,
Η ΚΑΥΣΙΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ Η ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
.
Αρχιμανδρίτου Θεοφίλου Λεμοντζή
Αρχιερατικού Επιτρόπου Καμπανίας
.
……….Τα τελευταία χρόνια πολύς λόγος γίνεται για την καύση των νεκρών. Οι θιασώτες τής καύσεως των νεκρών αγωνίζονται για την καθιέρωσή της, επικαλούμενοι λόγους ελλείψεως χώρου, λόγους υγιεινής και λόγους συναισθηματικούς. Συχνά τους συναντούμε στα Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως να προσπαθούν να μάς πείσουν για τα πλεονεκτήματα τής καύσεως, έναντι τής ταφής.
……….Η πρακτική τής καύσεως των νεκρών συναντάται σε ανατολικά θρησκεύματα όπως τον Ινδουισμό. Εκεί το σώμα δεν έχει κάποια ιδιαίτερη αξία. Αντιθέτως ταυτίζεται με τον πόνο και την φθορά καθώς ο άνθρωπος με τον θάνατό του απελευθερώνεται από την καταδυνάστευση τού υλικού σώματος. Γι’ αυτά τα θρησκεύματα ο πόνος ταυτίζεται με την ύλη. Ο άνθρωπος βρίσκεται δεσμευμένος σ’ έναν διαρκή κύκλο γεννήσεων και επαναγεννήσεων. Ο άνθρωπος καλείται ν’ αποδεσμευθεί από την τροχιά αυτού τού κύκλου και να εισέλθει στο νιρβάνα που ταυτίζεται με την απελευθέρωση από την καταδυνάστευση τής υλικής μας φύσεως. Κατά τη διάρκεια των αλλεπάλληλων μετενσαρκώσεων, ο άνθρωπος αποβάλλει την υλική του φύση η οποία ταυτίζεται με τον πόνο81.
……….Η ταφή των νεκρών είναι πρωταρχικό σημείο στην αναγνώριση τής θρησκευτικής συνειδήσεως των ανθρώπων. Η ταφή διαφοροποιεί τον έλλογο άνθρωπο από τα λοιπά έμβια όντα, αλλά και από την άλογη δημιουργία και τον αναδεικνύει ον με θρησκευτική συνείδηση. Έτσι, η ταφή, αντίθετα με την καύση, συμπλέει με την φύση και εκφράζει την παράδοση τού σώματος στις συνθήκες τής φύσεως.
……….Στην περίπτωση τής καύσεως, το σώμα εκτίθεται στη βιαιότητα των στοιχείων τής φύσεως ή στην αδηφάγο μανία τής τεχνολογίας. Κατά την χαρακτηριστική έκφραση ενός διορατικού γέροντα, η καύση των νεκρών συνιστά πολιτισμένη ανθρωποφαγία και ταυτόχρονα αποτελεί και σύμβολο τού σύγχρονου μηδενισμού82.
……….Με την καύση των νεκρών υποτιμάται η ύλη και κατά συνέπεια είναι έμμεση αποδοχή όλων εκείνων των γνωστικών αιρέσεων των πρώτων αιώνων που απέρριπταν την ιερότητα τού υλικού σώματος. Οι Μανιχαίοι υποστήριζαν ότι το υλικό σώμα ταυτίζεται με το κακό και ότι είναι προορισμένο να καταδικασθεί83.
……….Στον Χριστιανισμό η υλική μας φύση, το υλικό μας σώμα, δεν είναι η πηγή τού πόνου. Πηγή τού πόνου και παθών μας είναι η αμαρτία. Δια τής αμαρτίας εισήλθε στον κόσμο η φθορά και ο θάνατος. (Ρωμ. 5,12). Πριν το προπατορικό αμάρτημα, ο άνθρωπος δεν καταδυναστεύετο από την αμαρτία και κατά συνέπεια ήταν ελεύθερος από τον πόνο, την φθορά και τον θάνατο. Η ύλη δημιουργήθηκε από τον Θεό (Γεν. 1,1). Το υλικό μας σώμα δημιουργήθηκε από τον Θεό (Γεν. 2,7), εξ ούκ όντων (Β’ Μακ. 7,28), όχι από κάποια προϋπάρχουσα ύλη, αλλά εκ τού μηδενός. Αυτό δεν σημαίνει μόνο ότι δημιουργήθηκαν από το μηδέν αλλά και ότι η ουσία των υλικών μας σωμάτων είναι διαφορετική από την ουσία τού Θεού. Γι’αυτό το λόγο δεν πρέπει να ειδωλοποιείται και να προσκυνείται ως Θεός. Ο Θεός είναι άκτιστος και άναρχος.
