ΟΙ ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΚΑΝΤΑΡΑΣ (+19/5/1231)

.

.

Οἱ ὁσιομάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς τῆς Καντάρας.
Τὸ μαρτύριον τῶν ἁγίων τριῶν  καὶ δέκα ὁσίων  πατέρων τῶν διὰ πυρὸς τελειωθέντων παρὰ τῶν Λατίνων ἐν τῇ νήσῳ Κύπρῳ ἐν ἔτει 1231.

………..Ἡ Καντάρα ἔμεινε γνωστὴ στην ἱστορία τῆς Κύπρου ὄχι μόνο γιά τὸν λόγο πού διαδραμάτισε τὸ κάστρο της στὰ πολυτάραχα χρόνια τῶν Φράγκων καὶ τῶν Ἐνετῶν, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ παλιὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Κανταριώτισσας  τὸ ὁποῖο στάθηκε τὸν ΙΓ’ αἰῶνα προπύργιο τῆς Ὀρθοδόξῃς Ἐκκλησίας ἐνάντια στούς διωγμοὺς τοῦ λατινικοῦ κλήρου.

……….Ἀπὸ ἐκεῖ ξεκίνησαν ἔντεκα ὅσιοι  πατέρες μαζὺ μὲ τοὺς ὁποίους ἑνώθηκαν καὶ δύο ἀπὸ τὴν Μονὴ Μαχαιρᾶ, γιά νά γνωρίσουν ἔπειτα ἀπὸ φριχτὰ βασανιστήρια τὸν μαρτυρικότερο θάνατο ἀπὸ ἀπάνθρωπους ὀπαδοὺς τοῦ Πάπα. Τὰ ὀνόματα τῶν μαρτύρων εἶναι  Ἱερεμίας, Μᾶρκος, Κύριλλος, Θεόκτιστος, Βαρνάβας, οἱ ἀδελφοὶ Μάξιμος καὶ Θεόγνωστος, Ἰωσήφ, Γεράσιμος, Γεννάδιος, Γερμανός, Κόνων καὶ  Ἰωάννης.

,,,,,,,,,,Ἡ ἱστορία τῆς τρομερῆς αὐτῆς τραγωδίας μὲ τὶς ἀνατριχιαστικὲς της ὠμότητες, ἔχει στιγματίσει μὲ τὰ μελανότερα χρώματα τοὺς «λεγάτους» τοῦ καθολικισμοῦ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἐνῷ ταυτόχρονα ἐξύψωσε ἀκόμη περισσότερο στὴν παγκόσμια συνείδηση τῶν πολιτισμένων λαῶν τὸ γόητρο τῆς Ὀρθοδόξῃς Χριστιανοσύνης, μὲ τοὺς αἱματοβαμμένους της ἀγῶνες καὶ τὴν ἀσάλευτη πίστη της στὸ ὑπέρτατο ἰδανικὸ τῆς θρησκείας μὲ τὴν αὐτοθυσία καὶ τόν μαρτυρικὸ θάνατο.

……….Εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τήν στιγμή ποὺ ἡ Κύπρος ὑποτάχθηκε στὴν δυναστεία τῶν Λουζινιᾶν μὲ πόσο πεῖσμα καὶ ἄγριο φανατισμὸ οἱ Φράγκοι προσπάθησαν νὰ προσηλυτίσουν τὸν ὀρθόδοξο κλῆρο καὶ τὸν λαὸ τῆς Μεγαλονήσου, ὥστε νὰ ἀπαρνηθοῦν τὶς προαιώνιες θρησκευτικὲς τους παραδόσεις καὶ νὰ ἀσπασθοῦν τὸ λατινικὸ δόγμα.

……….Δραματικὲς σκηνές, ἔριδες καὶ διαμάχες εἶχαν δημιουργηθεῖ ἀνάμεσα στους καθολικοὺς καὶ τοὺς ὀρθοδόξους κληρικούς. Οἱ τελευταῖοι μὲ τὴν ἀλύγιστή τους ἀντίσταση νὰ ὑποταχθοῦν στό θέλημα τῶν Φράγκων, καταδικάζονταν σὲ δαρμούς, φυλακίσεις, ἐξορίες καὶ φοβερὰ μαρτύρια, τὰ λεγόμενα  μαρτύρια τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως.

……….Μία ἀπὸ τὶς μελανότερες σελίδες τῆς Φραγκοκρατίας στην Κύπρο εἶναι καὶ ἡ ἀκόλουθη:

……….Τὸ ἔτος 1228, ἀφίχθησαν στὴν Κύπρο δύο εὐσεβεῖς ἀσκητές, ἀπὸ ἕνα μοναστήρι τοῦ Καλοῦ ὄρους ποὺ βρίσκεται στὴν Παμφυλία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, καὶ ὀνομάζονταν Ἰωάννης καὶ Κόνων. Ἦλθαν στὸ νησί ἔτοιμοι νὰ θυσιάσουν τοὺς ἑαυτοὺς τους μέχρι αἵματος γιὰ τὴν ἀληθινὴ ὀρθόδοξη πίστη, προβάλλοντας ἔτσι ἕνα λαμπρὸ παράδειγμα γιὰ τοὺς Κυπρίους ποὺ περνοῦσαν δύσκολα χρόνια.

