ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ – «Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ»

,

Joseph Mallord William Turner ‘’Shade and Darkness – the Evening of the Deluge’’

,

Ὁ κρητικὸς

.

Διονύσιος Σολωμός

.

 

… Ἐκοίταα, κ’ ἤτανε μακρυά ἀκόμη τ’ ἀκρογιάλι…

Ἀστροπελέκι μου καλό, γιά ξαναφέξε πάλι !

.

Τρία ἀστροπελέκια ἐπέσανε, ἕνα ξοπίσω στ’ ἄλλο,

πολύ κοντά στὴν κορασιά μὲ βρόντημα μεγάλο…

Τὰ πέλαγα στὴν ἀστραπή κι ὁ οὐρανός ἀντῆχαν

οἱ ἀκρογιαλιές καὶ τὰ βουνά μ’ ὅσες φωνὲς κι ἄν εἶχαν…

__  __  __

Πιστέψετε π’ ὅ,τι θὰ πῶ εἶν’ ἀκριβή ἀλήθεια –

μά τὲς πολλές λαβωματιές ποὺ μόφαγαν τὰ στήθια,

μά τοὺς συντρόφους πόπεσαν στὴν Κρήτη πολεμῶντας,

μά τὴν ψυχή ποὺ μ ’ἔκαψε τὸν κόσμο ἀπαρατῶντας !

(Λάλησε, Σάλπιγγα ! κ’ ἐγώ τὸ σάβανο τινάζω,

Καὶ σχίζω δρόμο καὶ ’τ’ς ἀχνούς ἀναστημένους κράζω:

__ Μήν εἴδατε τὴν ὀμορφιά ποὺ τὴν Κοιλάδα ἁγιάζει ;

Πέστε – νὰ ἰδῆτε τὸ καλό ἐσεῖς κι ὅ,τι σᾶς μοιάζει !

Καπνός δέ μένει ἀπὸ τὴ γῆ – νιός οὐρανός ἐγίνη !

Σάν πρῶτα ἐγώ τὴν ἀγαπῶ – καὶ θὰ κριθῶ μ’ αὐτήνη !..

__ Ψηλά τὴν εἴδαμε, πρωί· τῆς τρέμαν τὰ λουλούδια

στὴ θύρα τῆς Παράδεισος που ἐβγῆκε μὲ τραγούδια·

ἔψαλλε τὴν Ἀνάσταση χαροποιά ἡ φωνή της

κ’ ἔδειχνεν ἀνυπομονιά γιὰ νάμπῃ στὸ κορμί της·

ὁ Οὐρανός ὁλόκληρος ἀγροίκαε σαστισμένος –

τὸ κάψιμο ἀργοπόρουνε ὁ κόσμος ὁ ἀναμμένος…

Καί τώρα ὀμπρός τὴν εἴδαμε.. – ὀγλήγορα σαλεύει·

ὅμως κοιτάζει ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, καὶ κάποιονε γυρεύει…)

Ἀκόμη ἐβάστουνε ἡ βροντή…__  __ 

Κ’ ἡ θάλασσα, ποὺ σκίρτησε σάν τὸ χοχλό ποὺ βράζει,

ἡσύχασε καὶ ἔγινε ὅλο ἡσυχία καὶ πάστρα –

σὰν περιβόλι εὐώδησε καὶ δέχτηκε ὅλα τ’ ἄστρα·

κάτι κρυφό μυστήριο ἐστένεψε τὴ φύση

κάθε ὀμορφιά νὰ στολιστῇ καὶ τὸ θυμό ν’ ἀφήσῃ…

Δέν εἰν’ πνοή στὸν οὐρανό, στὴ θάλασσα, φυσῶντας

οὔτε ὅσο κάνει στὸν ἀνθό ἡ μέλισσα περνῶντας,

ὅμως κοντά στὴν κορασιά, ποὺ μ’ ἔσφιξε κ’ ἐχάρη,

ἐσειότουν τ’ ὁλοστρόγγυλο καὶ λαγαρό φεγγάρι

καὶ ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι που ἐκεῖθε βγαίνει –

κι ὀμπρός μου ἰδού ποὺ βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη !

