9η ΙΟΥΛΙΟΥ 1821 Ο ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ
……….ΕΙΝΑΙ τής Ιστορίας γενική και καθολική διαπίστωση, πως τα μεγάλα ορόσημα τα οριοθετούν μεγάλες μορφές. Εάν η ιστορία, είπε κάποιος νεοέλληνας, είναι πορεία προς την ελευθερία, τότε ο εθνομάρτυρας Κυπριανός τίμησε και δόξασε την ιστορία, ενσαρκώνοντας το πνεύμα τής ελευθερίας.
……….Γεννήθηκε στα δύσκολα χρόνια τής Τούρκικης σκλαβιάς, στο Στρόβολο τής Λευκωσίας (προάστιο τής πρωτεύουσας), το 1756. Την πρώτη του μόρφωση την πήρε στο μοναστήρι τής Παναγίας τού Μαχαιρά. Ήταν διάκονος, όταν το 1783 αναχωρεί γιά την Μολδοβλαχία, με αποστολή την συλλογή χρημάτων γιά την οικονομική ενίσχυση τού μοναστηριού του. Εκεί γνωρίζει τον ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσο, που διαπιστώνει τις ικανότητες και τα χαρίσματά του, και τον βοηθάει να παρακολουθήσει ανώτερα Θεολογικά και Φιλολογικά μαθήματα. Στις παραδουνάβιες περιοχές παραμένει μέχρι το 1802, οπότε επιστρέφει στην Κύπρο, αναλαμβάνει την διαχείριση τού μετοχιού Μαχαιρά στην Λευκωσία και γίνεται οικονόμος τής Αρχιεπισκοπής.
……….Με το κύρος και την σοφία του επιβάλλεται σ’ όλους και η παρέμβασή του σε δύσκολες στιγμές συντελεί στην αποκατάσταση τής τάξης.
……….Ήταν «ο άγγελος φύλακας των ομοεθνών του», όπως τον είπε κάποιος Άγγλος περιηγητής. Στις 30 Οκτωβρίου 1810 εκλέγεται αρχιεπίσκοπος τής Εκκλησίας τού Απ. Βαρνάβα. Η εκλογή του σήμανε την αρχή μιάς νέας εκκλησιαστικής ζωής γιά την Κύπρο.
……….Με την αγάπη του γίνεται το καταφύγιο όλων των πονεμένων, των φτωχών και διωγμένων. Ιδρύει σχολεία, όπως την «Ελληνική Σχολή Λευκωσίας» ή «Ελληνομουσείον», το μέχρι σήμερα «Παγκύπριο Γυμνάσιο». Η σχολή ήταν έτοιμη στα 1812 και αφιερώθηκε στην Αγία Τριάδα. Στα 1820 ιδρύθηκε και η Σχολή τής Λεμεσού, την οποία ενίσχυσε με 6.000 γρόσια, δίνοντας παράδειγμα σε όλους τους προύχοντες να προσφέρουν κι’ αυτοί γιά την ολοκλήρωση τής Σχολής και την βιβλιοθήκη της. Η ποιμαντορία τού Κυπριανού υπήρξε μιά ποιμαντορία αγάπης γιά τον λαό του.
……….Το 1818 ο Στέργιος Χατζηκώστας (ή Χατζηστέργιος), και ο Δημήτριος Ύπατρος – μέλη τής Φιλικής Εταιρείας – έφτασαν στην Κύπρο γιά να μυήσουν στην Εταιρεία τον Αρχιεπίσκοπο. Διατηρείται μάλιστα μέχρι σήμερα, η υπόγεια κρύπτη τής παλαιάς Αρχιεπισκοπής, όπου είχε γίνει η μύηση τού Κυπριανού απ’ τους δυό αξιωματούχους τής Φιλικής Εταιρείας.
……….Είχε πάντα στενή συνεργασία με μέλη τής Φιλικής Εταιρείας και τού αγώνα. Στις αρχές τού 1821 συναντήθηκε μ’ έναν άλλο Φιλικό, τον Μιχαήλ Γλυκύ. Παρόλο άρρωστος, όταν άκουσε απ’ τον υπηρέτη του ότι τον ζητά ο Μιχαήλ Γλυκύς και τού φέρνει το «φάρμακο» απ’ την Κωνσταντινούπολη» – μυστικό σύνθημα συνδέσμου τής Φιλικής Εταιρείας με τον Κύπριο Ιεράρχη – τον δέχτηκε με πολλή χαρά και συγκίνηση. Πληροφορήθηκε γιά τις προετοιμασίες τού μεγάλου αγώνα, και πως όλοι περιμένουν την μεγάλη στιγμή. Είναι χαρακτηριστική μιά επιστολή τού Αλέξανδρου Υψηλάντη προς τον Κυπριανό, που σώζεται μέχρι τις μέρες μας. Γράφει λοιπόν ο Υψηλάντης:
«Προς τον Μακαριώτατον και Θεοπρόβλητον Μητροπολίτην τής Νήσου Κύπρου Κύριον Κυπριανόν προσκυνητώς εις Κύπρον.
