Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΚΑΡΠΕΝΗΣΙΟΥ ΚΑΙ Η ΘΑΝΗ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ (8-9/8/1823)

.

Πίνακας τοῦ Ludovico Lipparini, ποὺ βρίσκεται εις τὸ μουσεῖον Τεργέστης.
Πίνακας τοῦ  Λουδοβίκου Λιπαρίνι  (Ludovico Lipparini), ποὺ βρίσκεται εις τὸ μουσεῖον Τεργέστης.
Ἡ μάχη τοῦ Καρπενησίου

.

………. Τὴν νύχτα 8-9 Αὐγούστου 1823, ὁ Μάρκος Μπότσαρης μὲ 450 Σουλιώτας ἐνεργεῖ θυελλώδη νυκτερινὴν ἐπίθεσιν κατὰ τοῦ παρὰ τὸ Καρπενήσιον (Κεφαλόβρυσο) τουρκικοῦ στρατοπέδου, τὸ ὁποῖον ἠρίθμει ἄνω τῶν 5.000 ἀνδρῶν, καὶ ἐπωφελούμενος τῆς προκληθείσης συγχύσεως, προξενεῖ εἰς τοὺς ἐχθροὺς τρομακτικὴν φθοράν.

……….Ὁ σκοπὸς τοῦ Μπότσαρη ἦτο νὰ συλλάβῃ τὸν ἀρχηγὸ τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ Μουσταὴ Σκόντρα πασσᾶ καὶ διὰ τοῦτο παρὰ τὸ ὅτι εἶχε τραυματισθεῖ εἰς τὸν βουβῶνα, ἐξηκολούθησε νὰ καταδιώκῃ τοὺς φεύγοντας τούρκους. Ἀλλ’ ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Τσελαλεντίμπεης εἶχε καταλάβει μίαν μάνδραν καὶ εἶχε ἀρχίσει σφοδρὸν πῦρ κατὰ τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Μπότσαρης, θελήσας νὰ καταλάβῃ τὴν μάνδραν, ἀνερριχήθη μέχρι τοῦ χείλους της, τὴν στιγμὴν ὅμως ἐκείνην, ἀλβανὸς στρατιώτης τὸν ἐπυροβόλησε ἀπὸ μικρὰν ἀπόστασιν καὶ τὸν ἐπλήγωσε εἰς τὸν δεξιὸν ὀφθαλμόν.

……….Μετ’ ὁλίγον ὀ Μάρκος ἐξέπνευσε. Οἱ συμπολεμισταὶ του τὸν ἐτοποθέτησαν ὄρθιον ἐπάνω εἰς τὸ ἄλογό του, ὡσὰν νὰ  ἵππευε στηρίξαντες τὸ κεφάλι του εἰς μίαν φούρκαν καὶ τὸν μετέφεραν κατ’ ἀρχὰς εἰς τὴν μονὴν τοῦ Προυσσοῦ καὶ ἀκολούθως εἰς τὸ Μεσολόγγι, ὅπου ἐγένετο ἐν μέσῳ γενικοῦ πένθους ἡ κηδεία του.

……….Εἰς χείρας τῶν Ἑλλήνων περιῆλθον 4 τουρκικαὶ σημαίαι, 1.600 τουφέκια, 1.800 πιστόλια, 300 σπαθιά, 1.200 ἄλογα καὶ μεγάλος ἀριθμὸς ἡμιόνων καὶ αἰγοπροβάτων. Ἐκ τῶν τούρκων ἔπεσαν 800, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Πλιάσα πασσᾶς, συνελήφθησαν δὲ πολλοὶ αἰχμάλωτοι.

Τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Ἥρωα ἦταν:

«Ἀδέρφια, ἐγὼ ἔκαμα τὸ χρέος μου καὶ πεθαίνω εὐχαριστημένος.

Μείνετε πιστοὶ στὴν Πατρίδα καὶ στὸν Θεό. Ἀφῆστε με καὶ

τρεχᾶτε νὰ τελειώσετε ἐκεῖνα ποὺ ἐγὼ ἄρχισα.»

Διονυσίου Σολωμοῦ, “Εἰς τὸν Μάρκο Μπότσαρη”.

,

Ἡ Δόξα δεξιὰ συντροφεύει
τὸν ἄντρα, ποὺ τρέχει μὲ κόπους
τῆς Φήμης τοὺς δύσβατους τόπους,
καὶ ὁ Φθόνος τοῦ στέκει ζερβά,
μὲ μάτια, μὲ χείλη πικρά.

Ἀλλ᾿ ὅποτε ἡ μοίρα τοῦ γράψει
τὸν δρόμον τοῦ κόσμου νὰ πάψει,
ἡ Δόξα καθίζει μονάχη
στὴν πλάκα τοῦ τάφου λαμπρή,
καὶ ὁ Φθόνος ἀλλοῦ περπατεῖ.
Στὴν πλάκα τοῦ Μάρκου καθίζει
ἡ Δόξα λαμπράδες γιομάτη.
Κλεισμένο γιὰ πάντα τὸ μάτι,
ὁποῦχε πολέμου φωτιά. –
Ἐλᾶτε ν᾿ ἀκοῦστε, παιδιά!

Σοφοὶ λεξιθῆρες μακρύα,
μὴ λάχῃ σᾶς βλάψω τ᾿ αὐτία.
Τρεχάτε στὰ μνήματα μέσα,
καὶ ψάλτε μὲ λόγια τρελλὰ –
ἐλᾶτε ν᾿ ἀκοῦστε, παιδιά!
Τὸ λείψανο, ποῦχε γλυτώσει
ὁ Πρίαμος μὲ θρήνους, μὲ δῶρα,
ἐγύριζε ὀπίσω τὴν ὥρα
ποὺ πέφτει στὴν ὄψι τῆς γῆς
τὸ φῶς τὸ γλυκὸ τῆς αὐγῆς.

Ἐβγῆκαν μαζὶ τῆς θλιμμένης
Τρωάδας ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη
γυναῖκες, παιδάκια καὶ γέροι,
θρηνώντας, νὰ ἰδοῦν τὸ κορμὶ
ποὺ χάνει γι᾿ αὐτοὺς τὴν ψυχή.
Κλεισμένο δὲν ἔμεινε στόμα
ἀπάνου στοῦ Μάρκου τὸ σῶμα.
Ἀπέθαν᾿ ἀπέθαν᾿ ὁ Μάρκος.
Μία θλίψη, μία ἄκρα βοή,
καὶ θρῆνος καὶ κλάψα πολλή.

Παρόμοια ἠχὼ θὰ λαλήσει,
τοῦ κόσμου τὴν ὕστερη μέρα,
παντοῦ στὸν καινούργιον ἀέρα.
Παρόμοια στοὺς τάφους θὰ ἐμβεῖ
νὰ κάμει καθένας νὰ ἐβγεῖ.

Πηγὴ ποιήματος :  http://users.uoa.gr/    

Ένα πουλί θαλασσινό (Μοιρολόι) – Πολυφωνικό Δερβιτσάνης

Αφήστε μια απάντηση