Ἔτρεμε τὸ δροσᾶτο φῶς στὴ θεϊκιά θωριά της,

στὰ μάτια της τα ὁλόμαυρα καὶ στὰ χρυσά μαλλιά της !..

__   __   __ 

… Ἐκοίταξε τ’ ἀστέρια, κ’ ἐκεῖνα ἀναγαλλιάσαν,

καὶ τὴν ἀχτινοβόλησαν καὶ δέν τὴν ἐσκεπάσαν·

κι ἀπὸ τὸ πέλαο, ποὺ πατεῖ χωρίς νὰ τὸ σουφρώνῃ,

κυπαρισσένιο ἀνάερα τ’ ἀνάστημα σηκώνει,

κι ἀνεῖ τ’ς ἀγκάλες μ’ ἔρωτα καὶ μὲ ταπεινοσύνη –

κ’ ἔδειξε πᾶσαν ὀμορφιά καὶ πᾶσαν καλωσύνη !..

Τότε ἀπὸ φῶς μεσημερνό ἡ νύχτα πλημμυρίζει –

κ’ ἡ χτίσις ἔγινε ναός που ὁλοῦθε λαμπυρίζει !..

Τέλος, σ’ ἐμέ ποὺ βρίσκομουν ὀμπρός της μὲς στὰ ρεῖθρα,

καταπως στέκει στὸ βοριά ἡ πετροκαλημήθρα –

ὄχι στὴν κόρη, ἀλλὰ σ’ ἐμέ τὴν κεφαλὴ της κλίνει…

Τὴν κοίταζα ὁ βαριόμοιρος – μὲ κοίταζε κ’ ἐκείνη…

Ἔλεγα πὼς τὴν εἶχα ἰδῆ πολύν καιρὸν ὀπίσω

κἄν σὲ ναό ζωγραφιστή μὲ θαυμασμό περίσσο

κἄνε τὴν εἶχε ἐρωτικά ποιήσει ὁ λογισμός μου

κἄν τ’ ὄνειρο ὁταν μ’ ἔθρεφε τὸ γάλα τῆς μητρός μου…

Ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκειά κι ἀστοχισμένη

που ὀμπρός μου τώρα μ’ ὅλη της τὴ δύναμη προβαίνει –

σάν τὸ νερό ποὺ τὸ θωρεῖ τὸ μάτι ν’ ἀναβρύζῃ

ξάφνου ὀχ τὰ βάθη τοῦ βουνοῦ, κι ὁ ἥλιος τὸ στολίζει !..

Βρύση ἔγινε τὸ μάτι μου, κι ὀμπρός του δέν ἐθώρα,

κ’ ἔχασα αὐτό τὸ θεϊκό πρόσωπο γιὰ πολλη ὥρα,

γιατι ἄκουγα τὰ μάτια της μέσα στὰ σωθικά μου

που ἐτρέμαν καὶ δέ μ’ ἄφηναν νὰ βγάλω τὴ μιλιά μου…

Ὅμως αὐτοί εἶναι θεοί – καὶ κατοικοῦν ἀπ’ ὅπου

βλέπουνε μὲς στὴν ἄβυσσο καὶ στὴν καρδιά τ’ ἀνθρώπου·

κ’ ἔνιωθα πὼς μοῦ διάβαζε καλύτερα τὸ νοῦ μου

πάρεξ ἀν ἤθελε τῆς πῶ μὲ θλίψη τοῦ χειλιοῦ μου:

«Κοίτα με μὲς στὰ σωθικά, ποὺ φύτρωσαν οἱ πόνοι !..