……….Αντιθέτως η ύλη είναι κτιστή, δημιούργημα τού Θεού. Το σώμα μας δεν είναι η φυλακή τής ψυχής, δεν είναι μέσο καταδυναστεύσεως και υποδουλώσεως τής ψυχής μας, αλλά ναός τού Αγίου Πνεύματος. «Η ούκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος εστίν, ου έχετε από Θεού και ούκ εστέ εαυτών» (Α’ Κορ. 6,19), αναφέρει ο Απόστολος Παύλος τονίζοντας την μεγάλη ιερότητα τού ανθρωπίνου σώματος. Το ονομάζει ναό τού Αγίου Πνεύματος και με αυτό τον τρόπο μάς διδάσκει να το σεβόμαστε από την έναρξή του μέσα στην μήτρα έως και τού θανάτου.
……….Η ψυχή περιφρουρείται μέσα στο σώμα που το μεταμορφώνει σε ναό. Το σώμα που διαφυλάσσει τον θησαυρό τής ψυχής δεν είναι φυλακή. Ένα σώμα όμως που εν ζωή δεν το σεβασθήκαμε, ούτε καν φιλόζωα το διατηρήσαμε, που βιολογικά μεν το περιποιηθήκαμε στα εργαστήρια, ουσιαστικά όμως το καταστρέψαμε στην πρακτική τής ζωής, ένα σώμα που και η ίδια η ψυχή μας το αγνόησε, και αντί μαζί του να επιτελέσει τον ιερο-υπουργικό σκοπό της, ικανοποίησε τις φιλήδονες τάσεις της και τις αμαρτωλές διαθέσεις της, και μάλιστα με την αποδοχή και την νομική κάλυψη τής κοινωνίας, αυτό το σώμα είναι εύκολο αυτή η κοινωνία και ψυχή να θέλουν να το κάψουν για να ολοκληρώσουν το έργο τους και να εξαφανίσουν την ασέβειά τους.
……….Μόλις ο άνθρωπος πεθάνει, το σώμα γίνεται λείψανο. Τότε αυξάνει και ο σεβασμός μας σ’ αυτό. Το λείψανο αποτελεί την ανάμνηση μίας ιερουργίας, που μέσα του επιτελείτο – τής σωτηρίας τής ψυχής – και την υπόμνηση μίας άλλης που τώρα «αγνώστως» συνεχίζεται έξω από αυτό – τής δόξης τής ψυχής .
……….Το σώμα δεν περιμένει την καταστροφή του, αλλά την «ετέρα μορφή» του, (Μάρκ. 16,12), την αναμόρφωσή του «εις το αρχαίον κάλλος». Αυτή είναι η αιτία που η Εκκλησία προσεγγίζει το σώμα με ιδιαίτερο σεβασμό και αισθήματα ιερά. Δεν καίμε τους ναούς, πολλώ δε μάλλον τους έμψυχους ναούς84.
……….Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός μάς λέγει: «Σέβομαι λοιπόν την ύλη και την θεωρώ σαν κάτι ιερό και την προσκυνώ, μιάς και μέσω αυτής συντελέστηκε η σωτηρία μου, και την σέβομαι όχι ως Θεό, αλλά ως κτίσμα γεμάτο θεία ενέργεια και χάρη»85. Η ύλη είναι κάτι το ιερό. Αυτό δεν σημαίνει ότι την προσκυνούμε ως Θεό, διότι τότε οδηγούμαστε στην ειδωλολατρεία, αλλά την σεβόμαστε και την χρησιμοποιούμε σύμφωνα με το θέλημα τού Θεού και τούτο διότι δημιουργήθηκε από τον ίδιο τον Θεό, αλλά και επίσης διότι, δια τής προσλήψεώς της από τον Θεό συντελέστηκε η σωτηρία μας. Ο Λόγος «σαρξ εγένετο» (Ιωάν. 1,14) και δια τής ενανθρωπήσεως, ο Λόγος τού Θεού προσέλαβε υλικό σώμα και ανακαίνισε, ζωοποίησε, αγίασε, θέωσε, καταξίωσε την υλική μας φύση.