Μακαριώτατε και φιλογενέστατε Δέσποτα,
Ο φιλογενέστατος κύριος Δημήτριος Ύπατρος με εβεβαίωσε περί τής γενναίας συνεισφοράς, την οποίαν η υμετέρα Μακαριότης υπεσχέθη προς αυτόν διά το σχολεϊον – (συνθηματικό τής επανάστασης) – τής Πελοποννήσου. Όθεν ως γενικός έφορος τού Σχολείου τούτου, κρίνω χρέος μου απαραίτητον να ευχαριστήσω την υμετέραν Μακαριότητα και να την ειδοποιήσω ότι η έναρξις τού Σχολείου (δηλ. τής επανάστασης), εγγίζει. Διά τούτο λοιπόν στέλλω εξεπίτηδες τον κύριον Πελοπίδαν, άνδρα ενάρετον, φιλογενή και πάσης πίστεως άξιον, διά να την βεβαιώσει και διά ζώσης φωνής την όσον ούπω ανέγερσιν τού ιερού τούτου καταστήματος (συνθηματικό και πάλι τής επανάστασης). Ας ταχύνει λοιπόν η υμετέρα Μακαριότης να εμβάσει τόσον τής υμετέρας Μακαριότητος τας συνεισφοράς, όσον και των λοιπών αυτού ομογενών, είτε χρηματικός είναι, είτε ζωοτροφίας προς τον εν Παλαιά Πάτρα τής Πελοποννήσου κύριον Ιωάννην Παπαδιαμαντόπουλον, συντροφεύουσα αυτάς ή με άνθρωπόν της επίτηδες, ή με τον κομιστήν τού παρόντος μου. Ων δε εύελπις, ότι η υμετέρα Μακαριότης θέλει φιλοτιμηθεί να δείξει την συνεισφοράν αξίαν τού μεγάλου ζήλου και πατριωτισμού Αυτής τε και όλου της τού ποιμνίου, εξικετεύω τας μακαρίας Αυτής ευχάς και μένω με βαθύ σέβας τής Υμετέρας Μακαριότητος τέκνον ευπειθές,
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ
Ισμαήλιο, την 8ην Οκτωβρίου 1820»
……….Η μεγάλη συνέλευση των μελών τής Φιλικής Εταιρείας που έγινε στο Ισμαήλιο την 1η Οκτωβρίου 1820, αποφάσισε η συμμετοχή τής Κύπρου στον αγώνα να περιορισθεί σε χρηματική βοήθεια, επειδή η μικρή της απόσταση απ’ την Τουρκία δεν τής επέτρεπε την άμεση έναρξη επαναστατικών επιχειρήσεων.
……….Δυστυχώς, η ανακάλυψη επαναστατικών προκηρύξεων προκάλεσε τις ανησυχίες τού φοβερού Κυβερνήτη Κουτσούκ Μεχμέτ, που πήρε την έγκριση τού Σουλτάνου να θανατώσει 486 προκρίτους. Πρώτοι στον κατάλογο, ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και οι τρεις Μητροπολίτες: Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος και Κυρηνείας Λαυρέντιος. Ο αρχιεπίσκοπος κρεμάζεται και οι μητροπολίτες αποκεφαλίζονται. 470 βρήκαν το θάνατο απ’ την φοβερή σφαγή τής 9ης Ιουλίου 1821 (οι 16 κατάφεραν να διαφύγουν).
……….Έτσι, έπεσε η αυλαία τού πιό φρικτού και συγκλονιστικού δράματος τής Ελληνικής μας Κύπρου. Πνίγηκε στο αίμα κάθε πόθος γιά Ελλάδα και ελευθερία. Θα επαληθεύει γιά πάντα τού εθνικού μας ύμνου η αλήθεια, ότι η ελευθερία είναι «απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά».
