Ο ΠΟΝΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1878-1908

.

Δημιουργία τής Λίας Ελευθεριάδου.

.

Ο Πόντος κατά την περίοδο 1878-1908

.

Μεταξύ ελπίδας και καταστροφής: ο Πόντος κατά την τελευταία τραγική περίοδο (1908-1922)

.

γράφει ο Ευριπίδης Γεωργανόπουλος

Διδάκτωρ Ιστορίας τού Α.Π.Θ.

.

……….Η κυρίαρχη θέση των Ελλήνων στην οικονομία τού Πόντου και η πνευματική τους ανάπτυξη στα τέλη τού 19ου αιώνα. Τα ανθελληνικά οικονομικά μέτρα των Νεοτούρκων και η κατάργηση των εκκλησιαστικών και των εκπαιδευτικών προνομίων. Η υποχρεωτική στράτευση των Ελλήνων στον οθωμανικό στρατό. Η οργανωμένη και μαζική εκτόπιση τού ελληνικού στοιχείου. Η αισιοδοξία γιά εθνική αποκατάσταση μετά το τέλος τού Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία δεν ευοδώθηκε. Το σχέδιο τής μαζικής εξόντωσης των Ποντίων και ο διωγμός τους από τις πατρογονικές τους εστίες.

Μία αντιφατική περίοδος: η ανάπτυξη των Ποντίων μέσα στο απολυταρχικό καθεστώς τού Αβδούλ Χαμίτ (1878-1908)

……….Η περίοδος λίγο πριν και μετά τα μέσα τού 19ου αι. ήταν μία περίοδος σημαντικών αλλαγών σε πολλά επίπεδα γιά κυρίως αποτελέσματα. Οι κυριότερες από αυτές τις αλλαγές προήλθαν από τις μεταρρυθμίσεις τού 1839 και κυρίως τού 1856, που είχαν ως αποτέλεσμα την βελτίωση, έστω αργή και μερική, τής θέσης των Ελλήνων, την φανέρωση χιλιάδων κρυπτοχριστιανών και την αναδιάρθρωση τής κοινοτικής αυτοδιοίκησης με την θέσπιση των Εθνικών Κανονισμών.

……….Οι μεταρρυθμίσεις αυτές βέβαια δεν εφαρμόστηκαν άμεσα και σε όλο το εύρος τους, όπως προβλέπονταν, αλλά υπήρχαν συνεχώς παλινωδίες. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση τής φανέρωσης των κρυπτοχριστιανών, η οποία, καθώς άρχισε μετά το 1857 να λαμβάνει μεγάλες διαστάσεις, προκάλεσε την παρέμβαση των οθωμανικών αρχών, με αποτέλεσμα, λόγω τού εκφοβισμού και των απειλών, την ματαίωση τής διαδικασίας. Οι δε Εθνικοί Κανονισμοί, σύμφωνα με τους οποίους οι λαϊκοί διέθεταν πλέον την πλειοψηφία σε σχέση με τους κληρικούς στην τοπική αυτοδιοίκηση τής κάθε κοινότητας, δημιούργησε εσωτερικές προστριβές στο ελληνικό στοιχείο. Πιθανόν σε ένα βαθμό οι ενδοκοινοτικές συγκρούσεις στην Τραπεζούντα κατά το β’ μισό τού 19ου αιώνα, όπως αυτή τού 1875, οφείλονταν σε αυτή την αλλαγή.

……….Και άλλες όμως αλλαγές, που δεν ήταν άμεσα συνυφασμένες με τις μεταρρυθμίσεις, είχαν σημαντικές επιπτώσεις στην ζωή των Ποντίων, όπως ήταν η κατάλυση την δεκαετία τού 1840 τού καταπιεστικού καθεστώτος των ντερεμπέηδων και η εμπορική συμφωνία Βρετανίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1838, η οποία προκάλεσε σε σημαντικό βαθμό την άνοδο τού διαμετακομιστικού εμπορίου στον Πόντο κυρίως με την Περσία, αλλά και την Μεσοποταμία, μέσω των δρόμων Τραπεζούντας-Ταυρίδας και Αμισού-Βαγδάτης. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1869 το 40% τού εξωτερικού εμπορίου τής Περσίας περνούσε από την Τραπεζούντα. Αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών ήταν να αναπτυχθεί η οικονομική ζωή των Ελλήνων και να εποικιστούν οι παράλιες πόλεις από Έλληνες τής ενδοχώρας, οι οποίοι είχαν αποτραβηχτεί από τα παράλια στις ορεινές περιοχές λόγω τής αυθαιρεσίας τής εξουσίας των τοπικών αξιωματούχων.

