Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ (ΜΕΡΟΣ Α΄) 22 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1824 ΕΩΣ 12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1824

,

,

Ο δεύτερος εμφύλιος (μέρος α΄)
22 Οκτωβρίου 1824 έως 12 Νοεμβρίου 1824

.

……….Μπορεί ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος να έληξε, αλλά άφησε πίσω του σπέρματα γιά την έναρξη τού δεύτερου. Και μάλιστα σε μία περίοδο όπου οι Αιγυπτιακές ορδές τού Ιμπραήμ ευρίσκοντο προ των πυλών. Πεδίο μάχης γιά τα ρουμελιώτικα (κυρίως) σώματα που κινητοποίησε ο Κωλέττης, έγινε σχεδόν όλη η Πελοπόννησος, το τμήμα δηλαδή τής επαναστατημένης Ελλάδος στο οποίο γνώριζε ήδη η κυβέρνηση ότι  θα εισέβαλλε ο Ιμπραήμ. Όμως η ορθή κρίση τής πολιτικής ηγεσίας είχε υποχωρήσει μπροστά στο πολιτικό πάθος.

……….Γεγονός είναι ότι οι Υδραίοι είχαν την φιλοδοξία να γίνουν η κεφαλή τής Επαναστάσεως και αυτή πήγαζε από την δύναμη που είχαν αποκτήσει ως πλοιοκτήτες και από την προσφορά τού στόλου τους στις στρατιωτικές επιχειρήσεις τής Επαναστάσεως. Την ίδια φιλοδοξία όμως είχαν και οι Πελοποννήσιοι, θεωρώντας τους εαυτούς τους ίσους με τους Υδραίους και γι’ αυτό επιδίωκαν μέσω τού βουλευτικού, την ανάδειξή τους σε μέλη τού εκτελεστικού. Υπήρχε λοιπόν πολιτική αντιζηλία των Υδραίων προς τους εξέχοντες Πελοποννησίους, την οποία όμως ενίσχυε ο Μαυροκορδάτος και πολύ περισσότερο ο Κωλέττης.

……….Ο Ανδρέας Λόντος και ο Ανδρέας Ζαΐμης μετά την λήξη τού πρώτου εμφυλίου συμφιλιώθηκαν με τον Κολοκοτρώνη, και το Ναύπλιο παραδόθηκε στην Κυβέρνηση υπό τον όρο η φρουρά του να αποτελείται από Πελοποννήσιους. Αλλά το νομοτελεστικό δεν εκτέλεσε τον όρο, συν τού ότι εκδήλωσε δυσαρέσκεια γιά την έλλειψη αυστηρότητας των Ζαΐμη και Λόντου απέναντι στον Κολοκοτρώνη. Μάλιστα τους κατηγόρησε (ενώ δεν ήταν), ως καταχραστές τής εξουσίας που τους δόθηκε.

……….Η γνώμη όμως των Λόντου και Ζαΐμη ήταν ότι εφ’ όσον νίκησαν τους κυβερνητικούς αντιπάλους, ήταν άξιοι τής εμπιστοσύνης και ευγνωμοσύνης τής κυβερνήσεως. Συνέβησαν όμως και άλλα τα οποία μεγάλωσαν την δυσαρέσκειά τους. Η παράκλησή τους να μην εκδιωχθεί η Μπουμπουλίνα από ένα δημόσιο οίκημα το οποίο τής είχε παραχωρηθεί γιά να κατοικεί στο Ναύπλιο, δεν εισακούστηκε, όπως δεν εισακούστηκε και το αίτημά τους γιά μικρή αποζημίωση έναντι των δαπανών τού πρώτου εμφυλίου τις οποίες ανέλαβαν. Η κυβέρνηση είχε ήδη στα χέρια της το Αγγλικό δάνειο, το οποίο όμως χρησιμοποιούσε κατά το δοκούν.