……….Οἱ δύο μοναχοί ἀρχικῶς ἀνέβηκαν στὴν Μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Μαχαιρᾶ. Ἐκεῖ στὸ ἠσυχαστήριο τῆς Μονῆς συνέχιζαν τὸν πνευματικὸ τους ἀγώνα. Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ἄφησαν τὸ μοναστήρι τοῦ Μαχαιρᾶ ἀναζητώντας κάποιον ἄλλο τόπο ἠσυχίας. Ἔφθασαν στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου στὸν Κουτσοβέντη γιὰ νὰ καταλήξουν πλέον καὶ νὰ συνεχίσουν τοὺς ἀγῶνες στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Κανταριώτισσας, κοντὰ στὸ κάστρο τῆς Καντάρας. Ἐκεῖ, λόγῳ τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ἀσκητικῆς τους ζωῆς, προσέλκυαν ὅλο καὶ πιὸ πολλοὺς μοναχούς. Ἡ φήμη τῶν εὐλαβικῶν μοναχῶν δὲν ἄργησε νά γίνῃ γνωστὴ καὶ στοὺς Λατίνους, διότι τὰ καλὰ τους ἔργα ἔγιναν πασίγνωστα στὸν τόπο.

……….Μία μέρα, ἐνῷ οἱ μοναχοὶ τῆς Καντάρας ἦταν ἀφοσιωμένοι στὰ ἱερᾶ τους καθήκοντα, παρουσιάστηκε μπροστὰ τους ἔνας καθολικὸς ἱεροκήρυκας λεγόμενος Ἀνδρέας, «ζηλωτὴς καὶ ὄργανον κακίας», μ’ ἕναν ἀκόλουθό του. Μὲ «ὑποκρισία ἀλωπεκῆς» ἄρχισε νά τοὺς ἐξετάζει τὸ πότε καὶ ἀπὸ ποῦ ἦρθαν στήν Κύπρο, καθὼς καὶ μὲ ποῖο σκοπὸ ἐγκαταστάθηκαν σὲ αὐτὸ τὸ μοναστήρι. Ἔπειτα γύρισε τήν συζήτηση στὸ θέμα τῶν διαφορῶν πού χωρίζουν τὸ Ὀρθόδοξο ἀπὸ τὸ Καθολικὸ Δόγμα καὶ κυρίως στὴν μυσταγωγία τῆς Ἁγίας Κοινωνίας, ἐπιμένοντας ὅτι σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας, ἡ Θεία Μετάληψη πρέπει νὰ γίνεται μὲ τὰ ἄζυμα καὶ ὄχι μὲ τὰ ἔνζυμα, ὅπως πρεσβεύει τὸ Ὀρθοδοξο Χριστιανικὸ Δόγμα.

……….Οἱ Ἕλληνες μοναχοὶ ἀντικρούοντας τὰ σαθρὰ ἐπιχειρήματα, ἀπάντησαν ὅτι ὁ Χριστὸς στὸν Μυστικὸ Δεῖπνο [ ]ἔλαβεν ἄρτον ἔνζυμον, τέλειον, ἅγιον, ὡς μὴ εὑρεθέντος τοῦ τότε ἀζύμου, λέγοντας στοὺς μαθητὲς του: Τοῦτο ποιῆτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. Αὐτὴν τὴν ἐντολὴ καὶ ἐμεῖς κρατοῦμε καὶ πιστεύουμε, εἶπαν σθεναρᾶ οἱ γέροντες στόν Λατῖνο. Ὅσο γιὰ τὸ φρόνιμά σας περὶ ἀζύμου, ἡμεῖς δὲν τὸ παραλάβαμε οὔτε παρὰ τῶν τοῦ Χριστοῦ  κηρύκων, οὔτε παρὰ τῶν οἰκουμενικῶν καὶ ἁγίων Συνόδων.