……….Οι νέες βελτιωμένες συνθήκες βοήθησαν την γενικότερη πολιτιστική ανάπτυξη των Ελλήνων με την ίδρυση σχολείων και συλλόγων και συνέβαλαν στην πληθυσμιακή ανάπτυξη των Ελλήνων. Ωστόσο, η βελτίωση τής θέσης των Ελλήνων δεν ήταν χωρίς προσκόμματα. Ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις τής οικονομικής και τής πληθυσμιακής ανάπτυξης. Γιά παράδειγμα, η οικονομική άνοδος ανακόπηκε μετά το 1870 λόγω τής διάνοιξης τής διώρυγας τού Σουέζ το 1869 και κυρίως τής λειτουργίας το 1872 τής νέας σιδηροδρομικής γραμμής Τιφλίδος-Πότι, που συνέδεσε το Πότι με την Περσία. Την δε πληθυσμιακή σύνθεση τού Πόντου επηρέασε όχι μόνο η ανακοπή τής φανέρωσης των κρυπτοχριστιανών και τής φυγής μέρους τους προς την Ρωσία, αλλά και η έλευση στον Πόντο Γεωργιανών μουσουλμάνων προσφύγων από τον Καύκασο μετά την προσάρτηση των περιοχών τους στην Ρωσία στις αρχές τής δεκαετίας τού 1860.

……….Οι πιέσεις, δε, που ασκούσαν οι νέοι αυτοί πληθυσμοί στους χριστιανούς προκάλεσαν νέο κύμα μετανάστευσης Ελλήνων προς τον Καύκασο, που υποβοηθήθηκε και από την ρωσική πολιτική προσέλκυσης Ελλήνων μεταναστών στις νεοαποκτηθείσες περιοχές στον Καύκασο, προκειμένου να ενισχυθούν οι χριστιανικοί πληθυσμοί εκεί.

……….Το ελληνικό στοιχείο γνώρισε μία πρόσκαιρη δοκιμασία με την ψήφιση τού Συντάγματος τού 1876 και τον Ρωσοοθωμανικό Πόλεμο τού 1877-1878, αλλά δεν ανακόπηκε η ανάπτυξή του. Η θέσπιση, σύμφωνα με το Σύνταγμα, τής ισότητας χριστιανών και μουσουλμάνων προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις από τους μουσουλμάνους στον Πόντο και δημιούργησε ένταση ανάμεσα στους δύο πληθυσμούς, η οποία αυξήθηκε με την έκρηξη τού πολέμου με την Ρωσία. Ιδιαιτέρως υπέστησαν όχι μόνο τα δεινά τού πολέμου, αλλά και την εκδικητικότητα των μουσουλμάνων με αλλεπάλληλες επιθέσεις και λεηλασίες τα ελληνικά χωριά που βρίσκονταν κοντά στο μέτωπο. Ο πόλεμος αυτός όμως είχε κυρίως επιπτώσεις στην πληθυσμιακή σύνθεση τού πληθυσμού, καθώς και πάλι προκλήθηκε νέο μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα μουσουλμάνων τού Καυκάσου προς τον Πόντο, ιδίως μετά την παραχώρηση στην Ρωσία με την Συνθήκη τού 1878 των οθωμανικών περιοχών τού Βατούμ, τού Καρς και τού Αρνταχάν και, αντίστοιχα, λόγω τής παρουσίας και τής δράσης τους, μετανάστευση ελληνικών πληθυσμών στις αντίστοιχες περιοχές.

