Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΠΛΑΝΗΣ

.

.

Ο Εθνικός Ευεργέτης Ζώης Καπλάνης 

,

……….Κατά το ηλιόγερμα των Γιαννίνων, ως τρεις ώρες μακριά, σ’ όμορφη κοιλάδα, είναι το χωριό Γραμμένο. Σ’ αυτό στα 1736 είδε το φως τού ήλιου ο Ζώης Καπλάνης.

……….Μικρός ο Ζώης στάθηκε πολύ άτυχος. Σκληρός και άπονος ο Χάρος τον στέρησε από τις φροντίδες και τα χάδια των γονιών του. Πεντάρφανος έτσι ο μικρός Ζώης υπόφερε πολλά. Σε ηλικία που τα παιδάκια μόνη τους έγνοια έχουν το παιγνίδι και τη χαρά αυτός παράδερνε μέσα στην πείνα, στη γύμνια, στη δυστυχία. Τόσο που οι συγχωριανοί του, όταν μιλούσαν γι’ αυτόν, έλεγαν ο «Πικρο – Ζώης».

………Η ορφάνια κι’ η φτώχεια όμως δε στάθηκαν ικανά ν’ αφανίσουν το μικρό ορφανό. Μέσα του, βλέπεις, κρύβονταν δυνάμεις πολλές και θέληση ακατάβλητη να ζήσει.

……….Γιά να εξοικονομεί ένα ξεροκόμματο ο μικρός Ζώης, σαν μέστωσε λιγάκι, μάζευε στο δάσος ξύλα και τα πουλούσε στα Γιάννινα. Είχε δηλαδή συμφωνήσει με κάποιον συγχωριανό του να τού δίνει το γαϊδουράκι του, να τα μεταφέρει στην πόλη, κι’ ό,τι κέρδιζε από το πούλημα να το μοιράζονται.

……….Έτσι μέσα σ’ αφάνταστη φτώχεια και δυστυχία πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια ο Ζώης, ώσπου αποφάσισε να αφήσει μιά γιά πάντα το Γραμμένο. Είχε πάρει την απόφαση να ζητήσει καλύτερη τύχη στα Γιάννινα.

……….Τί ζητούσε όμως ο δύστυχος στην πόλη; Τίποτε και όλα. Σπρωγμένο το άμοιρο ορφανό από την ορμή να ζήσει αποφάσισε να τραβήξει γιά την πόλη. Από το χωριό, που τόσες πίκρες το είχε ως τώρα ποτίσει, τίποτε δεν είχε να περιμένει. Εκτός από κανένα «κουρσιέλι» [ξεροκόμματο] καμμίας πονόψυχης γριούλας. Αλλά και στην πόλη ποιός θα γύριζε να δεί το μικρό, μισόγυμνο και ξυπόλυτο χωριατόπουλο;

……….Όπως κι’ αν είναι όμως ο μικρός Ζώης, ένα μαρτιάτικο πρωινό, πήρε το γνωστό του γιά τα Γιάννινα δρόμο. Με θαμπωμένη την ψυχούλα του από την κούραση, την πείνα και την αγωνία τού προβλήματος τής ζωής νυχτώθηκε στα Γιάννινα. Πώς θα περάσει την πρώτη του νύχτα; Οι άνθρωποι στις πόλεις διαβαίνουν αδιάφοροι μπροστά στη δυστυχία των άλλων. Ούτε σε ξέρουν, βλέπεις, ούτε τους ξέρεις. Πώς θα καταλαγιάσει τη μαύρη πείνα, που τού θέριζε τα σωθικά; Χρήματα δεν είχε. Να διακονέψει; Ήταν πολύ περήφανο το φτωχόπαιδο τού Γραμμένου ν’ απλώσει το χέρι γιά ελεημοσύνη.

……….Αλλ’ αν ο Ζώης νίκησε τη γνώριμη συντρόφισσά του την πείνα, δεν τού ήταν μπορετό να νικήσει και τον ύπνο. Ήταν ανάγκη κάπου να συμμαζέψει το βασανισμένο και πεινασμένο κορμάκι του. Να το αναπάψει όπως – όπως. Πού όμως; Τίποτε δεν ένιωθε δικό του στα Γιάννινα έκτος από τους δρόμους, που ανήκουν σ’ όλους.