……….Με την ενανθρώπιση τού Υιού και Λόγου τού Θεού (Ιωάν. 1,14), η ύλη ανακαινίζεται. Ο Θεός Λόγος προσέλαβε ανθρώπινη ψυχή και υλικό σώμα, όπως αναφέρει ο Απόστολος Παύλος: «ού γαρ δήπου αγγέλων επιλαμβάνεται, αλλά σπέρματος Αβραάμ επιλαμβάνεται. Όθεν ώφειλε κατά πάντα τοις αδελφοίς ομοιωθήναι, ίνα ελεήμων γένηται και πιστός αρχιερεύς τα προς τον Θεόν, εις το ιλάσκεσθαι τας αμαρτίας τού λαού» (Εβρ. 2, 16-17), και επίσης «επεί ούν τα παιδία κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος, και αυτός παραπλησίως μετέσχε των αυτών, ίνα δια τού θανάτου καταργήση τον το κράτος έχοντα τού θανάτου, τουτέστι τον διάβολον» (Εβρ. 2, 14).
……….Το γεγονός τής Μεταμορφώσεως υπογραμμίζει την σπουδαιότητα που έχει το ανθρώπινο σώμα. Η Μεταμόρφωση αποτελεί την τέλεια καταξίωση τού αισθητού και τής ύλης. Στο όρος Θαβώρ, η δόξα τής θεότητας, εξ αιτίας τής θείας ενσαρκώσεως, φανερώθηκε ως δόξα και κάλλος τού σώματος, δόξα και κάλλος τής κτίσεως, που ως «δοχείο», δέχεται την ενέργεια τού Θεού. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναφέρει ότι «προσκυνώ πάντα ναόν Θεού άγιον και πάν εφ’ ω Θεός ονομάζεται ού δια την αυτών φύσιν, αλλ’ ότι θείας ενεργείας εισί δοχεία»86.
……….Μετά την Σταύρωση το Πανάγιο Σώμα τού Κυρίου μας δεν κάηκε από τον Ιωσήφ τον Αριμαθαίας και τον Νικόδημο, αλλά ενταφιάστηκε με ιδιαίτερη τιμή αφού το ενετύλιξαν με καθαρά σινδόνη, «και λαβών το σώμα ο Ιωσήφ ενετύλιξεν αυτό σινδόνι καθαρά και έθηκεν αυτό εν τω καινώ μνημείω ο ελατόμησεν εν τη πέτρα και προσκυλίσας λίθον μέγαν τη θύρα τού μνημείου απήλθεν» (Ματθ. 28,59-60). Η Ανάσταση τού Χριστού δεν ήταν απλά ανάσταση τού πνευματικού Του στοιχείου όπως υποστηρίζουν κάποιοι αιρετικοί87, αλλά αναστήθηκε πραγματικά ο Χριστός μαζί με το υλικό του σώμα το οποίο έγινε βέβαια άφθαρτο. Το Πανάγιο Σώμα Του «διαφθοράν ουκ οίδεν», όπως ψάλλουμε στον περίφημο κανόνα το βράδυ τής Μεγάλης Παρασκευής, αλλά αφθαρτοποιήθηκε. Ο Πανάγιος τάφος στον οποίο ενταφιάστηκε, από τόπος θρήνου έγινε «όλβιος» και ζωηφόρος, από σκοτεινός έγινε φωτεινός μετά τον ενταφιασμό τού Κυρίου μας.
……….Η σωτηρία δεν απευθύνεται μόνο στην ψυχή τού ανθρώπου, αλλά και στο σώμα του, το οποίο πιστεύουμε ότι θ’ αναστηθεί. «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών» ομολογούμε στο Σύμβολο τής Πίστεως. Αυτό είναι ένα μέγα μυστήριο το οποίο το παρουσιάζει ο Απόστολος Παύλος ως εξής: «Ιδού μυστήριον υμίν λέγω, πάντες μεν ου κοιμησόμεθα, πάντες δε αλλαγησόμεθα, εν ατόμω, εν ριπή οφθαλμού, εν τη εσχάτη σάλπιγγι, σαλπίσει γαρ, και οι νεκροί εγερθήσονται άφθαρτοι, και ημείς αλλαγησόμεθα. Δεί γαρ το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανασίαν. Όταν δε το φθαρτόν τούτο ενδύσηται αθανασίαν, τότε γενήσεται ο λόγος ο γεγραμμένος. Κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος. Πού σου, θάνατε, το κέντρον; Πού σου άδη το νίκος;». (Α’ Κορ. 15, 51-55).