……….Οι απώλειες γιά τον ελληνικό πληθυσμό ήταν μεγάλες: Μόνο στο Καρς κατέφυγαν μεταξύ 1878 και 1886 28.975 Ελλήνων, ενώ υπολογίζονται σε 100.000 οι Έλληνες που έφυγαν από τον Πόντο προς την νότια Ρωσία και τον Καύκασο την περίοδο 1829 έως 1882. Αντιστοίχως υπολογίζονται σε 500.000 οι μουσουλμάνοι που ήρθαν από την Ρωσία στον Πόντο στο διάστημα μεταξύ 1881-1914 και οι οποίοι προστέθηκαν στο 1,5 εκατομμύριο Κιρκασίων προσφύγων των προηγούμενων δεκαετιών. Η μεταναστευτική αυτή ροή των Ελλήνων συνεχίστηκε, με βραδύτερους ρυθμούς, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν και εκεί οι Έλληνες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1895, λίγα χρόνια δηλαδή μετά την εγκατάστασή τους στο Καρς, πολλοί Έλληνες θέλησαν να μεταναστεύσουν στην ελεύθερη Ελλάδα.

……….Η πανισλαμιστική και αυταρχική πολιτική τού Αβδούλ Χαμίτ δεν φαίνεται να εφαρμόσθηκε με ιδιαίτερη ένταση στον Πόντο, παρά την ύπαρξη πολλών συντηρητικών μουσουλμανικών στοιχείων, ίσως και λόγω τού φόβου ρωσικών επεμβάσεων στην περιοχή. Αυτό δεν σήμαινε ότι δεν υπήρχαν προβλήματα και κυρίως ανησυχία, αβεβαιότητα και ανασφάλεια στους Έλληνες, ιδίως σε περιόδους έντασης, όπως ήταν η περίοδος των πρώτων σφαγών των Αρμενίων το 1889 και κυρίως το 1894-1896. Ενδεικτικό τής πολιτικής τού οθωμανικού κράτους έναντι των Ελλήνων ήταν η αρνητική στάση του στην επίλυση τού αιτήματος κρυπτοχριστιανών, που είχαν φανερωθεί, να θεωρηθούν χριστιανοί και να εξαιρεθούν τής στρατολόγησης.

……….Οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και μουσουλμάνων μπορεί να μην είχαν τις εντάσεις τού παρελθόντος, αλλά κυριαρχούνταν από καχυποψία και υποβόσκουσα εχθρικότητα, έχοντας χαρακτήρα αμοιβαίας αναγκαστικής ανεκτικότητας. Παρά τις αλλαγές που είχαν επέλθει στη θέση των Ελλήνων, ο διαχωρισμός μεταξύ κυριάρχων και υποδούλων ή έστω υποτελών παρέμενε σαφής, καθώς οι μουσουλμάνοι συνέχιζαν να τους βλέπουν και αρκετές φορές να τους αντιμετωπίζουν ως ένα υποτελές έθνος. Οι επαφές μεταξύ τους ήταν περιορισμένες, ιδίως στις πόλεις, όπου ζούσαν σε ξεχωριστές συνοικίες, και αφορούσαν κυρίως εμπορικές συναλλαγές. Σε γενικές γραμμές πάντως στην καθημερινή ζωή στον Πόντο στις αρχές τού 20ού αι. θα πρέπει να επικρατούσε σχετική ηρεμία μεταξύ των δύο πληθυσμών καθώς οι Έλληνες γιά προφανείς λόγους δεν διεκδίκησαν το μόνο στοιχείο ίσως που τους έλειπε, την πολιτική ισχύ. Αυτή η ισχύς συλλογικά γιά το ρωμαίικο στοιχείο τού Πόντου θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσα στο πλαίσιο εθνικών διεκδικήσεων, καθώς ο διαχωρισμός των πληθυσμών στο οθωμανικό κράτος ήταν εθνικο-θρησκευτικός. Δεν φαίνεται όμως να εκδηλώθηκε κάποια ιδιαίτερη εθνική δραστηριοποίηση στον Πόντο την περίοδο αυτή από τους Έλληνες. Οι ελάχιστες και αποσπασματικές μαρτυρίες που υπάρχουν είναι είτε τελείως αστήριχτες, όπως αυτή τής αναφοράς τού Μουσταφά Κεμάλ γιά επαναστατική κίνηση των Ελλήνων τής Ινέπολης το 1849, είτε βασίζονται σε τελείως ανεξακρίβωτες πληροφορίες, όπως αυτή και πάλι τού Κεμάλ, γιά εθνική κίνηση των Ελλήνων μαθητών του Αμερικανικού Κολεγίου Ανατόλια στην Μερζιφούντα το 1904.