……….Η νύχτα είχε προχωρήσει, όταν τα κουρασμένα και πληγωμένα ποδαράκια τού μικρού Ζώη σταμάτησαν στο υπόστεγο τής εξώθυρας ενός αρχοντόσπιτου. Στο πλατύσκαλο τής πόρτας αυτής αποφάσισε να ξημερωθεί, αφού τον έδιωξαν άσπλαχνα από ένα χάνι, που είχε παρακαλέσει να περάσει τη νύχτα του. Σωριάστηκε εκεί δα ωχρό και τσακισμένο με χίλιες δυό μαύρες σκέψεις στο κεφαλάκι του. Είχαν περάσει τα μεσάνυχτα και το άμοιρο ορφανό συμμαζεμένο και τρέμοντας από το τσουχτερό κρύο και την πείνα παραδόθηκε στην αγκαλιά τού ύπνου, με τα πιό εφιαλτικά όνειρα.

……….Η μέρα είχε προχωρήσει κι’ ο Ζώης τσακισμένος κοιμόταν ακόμη στην φιλόξενη θύρα. Ξημέρωνε Κυριακή τής Ορθοδοξίας κι’ οι άνθρωποι τού σπιτιού δεν είχαν ξυπνήσει νωρίς την ημέρα εκείνη.

……….Τέλος η θύρα τού αρχοντικού άνοιξε. Καλοντυμένος ο νοικοκύρης τραβούσε γιά την εκκλησία. Ανοίγοντας όμως βρέθηκε μπροστά σ’ ένα κουβαριασμένο πράγμα. Σταμάτησε. Το κουλουριασμένο αυτό αντικείμενο ήταν άνθρωπος! Ένα παιδί! Ίσως κάποιο αλητόπαιδο απ’ εκείνα που πάντα τρέφουν οι πολιτείες. Κάποιο ίσως από τα δυστυχισμένα εκείνα πλάσματα, που σαν τα πουλιά φανερώνονται και σαν τα πουλιά αφανίζονται.

……….Καιρός να ειπωθεί, πως ο νοικοκύρης τού σπιτιού ήταν ο μεγαλέμπορας γουναρικών Παναγιώτης Χατζηνίκος. Θέλεις από λύπηση, γιατί ο Χατζηνίκος ήταν πονόψυχος, θέλεις απ’ τη μεγάλη μέρα που ξημέρωνε η ψυχή του πλημμύρισε συμπόνια γιά το απόκληρο αυτό παιδί. Όταν μάλιστα έμαθε από πού είναι και ποιό είναι, αποφάσισε να το πάρει γιά υπηρέτη του ή καλύτερα γιά βοηθό τού μάγειρα τού σπιτιού του.

……….Ο Ζώης δεν πίστευε τ’ αυτιά του. Η κακότροπη μοίρα του άρχιζε να τού χαμογελά. Δεν ήταν μικρό πράγμα. Αποκτούσε μονομιάς στέγη και φαγητό! Ήταν φανερό πως η ζωή του θα κυλούσε σε καινούργιο καλύτερο αυλάκι. Ίσως σ’ όλα αυτά να είχε βάλει το χέρι της η Θεία Πρόνοια. Αυτή ίσως να έσπρωξε τα βήματα τού Ζώη ως την πόρτα τού γουναρά. Κι’ αυτό, γιατί μονάχα αυτή ήξερε πού μπορούσε να φθάσει μιά μέρα το δυστυχισμένο αυτό ορφανό.

……….Και να λοιπόν. Ο Ζώης υπηρέτης στ’ αρχοντικό τού Χατζηνίκου. Υπάκουος, πρόθυμος, εργατικός κυλούσε τη ζωή του απαλλαγμένος πιά από τους εφιάλτες τής κάθε δυστυχίας.

