ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΔΡΑΜΑΣ

.

 

.

«Οι Μακεδονομάχοι τού Νομού Δράμας»

.

Αριστοτέλης Νικ. Σπυριδόπουλος, υπ. διδάκτωρ Ιστορίας Α.Π.Θ.

Βασίλης Δημητριάδης, υπ. διδάκτωρ Ιστορίας Α.Π.Θ.

.

……….Σκοπός τής παρούσας ανακοίνωσης είναι η σκιαγράφηση και η ανάδειξη τής δράσης των εντοπίων αγωνιστών σύμφωνα με τα ανέκδοτα ως σήμερα αρχεία τής ΔΕΠΑΘΑ, σε συνδυασμό με τις ήδη υπάρχουσες βιβλιογραφικές πηγές. Θα καταγραφούν τα προβλήματα τού ιδίου τού υλικού, όπως επίσης θα τεθεί και η γενικότερη προβληματική τού συγκεκριμένου ζητήματος.

……….Όταν τον Απρίλιο τού 1949, ο παλαιός Μακεδονομάχος Γεώργιος Μόδης συνέγραφε τον πρόλογο τού βιβλίου του «Μακεδονικός Αγών και Μακεδόνες Αρχηγοί», προβληματιζόταν σχετικά με τα αίτια που τον οδήγησαν να προβεί στην εν λόγω έκδοση. Ο λόγος ήταν πως τόσο οι νέοι, όσο και οι παλαιότεροι τής εποχής εκείνης, δεν γνώριζαν τίποτε σχεδόν γιά την προσωπικότητα τού γηγενούς Μακεδονομάχου Καπετάν Κώττα. Φαίνεται πως με μία δόση πικρίας κατέγραφε «…Ήταν παράλειψη όλων μας…». Παρόλα αυτά, εξετάζοντας σήμερα την βιβλιογραφική παραγωγή ως προς τον Μακεδονικό Αγώνα, βλέπουμε πως και ο Καπετάν Κώττας, αλλά και οι υπόλοιποι, των οποίων οι βιογραφίες συντάχθηκαν από τον ίδιο τον Μόδη άλλο παρά αδικημένοι στάθηκαν.

……….Οι διάσημοι όμως εντόπιοι οπλαρχηγοί, άφησαν το στίγμα τους τόσο στον τόπο καταγωγής, όσο και στον τόπο δράσης τους, στην τοπική ιστοριογραφική παραγωγή αναφορικά με την εποχή εκείνη. Υπήρξαν, ωστόσο, και πολλοί αφανείς που θυσίασαν τόσο τις δικές τους ζωές, όσο και των οικείων τους, με χαρακτηριστική την περίπτωση τής οικογενείας Κομβόκη. Όλοι αυτοί έδρασαν άλλοτε ως οδηγοί, όντας οι μόνοι γνώστες τής γεωγραφίας τής Μακεδονίας και άλλοτε ως σύνδεσμοι μεταξύ των ανταρτικών σωμάτων. Κάποτε ανέπτυσσαν δράση ανταρταποδόχων, οπλαποδόχων και μεταφορέων τής μυστικής αλληλογραφίας. Όταν όμως τύχαινε και διέθεταν οπλισμό, πολέμησαν αφανείς παρά τω πλευρώ όλων των μεγάλων οπλαρχηγών.

……….Παρόλα αυτά όμως και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες τού Μόδη και κάποιων ακόμη, κύλησε ένας αιώνας σιωπής, με την δράση των εντοπίων να μην σκιαγραφείται μέσα από τα τεκμήρια τού ερευνητικού κόσμου. Το κενό αυτό μπορεί να καλυφθεί εν μέρει με το υπάρχον αρχειακό υλικό τής Διεύθυνσης Εφέδρων Πολεμιστών Αγωνιστών Θυμάτων και Ανάπηρων Πολέμου (ΔΕΠΑΘΑ), σε συνδυασμό  με την έρευνα και σε άλλες αρχειακές μονάδες, όπως αυτή τού Υπουργείου των Εξωτερικών και των αρχείων των κατά τόπους Μητροπόλεων σε συνδυασμό με την υπάρχουσα τοπική βιβλιογραφία. Τί είναι όμως αυτό το αρχειακό υλικό, από τί απαρτίζεται και ποιά είναι τα προβλήματα που συναντά ο ερευνητής;

