.
.
Οι σλαβόφωνοι τής Μακεδονίας
Η πορεία τής ενσωμάτωσης στο Ελληνικό κράτος 1870-1940
.
Βασίλης Κ. Γούναρης
Περίληψη
……….Σκοπός τής μελέτης αυτής είναι ο προσδιορισμός των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών παραμέτρων που καθόρισαν την στάση τού χριστιανικού σλαβόφωνου πληθυσμού έναντι τού ελληνικού εθνικού κράτους στην πορεία των ιστορικών γεγονότων μέχρι το 1940, σε μία προσπάθεια να ερμηνευτεί η πορεία τής ενσωμάτωσης χωρίς την χρήση φυλετικών όρων που έχει κυριαρχήσει στην βιβλιογραφία.
……….Η διάσπαση των Σλαβόφωνων σε δύο εθνικά στρατόπεδα, των βουλγαριζόντων Εξαρχικών και των Γραικομάνων Πατριαρχικών, ήταν μία εξαιρετικά αργή διαδικασία που βασίστηκε αρχικά στην πολιτική συγκυρία και στα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα τού 19ου αιώνα και όχι σε προϋπάρχουσες εθνοτικές διαφορές. Η διαδικασία αυτή, παρ’ όλες τις συγκρούσεις και τις πολυετείς εθνικές προπαγάνδες δεν είχε ολοκληρωθεί κατά την διάρκεια τής τουρκοκρατίας, προσδιόρισε όμως σε σημαντικό βαθμό την κατοπινή πορεία των Σλαβόφωνων έναντι τού δημοσίου.
……….Σε αδρές γραμμές το σκηνικό επαναλήφθηκε από τους Βαλκανικούς Πολέμους μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά τα αποτελέσματα δεν ήταν πάντοτε τα ίδια. Η διοικητική και η ιδεολογική ανεπάρκεια τού ελληνικού κράτους, ιδίως των κατώτερων δημοσίων λειτουργών, που πολλές φορές ερμήνευαν τις γλωσσικές και πολιτιστικές διαφορές ως αμφισβήτηση τής ελληνικής εθνικής κυριαρχίας, είχε τεράστιο συναισθηματικό κόστος στο χώρο των Σλαβόφωνων.
……….Η πιεστική πολιτική και διπλωματική κατάσταση εξανάγκαζε κόμματα και κυβερνήσεις σε βεβιασμένους χειρισμούς που ενίσχυαν τους φόβους των αλλόγλωσσων αγροτών. Τα συμφέροντα των κομμάτων συντηρούσαν τους φόβους και τα τοπικά πάθη γιά τον αποτελεσματικότερο έλεγχο τού εκλογικού σώματος των νέων επαρχιών. Τέλος, η αντιπαράθεση εντοπίων και προσφύγων και τα συναφή οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα επέτειναν τα αισθήματα τής εγκατάλειψης.
……….Ωστόσο δεν θα πρέπει να διαφεύγει τής προσοχής τού σύγχρονου παρατηρητή ότι, παρά τις δυσκολίες που επισημάνθηκαν, η διαδικασία τής περιθωριοποίησης και τής σταδιακής σύμπηξης διαφοροποιημένης εθνοτικής ταυτότητας – στον βαθμό που η εξέλιξη αυτή προχώρησε κατά τα μεσοπολεμικά χρόνια – αφορούσε μόνον πολύ μικρό ποσοστό τού σλαβόφωνου πληθυσμού τής Μακεδονίας.
……….Κεντρική θέση μέσα στο ευρύ πλαίσιο των διπλωματικών προβλημάτων που συνθέτουν το Μακεδονικό Ζήτημα, κατέχει το θέμα τής εθνολογικής ταυτότητας τής Μακεδονίας. Το ερώτημα αυτό απασχόλησε την διεθνή κοινότητα σχεδόν παράλληλα με την δημιουργία τού Μακεδονικού Ζητήματος, αμέσως μετά την λήξη τού Ρωσοτουρκικού Πολέμου τού 1877-78. Η προσπάθεια των Μεγάλων Δυνάμεων στο Λονδίνο και στο Βερολίνο να δημιουργήσουν ένα νέο συνοριακό καθεστώς στα Βαλκάνια, έφερε γιά πρώτη φορά στο προσκήνιο την παντελή σχεδόν έλλειψη εθνογραφικών δεδομένων γιά την Ευρωπαϊκή Τουρκία, ενώ παράλληλα κατέδειξε την βαρύτητα που θα μπορούσαν να έχουν μελλοντικά τέτοιου είδους επιχειρήματα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.[2]
……….Όπως ήταν επόμενο, η αξιοποίηση τής εθνογραφικής παραμέτρου άρχισε να απασχολεί τις βαλκανικές πρωτεύουσες ενόψει τής αναμενόμενης διπλωματικής διευθέτησης τού Μακεδονικού Ζητήματος, που αποτελούσε την τελευταία ουσιαστικά φάση τού Ανατολικού Ζητήματος.[3] Μάλιστα, με δεδομένη την αδυναμία των βαλκανικών κρατών να δώσουν άμεση και δυναμική λύση στο πρόβλημα τής οθωμανικής κληρονομιάς, η ως τότε ανύπαρκτη εθνογραφική επιχειρηματολογία προσέλαβε σημαντικές διαστάσεις και συγχρονίστηκε απόλυτα με τις απαιτήσεις τής εξωτερικής πολιτικής των επίδοξων κληρονόμων τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ιδιαίτερα από τις αρχές τού 20ου αιώνα μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, γιά τον σκοπό αυτό στρατεύτηκε πλήθος εθνογράφων και δημοσιογράφων, χαρτογράφων και γεωγράφων, ανθρωπολόγων και ιστορικών που εκπόνησαν πολυάριθμες σχετικές μελέτες πολλές φορές κατά παραγγελία.[4]
………Η χρησιμότητα των μελετών αυτών για τον σύγχρονο ερευνητή είναι περιορισμένη, λόγω των τεράστιων μεθοδολογικών προβλημάτων αλλά και των ιστορικών συγκυριών που υπονόμευαν την εγκυρότητα των συλλεγόμενων πληροφοριών. Οι παρερμηνείες των στοιχείων, ασυνείδητες ή σκόπιμες, η άγνοια των πολυσύνθετων εθνογραφικών δεδομένων τής Μακεδονίας, οι διαφορετικές μέθοδοι απεικόνισης και, κυρίως, η αυθαίρετη επιλογή κριτηρίων κατάταξης, κατέστησαν επισφαλή την χαρτογράφηση των πληθυσμιακών ομάδων.[5] Τα επίσημα δημογραφικά στοιχεία τού Οθωμανικού κράτους, στον βαθμό που θα μπορούσαν να θεωρηθούν αδιάβλητα, προσφέρουν μόνο αβέβαιες και στιγμιαίες ενδείξεις γιά τον εθνικό προσανατολισμό των υπηκόων τού σουλτάνου στα τέλη τού 19ου αιώνα, εφ΄ όσον, βέβαια, γίνει αποδεκτή η σχετική συνάφεια θρησκείας και εθνικής συνείδησης.[6] Ακόμη και η συλλογή επιπρόσθετων στοιχείων, γιά τις γλωσσικές, εκκλησιαστικές και εκπαιδευτικές προτιμήσεις των Χριστιανών τής Μακεδονίας, που θα μπορούσαν να φωτίσουν εν μέρει την κατάσταση, δεν λύνει το πρόβλημα. Οι προσπάθειες καταγραφής τέτοιων πληροφοριών είχαν κοινή χρονική αφετηρία με την εκδήλωση των αλυτρωτικών επιδιώξεων των βαλκανικών κρατών και επομένως επηρεάζονταν, κατά κανόνα, από διάφορες εθνικές σκοπιμότητες και διιστάμενους θεωρητικούς προσανατολισμούς.[7]
………Η ιστορία αυτή των σκόπιμων και πολύπλευρων παραποιήσεων συνεχίστηκε και μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, ουσιαστικά παρακολούθησε όλες τις κυμάνσεις τού Μακεδονικού Ζητήματος. Ιδιαίτερα συνδέθηκε μάλιστα με το θέμα τής ανταλλαγής των πληθυσμών στα μεσοπολεμικά χρόνια, οπόταν εξακολουθούσε να υπάρχει η προσδοκία -ή ο κίνδυνος-συνοριακών μεταβολών στα Βαλκάνια.[8] Οι αναχρονιστικές ερμηνείες, που συχνά συγχέουν τα φυλετικά με τα εθνοτικά κριτήρια, οι ποικίλες ιδεολογικές καταβολές και οι σκοπιμότητες συντέλεσαν στην περαιτέρω στρέβλωση τής ιστορικής πραγματικότητας.[9] Σήμερα, η πιστή αναπαράσταση τού εθνογραφικού χάρτη τής Μακεδονίας τού 19ου αιώνα (ίσως και τού 20ου), είναι ανέφικτη και φυσικά δεν μπορεί να στηρίξει -αν ποτέ μπόρεσε- οποιαδήποτε πολιτική ή εθνική επιχειρηματολογία. Άλλωστε, κατά παράδοση, η ιστορική αλήθεια γιά την Μακεδονία ελάχιστα ενδιέφερε, ιδιαίτερα όταν δεν συμπορευόταν με την πολιτική και τα οράματα των βαλκανικών κρατών.
……….Ωστόσο, η παραποίηση τής εθνογραφικής εικόνας τής Μακεδονίας από στατιστικής πλευράς δεν δημιουργεί κάποιο δυσαναπλήρωτο κενό γιά τον ιστορικό. Η συνειδητοποίηση των εθνοτικών διαφορών από το μεγαλύτερο μέρος τού μακεδονικού πληθυσμού, που ζούσε ακόμα μέσα στην σύνθετη “ρωμαίικη”, ελληνορθόδοξη πολιτιστική παράδοση, έγινε κυρίως μέσα από την εμφάνιση και την διάδοση των εθνικών προπαγανδών.[10]
……….Oυσιαστικά είναι απίθανο να υπήρξε κατά τον 19ο αιώνα αποκρυσταλλωμένη εθνογραφική εικόνα γιά ολόκληρη την Μακεδονία. Σκοπός, λοιπόν, τής μελέτης αυτής δεν είναι η ερμηνεία τής νεότερης ιστορίας τής Μακεδονίας με βάση έννοιες που εισήχθησαν εσπευσμένα, με τρόπους προπαγανδιστικούς ή και βίαιους και που φυσικά στερούνται αναδρομικής ισχύος, αλλά ο προσδιορισμός των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών παραμέτρων που καθόρισαν την στάση τού χριστιανικού σλαβόφωνου πληθυσμού έναντι τού ελληνικού εθνικού κράτους στην πορεία των ιστορικών γεγονότων μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
……….Σύμφωνα με τις σχετικά έγκυρες βρετανικές πηγές, το μεγαλύτερο μέρος τού χριστιανικού πληθυσμού τού ευρύτερου γεωγραφικού χώρου τής Μακεδονίας, τής «Μείζονος Μακεδονίας», όπως και αν οριστεί η περιοχή αυτή, δεν ήταν ελληνόφωνο.[11] Η ελληνόφωνη ζώνη κάλυπτε χονδρικά τις περιοχές νοτίως τής Καστοριάς, τής Έδεσσας, των Γιαννιτσών, τού Κιλκίς, των Σερρών και τής Δράμας. Στην προς βορρά τού νοητού αυτού ορίου περιοχή, κυριαρχούσαν διάφορα σλαβικά ιδιώματα διαφόρων βαθμών συγγένειας με την βουλγαρική, ιδιαίτερα στην βόρεια ζώνη, δηλαδή βορείως τού Μοναστηρίου, τής Στρώμνιτσας και τού Μελένικου. Φυσικά ούτε η ελληνόφωνη ούτε η σλαβόφωνη ζώνη ήταν συμπαγής, αφού διακόπτονταν από πλήθος ετερόγλωσσων νησίδων.[12] Μολονότι σε προγενέστερες εποχές οι Σλαβόφωνοι αυτοί προσδιορίζονταν και με το εθνικό επίθετο «Σέρβοι», [13] στον 19ο αιώνα χαρακτηρίζονταν κυρίως ως «Βούλγαροι». [14] Ακόμη και στα τέλη τής δεκαετίας τού 1860, οι Βρετανοί Πρόξενοι αποκαλούσαν το σύνολο των Σλαβόφωνων τής Μακεδονίας «Βούλγαρους».[15] Αν και ανιστόρητη, ωστόσο η χρήση τού όρου είχε μιά τρέχουσα ερμηνευτική σημασία. Αναφερόταν κυρίως στην μη ελληνική γλώσσα τού πληθυσμού, αλλά ταυτόχρονα είχε σταδιακά αποκτήσει και κάποια οικονομική και πολιτιστική χροιά. Οι «Βούλγαροι», κατά την μαρτυρία Βρετανού Πρόξενου, ήταν πιστοί υπήκοοι, φιλειρηνικοί και βολικοί, ζητούσαν μόνο δικαιοσύνη, χρηστή διοίκηση και αμερόληπτη φορολογία. Γιά κάθε άλλο θέμα, είτε είχαν άγνοια είτε αδιαφορούσαν.[16]