……….Ο σωματικός θάνατος είναι διάσπαση αρμονίας, διακοπή τής συλλειτουργίας ψυχής και σώματος, πρόσκαιρος χωρισμός τής ψυχής από το σώμα μέχρι την Δευτέρα Παρουσία τού Κυρίου. Η ανθρώπινη σάρκα νεκρώνεται, φθείρεται, ούτε διαλύεται, διότι ο Θεός την δημιούργησε πνευματική. Περιμένει το «κέλευσμα» (παράγγελμα) τού Χριστού κατά την Δεύτερη Παρουσία Του (Α’ Θεσ. 4,16), για να ξαναενωθεί με το αναστημένο σώμα ώστε να ζήσει αιώνια μαζί του.
……….Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει ότι «ει γάρ πιστεύομεν ότι Ιησούς απέθανε και ανέστη, ούτω και ο Θεός τους κοιμηθέντας δια Τού Ιησού άξει σύν αυτώ». (Α’ Θεσ. 4,14). Εφόσον αναστήθηκε ο Ιησούς πραγματικά άνοιξε και σε εμάς τον δρόμο για να βιώσουμε και την δική μας ανάσταση. Αυτό είναι το περιεχόμενο τής ελπίδας μας διότι «ελπίζω» στον Χριστό δεν σημαίνει ότι έχω απλά ένα προαίσθημα για αισιόδοξη έκβαση των πραγμάτων, αλλά σημαίνει αναμένω, την εκπλήρωση των επαγγελιών Τού Θεού.
……….Οι νεκροί δεν είναι «πεθαμένοι», αλλά κεκοιμημένοι. Τοποθετούνται με σεβασμό στον τάφο, στραμμένοι προς ανατολάς με την προσδοκία τής αναστάσεώς τους. Η Εκκλησία συνειδητά αρνείται τον όρο «νεκροταφεία» και επιμένει στον όρο «κοιμητήρια». Και το κάνει αυτό όχι για λόγους ψυχολογικούς, αλλά για πνευματικούς. Νεκρός δεν σημαίνει τελειωμένος (που έχει τελειώσει), αλλά τετελειωμένος (που έχει τελειωθεί). Τέλος δεν σημαίνει λήξη, αλλά τελείωση. Τα οστά των νεκρών αποτελούν ανάμνηση της παρελθούσης ζωής τους, ενθύμηση της παρούσης κατάστασης τους, αλλά και υπόμνηση της μελλούσης προοπτικής μας. Αυτά με κανένα νόμο δεν καίγονται88.
……….Στον Χριστιανισμό το υλικό σώμα τού ανθρώπου δεν καταδικάζεται, αλλά εξαγιάζεται. Δεν υποτιμάται, αλλά ανυψώνεται. Δεν καταστρέφεται, αλλά σώζεται. Δεν αποβάλλεται, αλλά θεώνεται. Αγιάζεται, φωτοδοτείται όπως συνέβη στο σώμα τού Κυρίου μας, κατά την Μεταμόρφωσή Του, αν και πεθαίνει θ’ αναστηθεί όπως συνέβη με την ανάσταση τού Κυρίου μας, δεν υποβιβάζεται, αλλά ανυψώνεται όπως αναλήφθηκε ο Κύριός μας και εκάθισεν εν δεξιά τού Πατρός.
……….Η υπεράσπιση τής καύσεως των νεκρών είναι μία έμμεση απόρριψη τής τιμής και προσκυνήσεως των ιερών λειψάνων. Ουσιαστικά οι υπέρμαχοι τής καύσεως αρνούνται ότι η τιμή και η προσκύνηση αποτελεί ένα ουσιαστικό γνώρισμα τής ορθόδοξης πνευματικής ζωής. Η υπεράσπιση τής καύσεως των νεκρών, αποτελεί έκφραση και μία πτυχή τής εικονομαχικής κακοδοξίας. Οι εικονομάχοι δεν εστρέφοντο μόνο εναντίον τής προσκυνήσεως των ιερών εικόνων, αλλά και τής προσκυνήσεως των ιερών λειψάνων. Άλλωστε η εικονομαχία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά αναβίωση τής μανιχαϊστικής κακοδοξίας.
……….Η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος (787) στον δογματικό Όρο της, μεταξύ των άλλων αναφέρει: «Τους ούν τολμώντας ετέρως φρονείν ή διδάσκειν ή κατά τους εναγείς αιρετικούς τας εκκλησιαστικός παραδόσεις αθετείν και καινοτομίαν τινα επινοείν ή αποβάλλεσθαί τι εκ των ανατεθειμένων τη εκκλησία ευαγγέλιον ή τύπον τού σταυρού ή εικονικήν αναζωγράφησιν ή άγιον λείψανον μάρτυρος, ή επεινοείν σκολιώς και πανούργως προς το ανατρέψαι έν τι των ενθέσμων παραδόσεων τής Καθολικής Εκκλησίας έτι γε μην ως κοινοίς χρήσθαι τοις ιεροίς κειμηλίοις ή τοις ευαγέσι μοναστηρίοις, επισκόπους μεν όντας ή κληρικούς καθαιρείσθαι προστάττομεν, μονάζοντας δε ή λαϊκούς τής κοινωνίας αφορίζεσθαι»89.