……….Κατά το 1929 ψηφίστηκε ο Νόμος 4413, σύμφωνα με τον οποίο καταρτίστηκε μία  επταμελής Επιτροπή, που απαρτιζόταν από τον Πρόεδρο της, δύο ανώτερους ή ανώτατους αξιωματικούς που είχαν λάβει μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα, δύο οπλαρχηγούς και δύο μέλη τού συνδέσμου «Παύλος Μελάς». Έναν χρόνο αργότερα διευρύνθηκε με έναν ακόμη αξιωματικό τού Πολεμικού Ναυτικού και αξιωματικούς που είχαν λάβει μέρος στον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα και την απελευθέρωση τής Σάμου. Επίσης και στην μεταπολεμική περίοδο το ζήτημα επανήλθε στο προσκήνιο με την ψήφιση τού Νόμου 4185/1961, που έδιδε επιπλέον μία εξαμηνιαία προθεσμία, γιά την υποβολή των αιτιολογητικών, με σκοπό την αναγνώριση, χωρίς όμως να προβλέπονται συνταξιοδοτικά δικαιώματα.

……….Ο φάκελος, κάθε πολεμιστή που αναγνωρίσθηκε μετά ως Μακεδονομάχος, περιλάμβανε πιστοποιητικό γέννησης τού ενδιαφερόμενου από το αρχείο τής κοινότητας στα μητρώα αρρένων τής οποίας ήταν εγγεγραμμένος, ή θανάτου  που προσκομίζονταν από τους απογόνους του, που επιδίωκαν την αναγνώριση κάποιου συγγενή. Ακόμη, συμπεριλαμβάνονταν ένα ή δύο πιστοποιητικά οπλαρχηγών που περιέγραφαν ή πιστοποιούσαν απλά αδρομερώς την δράση των ενδιαφερομένων. Δευτερευόντως, στα δικαιολογητικά συμπεριλαμβάνονταν μία υπεύθυνη δήλωση περί γνώσεως των συνεπειών τού νόμου περί ψευδούς δηλώσεως, όπου αναφέρονταν πως ο καταθέτων δεν είχε αναγνωρισθεί από το κράτος ως έφεδρος αξιωματικός, δεν είχε λάβει κάποια κρατική αμοιβή με την μορφή χορήγησης σύνταξης προς τον ίδιο ή τους οικείους του, δεν τού είχαν παραχωρηθεί εθνικές γαίες, και δεν είχε εισαχθεί αυτός ή οι απόγονοί του στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.

……….Αυτό το αρχειακό υλικό, ωστόσο, παρουσιάζει κάποια γενικά προβλήματα. Αρχικά παρατηρούνται αντιφατικές και συγκρουόμενες  πληροφορίες γιά συγκεκριμένα πρόσωπα μεταξύ των παρεχομένων πληροφοριών από τους φακέλους τής ΔΕΠΑΘΑ και των ανευρεθέντων βιβλιογραφικών πληροφοριών γιά τους ιδίους.

……….Επιπλέον, δημιουργείται πρόβλημα ταύτισης γιά πολλούς Μακεδονομάχους λόγω τής ορθογραφικής ποικιλομορφίας, την οποία υπέστη το όνομά τους. Το γεγονός αυτό, άλλοτε μπορεί να ερμηνευθεί ως αθέλητη παράβλεψη από πλευράς τού εκάστοτε υπαλλήλου τής υπηρεσίας, και άλλοτε ως ηθελημένη αλλαγή τού συγκεκριμένου προσώπου να προβεί σε αλλαγή τής ορθογραφίας τού ονόματός του. Επί παραδείγματι, ο Πολυχρόνης Παλιάγκας από την Χωριστή εμφανίζεται όχι λίγες φορές ως Παλιάγας, ως Παλιάκας ή ως Παλιάγγας. Επιπλέον, ο Μάρτζος συναντάται ως Μάρτσος και ως Μάζος, ο Χατζόπουλος ως Χανζόπουλος, ο Κομβόκης ως Κομπότης, Κομβάτης, Κομπάκης κ.α.