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 

Ὅμως ἐξεχειλίσανε τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου·

τ’ ἀδέλφια μου τὰ δυνατά οἱ Τοῦρκοι μοῦ τ’ ἀδράξαν,

τὴν ἀδελφή μοῦ ἀτίμησαν κι ἀμέσως τὴν ἐσφάξαν,

τὸν γέροντα τὸν κύρην μου ἐκάψανε τὸ βράδι

καὶ τὴν αὐγή μοῦ ρίξανε τὴ μάνα στὸ πηγάδι,

στὴν Κρήτη…__  __ 

Μακρυά ’πὸ κεῖθε γιόμισα τὲς φοῦχτες μου καὶ βγῆκα…

Βόηθα, θεά, τὸ τρυφερό κλωνάρι μόνο νάχω –

σὲ γκρεμο κρέμουμαι βαθύ, κι αὐτό βαστῶ μονάχο !…»

.

Ἐχαμογέλασε γλυκά στὸν πόνο τῆς ψυχῆς μου,

καὶ δάκρυσαν τὰ μάτια της – καὶ μοιάζαν τῆς καλῆς μου.

.

Ἐχάθη, ἀλιά μου ! Ἀλλ’ ἄκουσα τοῦ δάκρυου της ραντίδα

στὸ χέρι, πούχα σηκωτό μόλις ἐγὼ τὴν εἶδα…

.

Ἐγώ ἀπὸ κείνη τὴ στιγμή δὲν ἔχω πλιὰ τὸ χέρι

π’ ἀγνάντευεν Ἀγαρηνό καὶ γύρευε μαχαίρι·

χαρά δέν τοῦ ’ναι ὁ πόλεμος.. – τ’ ἁπλώνω τοῦ διαβάτη

ψωμοζητῶντας, κ’ ἔρχεται μὲ δακρυσμένο μάτι…

Κι ὅταν χορτᾶτα δυστυχιά τὰ μάτια μου ζαλεύουν,

ἀργά, κι ὀνείρατα σκληρά τὴν ξαναζωντανεύουν,

καὶ μέσα στ’ ἄγριο πέλαγο τ’ ἀστροπελέκι σκάει,

κ’ ἡ θάλασσα νὰ καταπιῇ τὴν κόρη ἀναζητάῃ,

ξυπνῶ φρενίτης, κάθομαι, κι ὁ νοῦς μου κινδυνεύει,

καὶ βάνω τὴν παλάμη μου, κι ἀμέσως γαληνεύει…

Τὰ κύματα ἔσχιζαν μ’ αὐτό, τ’ ἄγρια καὶ μυρωδᾶτα,

μὲ δύναμη ποὺ δέν εἰχα μήτε στὰ πρῶτα νιάτα,

μήτε ὅταν ἐκροτούσαμε, πετῶντας τὰ θηκάρια,

μάχη στενή μὲ τοὺς πολλούς ὀλίγα παλληκάρια,

μήτε ὅταν τὸ μπομπο – Ἰσούφ καὶ τ’ς ἄλλους δύο βαροῦσα

σύρριζα στὴ Λαβύρινθο π’ ἀλαίμαργα πατοῦσα !

Στὸ πλέξιμο τὸ δυνατό ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς μου –

κι αὐτό μοῦ τ’ αὔξαιν’ – ἔκρουζε στὴν πλεύρα τῆς κυρᾶς μου !..

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Ἀλλὰ τὸ πλέξιμ’ ἄργουνε, καὶ μοῦ τ’ ἀποκοιμοῦσε