……….Ὄσο προχωροῦσε ἡ συζήτηση καὶ οἱ ὅσιοι πατέρες μὲ νηφάλιο ὕφος ἀντέκρουαν τὸν «μισόκαλον» Ἀνδρέα, τόσο αὐτὸς «θηρίων ὠμώτερος, τὴν ἀλωπεκῆν ὑπεκδύς, πρὸς τὸ θηριωδέστερον ἐτράπη». Ἔξαλλος ἀπὸ τὸν θυμὸ του, διέταξε ἀμέσως τοὺς μοναχοὺς να παρουσιαστοῦν στὸν Φράγκο ἀρχιερέα τῆς Λευκωσίας καὶ νὰ ἀπολογηθοῦν γιὰ τὰ ὅσα τοῦ εἶπαν: Μὲ τὸν ὁρισμὸ σας, τοῦ ἀπάντησαν οἱ πιστοὶ γέροντες χριστιανοὶ καὶ πρόσθεσαν ἀκόμη ὅτι θὰ ἑξακολουθήσουν τὸ κήρυγμά τους καὶ πὼς θὰ πεθάνουν γιὰ τὴν Ὀρθοδόξῃ πίστη ἔστω κι ἂν τοὺς καταδικάσουν σὲ μυρίους θανάτους .Ἔχομεν εἰς τὴν ψυχὴν μας τὴν ἐλπίδαν ὅτι θὰ ζήσωμεν καὶ τὰ σώματά μας, ποὺ θὰ βασανισθοῦν ἀπὸ τήν βίᾳ τῶν τυράννων, ἐνδύσονται ἀθανασίαν ἐν τῇ ἀτελευτήτῳ ἐκείνῃ  ζωῇ.

……….Ἀφοῦ οἱ δεκατρεῖς μάρτυρες συγκεντρώθηκαν στὴν ἐκκλησία λειτούργησαν καὶ μετέλαβαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ξεκίνησαν γιὰ τὴν Λευκωσία παρακαλῶντας τὸν Θεὸ νά τοὺς ὁπλίζῃ μὲ δύναμη, μὲ γνώση σταθερὴ καὶ ἀμετακλήτη. Ὅταν ἔφθασαν ἔξω ἀπὸ τὴν Λευκωσία ἔκαμαν σταθμὸ στὴν μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Λάμποντος, τήν λεγομένη  τῶν Μαγκάνων, ὅπου «ποταμηδόν» ἔτρεχαν οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ νά λάβουν τὴν εὐλογία τους. Στὸ μεταξὺ ὁ καθολικὸς ἀρχιεπίσκοπος Στρόγγο (Εὐστόργιος), εἰδοποίησε τοὺς Λατίνους κληρικοὺς καὶ ἄλλους καθολικοὺς νά παρευρίσκονται στήν Ἰερᾶ Ἐξέταση πού θὰ καταδίκαζε τοὺς μοναχοὺς τῆς Καντάρας.

……….Ὅταν ἡ τραγικὴ πομπὴ ἔφτασε μπροστά στον Εὐστόργιο, ὁ Φράγκος  ἱεράρχης τοὺς ῥώτησε ἂν ὅλα ὅσα τοῦ εἶπε ὁ Ἀνδρέας εἶναι ἀληθινά. Οἱ τίμιοι γέροντες θαρρετά καὶ μὲ μία φωνὴ τὸ ἐπιβεβαίωσαν. Ὁ Στρόγγο τότε «θυμοῦ ἄσχετου πλησθεῖς», θέλοντας νά ὑποτάξῃ μὲ τήν βία στὸ θέλημά του τοὺς δεκατρεῖς καλόγερους, ἔδωσε διαταγὴ να τοὺς κλείσουν στὴν φυλακὴ ὅπου οἱ δεσμοφύλακες μὲ σπρωξιές, βρισιές, τραβῶντας τους ἀπὸ τὰ γένια καὶ τὰ μαλλιᾶ, τοὺς ἔριξαν. Φόβος καὶ τρόμος κυρίεψε τοὺς Ἕλληνες τῆς Μεγαλονήσου ποὺ ἔβλεπαν τὶς δραματικὲς αὐτὲς σκηνές, ἐνῷ στὰ πρόσωπα τῶν μαρτύρων «[]γλυκεία τις λάμψις διεκρίνετο, ἀνταύγια οὖσα τῆς  γαλήνης ἢν ἡ ψυχὴ αἰσθάνεται ἀψηφοῦσα τὰς περιπετείας  καὶ τοὺς κινδύνους τοῦ σώματος, ἀποβλέπουσα δέ μόνον εἰς  ἰδεῶδές τι, παρὰ τοῦ ὁποίου τὴν ἀμοιβὴ ἐλπίζει».

……….Ἕνας ὁλόκληρος χρόνος πέρασε καὶ οἱ φυλακισμένοι ἦταν πάντα κλεισμένοι στὸ δεσμωτήριο ὑποφέροντας καρτερικὰ τὴν δυσοσμία, ὅπως καὶ ἄλλη ταλαιπωρία, μόνον «ἄρτου καὶ ὕδατος μεταλαμβάνοντες». Στὸν χρόνο ἐπάνω ὁ Φράγκος  ἀρχιερέας τοὺς ῥώτησε ἂν μετανόησαν γιά ὅσα «ἀποτρόπαια εἶχαν πεῖ». Οἱ μάρτυρες ὅμως τῆς θρησκείας ἀπτόητοι τοῦ ἀποκρίθηκαν: Ἂς  μὴ  μᾶς ἀξιώσει ὁ Κύριος νά προδώσουμε τὴν ἀλήθεια καὶ νά ἀσπασθοῦμε τὸ ψεῦδος.