……….Σε επιστολή των Ανδρέα Λόντου και Ιωάννη Νοταρά προς τον Κουντουριώτη με ημερομηνία 01 Αυγούστου 1824, μεταξύ άλλων γράφτηκε: «[ ] Κύριε εκτός τού δανείου, από τα ενοίκια τού Ναυπλίου και από τα όσα εν αυτώ εκποιήθησαν, ημπορούσαν να πληρωθούν οι στρατηγοί σας Λόντος και Νοταράς, οι οποίοι και ήτον το πρωταίτιον τής πορθήσεως αυτού τού φρουρίου, και οι οποίοι ημπορούσαν να δουλεύσουν την Διοίκησιν επί πολύ, χωρίς να σάς ζητούν ωσάν εργάται και γύπτοι από μήνα εις μήνα. [ ] Αλλά αναφερόμενοι προς την φιλίαν σας, λέγομεν ότι συσταίνετε σώματα πραιτωριανά ως εκείνα τής Ρώμης εις τα οποία πάντοτε θέλει έχομεν ημείς περισσοτέραν επιρροήν και ως προς την ασφάλειαν των ατόμων μας είμεθα βεβαιότεροι των άλλων. Συσταίνετε όμως την μάστιγα τής Διοικήσεως και τον όλεθρον τού έθνους, και αν υπάρξει έθνος, χρεωστείτε να δώσετε λόγον δι΄αυτό σας το πολίτευμα».

……….Ο πρόεδρος Κουντουριώτης σε συνεννόηση με τον αδελφό του, απέρριψε «λόγω ύφους» τής επιστολής… το αίτημα, την δε επιστολή κοινοποίησε στην βουλή. Η βουλή αποφεύγοντας να θίξει την ουσία τού ζητήματος, συζήτησε και αυτή το ύφος τής επιστολής, αφήνοντας στην άκρη την καταφανή αδιαφορία τής κυβερνήσεως απέναντι στις υποχρεώσεις της.

……….Το νομοτελεστικό θέλοντας να εξασθενήσει τους Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς, απέσπασε από μεν τον Ιωάννη Νοταρά τον οπλαρχηγό του, Μακρυγιάννη, από δε τον Λόντο τον Σουλιώτη Νάσο Φωτομάρα τον οποίο και ανέδειξε σε φρούραρχο τού Παλαμηδίου.

……….Σε τέτοιο κλίμα καχυποψίας και ανταγωνισμού, άρχισαν να διαγράφονται τα πρώτα σύννεφα τού δεύτερου εμφύλιου.

……….Στα περίχωρα των Πατρών είχε στρατοπεδεύσει η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη των Πελοποννήσιων, αποτελούμενη από άντρες των Λόντου, Ζαΐμη, Ιωάννη Νοταρά, των υιών τού Κολοκοτρώνη, Πάνου και Γενναίου, των Δεληγιάννηδων και των Πετμεζάδων. Φαινομενικά οι Ζαΐμης και Κολοκοτρώνης κάθονταν ήσυχοι στις επαρχίες τους αλλά αφανώς ασκούσαν την επιρροή τους κατά τού νομοτελεστικού.

……….Την  αφορμή γιά την φανερή ρήξη, έδωσαν οι Αρκάδιοι, οι οποίοι εναντιώθηκαν στην είσπραξη των προσόδων βρίζοντας τον διοικητή. Τότε το νομοτελεστικό έστειλε εναντίον τους στις 22 Οκτωβρίου τού 1824 ισχυρό στρατιωτικό σώμα υπό τον Παπαφλέσσα (Δικαίο), ο οποίος ήταν και υπουργός Εσωτερικών.  Το σώμα αποτελείτο από ενόπλους (μεταξύ αυτών και βούργαροι), οι οποίοι έχοντας ήδη δημιουργήσει επεισόδια στην Ύδρα και τις βόρειες Σποράδες μεταφέρθηκαν εσπευσμένα στην Αργολίδα.  Γι’ αυτούς η Αρκαδία δεν ήταν τίποτα λιγώτερο από μία εχθρική χώρα την οποία θα μπορούσαν και να λεηλατήσουν. Η δύναμη των ανδρών που ακολούθησε τον Παπαφλέσσα ανερχόταν σε οκτακόσιους και ανάμεσά τους ήταν και οι Μακρυγιάννης και Γρίβας με δικούς τους άνδρες. Όταν αυτό το έμαθαν οι στρατοπεδευμένοι στα περίχωρα των Πατρών, διέλυσαν το στρατόπεδο με την δικαιολογία ότι τελείωσαν οι προμήθειες, και ένα μέρος τους διασκορπίστηκε στις άλλες επαρχίες με σκοπό την υποκίνηση ταραχών, ενώ όσοι ανήκαν στα σώματα των Δεληγιανναίων και τού Κολοκοτρώνη, έσπευσαν φανερά να υπερασπιστούν τους ομόφρονές τους Αρκάδιους.

……….Εν τω μεταξύ ο Παπαφλέσσας έφτασε στους Λάκκους Μεσσηνίας, όπου αρχικά προσπάθησε με διάφορες υποσχέσεις αξιωμάτων και παροχών να πάρει με το μέρος του τους αντάρτες’ ζήτησε μάλιστα με επιστολή και την βοήθεια τού πρωτοσύγκελου Αμβρόσιου Φραντζή. Όμως οι Αρκάδες ήδη είχαν λάβει μήνυμα από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη γιά τις ενισχύσεις που έρχονταν.