……….Αλλ’ όταν έτσι ανεπάντεχα ο Ζώης εξασφάλισε τη συντήρηση τής ζωής του, δεν ησύχασε. Το ανήσυχο και προοδευτικό του πνεύμα τον έσπρωχνε και να την εξυψώσει. Εξύψωση όμως τής ζωής θα πει καλλιέργεια τού πνεύματος και τής ψυχής. Πώς όμως ο Ζώης να εξύψωσει το πνεύμα του; Πώς να καλλιεργήσει την ψυχή; Τροφή τής ψυχής είναι τα γράμματα και γράμματα ο Ζώης δεν ήξερε. Πού καιρός ως τώρα γιά τέτοιες δουλειές; Μ’ αν ο Ζώης δεν ήξερε γράμματα, θα μάθαινε.

……….Κι’ άρχισε, αλήθεια, να καταγίνεται στα γράμματα εντελώς μόνος του.

……….Προμηθεύτηκε λοιπόν τα χρειώδη από τα φιλοδωρήματα τού αφεντικού του κι’ άρχισε, ρωτώντας και βασανίζοντας το νου του, να μαθαίνει ανάγνωση και γραφή. Τις νύχτες, όταν τελείωνε η υπηρεσία του κι’ όταν οικοδεσπότης και υπηρέτες κοιμόνταν, ο Ζώης ιδροκοπούσε με το διάβασμα και το γράψιμο. Εκεί στο φτωχικό του καμαράκι, με το φως κάποιου λυχναριού, προσπαθούσε να πετύχει μόνος, ό,τι άλλα παιδιά καταφέρνουν με παρακάλια τής μάνας, με χάδια, με δασκάλους. Εκεί τις μεγάλες χειμωνιάτικες νύχτες περνούσε τις ώρες του ξανοίγοντας το πνεύμα του στα παραδεισένια περιβόλια των καλών βιβλίων.

……….Κάποιο βράδυ όμως, εντελώς τυχαία, ο Χατζηνίκος είδε φως στο δωμάτιο τού Ζώη. Περίεργος κι’ ανήσυχος μαζί τράβηξε κατά κει να δεί τί συμβαίνει. Αλλά ποιά ήταν η έκπληξη κι’ η συγκίνησή του, όταν είδε, ότι ο Ζώης καθόταν και μάθαινε γράμματα;

……….Φωτισμένο μυαλό ο Χατζηνίκος, μα και καλόκαρδος, συμπάθησε κι’ εκτίμησε τον Ζώη πιό πολύ. Κατάλαβε πως το παιδί αυτό δεν ήταν πλασμένο γιά τη σκούπα και τα μικροθελήματα. Ήταν φανερό πως είχε χαρίσματα γιά πιό μεγάλα πράγματα. Δε χάνει λοιπόν καιρό. Τον τραβά αμέσως από την υπηρεσία τού σπιτιού και τον παίρνει στο κατάστημά του. Είχε πάρει απόφαση να τον μπάσει στα μυστικά τής δουλειάς του. Ας μη ξεχνούμε, πως η δουλειά τού γουναρά στα χρόνια εκείνα έφερνε μεγάλα κέρδη.

……….Και να τώρα ο Ζώης, υπάλληλος στο γουναράδικο τού Χατζηνίκου. Πλούσιος βέβαια δεν ήταν ακόμα, όμως ανέβηκε σ’ ένα καλύτερο σκαλοπάτι από πριν.

……….Και στη νέα του εργασία ο Ζώης, έδειχνε ασύγκριτη επιμέλεια κι’ εργατικότητα. Προθυμότατος στην εκτέλεση των διαταγών τού αφεντικού του. Προσεχτικότατος στις ενέργειές του. Καλότροπος στους πελάτες κι’ ευγενικός. Αφοσιωμένος ολόψυχα στην δουλειά τού κυρίου του. Και πάνω απ’ όλα τίμιος. Έτσι δικαίωσε τις σκέψεις και τις ελπίδες τού καλού Χατζηνίκου.

……….Μέσα σε λίγο χρόνο ο Ζώης είχε μάθει τη δουλειά τού γουναρά στην εντέλεια. Είχε γίνει το δεξί χέρι τού αφεντικού του. Τόσο καλά έκανε τη δουλειά του, ώστε σιγά σιγά έγινε ο απαραίτητος άνθρωπος τού καταστήματος. Είχε τραβήξει πέρα πέρα την εμπιστοσύνη τού αφεντικού του. Τόσο που ο Χατζηνίκος δε δίστασε να τον κάμει γραμματικό του.