ἠχός, γλυκύτατος, ἠχός, ὁπου μὲ προβοδοῦσε…

Δέν εἰναι κορασιᾶς φωνή στὰ δάση ποὺ φουντώνουν

καὶ βγαίνει τ’ ἄστρο τοῦ βραδιοῦ καὶ τὰ νερά θολώνουν

καὶ τὸν κρυφό της ἔρωτα τῆς φύσης τραγουδάει

τοῦ δέντρου καὶ τοῦ λουλουδιοῦ που ἀνοίγει καὶ λυγάει·

δέν εἰν’ ἀηδόνι κρητικό ποὺ παίρνει τὴ λαλιά του

σὲ ψηλοὺς βράχους κι ἄγριους ὁπ’ ἔχει τὴ φωλιά του

κι ἀντιβουίζει ὁλονυχτίς ἀπὸ πολλή γλυκάδα

ἡ θάλασσα πολὺ μακριά, πολύ μακριά ἡ πεδιάδα,

ὥστε ποὺ πρόβαλε ἡ αὐγή καὶ ἔλυωσαν τ’ ἀστέρια,

κι ἀκούει κι αὐτή καὶ πέφτουν της τὰ ρόδα ἀπὸ τὰ χέρια·

δέν εἰν’ φιαμπόλι τὸ γλυκό ὁπου τ’ ἀγροίκαα μόνος

στὸν Ψηλορείτη ὁπου συχνά μὲ τράβουνεν ὁ πόνος

κ’ ἔβλεπα τ’ ἄστρο τ’ οὐρανοῦ μεσουρανίς νὰ λάμπῃ

καὶ τοῦ γελοῦσαν τὰ βουνά, τὰ πέλαγα κ’ οἱ κάμποι,

καὶ τάραζε τὰ σπλάχνα μου ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα

καὶ φώναζα : Ὦ θεϊκιά κι ὅλη αἵματα Πατρίδα !  –

κι ἅπλωνα κλαίοντας κατ’ αὐτή τὰ χέρια μὲ καμάρι –

Καλή ’ν’ ἡ μαύρη ἡ πέτρα της καὶ τὸ ξερό χορτάρι !

Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δέν εἶναι νὰ ταιριάζῃ –

ἴσως δέ σώζεται στὴ γῆ ἦχος πού νὰ τοῦ μοιάζῃ·

δέν εἰναι λόγια,.. ἦχος λεπτός.. –

δέν ἤθελε τὸν ξαναπῆ ὁ ἀντίλαλος κοντά του !..

Ἄν εἶν’ δέν ἤξερα κοντά, ἄν ἔρχωνται ἀπὸ πέρα –

σάν τοῦ Μαϊοῦ τὲς εὐωδιές γιομίζαν τὸν ἀέρα,

γλυκύτατοι, ἀνεκδιήγητοι…

Μόλις εἰν’ ἔτσι δυνατός ὁ Ἔρωτας και ὁ Χάρος !..

Μ’ ἄδραχνεν ὅλη τὴ ψυχή, καὶ νάμπῃ δέν ἠμπόρει

ὁ οὐρανός, κ’ ἡ θάλασσα, κ’ ἡ ἀκρογιαλιά, κ’ ἡ κόρη –

με ἄδραχνε, καὶ μ’ ἔκανε συχνά ν’ ἀναζητήσω

τὴ σάρκα μου νὰ χωρισθῶ γιὰ νὰ τὸν ἀκλουθήσω…

Ἔπαψε, τέλος, κι ἄδειασεν ἡ φύσις κ’ ἡ ψυχή μου –

που ἐστέναξε καὶ γιόμισεν εὐθύς ὀχ τὴν καλή μου !..

Καὶ τέλος φθάνω στὸ γιαλό τὴν ἀρραβωνιασμένη,

τὴν ἀπιθώνω μὲ χαρά – κ’ ἤτανε πεθαμένη !..

*** ** ***
Πηγή: Ὁ Γ΄ τόμος τῆς ΑΝΘΟΛΟΓΙΑΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ τῶν Ἡρακλῆ καὶ Ῥένου, Ἥρκου καὶ Στάντη   Ἀ π ο σ τ ο λ ί δ η (σ.1.388-1.391). «Η ΠΟΙΗΣΗ-ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΩΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ»
Ἐπιμέλεια κειμένου : Ἑλληνικὸ Ἡμερολόγιο
Πληροφορίες εἰκόνας : Joseph Mallord William Turner ‘’Shade and Darkness – the Evening of the Deluge’’
© Ἑλληνικὸ Ἡμερολόγιο
* * *