……….Πραγματικά η συντριπτική πλειοψηφία τού σλαβόφωνου στοιχείου των πεδινών και των υψιπέδων ήταν αγρότες, καλλιεργητές τσιφλικιών, οργανωμένοι μερικές φορές σε πολυεστιακές οικογένειες,[17] με βασική εξαίρεση μέρος τού πληθυσμού των ορεινών τής δυτικής Μακεδονίας, όπου οι γεωφυσικοί περιορισμοί είχαν στρέψει πολλούς στην υλοτομία, την κτηνοτροφία και την οικοδομική. Οι περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες των κοινοτήτων τους και η αναγκαιότητα τής παιδικής εργασίας φαίνεται ότι, τουλάχιστον μέχρι την δεκαετία τού 1860, αν όχι και αρκετά αργότερα, οπότε άρχισε η εισροή σοβαρών χρηματικών ενισχύσεων από το εξωτερικό, δεν επέτρεπαν την τακτική λειτουργία σχολείων, πολύ δε περισσότερο εθνικά προσανατολισμένων εκπαιδευτηρίων. Το γεγονός, βέβαια, αυτό δημιουργούσε οξύτατη αντίθεση με τα ευπορότερα ελληνόφωνα, βλαχόφωνα και αλβανόφωνα ημιαστικά και αστικά κέντρα, όπου η εκπαιδευτική παράδοση μερικές φορές χανόταν στα μεσαιωνικά χρόνια, ενώ από τα μέσα τού 19ου αιώνα προετοιμαζόταν συστηματικά από έμπειρους δασκάλους μορφωμένους στην Αθήνα η ενσωμάτωση τού πληθυσμού στην ελληνική εθνική ιδεολογία.[18]
……….Φυσικά το σύνολο των Σλαβόφωνων υπαγόταν θρησκευτικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, βασικό φορέα τής ελληνικής γλώσσας και τής ορθόδοξης παράδοσης. Όμως η κρατούσα στην Ελλάδα αντίληψη, τουλάχιστον τις πρώτες δεκαετίες τού 19ου αιώνα, ότι δηλαδή, λόγω τής ορθόδοξης πίστης τους, οι Σλαβόφωνοι τής Μακεδονίας είχαν ασπασθεί και την νεοπαγή ελληνική εθνική ιδεολογία, παράβλεπε την ευρύτατη δυσαρέσκεια των εξαθλιωμένων σλαβόφωνων αγροτικών κοινοτήτων, λόγω των υπερβολικών οικονομικών απαιτήσεων μερικών μητροπολιτών.[19] Αναμφίβολα, από τις αρχές τού 19ου αιώνα, ένα μέρος αυτού τού σλαβόφωνου πληθυσμού είχε ενσωματωθεί στην ελληνική επαναστατική κίνηση και ίσως λιγότερο στον νεοελληνικό εθνικισμό. Ωστόσο η έκταση τής συμμετοχής αυτής, έως την ελληνική εξέγερση τού 1878, δεν θα πρέπει να υπερεκτιμάται. Είναι σαφές ότι τα ελληνικά κινήματα γιά λόγους στρατηγικούς αναζήτησαν ερείσματα κυρίως στην Χαλκιδική, την Πιερία και την νοτιοδυτική Μακεδονία, στις περιοχές τής Κοζάνης και των Γρεβενών, δηλαδή σε μέρη όπου οι Ελληνόφωνοι αποτελούσαν την συντριπτική πλειοψηφία. Ακόμα και η επανάσταση τού 1821-22, γεωγραφικά τουλάχιστον, δεν φαίνεται να επεκτάθηκε σε μεγάλο μέρος τής σλαβόφωνης Μακεδονίας, όπως αυτή ορίστηκε παραπάνω, χωρίς βέβαια να υποτιμάται η συνεισφορά περιώνυμων σλαβόφωνων οπλαρχηγών.[20]
……….Οι παρατηρήσεις αυτές φυσικά δεν σημαίνουν ότι ο σλαβόφωνος πληθυσμός τής Μακεδονίας είχε εκδηλώσει στο σύνολό του, ή έστω τμηματικά, φιλοβουλγαρικές τάσεις, το αντίθετο μάλιστα. Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, η Ρωσία επέκτεινε την πανσλαβιστική τής εκστρατεία στον μακεδονικό χώρο υποστηρίζοντας την βουλγαρική εθνική ιδέα.[21] Τόσο ο γλωσσικός παράγοντας όσο και ο γεωγραφικός ήταν με το μέρος της. Η Ελλάδα, αποκομμένη στα νότια τής Βαλκανικής, όχι μόνο δεν είχε συλλάβει την σοβαρότητα των εξελίξεων στην Μακεδονία και την αναγκαιότητα τής αντιπροπαγάνδας, αλλά είχε επιπλέον να αντιμετωπίσει τις σοβαρές διπλωματικές συνέπειες τής Κρητικής εξέγερσης τού 1866. Το 1870 προστέθηκε ένας ακόμη αποφασιστικός παράγοντας υπέρ τής βουλγαρικής πλευράς. Η Πύλη νομιμοποίησε την βουλγαρική εξαρχική εκκλησία, η οποία δύο χρόνια αργότερα αποσχίστηκε από το Πατριαρχείο και επίσημα πλέον πρόσφερε μιά εναλλακτική λύση στους πληθυσμούς που επιθυμούσαν να απαλλαγούν από την εξάρτησή τους από την Κωνσταντινούπολη. Παρά ταύτα η πρόοδος τής βουλγαρικής προπαγάνδας την περίοδο 1870-1878 ήταν ορατή μόνο στις περιοχές βορείως τής Αχρίδας, τού Μοναστηρίου, τής Στρώμνιτσας και τού Μελένικου και σε μικρότερο βαθμό στις περιοχές τού Κιλκίς και τής Πελαγονίας.[22]
……….Όμως το Συνέδριο τού Βερολίνου (1878) άλλαξε ριζικά τον πολιτικό χάρτη των Βαλκανίων. Η ίδρυση τής Ηγεμονίας τής Βουλγαρίας και το βουλγαρικό επαναστατικό κίνημα στην Κρέσνα έθεταν πλέον το ελληνικό κράτος προ σοβαρών πολιτικών ευθυνών. Η μέθοδος τής υποκίνησης επαναστατικών κινημάτων, που γιά δεκαετίες είχε εφαρμοστεί πιστά στην Μακεδονία, φαινόταν ότι είχε εξαντλήσει τις δυνατότητές της. Άλλωστε, η εξέλιξη τής επανάστασης τού 1878 έδειξε ότι το ελληνικό κράτος δεν θα έπρεπε προς το παρόν να στηρίζει υπερβολικές επαναστατικές ελπίδες πάνω στους ψυχολογικά απροετοίμαστους και ανεκπαίδευτους αγρότες, ιδιαίτερα στα πεδινά τής Μακεδονίας. Η χρησιμοποίηση ανοργάνωτων και πεινασμένων ληστανταρτών έθετε σε σοβαρό κίνδυνο την εύθραυστη αγροτική οικονομία και, το σημαντικότερο, πυροδοτούσε έναν ανεξέλεγκτο κύκλο άγριων τουρκικών αντιποίνων. Η αναγκαιότητα έργου υποδομής ήταν πασιφανής και οι συγκεκριμένοι στόχοι παγιώθηκαν κατά την επόμενη δεκαετία: ενίσχυση τής εθνικής εκπαίδευσης και τής εκκλησίας, οικονομική ενίσχυση των υπόδουλων και δημιουργία δικτύου πληροφοριών.[23]
……….Τα χρόνια όμως που ακολούθησαν ήταν κάθε άλλο παρά ευνοϊκά γιά την πραγματοποίηση αυτών των στόχων. Η δυσκολία συντονισμού ανάμεσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στο υπουργείο των Εξωτερικών τής Ελλάδος δημιουργούσε αρκετά ακανθώδη προβλήματα στο θέμα τού προσανατολισμού τής εθνικής πολιτικής. Η αποτυχημένη επιστράτευση τού 1885-86 και η ήττα τού 1897, έδειξαν τις περιορισμένες δυνατότητες τού στρατεύματος, την στιγμή που οι τουρκικές και βουλγαρικές ένοπλες δυνάμεις έδρεπαν δάφνες στα πολεμικά πεδία. Η οικονομική δυσπραγία τού ελληνικού δημοσίου περιέστελλε αποφασιστικά την υλοποίηση κάθε μεγαλεπίβολου εκπαιδευτικού και οικονομικού σχεδίου γιά την Μακεδονία, ενώ ο ανώτερος κλήρος δεν συνέλαβε πάντοτε έγκαιρα τα σημεία των καιρών.[24]
……….Έτσι, παρά την εντυπωσιακή πρόοδο τής ελληνικής εθνικής εκπαίδευσης στην Μακεδονία, οι μορφωτικές και προσηλυτιστικές πρωτοβουλίες τής βουλγάρικης κυβέρνησης, τής Εξαρχίας και των διαφόρων συνεργαζόμενων βουλγαρομακεδονικών συλλόγων βρήκαν κι αυτές ανταπόκριση μεταξύ των Σλαβόφωνων. Σημαντικό έργο στον τομέα αυτό, άλλωστε, γινόταν και στην Βουλγαρία, όπου μετά το 1878 κατέφευγε ετησίως αυξανόμενος αριθμός σλαβόφωνων εποχιακών μεταναστών και υπότροφων μαθητών από όλες τις περιοχές τής Μακεδονίας.[25]
……….Πριν από τα μέσα τής δεκαετίας τού 1890, η βουλγαρική διείσδυση ήταν ορατή σ’ ολόκληρη την σλαβόφωνη ζώνη, ακόμα και στα νοτιότερα τμήματά της. Σύμφωνα με έναν υπολογισμό, το 1891 στην περιοχή Καστοριάς 13 μόνο σλαβόφωνα χωριά (σε σύνολο 53) είχαν προσχωρήσει στην Εξαρχία και στην περιοχή Μοναστηρίου 24 από τα 100. Το 1894 οι αριθμοί είχαν αυξηθεί σε 26 και 42 αντίστοιχα.[26] Όπως ήταν επόμενο, η ελληνική στρατιωτική ήττα στον πόλεμο τού 1897, η παρουσία τού Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου και η σταδιακή χρησιμοποίηση ένοπλων ομάδων από βουλγαρικής πλευράς, επιτάχυνε τους προσηλυτιστικούς ρυθμούς. Μολονότι ξένος παρατηρητής επεσήμανε τον καταλυτικό ρόλο των εκκλησιαστικών οικονομικών αιτημάτων, ωστόσο φαίνεται ότι η διαδικασία τού προσηλυτισμού στην βουλγαρική εθνική ιδέα ήταν περισσότερο πολύπλοκη από ό,τι υπαινίσσεται η παρατήρηση αυτή. Ο Έλληνας πρόξενος στο Μοναστήρι παρατήρησε το 1902 ότι, παράλληλα με τις απειλές των συμμοριών, βασική αιτία γιά τα αναπτυσσόμενα φιλοβουλγαρικά αισθήματα των Σλαβόφωνων ήταν το γεγονός ότι οι Βούλγαροι μονοπωλούσαν πλέον την επαναστατική αντιτουρκική ιδεολογία.[27] Σε μια άλλη έκθεσή του, ο Έλληνας πρόξενος εφιστούσε προσοχή στο έργο των βουλγαρικών ανταρτικών ομάδων στα χωριά «Εκεί παίζεται το εν Μακεδονία εθνικόν ημών μέλλον και εκείθεν θα προέλθη θάττον η βραδίον ο κίνδυνος της επαναστάσεως…».[28] Τί ακριβώς συνέβη μέσα σ’ αυτές τις κοινότητες δεν είναι ακόμη εξακριβωμένο. Σίγουρο πάντως είναι ότι εκτός από τα παράπονα γιά ορισμένους μητροπολίτες, την κατήχηση και το χρηματισμό, ο βουλγαρικός προσηλυτισμός βασίστηκε, ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι πιστεύουμε, στις εσωτερικές κοινοτικές και ποικίλες κοινωνικές αντιθέσεις, αλλά και στην αντιπαράθεση αυτόχθονων και ετερόχθονων.[29] Επίσης αποφασιστικό ρόλο έπαιξε η στάση των ντόπιων καπεταναίων, ανθρώπων με εξαιρετική επιρροή λόγω τής έλλειψης κρατικής ασφάλειας, όπως και των ντόπιων κληρικών και των δασκάλων.[30] Παρά την αριθμητική αύξηση τού εξαρχικού στοιχείου θα πρέπει να τονιστεί και η ταυτόχρονη συνειδητοποίηση και περιχαράκωση των πατριαρχικών σλαβόφωνων παρατάξεων -ολόκληρων κοινοτήτων μερικές φορές-, των φανατικών Ελλήνων ή «Γραικομάνων», που εκδήλωσαν την αντίθεσή τους με την συντήρηση ελληνικών σχολείων και πατριαρχικών εκκλησιών.
……….Δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι η κατεύθυνση τής επαναστατικής ιδεολογίας που καλλιεργήθηκε την περίοδο αυτή στους Σλαβόφωνους, ήταν γνήσιο δημιούργημα τού βουλγαρικού εθνικισμού. Βέβαια, τυπικά, το μακεδονικό αυτονομιστικό κίνημα υπήρχε από το 1893, αλλά η σύνδεσή του με την βουλγαρική εθνική ιδεολογία ήταν σαφέστατη, όπως και ο συγκεκριμένος ρόλος που έπαιξε στο πλαίσιο τής βουλγαρικής εξωτερικής πολιτικής.[31] Δεν μπορεί φυσικά να αρνηθεί κανείς την ύπαρξη μιάς ολιγάριθμης elit Σλαβόφωνων τής Μακεδονίας που διαχώριζε, ως ένα σημείο, τις πολιτικές επιδιώξεις της και από την Βουλγαρία και από την Ελλάδα. Ωστόσο, ο ισχυρισμός υπάρξεως μακεδονικής εθνικής ιδεολογίας με λαϊκό έρεισμα είναι εντελώς ανυπόστατος. Είναι ίσως χαρακτηριστικά τα λόγια τοπικού οπλαρχηγού των Κορεστίων, του καπετάν Κώττα, που γιά μερικά χρόνια συμπαρατάχθηκε με την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ): «Πάντες είμεθα αδελφοί Χριστιανοί και ως αληθινοί Χριστιανοί πρέπει και Έλληνες και Αλβανοί και Βλάχοι και Βούλγαροι να βοηθώμεν αλλήλους ίνα κερδίσωμεν εκείνο το οποίον ηρχίσαμεν. Διότι ο αγών είναι ιερός και το κέρδος κοινόν» (δηλαδή η ελευθερία τής Μακεδονίας).[32] Οι Μακεδόνες, ως ξεχωριστή εθνοτική ομάδα ή κοινωνική τάξη, απουσίαζαν εντελώς από τα σχέδια των πρωτοπόρων τής ΕΜΕΟ. Άλλωστε, το γεγονός αυτό έγινε σαφές λίγο αργότερα.