……….Τα χρόνια όμως περνούσαν κι’ ο Ζώης είχε γίνει πιά άνδρας. Ο Χατζηνίκος βλέποντας την προκοπή, την εξυπνάδα, την τιμιότητά του αποφάσισε, ούτε λίγο ούτε πολύ, να τον κάμει συνέταιρο στη δουλειά του! Αλήθεια! Η ευλογημένη εκείνη Κυριακή τής Ορθοδοξίας, που ο Ζώης πάτησε το πόδι του στου Χατζηνίκου, λες κι’ ήταν η μέρα τού αφανισμού τής κακιάς του Μοίρας. Θα έλεγε κάνεις πως αυτή έκανε απότομη μεταβολή γιά να αφήσει ελεύθερη τη θέση της στην καλόγνωμη αδελφή της, που θα οδηγούσε από κει κι ύστερα τα βήματα τού Πικρο-Ζώη. Έτσι κι έγινε. Ο Ζώης ήταν πιά συνέταιρος τού Χατζηνίκου. Ύστερα απ’ αυτό αρχίζει ένα καινούργιο στάδιο ζωής γιά τον Καπλάνη.

……….Μετά το συνεταιρισμό αυτό, δεν πέρασε πολύς καιρός κι’ οι δυό συνέταιροι αποφάσισαν να μεταφέρουν τις εμπορικές τους δουλειές στη Βλαχία. Τα Γιάννινα, ήταν φανερό, δε μπορούσαν να ικανοποιήσουν τη μεγάλη δραστηριότητα τού Καπλάνη. Εκεί στα ξένα ξανοίγονταν πλατιοί ορίζοντες γιά εμπορική δράση.

……….Τράβηξαν, λοιπόν, γιά το Βουκουρέστι, όπου έκαναν συνεταιρικό κατάστημα. Εδώ όμως εφάρμοσαν καινούργια τακτική στη δουλειά τους. Ο Χατζηνίκος, σαν γέρος, έμενε στο Βουκουρέστι. Ενώ ο Ζώης εγύριζε σε διάφορες πόλεις διαφημίζοντας και πουλώντας το εμπόρευμά τους.

……….Γυρίζοντας όμως ο Ζώης διάφορες πόλεις έφτασε ως τη Μόσχα. Εκεί στα 1771 εγκαταστάθηκε οριστικά εμπορευόμενος όπως πρώτα, με τον Χατζηνίκο. Το εμπόριό τους πήγαινε καλά και ο πλούτος τού Καπλάνη όλο κι’ αυγάτιζε.

……….Πέρασε αρκετός καιρός έτσι. Ο Χατζηνίκος στο Βουκουρέστι κι’ ο Καπλάνης στη Μόσχα. Τέλος ύστερ’ από κοινή συμφωνία, χώρισαν κι’ ο Καπλάνης εξακολούθησε να εμπορεύεται γιά λογαριασμό του.

……….Οι εμπορικές επιχειρήσεις τού Καπλάνη πήγαιναν πολύ καλά. Τα πλούτη όλο και συσσωρεύονταν στα χέρια του, όλο και πολλαπλασιάζονταν. Το φτωχό και παραδερμένο από τη μοίρα ορφανό τού Γραμμένου ήταν πιά πλούσιο. Ο μικρός Πικρο-Ζώης ήταν τώρα ο μεγαλέμπορας τής Μόσχας Καπλάνης με τιμή και υπόληψη. Κι ολ’ αυτά χάρη στην εργατικότητα και την τιμιότητά του.