……….Ενισχύσεις όμως είχε ζητήσει και ο Παπαφλέσσας από την κυβέρνηση στις 29 Οκτωβρίου 1824, η οποία και τού έστειλε τον Βάσσο Μαυροβουνιώτη με χίλιους άνδρες.

……….Στο διάστημα αυτό συνέβησαν ορισμένες αψιμαχίες και οι Αρκάδιοι έπιασαν θέση στους Κωνσταντίνους (σύμφωνα με τον Τρικούπη) ή στους Λάκκους (σύμφωνα με τον Κόκκινο), οπότε και ξέσπασε μάχη στις αρχές Νοεμβρίου, η οποία κράτησε δύο ημέρες. Στις 6 Νοεμβρίου έφτασαν οι ενισχύσεις των Δημήτρη και Νικόλαου Δεληγιάννη μαζί με τους Πάνο και Γενναίο Κολοκοτρώνη, οπότε τα κυβερνητικά στρατεύματα τράπηκαν σε φυγή και ο Παπαφλέσσας κατορθώνοντας να διασωθεί, επέστρεψε άπρακτος στο Ναύπλιο.

……….[Διαβάζοντας τα Πρακτικά τού Α’  Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, 1977 «Η Μεσσηνία κατά τον Β’ Εμφύλιον Πόλεμον –  Θέατρον Πολεμικών Συγκρούσεων», Τάσου Αθ. Γριτσόπουλου, επιστολή τού Γ. Μαυρομιχάλη από το Λιμένι με ημερομηνία 5 Νοεμβρίου, αναφέρεται σε διήμερη μάχη [ ] σύμφωνα με την οποία έγινε πόλεμος στο Μελιγαλά και Κωνσταντίνους με 2000 άνδρες υπό τον Φλέσσα εναντίον 2500 Ντρέδων. Ο πόλεμος κράτησε ώρες τρείς και σε αυτόν νίκησαν οι Ντρέδες με απώλειες 10 σκοτωμένους και πληγωμένους, ενώ ο Φλέσσας είχε πολλές απώλειες.]

……….Ταυτοχρόνως με την μάχη που δινόταν στην Μεσσηνία, λόγω επιδημίας είχε πεθάνει στο Ναύπλιο ο Παναγιώτης Μπότασης, αντιπρόεδρος τού νομοτελεστικού και αγαθός πολίτης, ενώ ο πρόεδρος Κουντουριώτης ήταν σοβαρά άρρωστος στην  Ύδρα.

……….Στο Ναύπλιο δεν έμεινε παρά μόνο ο Κωλέττης, ο οποίος από όσα έγραφε και έπραττε εκείνες τις ημέρες τής ελεύθερης δράσεώς του εν ονόματι τού εκτελεστικού, είναι σαν να βιαζόταν να χρησιμοποιήσει τα όπλα.

……….Ο Ασημάκης Φωτί(ή)λας κλήθηκε τότε γιά να καλύψει επιτροπικώς την προεδρία τού νομοτελεστικού. Γνώμη του ήταν ότι μόνο με σύγκληση εθνικής συνελεύσεως ήταν δυνατόν να αποκατασταθεί η εσωτερική γαλήνη. Επειδή αντιδρούσε σε όσα έκανε το νομοτελεστικό (ουσιαστικώς ο Κωλέττης), χωρίς όμως να καταφέρει να το εμποδίσει, και μη θέλοντας να υπογράψει τα έγγραφα που συνέτασσε και επέβαλε ο Κωλέττης, δραπέτευσε στις 8 ή 10 Νοεμβρίου 1824. Την επομένη διαβάστηκε στην βουλή το έγγραφο παραιτήσεώς του στο οποίο έγραφε ότι ενώ πρότεινε πάμπολλες φορές να μην γίνουν κινήματα από την κυβέρνηση, τα οποία εξωθούσαν σε εμφύλιο πόλεμο, ουδέποτε εισακούστηκε. Μαζί με το έγγραφο παρέδωσε και επιστολή τού Ζαΐμη τής 5ης Νοεμβρίου, στην οποία μεταξύ άλλων έγραφε:

……….«[ ]Αρχηγοί ταραχής και φατριών δεν εγίναμεν ποτέ. Πέρυσι εκινήθημεν κατά τού Κολοκοτρώνη, διότι το Βουλευτικόν Σώμα εδημοσίευσεν ότι αυτός και άλλοι τινές παρεβίασαν το πολίτευμα των Ελλήνων και ήθελαν να κρατούν τα φρούρια, εκάμανεν ό,τι ηδυνήθημεν και οι Νόμοι υπερίσχυσαν. Ούτε αμοιβάς εζητήσαμεν, ούτε αξιώματα. [ ] Αλλά τί το εντεύθεν;  Εις την Πατρίδα ανεφάνησαν πειρασμοί και βλάβαι μεγαλύτεραι των απερασμένων και ο Κωλέττης με άλλους τρείς ομοίους του, έβαλαν κατά νουν να μάς θυσιάσουν στοχαζόμενοι ότι θα βασιλεύσουν η αφεντιά τους με τον αφανισμό τον ιδικόν μας και με τον εξευτελισμόν των Πελοποννησίων, εθυσίασαν τα ελληνικά χρήματα διά να αγοράσουν τους μηδαμινούς βουλευτάς και να ενθρονίσουν την παρανομίαν».

……….Τα γραφόμενα τού Ζαΐμη δυσαρέστησαν το βουλευτικό, ακόμα και τον φίλο του Πανούτσο Νοταρά. Οι υπέρ τού κατευνασμού φωνές ολοένα και λιγόστευαν. Τελευταία προσπάθεια ήταν τού Παλαιών Πατρών Γερμανού, ο οποίος με την επιστολή του τής 10ης Νοεμβρίου προς τον Γ. Κουντουριώτη τον εξώρκιζε να αποφύγει τον εμφύλιο ο οποίος θα κατέστρεφε την χώρα. Δύο ημέρες μετά [12/11], ο στρατηγός Γ. Γιατράκος και οι πρόκριτοι τού Μυστρά ένωσαν τις ικεσίες τους με αυτές τού Παλαιών Πατρών Γερμανού, να δεχθούν οι Κουντουριώτες την μεσολάβησή τους προς αποφυγήν τού εμφυλίου.

……….Αλλά όπως δείχνει επιστολή τού Κωλέττη προς τον Κουντουριώτη με ημερομηνία 4/11, όλα ήταν προαποφασισμένα. «[ ] διά να καταδαμασθώσιν οι Αρκάδιοι ενεκρίθη να σταλώσι άλλοι χίλιοι στρατιώται από Άργος υπό την οδηγίαν τού καλού στρατηγού Βάσσου. [ ] Εκλαμπρότατε φθάνει να κινηθούν φανερά, και τότε είμαι βέβαιος ότι ο διάβολος θέλει τους πάρει». Ο Κωλέττης είχε ήδη συνεννοηθεί με τον Γκούρα και τους υπόλοιπους  Ρουμελιώτες αρχηγούς τού στρατοπέδου των Σαλώνων και το μόνο που περίμενε ήταν η κυβερνητική εντολή γιά να κατέβουν στην Πελοπόννησο εναντίον των αντικυβερνητικών.

……….Εν τω μεταξύ, γιά να μπορέσει να λειτουργήσει το νομοτελεστικό μετά την αποχώρηση τού Φωτί(ή)λα, ο Κωλέττης και ο Παπαφλέσσας (με πρόθεση να αποσπάσουν την ισχυρή οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων από την αντικυβερνητική παράταξη), πρότειναν στην βουλή και πέτυχαν, την εκλογή ως νέου μέλους τού Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη.

……….Μετά από την σύγκρουση στην Μεσσηνία, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Αναγνώστης Δεληγιάννης με επιστολή στις 7 Νοεμβρίου προς τους Ανδρέα Ζαΐμη και Ανδρέα Λόντο, τόνισαν την ανάγκη ταχύτατης καταλήψεως τής Τριπόλεως. Μεσολάβησε όμως ο θάνατος τού Πάνου Κολοκοτρώνη ο οποίος επέδρασε σοβαρά στις εξελίξεις τής διεξαγόμενης εμφύλιας διαμάχης. Ο κλονισμός που υπέστη ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο οποίος ουσιαστικά τον εξουδετέρωσε, και η καθυστέρηση που ακολούθησε στην λήψη αποφάσεων, είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν πολύτιμο χρόνο ο Κανέλλος Δεληγιάννης και ο Ανδρέας Ζαΐμης. Αυτό βοήθησε τους κυβερνητικούς στο να ενισχύσουν την άμυνα τής Τριπόλεως.

______________________________________

Πηγές:


Πληροφορίες εικόνας: 

Copyright (©) «Ἑλληνικὸ Ἡμερολόγιο»