,
,
Μητρόπολις Ναυπακτίας και Ευρυτανίας
Ιερ. Αθανάσιος Πιάς
.
……….Ο ιερεύς Αθανάσιος Πιάς γεννήθηκε στην Ελατόβρυση τής ορεινής Ναυπακτίας. Γονείς του ο Γεώργιος και η Αικατερίνη Πιά. Γέννημα θρέμμα τής Ελατόβρυσης, τελείωσε μετά το Δημοτικό το Σχολαρχείο και δεκαοχτώ χρόνων κατατάχθηκε εθελοντής στην Χωροφυλακή. Υπηρέτησε τρία χρόνια κι αμέσως μόλις απολύθηκε, τον ξανακάλεσε στα όπλα η πατρίδαֹ΄ είχε στο μεταξύ ξεσπάσει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Αθανάσιος Πιάς ήταν γενναίος στρατιώτης, το μαρτυρεί κι ο πολεμικός σταυρός που πήρε.
……….Τελείωσε ο πόλεμος και ο βαθύς πόθος ξαναείπε το «παρών» μέσα στην ψυχή του. Τον φιλοξένησε γιά δύο χρόνια η Ιερατική Σχολή Αμφίσσης. Υπηρέτησε ως ιεροψάλτης καί το 1934 χειροτονήθηκε ιερεύς τού χωριού Κάτω-Βασιλική Ναυπακτίας.
……….Ως εφημέριος επέτυχε την οικοδόμηση ναού μέσα στο χωριό, το όποιο εκκλησιαζόταν ως τότε σε απόσταση δυόμισυ χιλιομέτρων. Μα το πιό μεγάλο του κατόρθωμα, ήταν η συμφιλίωση τού χωριού, που μάλωνε χρόνια ολόκληρα σε δύο κόμματα.
……….Εφημέριος τής Ελατόβρυσης έγινε στα 1939. Κατά την Κατοχή έγινε ακούραστος καλλιεργητής τής ολίγης του γης, γιά να μπορέσει να επαρκέσει στις ανάγκες τής οικογενείας του και να μεταδίδει σε άλλους. Στην εκκλησία δεν παρέλειπε το κήρυγμα και τόνωνε έτσι την χριστιανική πίστη και το ελληνικό φρόνημα των προβάτων του.
,,,,,,,,,,Στην δεύτερη επιδρομή τού συμμοριτισμού, ο π. Αθανάσιος έκαμε το καθήκον του, όπως το εννοούσε εκείνος. Δεν έπαυε να διαλύει τις πλεκτάνες που έστηνε η κομμουνιστική προπαγάνδα. Όπλα του αγαπητά: το κήρυγμα, η συζήτησις, το κατηχητικό. Κι όταν οι συμμορίτες παρουσιάσθηκαν γύρω στην Ελατόβρυση, μερικοί φίλοι τους μέσα από το χωριό, τούς κατήγγειλαν, ότι ο π. Αθανάσιος ήταν από τούς πρώτους που έπρεπε να λείψουν. Ήταν ο στυλοβάτης.
……….Έμαθε ο π. Αθανάσιος ό,τι έγινε. Μα να ξεχάσει το καθήκον του δεν γινόταν. Κι έμεινε ανάμεσα στα περίφοβα πρόβατά του. Έστω κι αν αυτό μπορούσε να τού στοιχίσει την ζωή.
……….Και η καταγγελία πήρε τον δρόμο της. Στις 11 Μαΐου 1947 μιά ομάδα συμμορίτες μπήκαν στο χωριό. Πρόσταζαν συγκέντρωση των χωριανών στην πλατεία. Σε λίγο μερικοί Ελατοβρυσιώτες κι ο παπάς πρώτος, κλείσθηκαν στο κοινοτικό γραφείο αιχμάλωτοι των ανταρτών. Την άλλη μέρα (12/5), οι συμμορίτες πήραν τούς κρατουμένους κι έφυγαν.
……….Ο π. Αθανάσιος ακολουθεί γαλήνιος. Η μορφή του λάμπει από θεϊκό φέγγος. Πριν βγουν από το χωριό, στρέφεται στο πλήθος, που παρακολουθεί: «Αγαπητοί μου συγχωριανοί, μην σας τρομάζει το ότι μερικοί από μάς θα οδηγηθούν στο μαρτύριο. Μείνετε πιστοί στα χριστιανικά και εθνικά ιδεώδη. Η νίκη θα είναι μαζί μας». Μιά άγρια σπρωξιά επεσφράγισε τα λόγια του.
……….Βγήκαν από το χωριό. Πήραν τον δρόμο τού βουνού. Ο π. Αθανάσιος ψιθύριζε τα λόγια μιάς προσευχής. Σέ λίγο έφθασαν στο δάσος των Κρυονεριών. Στην θέση «Λάλκα», εκεί έγινε το πιό απάνθρωπο μαρτύριο. Έδεσαν τον μάρτυρα σ’ ένα έλατο. Και τότε με τις ενθαρρύνσεις των άλλων, προχώρησε ο δήμιος, θηρίο αληθινό στην όψη και στην ψυχή. Με λύσσα θηρίου άρχισε να λογχίζει πέρα ως πέρα τον ιερέα. Πρώτα στην αριστερή ωμοπλάτη. Ύστερα στην δεξιά. Με πιό πολλή μανία τον ελόγχισε στην κοιλιά. Ο τελευταίος λογχισμός ήταν στο κεφάλι κι ο π. Αθανάσιος παρέδωσε το πνεύμα. Το σκληρό —τίποτα δεν λέει η λέξις— μαρτύριο είχε τελειώσει.
……….Άρχισε τότε το μαρτύριο τής πρεσβυτέρας. Ημέρες και νύχτες πολλές στα βουνά έψαχνε η δυστυχισμένη με το λαρύγγι στεγνό και κολλημένη από την αγωνία γλώσσα. Βρήκε τον νεκρό τού παπά της στις 20 Μαΐου. Κάτω από κλαδιά και πέτρες μ’ ένα σχοινί στον λαιμό, όπου οι δήμιοί του τον είχαν πετάξει.
……….Έβαλαν τον νεκρό στην εκκλησία. Κι οι ενορίτες ήρθαν αθρόοι, γιά να χαιρετήσουν τον ιερέα τους γιά τελευταία φορά. Έκπληκτοι διεπίστωσαν ότι το σώμα δεν είχε την άσχημη μυρωδιά τής αποσυνθεμένης σαρκός. Και δοξολόγησαν τον Θεό, που «ἐπὶ τῆς γῆς τὴν ζωὴν αὐτοῦ ἐδόξασε καὶ τὴν ἔξοδον τοῦ βίου αὐτοῦ ἐν τῇ εἰσόδῳ τῶν ἁγίων Του ἐποίησεν».
***
Ἐπιμέλεια κειμένου καὶ εἰκόνας : « Ἑλληνικὸ Ἡμερολόγιο »
Πηγή: Το έργο τού Μητροπολίτου Λήμνου Διονυσίου, «Εκτελεσθέντες και μαρτυρήσαντες κληρικοί 1942-1949.»
Γι' αὐτό, τῶν ἱερέων ποὺ ἐμαρτύρησαν γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Ἔθνος τους, ἄς εἶναι ἡ μνήμη αἰωνίᾳ.