……….Στο οικονομικό πεδίο, παρά τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στο διαμετακομιστικό εμπόριο, κυρίως τής Τραπεζούντας, από την δημιουργία νέων εμπορικών δρόμων, η οικονομική ανάπτυξη των Ελλήνων συνεχίσθηκε κυρίως λόγω τής ανόδου τής ναυσιπλοΐας στον Εύξεινο Πόντο και τής ενασχόλησης με το εμπόριο, εσωτερικό και εξωτερικό. Ακόμη και το εξαγωγικό εμπόριο τής Τραπεζούντας γνώρισε μία νέα προσωρινή ανάκαμψη την περίοδο 1897-1906 με τον αποκλεισμό από την Ρωσία τού δρόμου Καυκάσου-Περσίας. Βεβαίως, στην οικονομική άνθηση δεν συμμετείχαν όλοι οι Έλληνες με τον ίδιο τρόπο. Περισσότερη ανάπτυξη γνώρισαν οι παράλιες εμπορικές πόλεις. Λόγω δε τού εμπορικού χαρακτήρα των πόλεων αυτών και των δυνατοτήτων που προσέφεραν οι εμπορικές δραστηριότητες παρατηρήθηκε έντονη τάση αστικοποίησης ελληνικών αγροτικών πληθυσμών από την ενδοχώρα τού Πόντου. Την διαδικασία αυτή υποβοήθησε το γεγονός ότι σημαντικό μέρος τού εμπορίου αποτελούσε η διακίνηση γεωργικών προϊόντων.

……….Η κυρίαρχη θέση των Ελλήνων στην οικονομία τού Πόντου φαίνεται από την ύπαρξη τεσσάρων τραπεζικών και εμπορικών οίκων στην Τραπεζούντα και άλλων τόσων εφοπλιστικών και εμπορικών οίκων στην Κερασούντα. Οι εμπορικές δε δραστηριότητες των Ελλήνων τού Πόντου επεκτάθηκαν και πέραν τού Πόντου με δημιουργία εταιριών διαμετακομιστικού εμπορίου, εμπορικών υποκαταστημάτων κ.ά. στη νότια Ρωσία, στην Κωνσταντινούπολη, στην Βρετανία, στην Μασσαλία και αλλού. Αλλά και στις διευθυντικές και υπαλληλικές θέσεις εταιριών, τραπεζών, γραφείων, καταστημάτων κ.α. οι Έλληνες κατείχαν τις περισσότερες θέσεις, ενώ και στην όχι και τόσο αναπτυγμένη βιοτεχνία είχαν κυρίαρχη θέση. Το ελληνικό στοιχείο πρωταγωνίστησε και στους αγώνες των εργατών και των αγροτών, αγώνες που κυρίως έλαβαν χώρα στην Αμισό και συνδέονταν με την εμπορία καπνού, η οποία βρισκόταν υπό το μονοπωλιακό έλεγχο τής εταιρίας Regie, που εγκαταστάθηκε στην αυτοκρατορία το 1874. Κατά των χαμηλών τιμών που τους έδινε εξεγέρθηκαν το 1877 οι καλλιεργητές καπνού τής περιοχής τής Αμισού, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν Έλληνες, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

……….Η αρωγή τού ελληνικού κράτους στην οικονομική προσπάθεια των Ελλήνων τού Πόντου ήρθε, κάπως αργά, με την ίδρυση υποκαταστήματος τής Τραπέζης Αθηνών στην Τραπεζούντα. Ουσιαστικό όμως και ενεργό ενδιαφέρον γιά την περιοχή και τους Έλληνες κατοίκους της, το ελληνικό κράτος επέδειξε μόνο μετά το 1900 και περισσότερο μετά το 1910. Εξ άλλου η παρουσία τού ελληνικού κράτους στην περιοχή αρχικά ήταν πολύ περιορισμένη έχοντας από το 1849 ένα μόνο υποπροξενείο στην Τραπεζούντα, το οποίο αναβαθμίστηκε αργότερα, ενώ ιδρύθηκε και υποπροξενείο στην Αμισό.