……….Κατά την περίοδο 1900-1903, ενόψει τής προετοιμασίας επαναστατικού κινήματος, η βουλγαρική πίεση προς τους Σλαβόφωνους κορυφώθηκε. Μέσα σ’ ένα κλίμα γενικής αναρχίας, βουλγαρικές ανταρτικές ομάδες πλαισιωμένες από πολυάριθμους ντόπιους ένοπλους, κατάφεραν, άλλοτε με κηρύγματα και πιό συχνά με απειλές και οικονομικούς εκβιασμούς, να εξουδετερώσουν τον παραδοσιακό συντηρητισμό και να εξασφαλίσουν την τυπική προσχώρηση πολυάριθμων σλαβόφωνων κοινοτήτων στην Εξαρχία. Όταν όμως έφτασε η ώρα τής εξέγερσης, την μέρα τού Προφήτη Ηλία του 1903, το σύνθημα «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες» δεν στάθηκε ικανό να προκαλέσει ένα γενικό ξεσηκωμό τού σλαβόφωνου στοιχείου. Παρά τις υποσχέσεις γιά βουλγαρική και ρωσική βοήθεια, οι περισσότεροι ντόπιοι είχαν σαφή επίγνωση τού τεράστιου κινδύνου και των επαπειλούμενων τουρκικών αντιποίνων, όπως τα είχαν γνωρίσει άλλωστε και το 1878. Η ανυπαρξία ισχυρής επαναστατικής διάθεσης και ιδεολογίας στα 1903, παρά τις στατιστικές που εμφανίζουν σημαντικό αριθμό επαναστατημένων εξαρχικών χωριών, είναι ενδεικτική των ποικίλων μη ιδεολογικών αιτίων που είχαν οδηγήσει τις σλαβόφωνες κοινότητες στην προσωρινή ή μόνιμη εγκατάλειψη τού Οικουμενικού Πατριαρχείου. Πάντως, η απουσία ιδεολογικών κινήτρων ανάγκασε τα στελέχη τής ΕΜΕΟ να προχωρήσουν σε οικονομικές υποσχέσεις (παραγραφή χρεών και αναδασμός) που, βέβαια, με δεδομένη την αδυναμία τής Πύλης να εφαρμόσει κάποιο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, αποτελούσαν γιά τους σλαβόφωνους κολίγους πολύ πιό ουσιαστικό δέλεαρ από ό,τι η «ανεξάρτητη Μακεδονία». Μάλιστα, επειδή ούτε τα οικονομικά συνθήματα έφεραν τον επιθυμητό γενικό ξεσηκωμό των Σλαβόφωνων, οι προσπάθειες των επαναστατών στράφηκαν ανοικτά προς την πρόκληση τουρκικών αντιποίνων με επιθέσεις εναντίον μουσουλμανικών πληθυσμών.[33]
……….Το κίνημα τού Ιλιντεν, όπως ονομάστηκε, πέτυχε να διεθνοποιήσει την βουλγαρική άποψη γιά το Μακεδονικό Ζήτημα και κυρίως να καταστήσει τους Βούλγαρους αδιαφιλονίκητους διεκδικητές τού ευρύτερου γεωγραφικού μακεδονικού χώρου. Έτσι, κατά το ξεκίνημα τής ελληνικής αντεπίθεσης, το καλοκαίρι τού 1904, οι οιωνοί ήταν κάθε άλλο παρά αίσιοι. Οι αιματηρές συγκρούσεις μιάς δεκαετίας είχαν σίγουρα οδηγήσει στην σύμπηξη δύο ευδιάκριτων πυρήνων στις σλαβόφωνες κοινότητες: ενός βουλγαρικού ή Εξαρχικού και ενός ελληνικού ή Πατριαρχικού. Οι δύο αυτοί πυρήνες -ουσιαστικά επρόκειτο γιά δύο πολιτικές παρατάξεις, τους «Ελληνίζοντες» και τους «Βουλγαρίζοντες»- αν και ομόγλωσσοι ή ακόμη και συγγενικοί, χωρίζονταν πλέον από σοβαρές, κατά τόπους ίσως αγεφύρωτες, διαφορές, πολύ οξύτερες από αυτές που είχαν προκαλέσει την αρχική τους διάσταση. Παράλληλα είχε δημιουργηθεί κλίμα κοινωνικής και οικονομικής ανασφάλειας, ευνοώντας την προσχώρηση τού υπόλοιπου χριστιανικού πληθυσμού προς την ισχυρότερη πλευρά, η οποία αναμενόταν ή διατεινόταν ότι θα εξασφάλιζε την προστασία τής αγροτικής κοινότητας. Στο κλίμα αυτό η πορεία των πραγμάτων ήταν προδιαγεγραμμένη. Ο βουλγαρικός πυρήνας, ως ισχυρότερος στρατιωτικά, αν όχι και οικονομικά, είχε όλη την άνεση χρόνου να εξολοθρεύσει συστηματικά τα ελληνικά ερείσματα και να πετύχει την σταδιακή προσχώρηση στην Εξαρχία όλων των κοινοτήτων.[34]
……….Αυτή ακριβώς η δεκαετία των πιέσεων και τής τρομοκρατίας δημιούργησε τα σημαντικότερα προβλήματα που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τα πρώτα ελληνικά σώματα που εμφανίστηκαν στην Μακεδονία. Ο Παύλος Μελάς, ρομαντικός ευπατρίδης, αρνήθηκε να δράσει με τους ίδιους κανόνες. Οι ήπιες μέθοδοί του έγιναν αντικείμενο κριτικής και θεωρήθηκαν αναποτελεσματικές. Βραχυπρόθεσμα σίγουρα έσφαλε και το σφάλμα του αυτό, να μην υιοθετήσει τις σκληρές κλέφτικες μεθόδους, το πλήρωσε με την ζωή του. Μακροπρόθεσμα όμως ο Μελάς είχε δίκιο, γιατί αποδείχθηκε ότι η τρομοκρατία, αν και φαινομενικά επιτάχυνε το σχηματισμό εθνικών στρατοπέδων, ουσιαστικά παρέτεινε την ρευστότητα των εθνικών αισθημάτων και πολλαπλασίαζε τις περιπτώσεις τού κρυπτοπατριαρχισμού και τού κρυπτοεξαρχισμού.
……….Οι διάδοχοι τού Μελά, με την σειρά τους, κατάλαβαν εύκολα ότι μιά δεκαετία απρόσκοπτης βουλγαρικής δράσης και πέντε αιώνες τουρκοκρατίας χωρίς συστηματική εκπαίδευση, είχαν αναστείλει το σχηματισμό εθνικής συνείδησης. Ωστόσο, ούτε αυτοί ούτε οι Βούλγαροι αντίπαλοί τους διέθεταν πλέον τον χρόνο γιά να δουν τα αποτελέσματα μιάς μακροπρόθεσμης εκπαιδευτικής εκστρατείας. Έτσι το άνοιγμα και το κλείσιμο των σχολείων και των εκκλησιών, η λειτουργία στα ελληνικά ή στα σλαβικά, ο εμπρησμός των εκκλησιαστικών βιβλίων, οι δολοφονίες επώνυμων στελεχών τής αντίπαλης παράταξης, οι δηώσεις χωριών, η προσφορά καταλυμάτων στους αντάρτες, όλα απέκτησαν συμβολικό μάλλον χαρακτήρα παρά ουσιαστικό μέσα σε τέσσερα χρόνια (1904-1908) αδυσώπητου ανορθόδοξου πολέμου ένοπλων ομάδων.[35] Σημασία είχε κυρίως η μεταστροφή των στατιστικών δεδομένων, η οποία θα επέτρεπε στην μία από τις δύο χώρες να διεκδικήσει πειστικά την Μακεδονία ή μέρος αυτής σε εύθετο χρόνο.
……….Το καλοκαίρι τού 1908, όταν οι Νεότουρκοι υποσχέθηκαν την παροχή συνταγματικών δικαιωμάτων στους υπόδουλους Χριστιανούς, η ελληνική πλευρά μπορούσε να καυχηθεί ότι χάρη στην αποφασιστικότητα των Μακεδονομάχων και την σθεναρή υποστήριξη σλαβόφωνων, βλαχόφωνων και αλβανόφωνων πυρήνων είχε αντιστρέψει την εικόνα που είχαν δημιουργήσει οι καλοοργανωμένες βουλγαρικές δραστηριότητες σε τριάντα χρόνια. Θα μπορούσε ακόμη να ισχυριστεί με αρκετά σοβαρά επιχειρήματα ότι η δημιουργία ενός πλαίσιου σχετικής ασφαλείας και ο τερματισμός τού βουλγαρικού εθνικοαπελευθερωτικού μονοπωλίου λειτούργησαν ως καταλύτες γιά την οριστική τοποθέτηση σημαντικού αριθμού ουδέτερων Σλαβόφωνων στο ελληνικό στρατόπεδο, που πρόβαλλε πλέον ως ο πιθανότερος κληρονόμος τής Μακεδονίας.
……….Κατά την τετραετία των Νεότουρκων (1908-1912) οι συνταγματικές ελευθερίες προετοίμασαν μιά ακόμα κονίστρα αντιπαραθέσεων: την πολιτική. Βέβαια, οι πολιτικές διαμάχες κατά την περίοδο αυτή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η συνέχεια τού ένοπλου αγώνα και των εθνικών διαφορών με ειρηνικότερα μέσα.[36] Φυσικά οι ένοπλες συγκρούσεις δεν σταμάτησαν ολοσχερώς, όμως η εξακολούθηση τής δράσης των ντόπιων πατριαρχικών σωμάτων διαφύλαξε με σχετική επιτυχία τα ελληνικά κέρδη τής προηγούμενης τετραετίας.[37] Την οριστική σφραγίδα τής ελληνικής επιτυχίας έθεσαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, οι οποίοι κατοχύρωσαν την ελληνική παρουσία σε μεγάλο μέρος τής μεσαίας σλαβόφωνης ζώνης.
……….Ωστόσο, η ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος δεν σήμαινε και την αυτόματη αφομοίωση όλου τού ντόπιου πληθυσμού στην ελληνική εθνική ιδεολογία. Στην ελληνική δυτική Μακεδονία οι Σλαβόφωνοι αντιπροσώπευαν ποσοστό μεγαλύτερο από τα 3/4 τού πληθυσμού και σίγουρα και στις υπόλοιπες παραμεθόριες περιοχές τα ποσοστά δεν ήταν χαμηλότερα. Είναι δύσκολο να διαγνωστούν αναδρομικά οι προθέσεις αυτού τού πληθυσμού, ιδιαίτερα αυτών που συνέχιζαν να διαφοροποιούνται από τους Έλληνες μέχρι την παραμονή των Βαλκανικών Πολέμων. Βέβαια, η βουλγαρική ήττα στο Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο διευκόλυνε σημαντικά τις ελληνικές επιδιώξεις. Εύκολα μπορεί να υποθέσει κανείς ότι οι ρευστών εθνικών φρονημάτων πληθυσμοί κινήθηκαν αυτόματα προς την ισχυρότερη ελληνική πλευρά, εγκαταλείποντας μαζικά τις φιλοβουλγαρικές διαθέσεις, δημόσια τουλάχιστον. Παράλληλη ήταν και η πορεία των βουλγαροφρόνων, δηλαδή των πρώην Εξαρχικών κατοίκων, κάτω από την άμεση απειλή αντεκδικήσεων, αφού η συμμαχία Ελλάδος-Βουλγαρίας δεν υφίστατο.[38] Το ελληνικό κράτος διέθετε πλέον και τυπικά και ουσιαστικά την άνεση να προωθήσει στην ελληνική Μακεδονία την πολυπόθητη ενσωμάτωση όλων των πληθυσμιακών ομάδων στην ελληνική εθνική ιδεολογία, όμως τα αποτελέσματα μέχρι την έκρηξη τού Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου φαίνεται πως δεν ήταν τα αναμενόμενα.
……….Μετά από μακρά δουλεία και έναν σκληρό αγώνα, οι Έλληνες τής Μακεδονίας προσδοκούσαν άμεση αντιστροφή των ρόλων κυρίαρχου-υπόδουλου, η οποία θα επέτρεπε την τακτοποίηση των λογαριασμών που εκκρεμούσαν με Μουσουλμάνους και Εξαρχικούς.[39] Αρχειακές πληροφορίες πιστοποιούν ότι ιδιαίτερα το διάστημα που προηγήθηκε τού Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς οι πρώτοι πρόσφυγες έκαναν την εμφάνισή τους, οι πιέσεις των Πατριαρχικών προς τους πρώην Εξαρχικούς αλλά και προς τους Μουσουλμάνους ήταν αφόρητες.[40] Την πολιτική αυτή προωθούσαν μερικά παλαιά στελέχη τού ελληνικού Κομιτάτου, αλλά και πολλοί καιροσκόποι, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τις αδυναμίες των δημόσιων υπηρεσιών και την άγνοια των κομμάτων, γιά να προωθήσουν προσωπικά, τοπικά ή μικροκομματικά συμφέροντα.[41] Η ανάδειξη των τοπικών αυτών τυραννίσκων και ο παραγκωνισμός των παραδοσιακών τοπικών αρχόντων, με αφορμή ή πρόσχημα αμφίβολα μερικές φορές εθνικά φρονήματα περιόρισαν τις προσδοκίες πολλών Σλαβόφωνων και ιδιαίτερα των βουλγαρόφρονων από το ελληνικό κράτος. Εξάλλου η διατήρηση των περισσότερων εξαρχικών ιερέων στην υπηρεσία, τους προσέφερε ένα εναλλακτικό πόλο συσπείρωσης τού οποίου η επιρροή δεν έπρεπε να υποτιμάται.