……….Επιπροσθέτως τα ονόματα που παρέπεμπαν σε σλαβική ή τουρκική καταγωγή, εξελληνίζονταν ορθογραφικά από τους υπαλλήλους των κρατικών υπηρεσιών. Έτσι,  ο Μπακιρτζής εξελληνιζόταν ορθογραφικά σε Βακιτσής ή Βακιρτζής, ο Πέτκος σε Βέτκο, ο Πέγιος σε Πέϊο, ο Γήλε σε Γαλλία κ.ο.κ. Στον νομό Δράμας δεν συναντώνται ιδιαίτερα προβλήματα ως προς αυτό το ζήτημα, αφού τα σλαβίζοντα κυρίως ονόματα που συναντώνται όπως Μήτα, Κούπτσε, Στάϊκο, Καλία, Ζάμπα, Τούσια, Βάνη κ.α. δεν υπέστησαν σοβαρές ορθογραφικές μετατροπές.

……….Ακόμη ο ρόλος και η συνεισφορά ενός προσώπου μπορεί δίκην λάθους ή παράβλεψης να υπήρξε λανθασμένα εγγεγραμμένος ή διπλοεγγεγραμμένος όχι μόνο στον τόπο καταγωγής του, αλλά και στον τόπο όπου διέμενε την συγκεκριμένη στιγμή υποβολής των αιτιολογητικών γιά την αναγνώριση του. Γιά να γίνουν σαφή τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω πρέπει να επισημανθούν τα κάτωθι που αφορούν την Δράμα και την ευρύτερη περιοχή της. Ο Γεώργιος Καβασαλιώτης φερ΄ ειπείν στην επετηρίδα εμφαίνεται ως Δοξατινός. Τα στοιχεία τού φακέλου του όμως μάς παρέχουν ασφαλή στοιχεία πως επρόκειτο γιά Αθηναίο. Ο Σωτήριος Παπαχατζής, επίσης, δεν ήλκυε την καταγωγή του από την Δράμα, αλλά από το Παλαιοσέλι τής Ηπείρου. Επιπλέον, ο Γεώργιος Ρίζος καταχωρήθηκε ως Δραμινός διότι το πιστοποιητικό τού οπλαρχηγού που απεδείκνυε την δράση του συντάχθηκε στην Δράμα, ενώ ο ίδιος καταγόταν από την Καρδίτσα.

……….Ας εξετάσουμε όμως το πρωτογενές υλικό αυτό καθ’ εαυτό. Οι αναγνωρισθέντες χωρίστηκαν σε πράκτορες Α’, Β’ και Γ’ Τάξης. Οι φάκελοι που καταβλήθηκαν από εντοπίους Δραμινούς και οι οποίοι κρίθηκαν ως Μακεδονομάχοι ανέρχονται σε 32. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία, με εξαίρεση τα μέλη τής οικογενείας Κομβόκη, που ομόθυμα κρίθηκαν ως Πράκτορες Α’ Τάξης, τον ιερέα Χρυσόστομο Παπαγεωργίου και τον Αθανάσιο Βαλαβάνη που αναγνωρίσθηκαν ως Πράκτορες Β’ Τάξης, οι υπόλοιποι αναγνωρίστηκαν ως Πράκτορες Γ’ Τάξης.  Εξ’ αυτών οι 13 εμπίπτουν στην κατηγορία των οπλιτών. Κάποιοι από αυτούς έδρασαν και ως σύνδεσμοι και οδηγοί. Άλλοι 5 εξυπηρέτησαν την ελληνική υπόθεση μόνο ως τροφοδότες, οπλομεταφορείς, οδηγοί, σύνδεσμοι και μεταφορείς τής μυστικής αλληλογραφίας.

