήγαν τα «ψώνια» τους στην υπηρεσία δεμάτων τού ταχυδρομείου, ή στην ταχεία υπηρεσία των σιδηροδρόμων και τα έστειλαν στα σπίτια τους στο Ράιχ. Το οργανωμένο αυτό πλιάτσικο θα εξυπηρετήσει τριπλό σκοπό: θα ικανοποιήσει τα στρατεύματα των ναζί, θα δημιουργήσει το αίσθημα στην Γερμανία ότι κάτι βγάζουν κι αυτοί από τον ατελείωτο πόλεμο και θα τούς βοηθήσει να εξασθενήσουν ακόμα περισσότερο την Ελλάδα. (…) Οι τιμές των διαφόρων ειδών ανέβηκαν φοβερά σε μία προσπάθεια να αποθαρρύνουν την αρπαγή, δεν είχε όμως αποτέλεσμα παρά μόνο γιά τούς κατοίκους τής Αθήνας.Είδα μία ομάδα στρατιωτών οι οποίοι αφού άδειασαν ένα μικρό κατάστημα με δερμάτινα είδη, μεταφέρθηκαν στο διπλανό γιά να γεμίσουν με ρούχα τις καινούργιες άδειες τους βαλίτσες. Το κατάστημα τής Ήστμαν Κόντακ δεν έχει πιά ούτε μία φωτογραφική μηχανή».
……….Η λεηλασία εφαρμόσθηκε και από τούς αντιπροσώπους των γερμανικών βιομηχανιών, οι οποίοι μέχρι πριν την κατοχή αντάλλασαν τα ακριβά τους προϊόντα με ελληνικά καπνά και με άλλα είδη. Μετά την κατοχή επέστρεψαν και αγόρασαν τα ακριβά τους προϊόντα αυτή την φορά με κατοχικά μάρκα. Στην ερώτηση των συντετριμμένων επιχειρηματιών πώς θα μπορούσαν να ανανεώσουν την αποθήκη τους, απαντούσαν με θράσος ότι τα κατοχικά μάρκα δεν γίνονταν δεκτά γιά πληρωμή προϊόντων εισαγωγής !
……….Η κυβέρνηση Τσολάκογλου ενοχλήθηκε αμέσως από την ανεξέλεγκτη κυκλοφορία των κατοχικών νομισμάτων τα οποία ήταν καθημερινά αναγκασμένη να ανταλλάσει με εθνικό χαρτονόμισμα. Γιά να λυθεί το ζήτημα συγκάλεσε ευρεία σύσκεψη οικονομολόγων. Σε αυτήν έλαβαν μέρος οι υπουργοί οικονομικών Σ. Γκοτζαμάνης, Εθν.Οικονομίας Πλ. Χατζημιχάλης, Δικαιοσύνης-Εργασίας Αντ. Λιβιεράτος, ο γενικός γραμματέας τού υπουργείου Οικονομικών και οι εγκυρότεροι τότε Έλληνες οικονομολόγοι : Δ. Μάξιμος, Αλ. Διομήδης, Γ. Πεσμαζόγλου, Κ. Ζαβιτζιάνος, Μ. Νεγρεπόντης, Α. Λαμπρόπουλος, Θ. Λεκατσάς, Ιω. Ηλιάσκος, Β. Δεληγιάννης, Δ. Χέλμης, Ξ. Ζολώτας, Ιερ. Πίντος και Άγγ. Αγγελόπουλος. Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι από τους προσκληθέντες οικονομολόγους, είχαν επισκεφθεί και νωρίτερα τον Τσολάκογλου, ανταποκρινόμενοι σε προηγούμενες προσκλήσεις του.
……….Η σταθερή άποψη τού Ξενοφώντος Ζολώτα όπως και τού Α. Αγγελόπουλου, ήταν ότι, ό, τι ήταν να δοθεί στους κατακτητές έπρεπε να βρεθεί όχι εις βάρος τής νομισματικής κυκλοφορίας αλλά με βαριά φορολογικά μέτρα, δηλαδή πάνω στον άξονα μιάς ευδιάκριτης δημοσιονομικής πολιτικής. Γιά να γίνει όμως αυτό και να αποκατασταθεί ό έλεγχος τής νομισματικής κυκλοφορίας, έπρεπε να αποσυρθούν τα κατοχικά νομίσματα. Η πρόταση έγινε αποδεκτή και από την 1 Αυγούστου τού 1941, η Τράπεζα τής Ελλάδος άρχισε να δέχεται την εξαγορά των κατοχικών χαρτονομισμάτων με καταβολή δραχμών. Μόνο όταν αυτό ολοκληρώθηκε, μπόρεσε να αποτιμηθεί το πραγματικό ύψος των κατοχικών δαπανών γιά το πρώτο τρίμηνο (Μάϊος – Ιούλιος 1941) τής παρουσίας των κατακτητών.
……….Η ελπίδα όμως ότι με την απόσυρση των κατοχικών νομισμάτων η κατάσταση θα βελτιωνόταν δεν καρποφόρησε. Η έλλειψη τροφίμων που άρχισε να παρατηρείται ήδη από τις πρώτες μέρες τής Κατοχής σε συνδυασμό με τον εμφανιζόμενο και αυξανόμενο πληθωρισμό, προκαλούσε ασφυκτικές πιέσεις στην ήδη προβληματική οικονομία. Οι κατακτητές συνέχιζαν να δαπανούν ανεξέλεγκτα καθώς αρκούσε μία εντολή τους γιά να επιβαρυνθεί το ελληνικό δημόσιο με ό, τι ποσά απαιτούσαν.