……….Τις αρνητικές αυτές εντυπώσεις ενίσχυσαν περαιτέρω η ακαταλληλότητα των δημοσίων υπαλλήλων και η περιορισμένη παροχή υπηρεσιών.[42] Η υποβάθμιση των παλαιών κοινοτικών αρχών σε συνδυασμό με την οριστική αναστολή όλων των εκπαιδευτικών, θρησκευτικών και κοινωνικών βοηθημάτων από την Βουλγαρία, την Ρουμανία και την Ελλάδα, τα οποία γιά δεκαετίες στήριζαν τον ελλειμματικό προϋπολογισμό των κοινοτήτων, οδήγησε σε ξαφνική οικονομική καθίζηση. Η αδυναμία τού κράτους να αναλάβει αμέσως τα δημόσια έργα και την κοινωνική πρόνοια ή να προχωρήσει σε ρύθμιση τού φλέγοντος αγροτικού ζητήματος[43] δημιούργησε οξύ κοινωνικό πρόβλημα ιδιαίτερα σε όσους είχαν υποστεί αβαρίες τα προηγούμενα χρόνια και ζούσαν μέχρι το 1912 επιδοτούμενοι.[44] Από την άλλη, διατηρήθηκαν παλαιοί και ελάχιστα δημοφιλείς θεσμοί όπως η αγγαρεία και η τροφοδοσία των χωροφυλάκων (κότα-πίττα). Το κυριότερο όμως πρόβλημα ήταν η αδρανοποίηση τής εκπαίδευσης σε μιά περίοδο που θα μπορούσε να πρόσφερε σημαντικό αφομοιωτικό έργο.[45] Φυσικά το πολιτικό κόστος το χρεώθηκε αποκλειστικά η κυβέρνηση Βενιζέλου, η οποία βρισκόταν στην εξουσία μέχρι την άνοιξη τού 1915. Έτσι, αν ληφθούν υπόψη και οι έντονες κοινωνικές διαμάχες που είχε εκδηλωθεί στα αστικά κέντρα, φαίνεται απόλυτα φυσιολογικός ο σαφής προσανατολισμός των Σλαβόφωνων προς το Λαϊκό κόμμα αμέσως μετά την εκδήλωση τής διάστασης Κωνσταντίνου-Βενιζέλου, ήδη από το 1915.[46]
……….Αλλά και οι εξελίξεις των επόμενων χρόνων δεν απάλυναν τις αρνητικές εντυπώσεις γιά την βενιζελική πολιτική. Βέβαια οι Φιλελεύθεροι θα μπορούσαν δικαιολογημένα να επικαλεστούν τα σοβαρά εμπόδια που αντιμετώπισαν στην Μακεδονία λόγω τής εμπόλεμης κατάστασης. Ουσιαστικά ο σλαβόφωνος τομέας τής δυτικής Μακεδονίας αποτελούσε τα μετόπισθεν τού μακεδονικού μετώπου και ήταν επίσημα χαρακτηρισμένος ως πολεμική ζώνη. Έτσι τα εγγενή προβλήματα περιπλέχθηκαν με τα ακανθώδη θέματα τής συμμαχικής στρατιωτικής παρουσίας και των παρεπόμενων τής σύρραξης. Οι οικονομικές δυσχέρειες ήταν βέβαια το πρώτο φυσικό επακόλουθο. Η αποκοπή τής Μακεδονίας από την Θεσσαλία, οι επιτάξεις ζώων από τον γαλλικό στρατό, η υποχρεωτική εργασία στα δημόσια έργα, η τραγική κατάσταση των δρόμων και των επικοινωνιών, η απουσία γεωπόνων, η μερική επιστράτευση σε μιά περιοχή που από την αρχή τού αιώνα μαστιζόταν από λειψανδρία και η έλλειψη στοιχειώδους τεχνικής υποδομής δημιούργησαν μία εικόνα πλήρους εγκατάλειψης.[47]
……….Η εικόνα τής εκπαίδευσης, όπως παρατηρήθηκε και παραπάνω, ήταν εξίσου αρνητική, όχι μόνον εξαιτίας τής αδυναμίας συντηρήσεως σχολείων και δασκάλων, αλλά και λόγω των ατελειών τού εκπαιδευτικού συστήματος. Όταν συναντήθηκε ο αντιπρόσωπος τής Προσωρινής Κυβέρνησης, ο Παύλος Καλλιγάς, με το διδασκαλικό προσωπικό τής Φλώρινας, νόμισε ότι βρέθηκε εμπρός σε ομάδα επαιτών. Οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί, μη μπορώντας να καλύψουν τις ανάγκες των πολυμελών οικογενειών τους με τους γλίσχρους μισθούς τους, ήταν ταυτόχρονα -ή, μάλλον, κυρίως- χειρώνακτες γεωργοί. Αυτή ήταν η μία όψη τού νομίσματος τής εκπαίδευσης. Η άλλη, η πιό επικίνδυνη και υπονομευτική γιά τους ελληνικούς στόχους, ήταν ο σχολαστικισμός, ο οποίος, κατά τα γραπτά τού Καλλιγά, «…κατόρθωσε με τα ωά και τα κάνιστρα να μάς κάμη να χάσωμεν και τα αυγά και τα καλάθια εν Μακεδονία…».[48] Τα εκκλησιαστικά προβλήματα δεν ήταν λιγότερα και η βαρύτητά τους δεν ήταν ασήμαντη, λόγω τής παραδοσιακής και έντονης θρησκευτικότητας των αγροτών. Οι μητροπολίτες, πολλές φορές προσκολλημένοι στις παλαιές παραδόσεις, δεν μπορούσαν -οι φιλοβασιλικοί δεν ήθελαν καν- να εμπνεύσουν την εμπιστοσύνη στο νέο καθεστώς. Ορισμένοι μητροπολίτες απελάθηκαν, αλλά τα προβλήματα δεν τελείωναν εκεί. Ο κατώτερος κλήρος και μερικοί ηγούμενοι μονών δεν ήταν πολύ καλύτεροι. Η ισχυρή παράδοση χρηματισμού και τα κρυπτοεξαρχικά αισθήματα ορισμένων ελάχιστα συντελούσαν στην ομαλή προσαρμογή τού ποιμνίου τους στην ελληνική πραγματικότητα. Παράλληλα προβλήματα δημιουργούσαν κάποιοι αμφιβόλων εθνικών φρονημάτων κοινοτικοί άρχοντες, ενώ οι εντόπιοι Λαϊκοί πίεζαν συστηματικά τους στρατεύσιμους να μην καταταγούν στον στρατό τής Αμύνης.[49]
……….Η οικονομική δυσπραγία, οι πιέσεις γιά κατάταξη και οι ανεξέλεγκτες δραστηριότητες των γαλλικών και ιταλικών δυνάμεων ήταν επόμενο να επαναφέρουν στο προσκήνιο το ζήτημα των εθνικών προπαγανδών. Οι Ιταλοί στον δικό τους τομέα επιχειρήσεων προσπάθησαν να μεταβάλουν τους «ρουμανίζοντες» τής Πίνδου σε «ιταλίζοντες» και υποκίνησαν εκδηλώσεις υπέρ τής αυτονομίας τής Πίνδου.[50] Πιό σοβαρά προβλήματα εκδηλώθηκαν στον γαλλικό τομέα, στην επαρχία Γρεβενών, όπου οι παλαιοί ρουμανίζοντες, λόγω τής γαλλομάθειάς τους, έσπευσαν να συνεργαστούν με τον γαλλικό στρατό. Ο Γάλλος διοικητής, επικαλούμενος την συμμαχία με την Ρουμανία, τους συμπεριφέρθηκε ευνοϊκά με αποτέλεσμα να αναζωπυρωθεί η ρουμανική προπαγάνδα πέραν των ανεκτών ορίων. Σε παράλληλες ενέργειες προέβησαν και οι «αλβανίζοντες» ενισχυμένοι από την Αλβανική Λέσχη τής Θεσσαλονίκης.[51]
……….Όμως η σοβαρότερη απειλή δημιουργήθηκε στην σλαβόφωνη ζώνη, όπου παρατηρήθηκε αναθέρμανση των φιλοβουλγαρικών αισθημάτων των πρώην Εξαρχικών. Όπως ήταν επόμενο, τέτοια αισθήματα εκδηλώθηκαν πρώτα στην περιοχή Φλώρινας, η οποία καταλήφθηκε γιά ένα διάστημα από τον βουλγαρικό στρατό. Μετά την συμμαχική προέλαση, ορισμένοι κάτοικοι, που είχαν προφανώς εκδηλωθεί ανοικτά εναντίον τού ελληνικού κράτους, ακολούθησαν τον βουλγαρικό στρατό στην υποχώρησή του. Πολλοί από αυτούς επανήλθαν αργότερα ομιλώντας πλέον, όχι το ντόπιο ιδίωμα, αλλά την καθαρεύουσα βουλγαρική και προπαγανδίζοντας υπέρ τής αυτονομίας τής Μακεδονίας. Θέσεις υπέρ τής αυτονομίας εξέφραζαν και οι πολυάριθμοι Βούλγαροι αιχμάλωτοι, ιδίως οι αξιωματικοί, οι οποίοι σταδιακά συγκεντρώθηκαν στην περιοχή τής Φλώρινας και τής Βεύης, καθιστώντας έτσι εμφανείς τους πραγματικούς στόχους τής αιτούμενης αυτονομίας.[52] Η σύλληψη και η εκτόπιση όσων Ελλήνων υπηκόων είχαν καταταγεί στον βουλγαρικό στρατό ή είχαν λιποτακτήσει ήταν, λόγω των πολεμικών συνθηκών, επιβεβλημένη, όμως γενικότερα μέτρα δεν ελήφθησαν, παρά την μακροπρόθεσμη απειλή, γιά να αποφευχθεί από την μία η διεθνής κατακραυγή και από την άλλη η καταστροφική αποψίλωση τού τόπου από αγρότες.[53] Την ίδια περίοδο, στον χώρο των Σλαβόφωνων, κάτω από γαλλική κάλυψη, έλαβε διαστάσεις και ο προσηλυτισμός στην σερβική εθνική ιδεολογία.[54]
……….Μέσα στο δυσμενές αυτό πλαίσιο, που συνέθεταν αφενός η οικονομική στενότητα και αφετέρου οι ιδιόρρυθμες πολεμικές συνθήκες, η κυβέρνηση Βενιζέλου είχε ελάχιστα περιθώρια για ελιγμούς. Οι σφοδρές πολιτικές αντιπαραθέσεις σε συνδυασμό με την δραστηριοποίηση των εθνικών προπαγανδών, ανάγκασαν τους Φιλελεύθερους να υποχωρήσουν στις τοπικές πιέσεις και να ευνοήσουν την ρουσφετολογική πολιτική στην δυτική Μακεδονία. Ωστόσο οι υποχωρήσεις αυτές ελάχιστα ευνόησαν τελικά την διεύρυνση των βενιζελικών ερεισμάτων, αφού, ακόμα και στην περίοδο τής συμμαχικής στρατιωτικής παρουσίας, η πολιτική διαφοροποίηση των ντόπιων είχε εκδηλωθεί δειλά με την μορφή φιλοαντατικής, αλλά αντιβενιζελικής πάντοτε, μακεδονικής κίνησης. Τέτοιες τοπικιστικές κινήσεις, με δεδομένα τα πολιτικά και τα στρατιωτικά αδιέξοδα, στις αρχές τής δεκαετίας τού 1920 φαίνεται ότι απέκτησαν ιδιαίτερη δημοτικότητα ανάμεσα στους αγροτικούς πληθυσμούς. Προσέλαβαν μάλιστα την χροιά αγροτικών πολιτικών σχηματισμών σε μία προσπάθεια ανάδειξης ντόπιων ανεξάρτητων υποψήφιων.[55]
……….Η συσσωρευμένη δράση ποικίλων προπαγανδών στην Μακεδονία κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η γενικότερη αδυναμία τού κράτους, λόγω των ειδικών συνθηκών, να εφαρμόσει μιά συνεπή πολιτική ιδεολογικής αφομοίωσης ήταν εμφανές ότι υπονόμευαν την εθνική συνοχή. Ακόμα, η απαράδεκτη στάση των ντόπιων πολιτικών παραγόντων, ιδίως όσων είχαν καταξιωθεί γιά την αντιβουλγαρική τους δράση, ελάχιστα βοηθούσε στην ομαλή ένταξη των πρώην εξαρχικών αγροτών στον ελληνικό εθνικό κορμό.[56] Οι διαφοροποιήσεις στην πολιτική με γνώμονα το τοπικό συμφέρον ήταν τα πρώτα ανησυχητικά προανακρούσματα άλλων δυσάρεστων φαινομένων που δεν άργησαν να εκδηλωθούν με την υποκίνηση των γειτονικών κρατών. Ωστόσο η εκδήλωση τέτοιων φαινομένων περιορίστηκε από δύο διπλωματικά γεγονότα, τις συνθήκες τού Νεϊγύ και τής Λωζάννης.