……….Η φρίκη από την είδηση τής σφαγής, απλώθηκε παντού. Η Κύπρος ζούσε στιγμές υπέρτατης ανθρώπινης, αλλά και εθνικής συγκίνησης. Όπως γράφει ο εθνικός ποιητής τής Κύπρου Βασίλης Μιχαηλίδης:
«Το ματζιελλειόν που γίνηκεν τζι’ οι Τούρτζι’ ελυττηθήκαν,
δεν είσσιεν πλάσμαν πων είπεν απού καρδκιας: εν κρίμαν!…
Τζι’ έφνασιν, τζί’ αφήκαν τους δίχως θαφκιόν τζιαί μνήμαν…».
……….Τα σώματα τού Αρχιεπισκόπου και των άλλων Μητροπολιτών, κληρικών και λαϊκών που σφαγιάστηκαν την πρώτη μέρα, τάφηκαν στον περίβολο τού ναού τής Φανερωμένης. Όταν αργότερα, το 1872, έγινε η επέκταση τού ναού, τα οστά μεταφέρθηκαν και τάφηκαν στο ιερό Βήμα, δεξιά τής Αγίας Τράπεζας. Στον περίβολο τής εκκλησίας στήθηκε μεγαλόπρεπο κενοτάφιο, ενώ στον περίβολο τής Αρχιεπισκοπής, η προτομή τού εθνομάρτυρα Κυπριανού.
……….Η 9η Ιουλίου, που τιμάται σ’ όλη την Κύπρο – και ειδικότερα στην Λευκωσία – μ’ επιμνημόσυνες δεήσεις και τελετές, δεν υπήρξε μονάχα μιά απ’ τις πιό δραματικές σελίδες τής Κυπριακής Ιστορίας, αλλά η έκφραση τής Ελληνικότητας τής Κύπρου και των προαιώνιων πόθων των Κυπρίων γιά Ένωση με την Μητέρα Ελλάδα. Η 9η Ιουλίου θ’ αποτελεί την έκφραση των ακατάλυτων δεσμών κόρης και μάνας – Κύπρου και Ελλάδας – στο κλωθογύρισμα των αιώνων.
……….Η περίπτωση τής θυσίας τού αρχιεπισκόπου Κυπριανού, έχει θαυμαστές ομοιότητες με την θυσία τού Πατριάρχη Γρηγορίου τού Ε’. Ενώ τού προτείνεται να διασωθεί, αρνείται γιατί πιστεύει πως η θυσία τού ενός – τού ποιμένα – είναι προτιμότερη, παρά ο θάνατος των πολλών. Δε μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του λιποτάκτη απ’ την μεγάλη θυσία. Μένει «πιστός άχρι θανάτου» και γίνεται ο πρώτος σταυροφόρος – εθνομάρτυρας τού Κυπριακού Ελληνισμού.
……….Τα δραματικά γεγονότα τα περιγράφει ο εθνικός ποιητής τής Κύπρου Βασίλης Μιχαηλίδης. “Ένας καλόκαρδος Τούρκος, ο Κιόρογλου, από τα γνωστά ίσως πρόσωπα τού Κυπριανού, πληροφορήθηκε τις κινήσεις των Τούρκων και το φρικτό σχέδιο τής σφαγής, και θέλησε να σώσει τον αρχιεπίσκοπο απ’ τον βέβαιο θάνατο.
……….Πήγε λοιπόν, μυστικά, με πολλές προφυλάξεις και τού είπε πως στο σεράγιο έγινε συνέλευση απ’ τις Τουρκικές αρχές τού νησιού και πάρθηκε η απόφαση γιά μεγάλο κακό. Άκουσα να λένε πως θα πιάσουν τους δεσποτάδες κι’ όλους τους προεστούς. Θέλουν να σκοτώσουν τους μεγάλους τού τόπου, γιά να τρομάξουν τούς Ρωμιούς, μήπως και σηκώσουν μπαϊράκι, όπως στον Μωρία.
……….Ο π. Ανδρέας Παπαϊωάννου στο βιβλίο του «Σταυρός και αγχόνη», μεταφέροντας τον διάλογο στην απλή γλώσσα, γράφει:
– Και σε μένα γιατί ήρθες;…
– Να φύγεις, Δεσπότη μου, γιά να σωθείς.
– Να φύγω; Και πού να πάω;
– Στο σπίτι μου, απάντησε σταθερά και χωρίς περιστροφές, ο Κιόρογλου.