……….Παρ’ όλα όμως τα πλούτη του ο Καπλάνης, όπως κι’ οι συμπατριώτες του Ζωσιμάδες, ζούσε απλά και φτωχικά. Εγκαταστάθηκε στο ίδιο μετόχι με τούς Ζωσιμάδες και ‘κει αποτραβηγμένος περνούσε μιά ζωή λιτή, ήσυχη και θεοσεβούμενη. Γιά να ξαναγυρίσει άλλωστε από την ξενιτειά στην πατρίδα, ούτε λόγος μπορούσε να γίνει παρ’ όλο που η ψυχή του ήταν πάντα κοντά της. Από τα 1788 είχε θρονιαστεί στα Γιάννινα ο Αλή Πασάς, όπου κατατυραννούσε και κατάκλεβε τους πλούσιους Έλληνες. Η καλογερίστικη επίσης ζωή, που διάλεξε ο Καπλάνης, χρωστιόταν και στο ότι δεν είχε δημιουργήσει οικογένεια. Κι’ αυτό με τη σκέψη να μπορέσει, όπως κι’ οι Ζωσιμάδες, να αφοσιωθεί στη λατρεία τού Θεού και στην εξυπηρέτηση των συνανθρώπων του.

……….Όταν λοιπόν ο Καπλάνης απόκτησε πολλά χρήματα, αποφάσισε να σκορπίσει μ’ αυτά στη σκλαβωμένη Ελλάδα όση μπορούσε ανακούφιση. Αναθυμόταν τη γύμνια του, την πείνα του, τα βάσανά του κι’ αναταραζόταν η ψυχή του στη σκέψη, ότι χιλιάδες ελληνόπουλα είχαν την ίδια παιδική του μοίρα. Αναθυμόταν τους κόπους του να μάθει γράμματα. Πόσα ελληνόπουλα, σκεφτόταν, δεν είναι αγράμματα; Πόσα ελληνόπουλα δε λαχταρούν να μορφωθούν κι’ όμως η φτώχεια τα μαραίνει και τ’ αφανίζει;

……….Το αγαθοεργό ενδιαφέρον τού Καπλάνη στράφηκε πρώτα προς τα γράμματα. Έβλεπε καθαρά, πως χωρίς αυτά δε θα μπορέσει να ορθοποδήσει το ελληνικό Γένος. Κι’ αλήθεια πώς αλλιώς θα ξυπνούσε η δουλωμένη Ελλάδα; Πώς θα μπορούσε χωρίς γράμματα να υψώσει το ανάστημά της εναντίον τού βάρβαρου κατακτητή;

……….Στα Γιάννινα λειτουργούσε τότε η Μαρούτσειος σχολή. Λεγόταν έτσι από το όνομα τού Γιαννιώτη Σίμου Μαρούτση, που την είχε ιδρύσει. Η σχολή αυτή που αποτελούσε έναν από τους λίγους πνευματικούς φάρους τού ελληνισμού, στα μαύρα εκείνα χρόνια, έπαψε να λειτουργεί. Αιτία ήταν, που το κληροδότημα τού δωρητή, κατατεθειμένο σε τράπεζα τής Βενετίας, χάθηκε μαζί με το πέσιμο τής Βενετίας στους Γάλλους.

……….Όταν πληροφορήθηκε αυτό ο Καπλανής αποφάσισε να ιδρύσει αυτός νέα σχολή. Έτσι στα 1798 ιδρύθηκε με χρήματα τού Ζώη Καπλάνη άλλη σχολή, που ονομάστηκε «Καπλάνειος Σχολή».

……….Τη Σχολή αυτή την προίκισε με μεγάλη βιβλιοθήκη και άλλα εποπτικά μέσα διδασκαλίας. Κυρίως όργανα φυσικής. Την οργάνωση τού σχολείου και την διεύθυνσή του τα ανάθεσε στον ξακουστό τότε δάσκαλο Αθανάσιο Ψαλίδα. Αλλά και γιά το μέλλον τού σχολείου φρόντισε ο Καπλάνης. Άφησε ένα σεβαστό κληροδότημα από 100. 000 ρούβλια γιά να εργάζεται το σχολείο απρόσκοπτα.

……….Οι φροντίδες τού Καπλάνη γιά τον φωτισμό τού Ελληνικού Γένους δε σταμάτησαν εδώ. Σπουδαία χρηματικά ποσά διέθεσε και γιά τις ξακουστές τότε σχολές τής Πάτμου και τού Άθωνα.

