«Ο ΣΕΡ ΠΡΟΥΤΣ ΚΑΙ Ο ΦΟΝ ΧΟΥΦΤΕΝ» Η ΦΡΙΚΙΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΕΝΟΣ ΟΝΕΙΡΟΥ

.

«Ο σερ Προυτς και ο φον Χούφτεν» 
 Η φρικιαστική καταγραφή ενός ονείρου.

Τού Αθανάσιου Τσακνάκη

……….Το ακόλουθο κείμενο είναι προϊόν μεταφρασμένης απομαγνητοφώνησης και αφορά την αφήγηση ενός τρομακτικού ονείρου. Ακόμη δεν έχει εξακριβωθεί η σχέση των αναφερόμενων γεγονότων με τους φοβερούς εφιάλτες που στοιχειώνουν τον ύπνο χιλιάδων συνανθρώπων, αλλά ελπίζω ότι σύντομα θα αποκαλυφθεί η αλήθεια…

……….«Θυμάμαι τα ξενικά ονόματά τους. Θυμάμαι μέχρι και τα ερεβώδη χαρακτηριστικά των φρικτών προσώπων τους, και τα ανατριχιαστικά χαμόγελά τους. Απόγονοι πειρατών, ληστών, τοκογλύφων και δουλεμπόρων, ο ανορεκτικός Σερ Προυτς, αιμοσταγές γέννημα ύαινας και οχιάς, και ο παχύσαρκος Φον Χούφτεν, λιπαρό γέννημα ρινόκερου και βόα, με την πολυπληθή ακολουθία τους, κατέφτασαν νύχτα στην Χώρα τού Φωτός.

……….Κρατούσαν σφιχτά από έναν μαύρο χαρτοφύλακα και από έναν μαύρο ηλεκτρονικό υπολογιστή. Ποτέ δεν θα μπορούσα να πιστέψω ότι θα είχε βρεθεί άνθρωπος να τους καλωσορίσει στον τόπο μου, αλλά, τελικά, πάντοτε υπάρχουν Εφιάλτες. Με άνεση απλώθηκαν στο πίσω κάθισμα ενός μαύρου αυτοκινήτου και, συνοδευόμενοι από έναν πραγματικό στρατό εγχωρίων μισθοφόρων, κατευθύνθηκαν στην πρωτεύουσα. Εγκατέστησαν τους δυσώδης όγκους τους πίσω από δύο μαύρα γραφεία και στρώθηκαν αμέσως στην δουλειά, με μάτια κατακόκκινα, όχι λόγω αϋπνίας, αλλά λόγω απληστίας: δάνεια, τόκοι, επιτόκια, ισολογισμοί, υπολογισμοί, μειώσεις, περικοπές, χρέη, συμβάσεις και άλλα, παρόμοια, που δεν πολυκαταλάβαινα.

……….Ενώπιόν τους, όρθιοι, σε στάση προσοχής, ιδρωμένοι, άφωνοι και άβουλοι, φοβισμένοι και τρεμάμενοι, στέκονταν όλοι εκείνοι που, μέχρι χθες, μού παρίσταναν τον «αρχηγό», τον «σωτήρα», τον «ιδεολόγο», τον «εγώ και κανένας άλλος», και μού πουλούσαν «φύκια γιά μεταξωτές κορδέλες». Εγώ δεν ήμουν πουθενά. Κι αν ήμουν, δεν φαινόμουν. Πάντως δεν με θυμάμαι καθόλου. Κάποια στιγμή, επάνω σε ένα μεγάλο, μαύρο γραφείο, που έμοιαζε με τεράστιο φέρετρο, ο καχεκτικός Σερ Προυτς και ο εμετικός Φον Χούφτεν άπλωσαν ένα χαρτί.

……….Το αποκαλούσαν «μνημόσυνο» ή κάπως έτσι, δεν θυμάμαι πολύ καλά. Έπειτα βούτηξαν ένα μαύρο φτερό σε ένα παλιό, σκουριασμένο μελανοδοχείο και με χαρακτηριστικό χαμόγελο βρικόλακα κάλεσαν έναν-έναν τους φοβισμένους να το υπογράψουν. Ε, λοιπόν, αυτό το θυμάμαι πολύ καλά: το φτερό δεν έσταζε μελάνι, όχι, μα τον Θεό, έσταζε αίμα! Ακούς; Αίμα! Και οι τρεμάμενοι πλησίασαν δειλά-δειλά στο τραπέζι. Στην αρχή αλληλοκοιτάζονταν διστακτικά, ύστερα χαμογέλασαν κι αυτοί ψυχρά, πήραν ένας-ένας το φτερό και υπέγραψαν το χαρτί. Τώρα, τι έγραφε το χαρτί, ούτε που το διάβασαν. Ούτε εγώ το διάβασα, όμως. Εξάλλου, σου το είπα, δεν θυμάμαι να ήμουν παρών.

……….Έπειτα το όνειρο με έφερε στον δρόμο, σ’ έναν μεγάλο δρόμο, άδειο και σκοτεινό, πάνω στον οποίο κινούνταν τα αυτοκίνητα μιάς πομπής. Παρέλαση ήταν; Κηδεία; Δεν κατάλαβα… Μέσα σε ένα αυτοκίνητο κάθονταν πάλι ο Σερ Προυτς και ο Φον Χούφτεν. Φαίνονταν ικανοποιημένοι. Συζητούσαν ζωηρά. Πίσω τους έτρεχαν άλλα αυτοκίνητα. Μέσα εκεί, στριμωγμένοι, σκεφτικοί, καταπτοημένοι, ένοχοι, κάθονταν οι άβουλοι. Άβουλοι. Τι να τους πεις; Σε μιά στροφή τού δρόμου, όμως, λίγο πριν φτάσουν στο αεροδρόμιο γιά να διαφύγουν, τους περίμενε το θαύμα. Ναι, θαύμα! Πώς αλλιώς να το πω;

……….Ο δρόμος ήταν κλειστός! Από την μία άκρη του μέχρι την άλλη, κρατώντας σημαίες, κοντάρια, σπασμένες αλυσίδες και λιθάρια, στεκόταν ο Λαός. Ο «Άη-Λαός», που θα έλεγε και ο Θεόφιλος. Και τραγουδούσε δυνατά. Χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες συνάνθρωποι! Και από πάνω τους, τυλιγμένη σ’ έναν λαμπερό χιτώνα, έστεκε προστάτιδα μιά εκθαμβωτική γυναικεία μορφή, μ’ ένα σπαθί και μιά γιγάντια σημαία στα χέρια. Η Παναγιά ήταν; Η Αθηνά; Κι οι δυό μαζί; Δεν ξεχώρισα… Και ξαφνικά η πομπή των μαύρων αυτοκινήτων άρχισε να λιώνει, να σβήνει, να χάνεται.

……….Κι ο Άη-Λαός τραγουδούσε ξέφρενα την Λευτεριά. Παλιό τραγούδι. Νομίζω ότι το έχω ξανακούσει. Κάτι μού θύμιζε. Αμυδρά. Φοβήθηκα! Τρομοκρατήθηκα! Τινάχτηκα όρθιος! Ναι. Είχα ξυπνήσει! Ξύπνησα! Τότε ήταν που, επιτέλους, ξύπνησα κ’ εγώ!».

Αφήστε μια απάντηση