– Δεν καταλαβαίνεις πως βάζεις το κεφάλι σου στην καρμανιόλα;
– Έχω την αμαξά μου έτοιμη.
– Γιά πού είναι έτοιμη να φύγει;
– Στην Σκάλα (την Λάρνακα, όπως την λένε μέχρι σήμερα οι Κύπριοι). Εκεί είναι πιό εύκολο να κρυφτείς. Είναι τα προξενεία.
– Γιατί να πάω να τρυπώσω στα «κουσουλάτα»;
– Μα θα σε κρεμάσουν αν σε πιάσουν. Εκεί είναι σίγουρο πως θα γλιτώσεις. Έλα, πάμε να φύγουμε. Η άμαξα περιμένει.
Η απόφασή του όμως ήταν παρμένη. Απάντησε κοφτά:
– Δεν θα φύγω Κιόρογλου.
– Μα θα πεθάνεις. Κρίμα κι’ άδικο είναι να χαθεί ο «Μιλλέτ-πασάς» (ο Εθνάρχης).
– Όχι, δεν φεύγω. Θα μείνω κοντά στα παιδιά μου. Θα μείνω κι’ ας με σκοτώσουν. Οι άλλοι θα γλιτώσουν. Αν όμως φύγω, οι πασάδες θα γίνουν αλλόφρονες. Θα ξεσπάσουν στους Ρωμιούς. Θα νιώθω μετά ενοχή και θα αισθάνομαι πως εγώ έσπειρα το θανατικό στον τόπο. Είμαι βοσκός των προβάτων… Όχι… Όχι… Χίλιες φορές πιό καλά είναι να χυθεί το δικό μου αίμα, παρά το αίμα των πολλών…
– «Πάσ’ Πίσκοπε», έλα τουλάχιστο στο σπίτι μου.
– Θα μείνω. Ας με πιάσουν. Ας με σκοτώσουν. Φτάνει να γλιτώσουν οι άλλοι, οι πολλοί…
……….Έτσι σκέφτονται και έτσι ενεργούν οι μεγάλοι τής ιστορίας και προπάντων τής Εκκλησίας. Να γιατί, ο Κυπριανός είναι ο Γρηγόριος Ε’ τής Κύπρου. Ο αρχιεπίσκοπος τής θυσίας και τής αγάπης. Ο εθνομάρτυρας τής Ρωμιοσύνης τού Νότου. Ο αληθινός ποιμένας τού Χριστού και τής Εκκλησίας.
……….Πολύ ωραίο και εκφραστικό είναι το επίγραμμα τού Βασίλη Μιχαηλίδη στο μνημείο τού εθνομάρτυρα Κυπριανού:
«Σύ που σκοτώθης γιά το φως σήκον να δεις τον ήλιο.
Ξύπνα να δεις το αίμα σου πώς έγινε βασίλειο».
……….Βέβαια, δεν τελειώνει εδώ το περίφημο εθνικό έπος τού Βασίλη Μιχαηλίδη. Μετά τον διάλογό του με τον Κιόρογλου – σχετικά με την διάσωσή του – ακολουθεί η σύλληψη, η ανάκρισή του απ’ τον άρχοντα τής Κύπρου Κουτσούκ Μεχμέτ, η διαταγή τής γενικής σφαγής, οι απαγχονισμοί τού αρχιεπισκόπου, τού διακόνου και τού γραμματικού του, και η εκτέλεση όλων των προκρίτων τής Νήσου.
……….Το φρικτό μακελλειό συντελέστηκε. Οι τέσσερεις αρχιερείς έμειναν άταφοι γιά τρεις μέρες, με διαταγή τού Μουσελλίμ Αγά. Γνωστή γιά πάντα, η Τούρκικη αγριότητα και η εκδικητική μανία.
……….Το ποίημα «9η Ιουλίου 1821», ή «το τραούδιν τού Κυπριανού», όπως λεγόταν διαφορετικά, είναι ένα αληθινό διαμάντι, ένα αριστούργημα τής Ελληνικής λογοτεχνίας. Αυτό και μόνο να έγραφε ο ποιητής, ήταν αρκετό ν’ αποδείξει την αξία και την μεγαλοσύνη του. Θάτανε πράγματι, παράλειψη, αν δεν μέναμε σε μερικούς στίχους, γιά να πάρουμε μιά γεύση ομορφιάς, ρυθμού και ηρωισμού.