……….Η χριστιανική λατρεία είναι πνευματική και λογική. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι περιφρονεί και απομακρύνει το υλικό στοιχείο. Τα υλικά και αισθητά σημεία αποτελούν στα μυστήρια το απαραίτητο εξωτερικό και φυσικό στοιχείο για την μετάδοση τής αόρατης χάρης τού Θεού. Την ενότητα τού υλικού και πνευματικού στοιχείου στην λατρεία, την θεσμοθέτησε ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Αυτό το βλέπουμε στον άρτο και τον οίνο τής θείας Ευχαριστίας και στην «εξ ύδατος και Πνεύματος» αναγέννηση στο βάπτισμα, που και εκεί τα υλικά στοιχεία εξαγιάζονται.
……….Ωστόσο και σε άλλες περιπτώσεις, ο Χριστός και οι Απόστολοι χρησιμοποίησαν υλικά στοιχεία στις θεραπείες και στην μετάδοση των δωρεών τού Θεού. Ο Ιησούς Χριστός θεράπευσε τον εκ γενετής τυφλό, αλείφοντας τα μάτια με πηλό και στέλνοντας τον να πλυθεί στην κολυμβήθρα τού Σιλωάμ (Ιωάν. 9,6). Η αιμορροούσα θεραπεύθηκε με την αφή τού ιματίου τού Χριστού (Λουκ. 8,44). Οι Απόστολοι χρησιμοποίησαν λάδι για τις θεραπείες που έκαναν (Μάρκ. 6,13)90.
……….Μέσα στην ορθόδοξη θεολογία διατυπώνεται η μεγάλη αλήθεια τής διακρίσεως ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Οι πιστοί προσκυνούμε, τιμούμε και ασπαζόμεθα τα ιερά λείψανα των αγίων μας ως μετέχοντα στην άκτιστη Χάρη τού Θεού.
……….Η μέθεξη τής θείας Χάριτος από τον άνθρωπο συνδέεται στενότατα με την δυνατότητα τού κτιστού να αναπτύσσει πραγματική σχέση με τον υπερβατικό και άκτιστο Θεό. Όταν λέμε ότι μετέχουμε σε κάτι, παρατηρεί ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, σημαίνει ότι έχουμε κάποιο μέρος από αυτό, στο οποίο μετέχουμε. Αν δεν έχουμε κάποιο μέρος, αλλά μετέχουμε σ’ όλο το μετεχόμενο, τότε δεν μπορούμε να λέμε ότι μετέχουμε σ’ αυτό, αλλά ότι το έχουμε.
……….Η άκτιστη ενέργεια τού Θεού μερίζεται «αμερίστως». Έτσι είναι δυνατόν και να μετέχεται. Γι’ αυτό όσοι αξιώνονται να μετέχουν στην θεοποιό χάρη, μετέχουν στην ενέργεια και όχι στην ουσία τού Θεού. Η μέθεξη τής Χάρης τού Θεού από τον άνθρωπο θεμελιώνεται χριστολογικώς. Η μέθεξη αυτή ετοιμάστηκε προαιωνίως και πραγματώθηκε εν Χριστώ όπως μαρτυρεί ο Απόστολος Παύλος «κατ’ ιδίαν πρόθεσιν και Χάριν την δοθείσαν ημίν εν Χριστώ Ιησού προ χρόνων αιωνίων» (Α’ Τιμ. 1,9).
……….Αναφερόμενος ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην μέθεξη τής θείας Χάρης από τον όλο άνθρωπο, την στηρίζει χριστολογικώς. Η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην θεότητα και την ανθρώπινη φύση τού Χριστού, αποτελεί το πρότυπο τής χαρισματικής σχέσεως τής θείας Χάρης με την ανθρώπινη φύση τού κάθε πιστού. Όπως η θεότητα τού Θεανθρώπου, σημειώνει ο Άγιος, είναι κοινή στην ψυχή και στο σώμα του, έτσι και η χάρη τού Αγίου Πνεύματος στους πνευματικούς ανθρώπους διαπερνώντας από την ψυχή στο σώμα τους, παρέχει την δυνατότητα στον όλο άνθρωπο να ενώνεται με τον Θεό91.