,,,,,,,,,,Ἡ ἀπάντηση τοῦ μονσινιόρου  ἦταν νά ξανακλειστοῦν γιά τρία ἀκόμη  χρόνια  στὴν φυλακή, ἐνῷ αὐτοὶ δὲν ἔπαυσαν  νὰ ὁμολογοῦν τὴν ἀκλόνητη πίστη τους  σὲ ὅ,τι ἀρχικὰ ὁμολόγησαν. Ἀπὸ τὰ μαρτύρια πού τραβοῦσαν εἶχαν καταντήσει  συρόμενοι σκελετοί. Ἕνας μάλιστα, ὁ Θεόγνωστος, ἀπέθανε. Ὁ σκληρόκαρδος Ἀνδρέας πρόσταξε  τότε νά διαπομπευθῇ τὸ λείψανό του στὴν  ἀγορά καὶ ὕστερα νὰ ῥιχτῇ στὶς φλόγες. Βλέποντας πὼς οἱ φυλακισμένοι του ἔμεναν ἀμετανόητοι, ἀποτάθηκε στὸν βασιλιᾶ Ἑρρῖκο Β’, καὶ τὸν ῥώτησε μὲ ποῖο τρόπο νὰ θανατώσῃ αὐτοὺς τοὺς ἀδιόρθωτους Γραικούς πού ἑξακολουθοῦν νὰ βλασφημοῦν τὸ δόγμα τῶν Δυτικῶν.

……….Ὁ ῥῆγας εἶπε τότε στὸν Ἱεροεξεταστή νὰ καλέσῃ στήν πλατεία τὴν τάξη τῶν καβαλλαρέων, νὰ συγκεντρώσῃ πολὺν ὄχλο γιά νὰ ἀπολαύσῃ θέαμα καὶ τότε νά διατάξῃ νὰ δέσουν τοὺς «αἱρετικοὺς» στὰ πόδια καὶ στίς οὐρὲς τῶν ἀλόγων καὶ μουλαριῶν καὶ ὕστερα νά τὰ ξαμολήσουν πρὸς τὸ μέρος τοῦ ποταμοῦ ὥστε οἱ σάρκες τους νὰ ξεσκιστοῦν πάνω στίς πέτρες καί, τέλος, νὰ τοὺς ῥίξουν στὴν φωτιά. Οἱ δήμιοι ἐκτέλεσαν κατά γράμμα τὸ ἀποτρόπαιο ἔργο τους.

……….Τὴν ὥραν ποὺ οἱ φλόγες ὀρθώνονταν σὰν πύρινα φίδια στὸν οὐρανὸ μὲ τὰ ὁλοκαυτώματα τῶν μοναχῶν, ὁ καθηγούμενος Ἰωάννης, καθὼς διασῴζει  ὁ Ἀλλάτιος σὲ μία διήγηση ἀνώνυμου συγγραφέα, φάνηκε σὰν ἀναστημένος καὶ προσευχόμενος ἀνάμεσά τους. Τότε ἔνας καβαλάρης τοῦ ἔριξε τὸν δαυλὸ ἀναμμένο καὶ τὸν ἀποτελείωσε. Ἔτσι στεφανωμένοι μὲ τὸ ἀκτινοβόλο φῶς τοῦ μαρτυρίου παρέδωσαν στὸν Θεὸ τὴν ἁγία τους ψυχὴ οἱ ὅσιοι πατέρες τῆς Καντάρας, γιὰ νὰ πληρωθῇ ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ Δαβίδ, ποὺ λέει:«Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν».

Ἀθηνᾶ Ταρσούλη

Ἀπὸ τὸ βιβλίο της «Κύπρος» τόμος Β’ , σ.σ 99-102)-Περιοδικὴ Ἔκδοσις – Μάϊος 2016 Ἀριθμὸς 19.


……….Ὁ Πάπας Γρηγόριος ὁ Θ’ (εἰσηγητὴς τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως) ὁ ὁποῖος ἔδωσε ὁδηγίες στὸν Δομινικανὸ ἱεροεξεταστὴ  Ἀνδρέα  νά ἐκτελέση τὸ μακάβριο ἔγκλημά του, ἔχει ἁγιοποιηθεῖ ἀπὸ τὴν παπικὴ ἐκκλησία.


Πηγές πληροφοριῶν καὶ εἰκόνας: