Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΔΥΚ ΤΗΝ 1η ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1974 ΚΑΙ Η ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ

,

,

……….Τὴν 1η Δεκεμβρίου τοῦ 1974, ἐπέστρεψαν ἀπὴ τὴν ρημαγμένη Κύπρο οἱ ἄνδρες τῆς ΕΛΔΥΚ μετὰ ἀπὸ 5 μῆνες ἐξαιρετικὰ δύσκολων συνθηκῶν, ἀφήνοντας πίσω τους φίλους, ἐκ τῶν ὁποίων ἄλλοι εἶχαν πέσει στὸ πεδίο τῆς μάχης καὶ ἄλλοι ἦταν ἀγνοούμενοι. Ἀντὶ νὰ τύχουν μιᾶς ζεστῆς ὑποδοχῆς, ἡ κυβέρνηση τοὺς φέρθηκε μὲ τὸν ἀπαξιωτικότερο τρόπο.  

Ἡ ἐπιστροφὴ τῶν πολεμιστῶν τῆς ΕΛΔΥΚ καὶ ἡ ὑποδοχὴ τους ἀπὸ τὴν Ἑλλαδικὴ Κυβέρνηση 

Ὅπως τὸ κατέγραψε ὁ κύριος Εὐάγγελος Μπραουδάκης, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε ὡς Λοχίας στὸν 4ο Λόχο τῆς ΕΛΔΥΚ.

……….«[ ] Μετὰ ἀπὸ ἕνα ἀπίστευτο γιὰ ὅσους δὲν τὸ ἔζησαν 5μηνο, ποὺ ἐκτὸς τὸν πόλεμο καὶ τὶς κακουχίες του, ἀκολούθησαν 3,5 μῆνες ἀπίστευτης ταλαιπωρίας, ὅπου κοιμόμασταν στὸ χῶμα, ὅπου τὶς πρῶτες μέρες μετὰ τὸν πόλεμο δὲν εἴχαμε να φᾶμε καἰ μὲ ντροπὴ λέω ὅτι ἀναγκαζόμασταν νὰ κλέβουμε καὶ πάντα μὲ τὸ δάχτυλο στὴν σκανδάλη τοῦ ὅπλου γιατὶ ὁ ἐχθρὸς ἦταν μπροστὰ μας καὶ τὸν βλέπαμε.

……….Ἐπιβιβαστήκαμε [ ] στὸ Ἀρματαγωγὸ ἀπὸ τὴν Λεμεσὸ καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα φοβερὸ ταξίδι τριῶν ἡμερῶν μὸ 8 μποφόρ, φτάσαμε ἐπὶ τέλους στὶς Κεχριὲς Κορινθίας, ὅπου μᾶς ἐπιφύλασσαν μία ὑποδοχὴ τὴν ὁποία δὲν μπορούσαμε νὰ πιστέψουμε. Οἱ περισσότεροι εἴχαμε τὴν ἐντύπωση ὅτι, ὅλο καὶ κάποιος ἀνώτατος ἀξιωματικὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ θὰ μᾶς εὐχόταν τὸ «Καλῶς ἤλθατε πολεμιστὲς τῆς Πατρίδας». Ἀμ δέ!..

……….Μόλις κατέβηκε ὁ καταπέλτης τοῦ Ἀρματαγωγοῦ ὑπὸ τὶς ἐπευφημίες μας, καὶ πρὶν προλάβουμε νὰ κινηθοῦμε, ἀνέβηκαν στὸ πλοῖο ἔνστολοι ὑπάλληλοι τοῦ τελωνείου καὶ μᾶς ἀνακοίνωσαν ὅτι θὰ γίνει ἔλεγχος στὶς ἀποσκευὲς μας [!..] Ἡ ὀργὴ ποὺ εἴχαμε μέσα μας ἐδῶ καὶ μῆνες ξέσπασε καὶ κινηθήκαμε (πλέον τῶν 400ων στρατιωτῶν ἤμασταν), ἐναντίον τους καὶ ἔφυγαν τρέχοντας γιὰ νὰ σωθοῦν.