……….Ο Άγιος Γρηγόριος φέρει το παράδειγμα τής μετοχής τού ανθρώπου στην ακτίνα τού ηλίου. Ο μέτοχος των ηλιακών ακτίνων δεν μετέχει σ’ όλες τις ακτίνες, ούτε φυσικά στην ύπαρξη ή την ουσία τού ηλίου, αλλά στην φυσική απόρροιά του. Και όπως η ακτίνα τού ηλίου παραμένοντας αχώριστη απ’ αυτόν, μόνον αυτή γίνεται μεθεκτή από τους «ηλιουμένους», έτσι «ως κατ’ αμυδράν εν αισθητοίς εικόνα και η θεοποιός χάρις»92.
……….Η άκτιστη θεία χάρη παρατηρεί ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, πέρα από το γεγονός ότι παρέχεται μέσα από τις λειτουργικές-μυστηριακές εκφάνσεις τής Εκκλησίας, μεταδίδεται και από ζωντανούς χαρισματικούς φορείς της, όπως είναι οι άγιοι93. Οι άγιοι ως χαρισματούχοι πιστοί όχι μόνο μετέχουν, αλλά και μεταδίδουν την θεία χάρη, όχι μόνο ζουν μέσα σ’ αυτήν, αλλά και ζωοποιούν άλλους μ’ αυτήν. Έτσι κατανοείται και η θαυματουργική δύναμη των αγίων στην Εκκλησία. Όπως το πήλινο δοχείο, παρατηρεί ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όταν βρίσκεται κοντά στην φωτιά μεταδίδει την ενέργειά της σ’ όποιον έχει την ανάλογη δεκτικότητα. Διαφορετικά όμως είναι τα πράγματα, όταν το πήλινο σκεύος βρεθεί έξω από το καμίνι. Τότε ενώ έχει μετάσχει στα αποτελέσματα, δεν εξακολουθεί να μετέχει και στις ενέργειες τής φωτιάς. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τον άνθρωπο ως αποτέλεσμα τής δημιουργικής ενέργειας τού Θεού και για τον άγιο ως μέτοχο τής θεοποιού χάριτος και ενέργειας.
……….Η άκτιστος θεοποιός χάρη είναι ενεργώς παρούσα όχι μόνο στους ζώντες, αλλά και στους κεκοιμημένους αγίους τής Εκκλησίας. Την πραγματικότητα αυτή την βεβαιώνουν κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα τα θαύματα που γίνονται από τα τίμια λείψανα των αγίων. Άλλωστε οι πιστοί κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, προσκυνώντας τα άγια λείψανα και τις εικόνες των αγίων μετέχουν στην αγιαστική χάρη τους. Την ίδια αγιαστική χάρη δέχονται οι πιστοί φιλώντας το χέρι τού λειτουργού, παρατηρεί ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, όταν αυτοί παίρνουν αντίδωρο από το χέρι του. Η αγιαστική αυτή χάρη οφείλεται στην επαφή των χεριών τού λειτουργού με το σώμα τού Χριστού κατά την τέλεση τής θείας Ευχαριστίας94.
……….Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, σημειώνει ότι όπως η θεότητα τού Χριστού, δεν εγκατέλειψε το θεανθρώπινο σώμα κατά την τριήμερη ταφή και Ανάστασή Του, έτσι και η χάρη τού Θεού, η εκθεωτική των αγίων, δεν εγκαταλείπει τα σώματα τους μετά τον βιολογικό τους θάνατο95. Γι’ αυτό ακριβώς προσκυνώντας τα τίμια λείψανα μετέχουμε τής θείας Χάριτος η οποία ακτινοβολείται από αυτά. Αυτός είναι ο θησαυρός τής Εκκλησίας. Η αφθαρσία και η θαυματουργία των λειψάνων είναι τεκμήριο θεώσεως τού ανθρώπου, αφού η Χάρις τού Θεού διαπορθμεύεται και σε ολόκληρο το σώμα. Αυτό το γεγονός είναι υψίστης σημασίας για την Εκκλησία96.
……….Το ενδεχόμενο να παρουσιαστούν μεμονωμένες έστω περιπτώσεις καύσεως στο μέλλον και η επιθυμία αποτροπής τους, ώθησε ορισμένους Ιεράρχες, εβδομήντα χρόνια νωρίτερα, να ζητήσουν την επιβολή κυρώσεων, προκειμένου να περιφρουρήσουν την Εκκλησία και την Παράδοσή της.