……….Ακόμη και στο χώρο τής εκπαίδευσης, χώρο κατ’εξοχήν δραστηριοποίησης των ελληνικών προξενείων στις υπόδουλες περιοχές κυρίως τού ευρωπαϊκού τμήματος τής αυτοκρατορίας, δεν υπήρξε ιδιαίτερη βοήθεια από το ελληνικό κράτος. Παρά την απουσία τού ελληνικού κράτους, ο Ελληνισμός τού Πόντου στον χώρο τής εκπαίδευσης, πέραν εκείνου τής οικονομίας, επέδειξε την μεγαλύτερη ανάπτυξη. Τα αποτελέσματα τής προσπάθειας στην εκπαίδευση ήταν πραγματικά εντυπωσιακά κυρίως μετά το 1880 και παρά τις οποίες δυσκολίες υπήρχαν, είτε εξωτερικές, από το οθωμανικό κράτος, είτε εσωτερικές, από ενδοκοινοτικές διενέξεις. Χτίστηκαν νέα σχολεία, αναπαλαιώθηκαν παλαιά και έγιναν προσλήψεις δασκάλων, κυρίως με έξοδα τής Εκκλησίας, των μοναστηριών, των κοινοτήτων, των φιλεκπαιδευτικών συλλόγων, οι οποίοι γνώρισαν θεαματική αύξηση σε αριθμό μετά το 1870, με εράνους, αλλά και με δωρεές ευκατάστατων Ελλήνων, ιδίως τής Ρωσίας. Σύμφωνα με τα στατιστικά που διαθέτουμε, το 1890 πρέπει να υπήρχαν περίπου 500 ελληνικά σχολεία με 20.000 μαθητές και 500 δασκάλους, ενώ στις αρχές τού 20ού αιώνα τα σχολεία και οι δάσκαλοι είχαν υπερδιπλασιασθεί (1.050 σχολεία και 1.230 δάσκαλοι), ενώ οι μαθητές είχαν φτάσει τις 70.000. Το Φροντιστήριο Τραπεζούντας αλλά και το αντίστοιχο τής Αργυρούπολης συνέβαλαν στην ανάπτυξη τής ανώτερης εκπαίδευσης στην περιοχή, ενώ ορισμένοι Έλληνες συνέχισαν τις σπουδές τους στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ή σε άλλα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Η συνολικότερη πνευματική ανάπτυξη αντικατοπτρίζεται και στην βραχύβια έστω κυκλοφορία δύο ελληνικών περιοδικών μετά το 1880, έτος λειτουργίας τού πρώτου ελληνικού τυπογραφείου στην περιοχή. Η εκπαιδευτική ανάπτυξη των Ελλήνων ανέκοψε, και σε ορισμένες περιπτώσεις ανέστειλε, και την δυτική προσηλυτιστική προσπάθεια που επιχειρήθηκε στον Πόντο και η οποία διενεργήθηκε μέσω κυρίως της εκπαίδευσης από τις προτεσταντικές πρωτίστως και καθολικές δευτερευόντως ιεραποστολές. Είναι χαρακτηριστικό ότι περισσότερο δραστηριοποιήθηκαν και είχαν επιτυχία οι ιεραποστολές αυτές σε περιοχές των μεσογείων τού Πόντου, όπου υπήρχαν λίγα ή καθόλου ελληνικά σχολεία.


  • Πηγή: Η εξαιρετική περιοδική έκδοση, «Ελλήνων Ιστορικά».
  • Πηγή δημιουργίας τής ζωγράφου Λίας Ελευθεριάδου