……….Ας δούμε όμως αναλυτικότερα κάποια από τα στοιχεία των φακέλων. Το 1929 ο Αθανάσιος Κομβόκης κατέθεσε έναν ευμεγέθη φάκελο στην ΔΕΠΑΘΑ, γιά την αναγνώριση τού συνονόματου παππού του και τού πατέρα του Προκοπίου. Οι δύο θανόντες αναγνωρίσθηκαν αναδρομικά ως φονευθέντα όργανα Α’ Τάξης, αφού ο μεν Αθανάσιος κάηκε στο σπίτι του από φωτιά που προκλήθηκε από Βούλγαρους κομιτατζήδες, ενώ λίγο καιρό αργότερα μέσα στην Καλλιθέα δολοφονήθηκε και ο υιός του Προκόπιος Κομβόκης. Από τα στοιχεία τού φακέλου πληροφορούμαστε επίσης πως ο καταθέτης των δικαιολογητικών ήταν κατά το 1929 Λοχαγός τού Πυροβολικού και πως η χήρα τού Προκοπίου Κομβόκη, Αικατερίνη λάμβανε από το οθωμανικό δημόσιο ως την απελευθέρωση το ποσόν τής 1  ½  οθωμανικής λίρας μηνιαίως ως σύνταξη χηρείας. Από το 1913 ως το 1927 το ποσό ανερχόταν στις 22,80 δραχμές, ενώ από το 1927 ως το θάνατό της, το 1929, δεν τής καταβαλλόταν κανένα ποσόν.

……….Δεύτερη αξιόλογη περίπτωση είναι αυτή τού Σωτηρίου Κομβόκη, συγγενούς των προαναφερθέντων, ο οποίος υπηρέτησε ως εκτελεστικό όργανο από το 1903 ως το 1908. Μάλιστα, σύμφωνα με τους Μακεδονομάχους Δούκα και Σκόρδα «… λόγω δε τού φανατισμού του, επέσειρε την μήνιν των Βουλγάρων, οίτινες προς εκδίκησιν κατά Ιούλιον μήνα εν έτους 1905 επέδραμον νύκτωρ κατά τής οικίας του ην και έκαυσαν κατόπιν πολυώρου συμπλοκής καθ’ ην και εκάησαν ο γέρων πατήρ του, η μήτηρ του και η νύμφη του σύζυγος Εμμ[αννουήλ]. Κομβόκη. Κατά την εκτέλεσιν των καθηκόντων του επέδειξατο διαγωγίν εξαίρετον, τιμιότητα, αυτοθυσίαν κι αυταπάρνησιν…». Ο Σωτήριος Κομβόκης αναγνωρίσθηκε ως Πράκτορας Α’ Τάξης, ενώ οι υπόλοιποι εκτελεσθέντες ως Πράκτορες Β’ Τάξης. Τέλος οι νόμιμοι εξ’ αδιαθέτου κληρονόμοι τους, Εμμανουήλ Β. Κομβόκης, Μιχαήλ Β. Κομβόκης και Σωτήριος Β. Κομβόκης έλαβαν σύνταξη από το ελληνικό κράτος.

……….Αναφορικά με τον φάκελο τού Άρμεν Κούπτσιου, αντλούμε πληροφορίες και γιά τον επίσης Μακεδονομάχο πατέρα του Προκόπιο. Γεννημένος στον Βώλακα, «…προσέφερεν υπηρεσίαν …ως πράκτωρ άνευ τού οποίου ήταν αδύνατον η δράσις των ελληνικών σωμάτων εις την περιφέρειάν του. Συλληφθείς  […] εφονεύθη […] διότι ήτο είς εκ των ακραιφνεστέρων Ελλήνων τής Περιφερείας καταδιώκων πάσαν βουλγαρικήν πραπαγάνδαν…». Πληροφορούμαστε επίσης, από τον Δήμαρχο Δράμας κατά το 1937, πως η ημερομηνία τού θανάτου του ήταν η 14η Σεπτεμβρίου τού 1905, και πως η πόλη τής Δράμας τον τίμησε δίνοντας σε μία από τις κεντρικότερες οδούς της το όνομά του. Γιά τον βίο τού πατέρα του πληροφορούμαστε πως «… έδρασεν εθνικώς κατά τον Μακεδονικόν Αγώνα και ότι εφονεύθη επί Βουλγαρικής Κατοχής το 1916, κατόπιν βασανιστηρίων και εβδομαδιαίας κρατήσεώς του εντός των εκπαιδευτηρίων Δράμας, το δε πτώμα αυτού διαμελισθέν αγρίως ερρίφθη εντός φρέατος επί τής προς Βησσοτσιάνη οδού υπό των Βουλγάρων εκοικουμένων…».