……….Ο Κεφαλληνίας Γερμανός, υιοθετώντας την επιβολή κυρώσεων διετύπωσε ότι στην περίπτωση που δεν προβλεφθούν κυρώσεις, υπάρχει κίνδυνος η συγκεκριμένη «απραξία» ν’ αποτελέσει «μικρόβιον καλλιέργειας τού ζητήματος προς μελλοντικήν αυτού επικράτησιν και θυρίδα δια τής οποίας θα διαρρεύσει η σαφής και ομοιόμορφος Ιερά Παράδοσις τής Εκκλησίας».
……….Ο Ζακύνθου Χρυσόστομος σημείωσε ότι «Η Σεβάσμια Ιεραρχία τής Εκκλησίας τής Ελλάδος… δέον ν’ απαγόρευσει και καταδικάσει απολύτως την καύσιν των νεκρών μη επιτρέπουσα την τέλεσιν τής νεκρώσιμου ακολουθίας και μνημοσυνών εις τους μέλλοντας να υποστώσι την τοιαύτην αποτέφρωσιν». Τελικά η Εκκλησία απέκρουσε ομοφώνως την πράξη καύσεως των νεκρών επιβάλλοντας και ανάλογα επιτίμια.
……….Έτσι, την 10 Οκτωβρίου τού 1937, κατά την συνεδρίαση τής Ιεραρχίας, υπό την προεδρίαν τού Αθηνών Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου, συζητήθηκε γιά πρώτη φορά διεξοδικά το ζήτημα τής καύσεως των νεκρών από μέρους τής Εκκλησίας τής Ελλάδος. Αφορμή τής συζητήσεως για την καύση, αποτέλεσαν κάποια δημοσιεύματα και όχι συγκεκριμένα περιστατικά αποτεφρώσεως. Τότε ο Κοζάνης Ιωακείμ είπε ότι «τοιούτο ζήτημα δεν δύναται να τεθεί εν Ελλάδι» και ο Σάμου Ειρηναίος διατύπωσε την άποψη ότι «ζήτημα καύσεως των νεκρών δεν υπάρχει εν τη Εκκλησία ημών. Τινές εσχάτως υιοθέτησαν τούτο δημιογραφήσαντες97».
……….Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και η πρόσφατη εγκύκλιος τής Ιεράς Συνόδου (27-3-2002), για το θέμα τής καύσεως των νεκρών. Η Ιερά Σύνοδος κατανοώντας ότι το θέμα ανακινείται από κάποιους κύκλους οι οποίοι, «μη κηδόμενοι τής πατροπαραδότου χριστιανικής παραδόσεως τής αμωμήτου ημών πίστεως, διεισδύουν με παν μέσον επικοινωνιακής μορφής, εις τας συνειδήσεις τού συγχρόνου ανθρώπου, δηλητηριάζουν αυτάς και κλονίζουν τας βάσεις τής πίστεως», εκφράζει την αγωνία της και επιθυμεί να διαφωτίσει το πλήρωμά της σχετικά με αυτό το φλέγον θέμα. Καλεί όλους τους εργάτες της, βοηθούμενοι από τα πρακτικά ημερίδος με θέμα «Ταφή ή καύσις των Νεκρών;» να διαφωτίσουν όλους τους πιστούς και να υπογραμμίσουν ότι «η Εκκλησία απορρίπτει την καύσιν των νεκρών ως θεσμόν απάδοντα προς την παράδοσιν Αυτής, οριοθετεί την πίστιν Αυτής και τον σεβασμόν εις το ανθρώπινον πρόσωπον και κατ’ επέκτασιν εις το σώμα τού ανθρώπου, το οποίον αποτελεί ναόν και κατοικητήριον τού Αγίου Πνεύματος»98.
……….Ο σύγχρονος κόσμος θέλει να κάψει τους νεκρούς. Τού λείπει το αιώνιο, το θεϊκό, η τιμή τού υλικού, το επέκεινα, το μετά ταύτα. Αρνείται τουλάχιστον να σκεφθεί την ζωή που υπάρχει χωρίς να φαίνεται: Ούτε στα σπλάγχνα ως έμβρυο την δέχεται, γι’ αυτό την καταστρέφει με τις αμβλώσεις, ούτε στον τάφο ως λείψανο, ούτε στην σκέψη ως αιώνιο πρόσωπο, ούτε στον πόθο ως υπέρτατη αξία, ούτε στην ψυχή ως μυστική χάρη θεώσεως. Τα δεσμά του, εδώ και τώρα σπάζουν μόνο κάτω από την πίεση τής αιώνιας αλήθειας.