……….Στις 27 Νοεμβρίου 1919, με την υπογραφή τής ελληνοβουλγαρικής σύμβασης τού Νεϊγύ, όλοι οι Έλληνες και Βούλγαροι πολίτες που ανήκαν σε εθνικές ή θρησκευτικές μειονότητες μπορούσαν να μεταναστεύσουν εκατέρωθεν υπό την εποπτεία μικτής διακρατικής επιτροπής. Μπορούσαν, δηλαδή, οι Σλαβόφωνοι, δηλώνοντας βουλγαρική εθνικότητα, να μεταναστεύσουν στην Βουλγαρία ή αλλού, ρευστοποιώντας μάλιστα τις περιουσίες τους. Οι ίδιοι όροι ίσχυσαν και γιά τους Ελληνόφωνους τής Βουλγαρίας. Γιά να δοθεί μ’ια οριστική λύση στο πρόβλημα, η σύμβαση συμπεριέλαβε και όλους όσους είχαν μεταναστεύσει την τελευταία εικοσαετία. Τον Αύγουστο τού 1920, μετά την Συνθήκη των Σεβρών, τα άρθρα τού Νεϊγύ απέκτησαν ισχύ και γιά την νεοαποκτηθείσα Θράκη. Ωστόσο οι ρυθμίσεις αυτές δεν τέθηκαν σε εφαρμογή παρά μόνον κατόπιν τής Συνθήκης τής Λωζάννης, το φθινόπωρο τού 1923, η οποία οριοθέτησε επίσημα και την υποχρεωτική ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών. Στο διάστημα που μεσολάβησε, η ελληνοβουλγαρική ανταλλαγή καρκινοβατούσε καθώς, σε αντίθεση με τους Έλληνες, οι Βούλγαροι ήταν εξαιρετικά απρόθυμοι να μεταναστεύσουν. Γι’ αυτό επανειλημμένα παρατάθηκε η ισχύς τής σύμβασης προκειμένου να υπερνικηθούν οι δισταγμοί των βουλγαριζόντων Σλαβόφωνων, τους οποίους φαίνεται ότι η ΕΜΕΟ συστηματικά ενεθάρρυνε να παραμείνουν στην Ελλάδα.[57] Ουσιαστικά την Μακεδονία είχαν εγκαταλείψει έως τότε μόνον όσοι είχαν ακολουθήσει τον βουλγαρικό στρατό στο διάστημα 1913-1919 -κατά μία εκτίμηση υπολογίζονταν περίπου σε 15.000, αλλά πιθανότατα ήταν πολύ περισσότεροι[58]-, αλλά και αυτοί, μετά από προτροπές τού βουλγαρικού κράτους, δεν είχαν προχωρήσει σε ρευστοποίηση των περιουσιών τους. Βέβαια, σύμφωνα με τις βρετανικές εκθέσεις, οι ελληνικές αρχές δεν είχαν εξωθήσει τους βουλγαρικούς πληθυσμούς σε μετανάστευση, με εξαίρεση ορισμένες περιοχές τής κεντρικής Μακεδονίας. Οι αρχές στην Φλώρινα και την Καστοριά προσπαθούσαν μάλιστα να συντηρήσουν φιλικές σχέσεις με την μειονότητα αυτή, αλλά το έργο τους πολλές φορές παρεμποδιζόταν από την ανάρμοστη συμπεριφορά των χωροφυλάκων καθώς και από το γενικότερο κλίμα δυσπιστίας που ακόμη δεν είχε ξεπεραστεί. Προβλήματα διαβίωσης σε σλαβόφωνα χωριά δημιουργούσε μερικές φορές και η απαγόρευση τής οπλοφορίας, καθώς η ληστεία ακόμα ενδημούσε και οι ανάγκες γιά ένοπλη άμυνα ήταν αυξημένες.[59]
……….Οι δυσχέρειες αυτές φαίνεται ότι πολλαπλασιάστηκαν την περίοδο 1923-1930 λόγω τριών κυρίως γεγονότων: τής εγκατάστασης των προσφύγων, τής υιοθέτησης από την Κομμουνιστική Διεθνή τού συνθήματος τής «ανεξάρτητης Μακεδονίας» και τής υπογραφής τού πρωτοκόλλου Πολίτη-Καλφώφ. Όπως ήταν επόμενο, η μαζική έλευση προσφυγικών πληθυσμών προκάλεσε τεράστιες αναστατώσεις και δημιούργησε χαώδη προβλήματα τα οποία επέβαλλαν άμεσες ρυθμίσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πίεση τού χρόνου, η στενότητα τού τόπου και ο υπερβολικός ζήλος των οργάνων τού δημόσιου μηχανισμού και τού εποικισμού, προκάλεσαν κατά τόπους δυσαρέσκειες και δημιούργησαν μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά που προσπάθησαν να επιλύσουν.[60]
……….Η μαζική εγκατάσταση προσφύγων σε σλαβόφωνα χωριά, χωρίς να ελέγχεται η επάρκεια γης και στέγης, με γνώμονα μερικές φορές τοπικά μικροκομματικά συμφέροντα υπονόμευσε εξαρχής τις σχέσεις γηγενών και προσφύγων. Αν και πολλές φορές η αβλεψία των υπαλλήλων ήταν υπεύθυνη γιά τις περιπλοκές, ωστόσο κατά περιοχές έγιναν και συνειδητές πλέον προσπάθειες γιά την εξώθηση των συνειδητοποιημένων βουλγαρόφρονων πληθυσμών στην μετανάστευση. Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύτηκαν κατάλληλα τόσο οι Βούλγαροι όσο και οι Σέρβοι, που εργάζονταν ήδη συστηματικά γιά να αναπτύξουν μειονοτική συνείδηση στους σλαβόφωνους πληθυσμούς εντός τής Ελλάδος και αλυτρωτικές διαθέσεις σε όσους μετανάστευαν στην Βουλγαρία.[61] Συνολικά 53.000 Σλαβόφωνοι εγκατέλειψαν την Μακεδονία και την Θράκη μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ παράλληλα αναχώρησαν 348.000 Μουσουλμάνοι. Το πληθυσμιακό κενό υπερκάλυψαν περίπου 500.000 Μικρασιάτες και Πόντιοι, που εγκαταστάθηκαν στην ύπαιθρο και 300.000 στις πόλεις, ενώ από την Βουλγαρία την ίδια περίοδο ήρθαν 30.000 Έλληνες πρόσφυγες. Τέλος, 80.789 Σλαβόφωνοι επέλεξαν ως τόπο παραμονής τους την Ελλάδα, σύμφωνα με την επίσημη ελληνική απογραφή τού 1928. Το ποσοστό τους επί τού συνόλου τού πληθυσμού τής Μακεδονίας δεν έφτανε το 6%[62] και, παρά τις κριτικές που έχουν ασκηθεί γιά την ακρίβεια τής απογραφής αυτής[63], είναι εξαιρετικά αμφίβολο και ελεγχόμενο αν το ποσοστό αυτό, σύμφωνα με τις υπάρχουσες αρχειακές μαρτυρίες, θα μπορούσε να υπερβαίνει το 10-11%, δηλαδή περίπου τις 160.000, αν προσμετρηθούν βέβαια και οι δίγλωσσοι.[64]
……….Ωστόσο, ενώ η αμοιβαία μετανάστευση έτεινε να αποσοβήσει ειρηνικά και οριστικά το μειονοτικό, η κατάσταση περιπλέχθηκε εκ νέου, όταν τον Νοέμβριο τού 1924 το ΚΚΕ, παρά τις αντιδράσεις ορισμένων μελών του, αποδέχθηκε την διακήρυξη τής Κομιντέρν γιά «ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία».[65] Η απόφαση αυτή τού ΚΚΕ συνέδεσε στην συνείδηση μεγάλου μέρους τού ελληνικού πληθυσμού τους βουλγαρίζοντες τής Μακεδονίας με τους Κομμουνιστές, παρά το γεγονός ότι οι Σλαβόφωνοι υποστήριζαν συστηματικά σ’ όλο το μεσοπόλεμο τους Λαϊκούς.[66] Ήταν επόμενο η εσωτερική αυτή απειλή να οξύνει τις τοπικές αντιπαραθέσεις και τα πνεύματα, ιδιαίτερα όσων είχαν προσφέρει εθνικές υπηρεσίες στην Μακεδονία και ανησυχούσαν γιά την τύχη της, λόγω των συνεχών βουλγαρικών επιδρομών και των μεθοριακών επεισοδίων.
……….Οι ανησυχίες αυτές αποκτούσαν ιδιαίτερη βαρύτητα στο πλαίσιο τού πρωτοκόλλου Πολίτη-Καλφώφ, που είχε προηγηθεί τον Σεπτέμβριο τής ίδιας χρονιάς. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο αυτό, που υπέγραψαν οι δύο υπουργοί των εξωτερικών, η Ελλάδα αποδεχόταν ότι οι Σλαβόφωνοι τής δυτικής Μακεδονίας συνιστούσαν βουλγαρική μειονότητα, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς, όχι μόνο είχαν επιλέξει οικειοθελώς την ελληνική εθνική ταυτότητα, αλλά είχαν ήδη πιστοποιήσει την επιλογή τους αυτή με την δράση τους στον Μακεδονικό Αγώνα και στους πολέμους τής περιόδου 1912-1922. Η ελληνική αυτή αδεξιότητα προκάλεσε την άμεση αντίδραση τής Σερβίας, η οποία, ανησυχώντας γιά τις μοιραίες συνέπειες που θα είχε η ανακίνηση παρόμοιου θέματος εντός των δικών της συνόρων, κατήγγειλε την ελληνοσερβική συνθήκη συμμαχίας τού 1913 και ζήτησε την αναγνώριση των Σλαβόφωνων ως σερβικής μειονότητας. Εξίσου άμεση ήταν η αντίδραση και τού ελληνικού πολιτικού κόσμου που τελικά, μερικούς μήνες αργότερα, οδήγησε στην άρνηση επικύρωσης τού πρωτοκόλλου από την Βουλή.[67]
……….Παρόμοιες εξελίξεις σημειώθηκαν και κατά την περίοδο τής δικτατορίας τού Πάγκαλου (1925-26). Ο Πάγκαλος, μέσα στο δυσμενές κλίμα που είχε δημιουργήσει η επέμβασή του στην Βουλγαρία και κάτω από τις πιέσεις τού Βελιγραδίου, αναγνώρισε την ύπαρξη σερβικής μειονότητας στην Μακεδονία. Μετά την ανατροπή τού Πάγκαλου, οι σχετικές συμβάσεις απορρίφθηκαν από το ελληνικό κοινοβούλιο. Στα επόμενα χρόνια, κατά την διακυβέρνηση τής χώρας από την κυβέρνηση Βενιζέλου (1928-32), η Σόφια συνέχισε να πιέζει γιά την αναγνώριση μειονότητας στην Μακεδονία. Οι προτάσεις αυτές φαίνεται ότι δεν άφηναν αδιάφορο τον Βενιζέλο, εφόσον βέβαια η Βουλγαρία θα ήταν διατεθειμένη να αποδεχθεί το αμετάβλητο των βαλκανικών συνόρων. Τον Οκτώβριο τού 1930, στην Βαλκανική Συνδιάσκεψη των Αθηνών, το θέμα τής Μακεδονίας ήταν επίσημα εκτός ημερησίας διατάξεως, αλλά στο περιθώριο των συζητήσεων ο Βενιζέλος κράτησε μιά μάλλον διαλλακτική στάση. Όμως τα σχέδια αυτά δεν βρήκαν και πάλι ανταπόκριση στο Βελιγράδι (Δεκέμβριος 1930), όπου αρνήθηκε να αποδεχθεί ρυθμίσεις οι οποίες θα διευκόλυναν βουλγαρικές παρεμβάσεις στα νότια τής χώρας.[68]
……….Για την ερμηνεία των διπλωματικών αυτών παλινδρομήσεων πρέπει να ληφθεί υπόψη όχι μόνον η διπλωματική παράμετρος και ο βαλκανικός περίγυρος, αλλά να σταθμιστεί προσεκτικά η κατάσταση στις αγροτικές περιοχές τής ελληνικής Μακεδονίας, όπου σοβαροί παράγοντες τροφοδοτούσαν την δυσαρέσκεια των Σλαβόφωνων. Καταρχήν πρέπει να παρατηρηθεί ότι μετά την αμοιβαία ελληνοβουλγαρική μετανάστευση, ο συντριπτικός όγκος τού σλαβόφωνου πληθυσμού εντοπιζόταν πλέον στις περιοχές Φλώρινας και Καστοριάς. Οι βασικοί λόγοι ήταν δύο: (α) Οι περιοχές αυτές δεν συνόρευαν με την Βουλγαρία και έτσι η μετανάστευση προς την κατεύθυνση αυτή ήταν σχετικά δύσκολη και (β) Οι περιοχές Φλώρινας και Καστοριάς ήταν σε μεγάλο ποσοστό ορεινές και οι απαλλοτριώσιμες -πρώην τουρκικές- εκτάσεις δεν ήταν ιδιαίτερα εκτεταμένες. Έτσι ο καλλιεργήσιμος χώρος γιά προσφυγικές αγροτικές εγκαταστάσεις ήταν περιορισμένος σε σύγκριση με την ανατολική και κεντρική Μακεδονία. Άλλωστε, σε ορισμένα μέρη τού οροπεδίου τής Φλώρινας, όπου η μετανάστευση στο Νέο Κόσμο είχε αρχίσει από τις αρχές τού αιώνα και τα εμβάσματα ήταν μεγάλα, σημαντικό μέρος τουρκικών τσιφλικιών είχε εξαγοραστεί εγκαίρως από τους ντόπιους και έτσι η απαλλοτρίωση τής γης ήταν πλέον αδύνατη.[69]Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τού Νομάρχη Φλώρινας, στου οποίου την δικαιοδοσία περιλαμβανόταν και η Καστοριά, ο σλαβόφωνος πληθυσμός τής περιοχής το 1930 ήταν 76.370 άτομα -προφανώς συμπεριλαμβανομένων των δίγλωσσων- σε σύνολο 125.722 κατοίκων.[70]
……….Η διάγνωση των εθνικών φρονημάτων τού πληθυσμού αυτού, εφόσον υπήρχαν, ήταν βέβαια μιά εξαιρετικά λεπτή υπόθεση και καμμιά εκτίμηση δεν μπορεί να θεωρηθεί έγκυρη. Ο Νομάρχης Καλλιγάς ισχυριζόταν ότι, με βάση την στάση τους στον Μακεδονικό Αγώνα και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι “ρευστών φρονημάτων” Σλαβόφωνοι ξεπερνούσαν τις 60.000. Επεσήμανε όμως ότι από αυτούς οι περισσότεροι -35.000 περίπου[71]-, αν και δεν τηρούσαν θετική στάση απέναντι στην ελληνική εθνική ιδεολογία, ωστόσο δεν ήταν πρόθυμοι να δραστηριοποιηθούν εναντίον τής Ελλάδος, και κατέληγε “…θα ανήκωσιν όμως εις εκείνον το έθνος όπερ συστηματικώς και ενδελεχώς υπέρ αυτών μεριμνά και όπερ θα εργασθή πραγματικώς ίνα προσεταιρισθή αυτούς“. Οι υπόλοιπες 25.000, κατά τις εκτιμήσεις των νομαρχών τής περιοχής, αποτελούσαν κανονική “βουλγαρική μειονότητα”, ανήκαν κατά κανόνα στην τάξη των ευπορότερων χωρικών και είχαν σαφή ανθελληνική δράση. Επρόκειτο γιά προκρίτους που είχαν προσηλυτιστεί από παλαιά στην Εξαρχία, ήταν οικονομικά αυτόνομοι και διέθεταν την οικονομική άνεση να ταξιδεύουν συχνά στην Βουλγαρία. Η άρνηση των βουλγαριζόντων αυτών να μεταναστεύσουν επιβεβαιώνει έμμεσα την άποψη ότι υπήρχε σαφής γραμμή τής ΕΜΕΟ κατά τής μαζικής και ολοκληρωτικής εγκατάλειψης των ελληνικών εδαφών. Από την άλλη όμως πλευρά, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται και η φυσιολογική απροθυμία των πλέον εύπορων αγροτών να εγκαταλείψουν τα ευμεγέθη κτήματά τους σε αντίθεση με την άμεση φυγή των χρεωμένων και ακτήμονων συντοπιτών τους.[72]