……….Η φιλάνθρωπη και χριστιανική ψυχή τού Καπλάνη στράφηκε ύστερα προς άλλες κατευθύνσεις. Επλήρωνε μισθό σε ιεροκήρυκα, να κηρύττει στα Γιάννινα το λόγο τού Θεού. Άφησε επίσης κληροδότημα γιά το νοσοκομείο των Ιωαννίνων καθώς και γι’ άλλους φιλανθρωπικούς σκοπούς.

……….Τέλος ο μεγάλος αυτός χριστιανός και πατριώτης πέθανε στα 1806 σε ηλικία 70 ετών. Πεθαίνοντας άφησε περιουσία από 180.000 ρούβλια. Την περιουσία του αυτή την κληροδότησε στις τέσσαρες εκκλησίες και στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Δεν ξέχασε όμως και τα φτωχά παιδιά. Από τους τόκους τής περιουσίας του όρισε να σπουδάζουν εννέα φτωχόπαιδα, που έδειχναν ζήλο και προκοπή στα γράμματα.

……….Πριν τελειώσαμε παραθέτουμε και μερικές άλλες διατάξεις τής διαθήκης του. Κι’ αυτές ξεδιπλώνουν στα μάτια μας τη φιλάνθρωπη ψυχή τού Καπλάνη.

Άρθρ. ε’. «Αφιεροί τον τόκον 10.000 ρουβλίων να υπανδρεύωνται πτωχά κορίτσια εκ τού χωρίου τού πατρός μου Γραμμένου και εκ τού χωρίου τής μητρός μου Τζουντίλας».

Άρθρ. στ’. «Ετέρας 10.000 ρουβλίων, ίνα διανέμηται ο τόκος αυτών κατ’ έτος εις τους πένητας των αυτών χωρίων».

Άρθρ. ζ’. «Ετέρας 10.000 ρουβλίων, ίνα διά τού τόκου αυτών ανακουφίζονται οι εν ταις φυλακαίς των Ιωαννίνων».

Άρθρ. ι’. «Ετέρας εξ χιλιάδες ρουβλίων, ίνα διά των τόκων αυτών υπανδρεύωνται πτωχά κοράσια τής πόλεως των Ιωαννίνων».

……….Έτσι πέρασε η ζωή τού Ζώη Καπλάνη τού μεγάλου χριστιανού και πατριώτη. Μιά ζωή που θα δείχνει ξεκάθαρα τί μπορεί να κάνει ο άνθρωπος όσο φτωχός κι’ αν γεννήθηκε. Μιά ζωή που θα μαρτυρά στις μελλοντικές γενιές τί μπορεί να πετύχει η εργατικότητα, η φρονιμάδα, η εντιμότητα. Μιά ζωή που θα δείχνει πάντα τί μπορεί να προσφέρει όποιος φλογίζεται από τα ιδανικά τής Θρησκείας και τής Πατρίδας.

……….Επάνω στο μνήμα τού Καπλάνη χαράχτηκαν ανάμεσα στ’ άλλα και τούτα τα λόγια:

… «Όλην του την κατάστασιν έθυσε μ’ ευκαρδίαν Πατρίδος του, γιά φωτισμόν και γιά φιλοπτωχείαν …»

……….Αλήθεια! Μέσα στους δύο αυτούς στίχους εκφράζεται η δράση κι’ οι πόθοι τού καλού αυτού εθνικού ευεργέτη. Έζησε και μόχθησε μονάχα γιά την προκοπή και την ανακούφιση των συμπατριωτών του. Έζησε γιά τους άλλους. Δίκαια λοιπόν η ιστορία τον κατέγραψε στις σελίδες της και δίκαια θαυμάζεται από τις ελληνικές γενιές.


  • Πηγή: Το έργο «Θυσίες στο βωμό τού Χριστού και τής Πατρίδος: (Μεγάλοι Εθνικοί Ευεργέτες)», ένα “Ελεύθερο παιδικό ανάγνωσμα” τού Νικόλ. Σ. Μπούλιου.
  • Επιμέλεια κειμένου και εικόνων: Ἑλληνικὸ Ἡμερολόγιο
  • Πηγή εικόνας: https://commons.wikimedia.org/