……….Ενώ ο Κιόρογλου ζητάει επίμονα να τον φυγαδεύσει, ο Κυπριανός άπαντα:
«Δεν φεύκω Κιόρογλου, γιατί αν φύω, ο φευκός μου
εν να γίνει θανατικόν εις τους Ρωμιούς τού τόπου.
Να βάλω την συρτοθηλιάν εις τον λαιμόν τού κόσμου;
Παρά το γαίμαν τους πολλούς εν κάλλιον τού πισκόπου».
………Ο Βασίλης Μιχαηλίδης είναι ο μόνος που δικαιούται να χαρακτηριστεί «ποιητής τής Ρωμιοσύνης», από κάθε άλλο. Οι παρακάτω στίχοι αποτελούν τον ωραιότερο ύμνο στην Ρωμιοσύνη. Τους πρώτους μάλιστα, στίχους, τους έχει γιά προμετωπίδα στο βιβλίο του «η πονεμένη Ρωμιοσύνη» ο Φώτης Κόντογλου. Είναι τα λόγια τού Κυπριανού στον Τούρκο που απειλεί πως θα ξεπαστρέψει όλους τους Ρωμιούς:
«Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνώτζιαιρη τού κόσμου,
κανένας δεν ευρέθηκεν γιά να την ηξηλείψει,
κανένας, γιατί σσιέπει την που τάψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει!
Σφάξε μας ούλλους τζ’ ας γενεί το γαίμαμ μας αυλάτζιν,
κάμε τον κόσμον ματζιελειόν και τους Ρωμιούς τραούλια,
αμμά ξερε πως ύλαντρον όντας κοπεί καβάτζιν
τριγύρω του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
Το νίν αντάν να τρώ την γην, τρώει την γην θαρκέται,
μα πάντα τζιείνον τρώεται τζιαί τζιείνον καταλυέται».
Σε απόδοση:
Η Ρωμιοσύνη είναι φυλή σύγκαιρη του κόσμου.
Κανένας δε μπόρεσε ποτέ για να την αφανίσει·
κανένας, γιατί προστάτης της είν’ ο Θεός από ψηλά.
Μονάχα τότε η Ρωμιοσύνη θα χαθεί, όταν ο κόσμος σβήσει.
Σφάξε μας όλους κι’ ας γενεί το αίμα μας ποτάμι,
κάμε τον κόσμο μακελειό και τους Ρωμιούς σφαχτάρια.
μα γνώριζε πως, σαν κοπεί η λεύκα η δροσερή,
τριακόσιοι δίπλα της βλαστοί αμέσως ξεφυτρώνουν.
Το άροτρο το χώμα οργώνοντας, θαρρεί πως τρώει τη
γη, μα το ίδιο πάντα τρώγεται και το ίδιο σιγολυώνει.
……….Την τελευταία στιγμή, πριν ανεβεί στην αγχόνη, ύψωσε τα μάτια στον ουρανό, λέγοντας τούτη την ικετήρια προσευχή:
«Θεέ, που νάκραν δεν έσιεις ποττέ στην καλωσύνην,
λυπήθου μας τζιαί δώσε πκιόν χαράν στην Ρωμιοσύνην».
Δηλαδή:
Θεέ, που όρια δεν έχει η αγάπη σου κι η καλωσύνη, λυπήσου μας και δόσε πια χαρά στη Ρωμιοσύνη.
……….Έτσι, η 9η Ιουλίου, βρήκε στην ποίηση τού Βασίλη Μιχαηλίδη την ωραιότερή της έκφραση. Κι’ ένας μεγάλος εθνομάρτυρας τού Γένους, βρήκε αντάξιο μεγάλο ποιητή γιά να τον υμνήσει.
……….Το μεγάλο μήνυμα τής θυσίας τού Κυπριανού, πρέπει να κρατάει άγρυπνη την εθνική μας συνείδηση. Είναι επείγουσα ανάγκη γιά νέα πατριωτικά σαλπίσματα και νέους εθνικούς συναγερμούς.
……….Η αγχόνη τού εθνομάρτυρα Κυπριανού θάναι γιά πάντα το σύμβολο τής αένναης παρουσίας τού Ελληνικού πνεύματος στην Κύπρο μας.
Μιά αγχόνη όλο φως.
-
Πηγή: Μιχαήλ Ε. Μιχαηλίδης, «Κύπρος Σκλάβα Ασκλάβωτη», έκδ. Αθήνα 1995.