……….Η κατακλείδα πάντως, σχετικά με τον ρόλο τής κρατικής μέριμνας στο θέμα τής αφομοίωσης, ήταν το σημαντικότερο μέρος τής έκθεσης τού Καλλιγά, αφού άλλωστε οι αριθμητικοί υπολογισμοί του, αφενός δεν είναι επαληθεύσιμοι, αφετέρου προϋποθέτουν σταθερότητα των φρονημάτων γιά 10-15 χρόνια υπό αντίξοες συνθήκες. Η αφομοίωση αυτών των 25.000 Σλαβόφωνων ήταν δύσκολη γιατί έτρεφαν, κατά τον Καλλιγά, ισχυρές φιλοβουλγαρικές διαθέσεις. Όμως η ελαστικότητα τής εθνικής συνείδησης των υπόλοιπων -λίγων δεκάδων χιλιάδων-ήταν απόλυτα φυσιολογική γιά παραμεθόριους πληθυσμούς, οι οποίοι βρίσκονταν στο στόχαστρο εθνικών προπαγανδών επί μισό τουλάχιστον αιώνα. Είναι χαρακτηριστική τής ρευστότητας συνείδησης, αλλά και τής εύκολης μεταστροφής, η παρατήρηση τού Καλλιγά ότι ολόκληρα χωριά είχαν προσέλθει στο ελληνικό εθνικό στρατόπεδο, γιατί γόνοι επιφανών οικογενειών είχαν γίνει αξιωματικοί τού ελληνικού στρατού στην διάρκεια των πολέμων.[73]
……….Είναι λοιπόν εύλογο το ερώτημα γιατί προχωρούσε με τόσο βραδύ ρυθμό η αποδοχή τής ελληνικής εθνικής ιδεολογίας από αυτή την μικρή σχετικά γλωσσική ομάδα. Οι Σλαβόφωνοι τής εποχής ήταν γενικά συντηρητικοί, όπως συνήθως συμβαίνει με ανάλογες γλωσσικές ομάδες, και διακρίνονταν ακόμηα γιά την συμπαγή κοινωνική τους δομή. Οι μικτοί γάμοι, ιδιαίτερα στα αμιγή σλαβόφωνα χωριά, ήταν -και εξακολούθησαν να είναι για πολλά χρόνια- περιορισμένοι. Στις λίγες περιπτώσεις που πραγματοποιούνταν τέτοιοι γάμοι, τα εισερχόμενα στην πατριαρχική οικογένεια μέλη ήταν προσφυγοπούλες που αφομοιώνονταν εύκολα γλωσσικά κάτω από την καθοριστική παρουσία τού pater familiae. Η εκπαίδευση λοιπόν των παιδιών αδυνατούσε να φέρει σημαντικά αποτελέσματα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Αλλά και στις οικονομικές συναλλαγές η πατριά ήταν από τη φύση της αυτάρκης και εσωστρεφής, γι’ αυτό απέφευγε συστηματικά να έρθει σε συναλλαγή με το ελληνικό δημόσιο.[74] Ακόμα τα συγκοινωνιακά προβλήματα, σε συνδυασμό με το βαρύ δυτικομακεδονικό χειμώνα, η υπανάπτυξη στις καλλιέργειες, οι χαμηλές τιμές των γεωργικών προϊόντων, η απουσία δημόσιων έργων και πρωτοβουλιών, τα κενά των δημόσιων υπηρεσιών ερμηνεύονταν από τους ντόπιους ως ένδειξη εγκατάλειψης τής περιοχής, ενίσχυαν τα επιχειρήματα όσων ισχυρίζονταν ότι οι Σλαβόφωνοι αποτελούσαν εθνική μειονότητα και διευκόλυναν την εξαγορά των εθνικών συνειδήσεων.[75] Είναι ίσως χαρακτηριστικό ότι από το 1919 έως το 1923, το ποσοστό χορήγησης γεωργοκτηματικών δανείων στην κεντρική και δυτική Μακεδονία, όπου τα εξαγώγιμα προϊόντα σπάνιζαν, κυμάνθηκε γύρω στο 4%. Την ίδια περίοδο, στην σταφιδοπαραγωγό Πελοπόννησο και την καπνοπαραγωγό ανατολική Μακεδονία το αντίστοιχο ποσοστό ήταν πάνω από 30%.[76]
……….Η ελλιπής παιδεία δεν βοηθούσε βέβαια στην διάκριση τής αλήθειας από τα ψεύδη, παρά την σοβαρή πρόοδο που είχε σημειωθεί από την εποχή τού Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η έλλειψη σχολικών κτηρίων ήταν σοβαρότατη, ακόμα και σε σύγκριση με τα γειτονικά κράτη. Ο αριθμός των νηπιαγωγείων δεν ήταν επαρκής και οι αρνητικές επιπτώσεις στην εκμάθηση τής ελληνικής εμφανέστατες. Το επίπεδο των δασκάλων σε πολλές περιπτώσεις ήταν χαμηλό. Αν μάλιστα προέρχονταν από την νότιο Ελλάδα, δύσκολα κέρδιζαν την εμπιστοσύνη των κατοίκων. Η μέση εκπαίδευση χειμαζόταν από την έλλειψη διδακτικού προσωπικού. Έτσι οι πιθανότητες των αποφοίτων να εισαχθούν σε κάποια ανώτερη σχολή ήταν περιορισμένες και φυσικά η κοινωνική ανέλιξη τού πληθυσμού βράδυνε.[77]
……….Τα κενά στην εκπαίδευση δεν μπορούσε φυσικά να τα καλύψει η εκκλησία. Αρκετοί εφημέριοι κοινοτήτων, περίπου 50, ήταν πρώην εξαρχικοί ιερείς. Σε 40 χωριά δεν υπήρχαν καθόλου ιερείς. Οι αρχιερατικοί επίτροποι είχαν καταργηθεί. Οι περιοδείες των αρχιερέων είχαν περιοριστεί σημαντικά. Επιπλέον είχε επιτραπεί η λειτουργία παλαιοημερολογίτικων εκκλησιών σε 40 περίπου χωριά, τα οποία δεν δέχονταν το νέο ημερολόγιο. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι κάτοικοι των χωριών αυτών επισκέπτονταν συχνά την Σερβία, προκειμένου να γιορτάσουν μαζί με τους συγγενείς τους τις μεγάλες γιορτές και φυσικά γίνονταν φορείς τής σερβικής ιδεολογίας, η οποία, όπως παρατηρήθηκε, συνέχισε να υφίσταται κατά την διάρκεια τής δεκαετίας τού 1920. Ο Καλλιγάς παρατηρούσε ότι οι συνέπειες των εκκλησιαστικών αυτών προβλημάτων δεν ήταν αμελητέες, καθώς, λόγω τής πολιτιστικής υπανάπτυξης, οι σλαβόφωνοι χωρικοί ήταν προσηλωμένοι στους ιερείς τους.[78]
……….Το ζήτημα, εξάλλου, τής οριστικής διανομής κλήρων τα χρόνια αυτά (1933-34) άγγιξε σε μερικές περιπτώσεις τα όρια ανοικτής σύγκρουσης μεταξύ προσφύγων και ντόπιων.[79] Απ’ όσα στοιχεία είναι διαθέσιμα φαίνεται ότι σε πολλές περιπτώσεις, όχι όμως κατά κανόνα, η αδικία σε βάρος των ντόπιων ήταν καταφανής. Αρκετοί έχασαν τα κτήματα που καλλιεργούσαν ή διεκδικούσαν, επειδή δεν μπορούσαν να προσκομίσουν τα απαραίτητα δικαιολογητικά, ενώ η απαλλοτρίωση κοινοτικών βοσκοτόπων δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα στους κτηνοτρόφους. Λόγω των συνεχών διενέξεων, πρόσφυγες και ντόπιοι γεωργοί βρίσκονταν σε απελπιστική οικονομική κατάσταση, γεγονός που ενίσχυε την θέση των αγροτοπατέρων, οι οποίοι υπόσχονταν στους χρεωμένους παραγραφή των χρεών.[80] Αλλά και σε πολλά αμιγή σλαβόφωνα χωριά η πληθυσμιακή αύξηση σε συνδυασμό με την ανυπαρξία κοινοτικών γαιών, την ακαταλληλότητα των εδαφών και την γενικότερη αδυναμία ανάπτυξης εναλλακτικών οικονομικών πόρων οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια στον υποσιτισμό.[81]
……….Προβλήματα στην πορεία τής αφομοίωσης δημιουργούσε και η δυσανάλογη προς τον πληθυσμό αποδημία στο εξωτερικό, κυρίως στις ΗΠΑ και τον Καναδά και δευτερευόντως στην Αυστραλία. Ολόκληρος ο μεταναστευτικός κύκλος, ο οποίος ήταν συνήθως τριετής, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με τις βουλγαρικές επιδιώξεις. Εκμεταλλευόμενη τους περιορισμούς που έθεταν οι μεταναστευτικές αρχές ορισμένων χωρών γιά Έλληνες μετανάστες ή γιά ανήλικους, η ΕΜΕΟ ενεθάρρυνε συστηματικά, ως πρώτο στάδιο, την αποδημία από την ελληνική Μακεδονία στην Βουλγαρία. Εκεί οι σλαβόφωνοι μετανάστες εφοδιάζονταν με βουλγαρικά διαβατήρια κατόπιν ενεργειών τής ΕΜΕΟ, η οποία με την μέθοδο αυτή ενίσχυε το κύρος της και εξασφάλιζε έσοδα. Ο δεύτερος κύκλος τής προπαγάνδας ήταν οργανωμένος στον χώρο υποδοχής ήδη από τις αρχές τού αιώνα και βέβαια ευνοούνταν σημαντικά από την εχθρική στάση πολλών ελληνικών παροικιών προς τους σλαβόφωνους Έλληνες. Ήταν επόμενο, λοιπόν, μετά από τριετή κατήχηση μερικοί μετανάστες να επιστρέφουν στη Μακεδονία εκβουλγαρισμένοι. Το πρόβλημα απασχολούσε σοβαρά τις ελληνικές αρχές, αλλά καμμιά από τις λύσεις που προτάθηκαν (προπαγάνδα στο εξωτερικό ή αποβολή ιθαγένειας) δεν φαίνεται να εφαρμόστηκε.[82]
……….Ως τελευταία αιτία τής βραδείας αφομοιώσεως, πρέπει να αναφερθεί η εκμετάλλευση τού όλου ζητήματος από τα ελληνικά κόμματα, τα οποία δεν κατόρθωσαν να υιοθετήσουν ενιαία εθνική πολιτική σε αυτό το θέμα. Ήδη αναφέρθηκε ότι τις προτιμήσεις των Σλαβόφωνων εξαρχής συγκέντρωνε το Λαϊκό Κόμμα, εξαιτίας κυρίως τής ταύτισης των Βενιζελογενών κομμάτων με τους πρόσφυγες.[83] Μάλιστα η υπόδειξη ως υποψήφιων βουλευτών στην δυτική Μακεδονία επιφανών Μακεδονομάχων προσπόρισε επιπλέον κέρδη ανάμεσα στους φανατικούς ελληνόφρονες, τους “Γραικομάνους”, που έβλεπαν τους παλαιούς ήρωές τους ως εγγύηση τηής ασφάλειάς τους. Η άμεση και άνετη υπερκέραση των Φιλελεύθερων ενέπλεξε διαδοχικά και αυτό το κόμμα στον φαύλο κύκλο τού ρουσφετιού και τής πολιτικής πατρωνίας, αλλά με ελάχιστα σταθερά κέρδη. Στην δεκαετία τού 1930 οι Λαϊκοί κατάφεραν με χαρακτηριστική ευκολία να εξαργυρώσουν προς όφελός τους την δυσαρέσκεια των ντόπιων προς τους πρόσφυγες, υποσχόμενοι ακόμα και την παροχή μειονοτικών δικαιωμάτων.[84] Σε αντίθεση με το ΚΚΕ που απέτυχε να εξασφαλίσει σημαντικά πολιτικά οφέλη στον χώρο των Σλαβόφωνων, παρά τις αμφιλεγόμενες θέσεις του γιά το Μακεδονικό, ουσιαστικά κέρδη είχε η “Μακεδονική Ένωση” το 1935 και το 1936 (με το όνομα “Μεταρρυθμιστικό Εθνικό Κόμμα”) υπό την ηγεσία τού Σωτηρίου Γκοτζαμάνη. Το κόμμα αυτό, που αποτελούσε τοπική παραφυάδα των Λαϊκών, επέσυρε πλήθος κατηγοριών, άδικων τις περισσότερες φορές, όπως δείχνει η λεπτομερής ανάλυση των αποτελεσμάτων, αλλά κατάφερε τελικά να εκλέξει τέσσερις βουλευτές το 1936.[85]
……….Αν και όλα τα κόμματα προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν κομματικά τις ιδιομορφίες τού σλαβόφωνου πληθυσμού, ωστόσο κανένα δεν μπόρεσε να υλοποιήσει τις συγκροτημένες προτάσεις τού Νομάρχη Φλώρινας Παύλου Καλλιγά, που συνιστούσε διακριτικότητα, πολλά έργα, πατρική στοργή, αποφασιστικότητα και δικαιοσύνη.[86] Αντίθετα, στην περίοδο τής δικτατορίας τού Ιωάννη Μεταξά εφαρμόστηκαν σκληρά μέτρα γλωσσικής αφομοίωσης των 85.000 περίπου απογραμμένων Σλαβόφωνων[87], μέτρα που, όπως φαίνεται, ορισμένοι κρατικοί λειτουργοί είχαν εισηγηθεί από τις αρχές τής δεκαετίας.[88] Η πολιτική αυτή και ο ανεξέλεγκτος τρόπος με τον οποίο εφαρμόστηκε, όπως ήταν επόμενο, προκάλεσαν ευρύτατη δυσαρέσκεια η οποία είτε αναβίωσε είτε αναζωπύρωσε λανθάνοντα φιλοβουλγαρικά αισθήματα σε μερίδα τού σλαβόφωνου πληθυσμού.[89] Οι συνέπειες των επιλογών αυτών δεν άργησαν να εκδηλωθούν στα ταραγμένα χρόνια που ακολούθησαν.[90]
……….Συμπερασματικά, πρέπει να σημειωθεί ότι η διάσπαση των Σλαβόφωνων σε δύο εθνικά στρατόπεδα, των βουλγαριζόντων Εξαρχικών και των Γραικομάνων Πατριαρχικών, ήταν μιία εξαιρετικά αργή διαδικασία που βασίστηκε στην πολιτική συγκυρία και στα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα τού 19ου και τού 20ού αιώνα και όχι σε προϋπάρχουσες εθνοτικές διαφορές. Η διαδικασία αυτή, παρόλες τις συγκρούσεις και τις πολυετείς εθνικές προπαγάνδες δεν είχε ολοκληρωθεί κατά την διάρκεια τής τουρκοκρατίας. Προσδιόρισε όμως σε μεγάλο βαθμό την θέση των δύο παρατάξεων μέσα στο ελληνικό εθνικό κράτος κατά την περίοδο τού μεσοπολέμου. Συγκεκριμένα προσέλαβε τον χαρακτήρα τής περιθωριοποίησης όλων αυτών των σλαβόφωνων πληθυσμών, όχι μόνο των Εξαρχικών, που η προηγούμενη αρνητική ή έστω ευμετάβλητη στάση τους έναντι τής Ελλάδας τους ενέτασσε στην κατηγορία των πολιτών με “ύποπτα εθνικά φρονήματα”. Αν και αρκετές φορές η αίσθηση τής περιθωριοποίησης ήταν υποκειμενική, ωστόσο δεν πρέπει να παραβλέπεται μία σειρά από αίτια που αντικειμενικά εμπόδισαν την αφομοίωση τής ελληνικής εθνικής ιδεολογίας. Η διοικητική και η ιδεολογική ανεπάρκεια τού ελληνικού κράτους, ιδίως των κατώτερων δημοσίων λειτουργών, που πολλές φορές ερμήνευαν τις γλωσσικές και πολιτιστικές διαφορές ως αμφισβήτηση τής ελληνικής εθνικής κυριαρχίας, είχε τεράστιο συναισθηματικό κόστος. Η πιεστική πολιτική και διπλωματική κατάσταση εξανάγκαζε κόμματα και κυβερνήσεις σε βεβιασμένους χειρισμούς που ενίσχυαν τους φόβους των σλαβόφωνων αγροτών. Τέλος, η αντιπαράθεση ντόπιων και προσφύγων και τα συναφή οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα (τοπικές κοινοτικές διαμάχες, ανταγωνισμοί γιά κοινωνική άνοδο, διανομή κλήρων κλπ) επέτειναν τα αισθήματα τής εγκατάλειψης.