……….Μετά την σκιαγράφηση τού έργου των Σλαβοφώνων, δεν θα μπορούσε να μην γίνει λόγος στην περίπτωση τού Μουσουλμάνου Χαφούζ Αλή Ουζεΐρ, ο οποίος μάλιστα άλλαξε το όνομά του σε Χαφουζάλης. Γεννημένος στην Δράμα, πολέμησε μαζί με τα ελληνικά ανταρτικά σώματα εναντίον των κομιτατζήδων καθώς και εναντίον των Τούρκων. Χρησιμοποιήθηκε επίσης γιά την μεταφορά αλληλογραφίας και πολεμικού υλικού. Το 1908 μετά από τρίμηνη καταδίωξη από το καθεστώς των Νεότουρκων συνελήφθη και καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά. Αφέθηκε ελεύθερος το 1919 μετά από παρέμβαση τής ελληνικής κυβέρνησης.

……….Αξιόλογες άλλα και αξιέπαινες υπήρξαν και κάποιες περιπτώσεις ιερέων, όπως ο Μιχαήλ Φέσσας από την Δράμα, ο οποίος καταθέτοντας τα έγγραφα γιά την αναγνώρισή του δεν προσδόκησε καμία άλλη απολαβή από το ελληνικό κράτος, ενώ ο Σωτήριος Παπαγεωργίου, επίσης από την πόλη τής Δράμας, χειροτονήθηκε ιερέας στην διάρκεια τού Αγώνα, έδρασε προπαγανδιστικά εναντίον τής Βουλγαρικής Εξαρχίας και στην διάρκεια τού Μεσοπολέμου τού δόθηκε σύνταξη 200 δραχμών γιά να βελτιώσει τον πενιχρό μισθό των 70 δραχμών που λάμβανε ως στρατιωτικός ιερέας. Στο ίδιο μήκος κύματος κυμάνθηκε και η συμπεριφορά κάποιων δημοδιδασκάλων. Παραδείγματος χάριν η Δραμινή Ελένη Λιβανού, κατέθεσε το 1961 τα δικαιολογητικά γιά την αναγνώρισή της ως Μακεδονομάχου, χωρίς περαιτέρω αξιώσεις.

……….Υπάρχουν όμως και αυτοί οι οποίοι δεν καταγράφηκαν στα αρχεία τής ΔΕΠΑΘΑ είτε διότι δεν κατέθεσαν ποτέ τα δικαιολογητικά γιά την αναγνώρισή τους ή αυτοί ή οι απόγονοί τους, είτε τα κατέθεσαν και [ ] γιά κάποιους λόγους η επιτροπή απέρριψε τις αιτήσεις τους. Όλοι αυτοί ανέρχονται στους 275. Γι’ αυτούς αντλούμε στοιχεία γιά την δράση τους κυρίως πρωτίστως από την Μαύρη Βίβλο γιά τη Μακεδονία που εξέδωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο τής Ορθοδοξίας το 1906, όπου η επιλογή των εκθέσεων των κατά τόπους Μητροπολιτών και οι κατάλογοι των δολοφονηθέντων αποτελούν σεβαστές και αναμφισβήτητες πηγές. Επιπλέον ο Ανεστόπουλος, ο οποίος παρά τον σλαβοφοβικό του αντικομμουνισμό, αποτελεί δεύτερη αξιόπιστη πηγή, διότι ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε συστηματικά με το θέμα. Τρίτη βιβλιογραφική πηγή, που συμπίπτει σε πολλά με τον Ανεστόπουλο, είναι το βιβλίο τού Νικόλαου Καπετανάκη Ακρίτα, αλλά και η ιστορία τής Δράμας τού Φωτίου Τριάρχη.  Παραπλεύρως, υφίστανται και επιμέρους βιβλιογραφικά τεκμήρια, ιστορίες των κατά τόπους κοινωνιών, από τις οποίες αντλούμε πληροφορίες, είτε γιά μεμονωμένες περιπτώσεις είτε γιά συλλογικές προσπάθειες ή πάσης φύσεως συμβησόμενα χωριών και κωμοπόλεων.