……….Ὅταν οἱ συνοδεύοντες ἀξιωματικοὶ καὶ αὐτοὶ ποὺ μᾶς περίμεναν κατάφεραν νὰ μᾶς συγκεντρώσουν, [ἐπέστρεψαν] οἱ τελωνειακοί, ἀλλὰ οἱ διαθέσεις μας ἦταν τόσο ἐχθρικὲς ἐναντίον τους ποὺ ἀναγκάστηκαν νὰ φύγουν ἄπραγοι. Ἀπὸ τὰ ὀρύγματα μᾶς μάζεψαν καὶ μᾶς πῆγαν στὸ Α/Γ, τί μπορούσαμε νὰ ἔχουμε μαζὶ μας ἐκτὸς ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν Ἡρώων συμπολεμιστῶν μας ποὺ εἴχαμε στὶς καρδιὲς μας.

……….Λίγο ἀργότερα μᾶς ἀνακοίνωσαν τὸ δεύτερο δῶρο ποὺ μᾶς ἐπιφύλασσαν. Ὅσοι εἶχαν ποινὲς φυλάκισης θὰ τὶς ὑπηρετοῦσαν. Τὸ τί ἀκούστηκε τότε δὲν μπορῶ νὰ σᾶς τὸ μεταφέρω. Εἴχαμε ὑπηρετήσει 4,5 μῆνες ἐπιπλέον ἀπὸ τὴν θητεία μας, εἴχαμε περάσει πόλεμο, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς φίλους μας εἶχαν πέσει στὸ πεδίο τῆς μάχης, εἴχαμε περάσει μιὰ ἀπίστευτη ταλαιπωρία, καὶ μᾶς ζητοῦσαν νὰ ὑπηρετήσουμε κι ἄλλο.

……….Μεταφερθήκαμε μὲ ΡΕΟ στὸ Λουτράκι [ὅπου βρισκόταν] τὸ Κλιμάκιο Ὑποδοχῆς ΕΛ.ΔΥ.Κ.. [Ἐκεῖ ] μὲ περίμεναν ἡ μάνα μου καὶ ἡ ἀδελφὴ μου, τὶς ὁποῖες εἶχα νὰ δῶ 17 μῆνες. Ἀπὸ τὴν μιὰ ἡ χαρὰ ποὺ τοὺς ξανάβλεπα καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ μεγάλη ὀργὴ ποὺ ἔνιωθα μέσα μου γιὰ τὴν συμπεριφορὰ τῆς Κυβέρνησης τῆς Νέας Δημοκρατίας πρὸς αὐτοὺς ποὺ μὲ θυσίες καὶ αἷμα κράτησαν τὴν τιμὴ τῆς Πατρίδας ψηλά.

……….Πῆγα στὶς ἀποθῆκες ὅπου ἦταν οἱ βαλίτσες μας τὶς ὁποῖες εἶχε μεταφέρει στὴν Ἑλλάδα τὸ Α/Γ ΛΕΣΒΟΣ τὸν Ἰούλιο, καὶ χωρὶς νὰ ἀναφέρω τίποτα σὲ κανέναν ἔφυγα γιὰ τὴν Ἀθῆνα. Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωί, ἔβαλα σὲ μία τσάντα τὰ στρατιωτικὰ ροῦχα, τὶς κάλτσες, τὰ ἄρβυλα, τὸ καπέλο ποὺ φοροῦσα, τὰ μόνα ποὺ μοῦ εἶχαν ἀπομείνει (ὁ σάκος μου εἶχε καεί ἀπὸ βόμβα ναπάλμ), δὲν ἤθελα νὰ ἔχω τίποτα ποὺ νὰ μοῦ θυμίζουν τὸν Ε.Σ., πῆγα στὸ Λουτράκι, τὰ παρέδωσα στοὺς ἀρμόδιους, πῆρα τὸ ἀπολυτήριό μου καὶ ἔφυγα.

……….Αὐτὰ ἀγαπητοὶ φίλοι γιὰ νὰ γνωρίζετε, [ὅπως] ἐπίσης καὶ ὅτι γιὰ 24 χρόνια δὲν ὑπήρχαμε. Οἱ πεσόντες, οἱ ἀγνοούμενοι καὶ οἱ τραυματίες μεταφέρθηκαν στὸν πόλεμο τοῦ ‘40.»