……….Ωστόσο δεν θα πρέπει επίσης να διαφεύγει τής προσοχής τού σύγχρονου παρατηρητή ότι, παρά τις δυσκολίες που επισημάνθηκαν, η διαδικασία τής περιθωριοποίησης και τής σταδιακής σύμπηξης διαφοροποιημένης εθνοτικής ταυτότητας -στον βαθμό που η εξέλιξη αυτή προχώρησε κατά τα μεσοπολεμικά χρόνια- αφορούσε, εφόσον δεχτούμε την μαρτυρία τού Νομάρχη Καλλιγά, μόνο μικρό ποσοστό τού σλαβόφωνου πληθυσμού τής Μακεδονίας, περίπου 15%, δηλαδή 25.000 άτομα. Οι αριθμοί αυτοί -αν βέβαια γίνει αποδεκτό ότι τα όρια μιάς διαμορφούμενης εθνοτικής μειονότητας μπορούν να προσδιοριστούν με ακρίβεια- προέρχονται από εκτιμήσεις, αναφορές και στατιστικές που ο τρόπος καταγραφής τους τις καθιστά κάθε άλλο παρά ακριβείς και φερέγγυες. Ωστόσο σαν τάξη μεγέθους φαίνεται ότι δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα, τουλάχιστον αν κρίνουμε με βάση τα μεγέθη τής ταραγμένης δεκαετίας τού 1940.[91]
………..Γιά τους υπόλοιπους Σλαβόφωνους, την πλειοψηφία, η πλήρης αποδοχή τής νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας και τού εθνικού κράτους δεν ήταν περισσότερο προβληματική απ’ ό,τι άλλων, μη ελληνόφωνων πληθυσμιακών ομάδων, που ενσωματώθηκαν καθυστερημένα στο ελληνικό κράτος.[92]
===============================
- Πηγή1: Μακεδονικά, Σύγγραμμα Περιοδικόν τής Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, τόμος 29ος 1993-1994, Θεσσαλονίκη, 1994, 209-236.
- Πηγή2: www.e-istoria.com
-
Επιμέλεια τού παρόντος δημοσιευμένου κειμένου και τής εικόνας: Ἑλληνικὸ Ἡμερολόγιο.
===============================
Σημειώσεις τού συγγραφέα:
1 Γιά τις σωτήριες φιλολογικές επεμβάσεις ευχαριστώ την σύζυγό μου Ελένη Γιαννατσούλια. Σημαντικές υποδείξεις και χρήσιμες αρχειακές μαρτυρίες έθεσαν υπόψη μου ο καθηγητής κ. Γιάννης Κολιόπουλος και οι συνάδελφοι κκ. Βλάσης Βλασίδης και Ιάκωβος Μιχαηλίδης.
2 Είναι γνωστή π.χ. η περίπτωση του λοχαγού Synge, ο οποίος στάλθηκε στη Μακεδονία το Φεβρουάριο του 1878 από Βρετανούς και Τούρκους για τη συλλογή στατιστικών και εθνογραφικών στοιχείων. Μέχρι την εποχή εκείνη ο γνωστότερος εθνολογικός χάρτης ήταν αυτός του Kiepert (1876), βασισμένος σε πληροφορίες περιηγητών, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε σε βάρος των ελληνικών θέσεων. Ο χάρτης του Stanford (1877), που υποστήριζε τις ελληνικές θέσεις, δεν είχε γίνει ακόμη ευρύτερα γνωστός, βλ. Ευάγγελος Κωφός, Η επανάστασις της Μακεδονίας κατά το 1878 (Θεσσαλονίκη, 1969), σσ.11-12, 92-93 και H.R.Wilkinson, Maps and Politics; a Review of the Ethnographic Cartography of Macedonia (Liverpool, 1951), σσ.65-71.
3 Wilkinson, ό.π., σσ.92-132. Για το Μακεδονικό Ζήτημα στο πλαίσιο του Ανατολικού Ζητήματος κλασική παραμένει η μελέτη του Νικολάου Βλάχου, Το Μακεδονικόν ως φάσις του Ανατολικού Ζητήματος (1878-1908) (Αθήνα, 1935). Από τις νεότερες αυτοτελείς μελέτες βλ. Elizabeth Barker, Macedonia. Its Place in Balkan Power Politics (London, 1950), Evangelos Kofos, Greece and the Eastern Crisis, 1875-1878 (Θεσσαλονίκη, 1975), Fikret Adanir, Die Makedonische Frage. Ihre Enstehungund Entwicklung bis 1908 (Wiesbaden, 1979), Κωνσταντίνος Α.Bακαλόπουλος (1830-1912) , Νεότερη ιστορία της Μακεδονίας (Θεσσαλονίκη, 1986), Γεώργιος Μίντσης, Ιστορία του Μακεδονικού Ζητήματος, 1870-1990 (Θεσσαλονίκη, 1990). Για τη σταδιακή μεταστροφή της ελληνικής πολιτικής στο Mακεδονικό το 19ο αιώνα βλ. Εvangelos Kofos, “Dilemmas and Orientations of Greek Policy in Macedonia: 1878-1886, Balkan Studies, 21 (1980), 45-55.
4 Βλ. αναλυτικά Wilkinson, ό.π., σσ.133-187.
5 Πρβλ. Wilkinson, ό.π., σσ.314-323.
6 Πρβλ. Stanford Shaw, “The Ottoman Census System and Population, 1831-1914”, International Journal of Middle Εast Studies 9 (1978), 325-338. Άλλωστε, η πρώτη απογραφή ολοκληρώθηκε μόνο στις αρχές της δεκαετίας του 1890 βλ.Kemal Karpat, “Ottoman Population Records and the Census of 1881/82-1893, International Journal of Middle East Studies, 9 (1978), 237-274. Για τη σύνδεση θρησκείας και εθνικής συνείδησης βλ. Gale Stokes, “Church and Class in Early Balkan Nationalism”, East European Quarterly, 13 (1979), 259-269.
7 Είναι χαρακτηριστική η προπαγανδιστική εκδοτική κίνηση πάνω σε θέματα ιστορίας και ανθρωπολογίας στα χρόνια της ένοπλης φάσης του Μακεδονικού Αγώνα και φυσικά στενά συναρτημένη με τα δρώμενα στη Μακεδονία. Βλ. ενδεικτικά από ελληνικής πλευράς Neocles Kazasis, L’Hellenisme et la Macedoine (Paris, 1903) του ιδίου Greeks and Bulgarians in the 19th and 20th Centuries (London, 1907), Αντώνιος Σπηλιωτόπουλος, Η Μακεδονία και ο Ελληνισμός. Η δύναμις και τα δίκαια αυτού (Αθήνα, 1904) και Jeanne Stephanopoli, Macedoine et Macedoniens. La Macedoine inconnue. Lα nationalite hellenique de la Macedoine d’apres la folklore macedonien (Αthenes, 1903), αλλά και πληθώρα μελετών στα περιοδικά Ελληνισμός και Μακεδονικό Ημερολόγιο Παμμακεδονικού Συλλόγου.
8 Αναλυτικά για την περίοδο του Α Παγκοσμίου Πολέμου βλ. Wilkinson, ό.π., σσ.188-249 και για το μεσοπόλεμο σσ.250-285.
9 Εδώ θα πρέπει να ενταχθεί και η προπαγάνδα της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας βλ. Ευάγγελος Κωφός, Η Μακεδονία στην γιουγκοσλαβική ιστοριογραφία (Θεσσαλονίκη, 1974) και του ιδίου “The Macedonian Question: The Pοlitics of Mutation”, Balkan Studies, 27 (1986), 157-172.
10 Πρβλ. Hans Vermeulen, “Greek Cultural Dominance among the Orthodox Population of Macedonia during the Last Period of Ottoman Rule”, A. Block and H. Driessen (eds), Cultural Dominance in the Mediterranean Area (Nijmegen, 1984), σσ.227-229
11 Βλ. π.χ. Parliamentary Papers-Accounts and Paper (PPAP), 75 (1867), 607-608. Ας ληφθεί υπόψη ότι ο μουσουλμανικός πληθυσμός στη δεκαετία του 1880 αντιπροσώπευε συνολικά το 45% βλ. Kemal H. Karpat, Ottoman Population 1830-1914. Demographic and Social Characteristics (Madison,1985), σσ.136-137, 142-145
12 Για το θέμα των πληθυσμιακών ζωνών βλ. Ευάγγελος Κωφός,”Ο υπόδουλος Ελληνισμός από το 1833 έως το 1881″, Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τόμ.13 (Αθήνα, 1977), σ.381.
13 Βλ. Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας 1354- 1833 (Θεσσαλονίκη, 1988 φωτ.ανατ.), σσ.225-226 και J.Cvijic, Remarks on the Ethnography of the Macedonian Slavs, μετάφρ.Annie O’Brien (London, 1906), σσ.15-17.
14 Βακαλόπουλος, ό.π., σ.468.
15 PPAP, 75 (1867), 607.
16 PPAP, 75 (1867), 608
17 Για την πολυεστιακή οικογένεια ή zadruga στο χώρο της Μακεδονίας και την Ελλάδα γενικότερα βλ. Κ.Δ.Καραβίδας, Αγροτικά. Ερευνα επί της οικονομικής και κοινωνικής μορφολογίας εν Ελλάδι και εν ταις γειτονικαίς σλαβικαίς χώραις (Αθήνα, 1931), σσ.299 κε. P.Mosely, “The Distribution of the Zadruga within Southeastern Europe” στο Robert F.Byrnes (εκδ.), Communal Families in the Balkans: The Zadruga (Νotre Dame, 1976), σ.61. E.Sicard, “The Zadruga. A Phase in the Evolution of Property and Family in an Agrarian Millieu”, ό.π., σ.254.
18 Βλ. Δήμητρα Μ. Γιαννούλη, “Το εγιαλέτι Μοναστηρίου (1856- 1870). Οικονομία-κοινωνία-διοίκηση”, Δελτίο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, 30 (1987), 133-134. Για την εκπαίδευση βλ. Στέφανος Παπαδόπουλος, Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα του Ελληνισμού της Μακεδονίας κατά τον τελευταίο αιώνα της Τουρκοκρατίας (Θεσσαλονίκη, 1970) και κυρίως την κριτική παρουσίαση της Σοφίας Βούρη, Εκπαίδευση και εθνικισμός στα Βαλκάνια. Η περίπτωση της βορειοδυτικής Μακεδονίας 1870-1904 (Αθήνα, 1992).
19 Εvangelos Kofos, “National Heritage and National Iden-tity in Nineteenth- and Twentieth-Century Macedonia” στο Martin Blinkhorn & Thanos Veremis (εκδ.), Modern Greece Nationalism and Nationality(Αthens, 1990), σσ.105-106. PPAP 67 (1861), 512 και 75(1867),619
20 Για την επανάσταση του 1821 στη Μακεδονία βλ. γενικά Α. Βακαλόπουλος, ό.π., σσ.546-607. Για τα επαναστατικά κινήματα την περίοδο 1830-1870 βλ. Ε. Κωφός, “Αγώνες για την απελευθέρωση” στον τόμο Μακεδονία. 4.000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού (Αθήνα, 1982), σσ.444-451.
21 Στα Κορέστια η προπαγάνδα φαίνεται ότι εμφανίστηκε στα 1860 επιχειρηματολογώντας βασικά εναντίον της ελληνικής γλώσσας [βλ. τα Απομνημονεύματα Αναστασίου Πηχιών στον τόμο Κωνσταντίνος Α. Βακαλόπουλος, Ο Βόρειος Ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1878-1894) (Θεσσαλονίκη,1983), σσ.380-381].