……….Οι βιβλιογραφικές αυτές αναφορές μάς παραθέτουν, κατά κύριο λόγο, τα ονόματα των μελών που είχαν διοριστεί ως  πολιτοφύλακες των χωριών, των κωμοπόλεων, των πόλεων, που συνήθως μάς είναι γνωστοί, ως «μέλη ομάδων εκδικητών». Οι αναφορές και τα εγκώμια δεν απουσιάζουν επίσης και γιά τα μέλη των τοπικών εθνικών επιτροπών Άμυνας, των οπλομεταφορέων, των οπλαποδόχων, των ανταρταποδόχων, αλλά και των απλών Ελληνοφρόνων θρησκευόμενων χωρικών που πλήρωσαν με την ίδια τους την ζωή, την άρνηση τής ένταξής τους στην Βουλγαρική Εξαρχία.

……….Οι ξυλοδαρμοί και οι δολοφονίες κατά την διάρκεια τού Μακεδονικού Αγώνα ήταν καθεστώς σε ημερήσια βάση, όμως αξίζει να υπομνησθεί  πως γιά κάποιους εκ των γνωστών Μακεδονομάχων οι ταλαιπωρίες συνεχίστηκαν γιά τους επιζήσαντες και στην διάρκεια τής Α’, αλλά και στην διάρκεια τής Β’ Βουλγαρικής Κατοχής. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση τού Πέτρου Μάντζιου από τον Βώλακα, ο οποίος συνελήφθη από τις βουλγαρικές αρχές κατοχής και απεστάλη στην Βουλγαρία και το 1916 και το 1941. Έτεροι, παρόμοιας τύχης στάθηκαν οι Βασίλειος Καλίας και Ιωάννης Λιάκος από την Καλή Βρύση, που δολοφονήθηκαν μάλλον στα γεγονότα τής Δράμας τον Σεπτέμβριο τού 1941. Ο Σωτήριος Κομβόκης, επιζήσαν μέλος τής μαρτυρικής οικογενείας Κομβόκη, δολοφονήθηκε από άνδρες τού Ε.Α.Μ. – Ε.Λ.Α.Σ. αρνούμενος να συνεργαστεί μαζί τους, ενώ την ίδια τύχη είχε και ο Πολυχρόνης Παλιάγκας  από την Χωριστή το 1944. Γιά τον συγκεκριμένο, έχει γραφεί μάλιστα πως υπηρέτησε ως αντάρτης στο σώμα τού Αντωνίου Φωστερίδη στην διάρκεια τής Β΄ Βουλγαρικής Κατοχής. Ωστόσο, ο Πόντιος οπλαρχηγός αν και καταγράφει στο βιβλίο του αναλυτικά όλους τους άνδρες τού σώματος δεν αναφέρεται πουθενά στην συμμετοχή τού Πολυχρόνη Παλιάγκα. Από την Χωριστή τέλος ο Περικλής Σιμιτλής  απήχθη το 1941, οδηγήθηκε ως ντουρντουβάκι στην Βουλγαρία και απεβίωσε εκεί.

……….Εν κατακλείδι, προς ενίσχυσιν τής προβληματικής τού ζητήματος τής διερεύνησης και τής διασταύρωσης τού πολεμικού βίου και τής εθνικής δράσης όλων αυτών των αγωνιστών τόσο στην διάρκεια, όσο όμως και πριν, αλλά και μετά την λήξη αυτής τής ένοπλης φάσης τού Μακεδονικού Αγώνα (1904 – 1908), απαιτείται πολλαπλή χρήση τόσο τού υπάρχοντος αρχειακού υλικού, είτε αυτό προέρχεται από τα αρχεία τής ΔΕΠΑΘΑ, είτε τής Μητρόπολης Νευροκοπίου είτε από Εκθέσεις τού Προξενείου των Σερρών που φυλάσσονται στα αρχεία τού Υπουργείου των Εξωτερικών και στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, όσο και η χρήση τής υπάρχουσας βιβλιογραφίας των τοπικών κοινωνιών. Επιπροσθέτως, η ερευνητική ενασχόληση των τελευταίων χρόνων που συναντάται στα τοπικά συνέδρια  αναφορικά με συγκεκριμένους εντοπίους αγωνιστές  μόνο βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση.

(Το κείμενο είναι ο εκφωνηθείς λόγος από την παρουσίαση των επιστημόνων ερευνητών, με τίτλο «Οι Μακεδονομάχοι τού Νομού Δράμας».)

Αφήστε μια απάντηση