……….Καίμε ό,τι έχει αξία, ομορφιά και ζωή, ό,τι έχει χρόνο μέσα του και διάρκεια. Καίμε τα δάση, καίμε τις περιουσίες μας, καίμε τις αιώνιες αξίες με τους νόμους μας, (Αποποινικοποίηση τής μοιχείας, νομιμοποίηση των αμβλώσεων κ.λ.π.). Τώρα θέλουμε να καίμε και τα σώματά μας. Όταν κάψουμε την υπόμνηση τής αιώνιας προοπτικής και τού θανάτου μας, θα έχουμε προσδώσει στο τοπίο τής ζωής μας την εικόνα που αντικρύζουμε μπροστά σ’ ένα καμμένο δάσος. Η Εκκλησία δυσκολεύεται να ενταχθεί σε μία τέτοια πυρομανή λογική. Πνεύμονες τής ζωής είναι τα δάση. Πνεύμονες τής ψυχής είναι τα ιερά λείψανα99.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
81. Περισσότερα βλ. Γ. Ζιάκα, Ιστορία των θρησκευμάτων, Θεσσαλονίκη 1990.
82. π. Σ. Καρπαθίου, «Η καύση των νεκρών. Αναφορά στην ψυχολογία του φαινομένου στο Πρακτικά Ημερίδας με τίτλο «Η καύση των νεκρών», Αθήνα 1999, σελ. 86.
83. Περισσότερα για την Μανιχαϊστική θεώρηση του υλικού σώματος βλ. σχ. Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Η χρήση της Αγίας Γραφής εναντίον των αιρέσεων από τον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 131.
84. Αρχιμ. Νικολάου Χατζηνικολάου, ο.π., σελ. 364.
85.1. Δαμασκηνού, «Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας» Μετφρ. και σχόλια Ν. Ματσούκα, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 277 και 279.
86.1. Δαμασκηνού, Περί Εικόνων, PG 94, 1353Β.
87. Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Ιχνηλάτης Αληθείας, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 126 εξ.
88. Αρχιμ. Νικολάου Χατζηνικολάου, ο.π., σελ. 366.
89. Β. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, Α’ Αθήνα 1994, σελ. 791-792.
90. Α. Κιρμιζής, Π. Λαλιαμπής, Β. Χριστοφορίδης, θεολογία, λατρεία και ζωή της Εκκλησίας. Αθήνα 1986. σελ. 268.
91. Δ. Τσελεγγίδη, Χάρη και ελευθερία κατά την πατερική παράδοση του ΙΔ’ αιώνα, θεσσαλονίκη 1987, σελ. 130.
92. Δ. Τσελεγγίδη, ο.π., σελ. 134.
93. Δ. Τσελεγγίδη, ο.π.,σελ. 149.
94. Δ. Τσελεγγίδη, ο.π., σελ. 150.
95. Γ. Παλαμά, Δεκάλογος της κατά Χριστόν νομοθεσίας, PG 150, 1093 Α.
96. Μητροπ. Ναυπάκτου κ.κ. Ιεροθέου, «Ταφή ή καύση των νεκρών», στο Πρακτικά Ημερίδος «Η καύση των νεκρών». Αθήνα 1999, σελ. 29.
97. Εμ. Δουνδουλάκη, Η απόφαση της Ιεραρχίας του 1937 για την καύση των νεκρών. Δυνατότητα αξιοποίησης των κυρώσεων της στη σύγχρονη πραγματικότητα, σελ. 276 (Υλικό παρμένο από την εργασία του Αρχιμ. Θ. Στράγκα, Εκκλησία της Ελλάδος Ιστορία, εκ πηγών αψευδών, τ. Γ’, Αθήνα 1971, σελ. 2081-2092.
98. Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Εγκύκλιος για το θέμα της καύση»; των νεκρών, (αριθμ. 2734, 27-3-2002), Αθήνα 2002.
99. Αρχιμ. Ν. Χατζηνικολάου, ο.π., σελ. 385.
Πηγές:
- ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: «Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ», Αρχιμανδρίτου Θεοφίλου Λεμοντζή, Αρχιερατικού Επιτρόπου Καμπανίας
- Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον 20 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2011. Το κείμενο είχε δημοσιευθεί στην σελίδα «Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον», τής οποίας τον διαχειριστή ευχαριστούμε θερμότατα γιά την ευγενική παραχώρηση.