22 Kofos”Dilemmas”, 46-47. Κωφός, Επανάστασις, σσ.14-15,46-47,184.
23 Κωφός, Επανάστασις, passim. Kofos, “Dilemmas”, 52-55.
24 Πρβλ. Valentine Chirol, “Twixt Greek and Turk (Edinburgh & London Λονδίνο, 1881), σσ.75-80. Βούρη, ό.π., σσ.83-101. Evangelos Kofos, “Patriarch Joachim III (1878-1884) and the Irredentist Policy of the Greek State”, Journal of Modern Greek Studies, 4/2 (1986), 109-114
25 Για βουλγαρική εκπαίδευση στη Μακεδονία βλ. G.Todorov- N.Zecev, “Documents ayant trait aux luttes des Bulgares pour une eglise et des ecoles nationales en Macedoine vers le milieu du XIXe siecle”, Etudes historiques, 3 (1966), 173-239. S.Makedonski, “L’ Exarchat bulgare et l’ enseignement scolaire en Macedoine” Etudes balkaniques, 2 (1971), 104- 119. V.Bojinov, “Cultural and Educational Work in Macedonia and the Participation of Goce Delcev, Damjan Gruev and Jane Sandanski in it”, Bulgarian Historical Review, 52 (1977), 24-36, του ιδίου “L’instruction bulgare en Macedoine et enThrace d’Andrinople 1878-1903”, Etudes historiques, 8 (1978), 255-274. A.Trajanovski, “L’ activite politico-educatrice de l’ Exarchat en Macedoine dans les premieres annees avant et apres la fondation de l’ Organisation Revolutionnaire Macedono-Odrinienne secrete” στο έργο In- stitute d’ Histoire Nationale (εκδ.), Μacedoine (Skopje, 1981), σσ.187-198.
26 Public Records Office, Foreign Office (FO)/195/1849, Shipley προςBlunt, Monastir 31 Mαρτ.1894, ff.103-107 καιBlunt προςCurrie, Θεσσαλονίκη20 Απρ.1894, f.86.
27 Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών (ΑΥΕ)/Κεντρική Υπηρεσία (ΚΥ)/Ανευ Αριθμού Κατατάξεως (ΑΑΚ)/ζ, Προξενείο Μοναστηρίου 1902: Κουζές-Πεζάς προς Ζαίμη, Μοναστήρι 31 Ιαν.1902, αρ.πρωτ.46
28 ΑΥΕ/ΚΥ/ΑΑΚ/η, Προξενείο Μοναστηρίου 1902: Κουζές-Πεζάς προς Υπ.Εξωτ., Μοναστήρι 10 Μαρ.1902, αρ.πρωτ.119.
29 Ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης έχει άλλωστε γράψει ότι “Ο εν Μακεδονία βουλγαρισμός προέκυψεν από τα μεταξύ των κοινοτικών συμβουλίων μίση. Η αντιπολίτευσις εγίνετο βουλγαρική, προσηλυτίζουσα τον αγράμματον χωρικόν” βλ. Κ.Ι.Μαζαράκης-Αινιάν, “Ο Μακεδονικός Αγών. Αναμνήσεις” στον τόμο Ο Μακεδονικός Αγώνας. Απομνημονεύματα (Θεσσαλονίκη,1984), σ.203. Εξάλλου φαίνεται ότι οι κάτοικοι ορισμένων βλαχόφωνων, αλβανόφωνων και σλαβόφωνων χωριών που σύσσωμα συντάχθηκαν με τον Ελληνισμό ήταν επήλυδες, κυρίως από την Ήπειρο, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία μάλλον στις αρχές του 19ου αιώνα. βλ. π.χ. Γεώργιος Μόδης, Ο Μακεδονικός Αγών και η νεώτερη Μακεδονική Ιστορία (Θεσσαλονίκη, 1967), σσ.36-38.
30 Για μια ανασκόπηση όλων των παραμέτρων στις οποίες στηρίχθηκε ο σχηματισμός των δυο “εθνικών στρατοπέδων” βλ. Βασίλης Κ. Γούναρης, “Εθνοτικές ομάδες και κομματικές παρατάξεις στη Μακεδονία των Βαλκανικών Πολέμων”, Συμπόσιο για τα 80 χρόνια από τους Βαλκανικούς Πολέμους (Αθήνα, 1993), σσ.189-202.
31 Για τα βουλγαρομακεδονικά κομιτάτα βλ. την πρόσφαταμελέτη του Duncan M.Perry, The Politics of Terror. The Macedonian Revolutionary Movements, 1893-1903 (London, 1988), μια μελέτη που, αν και προσπαθεί να καταδείξει τις διαφορετικές επιδιώξεις “Μακεδόνων” και Βουλγάρων τελικά προσφέρει πλούσιες μαρτυρίες για τη συνεργασία τους και τη σαφή επιρροή των δευτέρων στους πρώτους.
32 ΑΥΕ/ΚΥ/ΑΑΚ/η, Προξενείο Μοναστηρίου 1902: παπα-Σταύρος Τσάμης προς Κουζέ-Πεζά, Πισοδέρι 26 Φεβρ.1902, συνημμένο στην επιστολή του Κουζέ-Πεζά προς Υπ.Εξ., Μοναστήρι 10 Μαρ.1902, αρ.πρωτ.119. Βλ. ακόμη Kofos, “National Heritage”, ό.π., σσ.112-113.
33 FO 195/2157, Graves προς O’Conor, Θεσσαλονίκη 23 Ιουλ.1903, ff.171-172 και 31 Ιουλ.1903, ff.200-201. Για τις εξελίξεις της χρονιάς εκείνης, τις εκτιμήσεις των ευρωπαίων διπλωματών και τη μεθόδευση της εξέγερση βλ. Βασίλης Κ.Γούναρης, Άννα Α. Παναγιωτοπούλου, Αγγελος Α. Χοτζίδης (επιμ.), Τα γεγονότα του 1903 στη Μακεδονία μέσα από την ευρωπαϊκή διπλωματική αλληλογραφία (Θεσσαλονίκη, 1993).
34 Για τις εξελίξεις την περίοδο αυτή βλ. Κωνσταντίνος Α. Βακαλόπουλος, Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα (1894-1904) (Θεσσαλονίκη, 1986).
35 Για το Μακεδονικό Αγώνα αξεπέραστη παραμένει η μελέτη του DouglasDakin, The Greek Struggle in Macedonia, 1897-1913 (Θεσσαλονίκη, 1966), βλ. ακόμη τη νεότερη μελέτη του Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου, Ο Μακεδονικός Αγώνας. Η ένοπλη φάση 1904-1908 (Θεσσαλονίκη, 1987).
36 Βλ.π.χ.Stojan Makedonski, La regime jeune-turc et les deuxiemes elections parlementaires de 1912 en Macedoine etThrace orientale”, Etudes balkaniques, 2 (1978), 58-71. Fik-ret Adanir, “The National Question and the Genesis and Development of Socialism in the Ottoman Empire: The Case of Macedonia”, Mete Tuncay & Erik Zurcher (επιμ.), Socialism and Nationalism in the Ottoman Empire (London-New York,1994), σσ.27-48.
37 Η μοναδική μελέτη για την περίοδο είναι του Κωνσταντίνου Α. Βακαλόπουλου, Νεότουρκοι και Μακεδονία (1908-1912) (Θεσσαλονίκη, 1988).
38 Αρχείο Παύλου Καλλιγά (ΑΠΚ) στην κατοχή Ειρήνης Καλλιγά, Έκθεση Καλλιγά 19 Οκτ.1918, φφ.9-11.
39 ΑΠΚ/Εκθεση Καλλιγά 19 Οκτ.1918, φφ.19-20.
40 FO 286/580, Morgan προς Mallet, Θεσσαλονίκη 21 Μαρτ. αρ.πρωτ.18, 1 Απρ.1914, αρ.πρωτ.21, 20 Ιουλ.1914, αρ.πρωτ.51. FO 421/291, Morgan προς Mallet, Θεσσαλονίκη 20 Ιουν.1914, αρ.πρωτ.44. FO 421/290, Elliot προς Grey, Αθήνα 9 Μαΐου 1914, αρ.πρωτ.123.
41 Βλ .π.χ. Hans Vermeulen, “Αγροτικές συγκρούσεις και κοινωνική διαμαρτυρία στην ιστορία ενός μακεδονικού χωριού”, στον τόμο Στάθης Δαμιανάκος (επιμ.), Διαδικασίες κοινωνικού μετασχηματισμού στην αγροτική Ελλάδα (Αθήνα, 1987), σσ.230- 234.
42 Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας (ΙΑΜ)/Γενική Διοίκηση Μακεδονίας (ΓΔΜ)/φάκ.11 Επαρχία Βέροιας, Έκθεση Υποδιοικητού Βέροιας 1 Δεκ.1914.
43 Η έγκαιρη αναδιανομή της γης την περίοδο αυτή θα μπορούσε να έχει τεράστια σημασία για τον εθνικό προσανατολισμό των κατοίκων βλ. π.χ. ΙΑΜ/ΓΔΜ/φάκ.17 Επαρχία Απελλής, Διοικητικός Επίτροπος Βοδενών προς Νομαρχία Θεσσαλονίκης, Έδεσσα 9 Ιαν.1914.
44 Το ποσό που διοχέτευαν για προπαγανδιστικούς λόγους στη Μακεδονία Έλληνες, Βούλγαροι και Ρουμάνοι ανερχόταν ετησίως σε πέντε εκ. φράγκα (βλ. Ελληνική Λογοτεχνική και Ιστορική Εταιρεία, Αρχείο Στρέιτ, Εκθεσις περί της οικονομική καταστάσεως της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 24 Ιαν.1913, φ.17).
45 ΑΠΚ/Εκθεση Καλλιγά 564/11 Νοεμ.1916, φφ.1-3, 7-11. Έκθεση Καλλιγά 19 Οκτ.1918, φφ.2-4, 21-22. Έκθεση Καλλιγά 3141/13 Μαΐου 1919 απόσπασμα σε Έκθεση Καλλιγά 22 Ιαν.1920, φ.84, Έκθεση Καλλιγά 4164/12 Ιουν.1919 απόσπασμα σε Έκθεση Καλλιγά 22 Ιαν.1920, φ.100, Έκθεση Καλλιγά 24 Φεβρ.1918 απόσπασμα σε Έκθεση Καλλιγά 22 Ιαν.1920, φ.43 σημ.
46 Διαμάχες στα αστικά κέντρα βλ. ΑΠΚ/Εκθεση Καλλιγά 564/11 Νοεμβρ.1916, φ.12 και 1208/26 Δ. Για τις εκ.1916, φφ.3-6.
47 ΑΠΚ/Εκθεση Καλλιγά 1208/26 Δεκ.1916, φφ.14-15 και 389/27 Ιαν.1917, φφ.16-17, 19 Οκτ.1918, φφ.40-54.
48 ΑΠΚ/Εκθεση Καλλιγά 564/11 Νοεμ.1916, φφ.1-2 και 19 Οκτ.1918, φφ.36-37.
49 ΑΠΚ/Εκθεση Καλλιγά 1208/26 Δεκ.1916, φφ.16-17, 5359/18 Οκτ.1917 φφ.43-44, 19 Οκτ.1918, φφ.29-24. George Leon, Greece and the Great Powers 1914-1917 (Thessaloniki, 1974), σσ.430-431.
50 Ίσως μάλιστα να διευκόλυναν και την προπαγανδιστική εργασία της ΕΜΕΟ (ΑΥΕ/ΚΥ/Α5/3 Α Πολιτική Διεύθυνση Στρατιωτική Διοίκηση Κοζάνης-Φλωρίνης προς Υπ.Εξ., Εβδομαδιαίο Δελτίο Πληροφοριών, Κοζάνη 11 Αυγ.1919, αρ.15).
51 ΑΠΚ/Εκθεση Καλλιγά, 389/27 Ιαν.1917, φφ.20-25.
52 Στους διπλωματικούς κύκλους ήταν ανέκαθεν γνωστό ότι τελικός στόχος των διακηρύξεων αυτών παρέμενε η ενσωμάτωση των μακεδονικών εδαφών στο βουλγαρικό κράτος. Eίναι χαρακτηριστική η δημοσίευση της σερβικής εφημερίδας Vreme (3 Μαρτ.1925), όπου επισημαίνονταν οι πραγματικοί μεγαλοβουλγαρικοί σκοποί των αυτονομιστικών σωματείων. Ο συντάκτης μάλιστα αναρωτιόταν εύλογα γιατί τα σωματεία αυτά έπαυσαν να μιλούν περί αυτονομίας στη διάρκεια του Α Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Βουλγαρία είχε τη στρατιωτική κατοχή μεγάλου μέρους της Μακεδονίας, και γιατί αποφεύγουν να κάνουν λόγο για τα μακεδονικά εδάφη που κρατά η Βουλγαρία με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (FO 371/10664/ c4828/168/7, Βελιγράδι 31 Μαρτ.1925, ff.81-85).
53 ΑΠΚ/Εκθεση Καλλιγά 19 Οκτ.1918, φφ.14-16,63, 3141/13 Μαίου 1919 συνημ.σε 22 Ιαν.1920, φφ.82-83. Μόνο το 1923 αναφέρονται εκτοπίσεις από χωριά της συνοριακής γραμμής στην περιοχή Νέστου (FO 371/8565/c9363, Kων/πολη 22 Μαίου 1923, f.155). Την ίδια περίπου περίοδο οι εκτοπισμένοι εκτός Μακεδονίας (κυρίως στη Θεσσαλία) υπολογίζονταν σε 2.950 άτομα βλ. FO 371/8565/178052, Αθήνα 1 Ιουν.1923, ff.218-222.
54 Κωνσταντίνα Ζαχοπούλου-Αποστολίδη, “Γαλλική πολιτική και ξένες προπαγάνδες στη Μακεδονία” (ανεκδ. μεταπτ. εργασία, Θεσσαλονίκη, 1990), σσ.65-78, πρβλ. και ΑΠΚ/Εκθεση Καλλιγά 3141/13 Μαΐου 1919 συνημμένη σε 22 Ιαν.1920, φφ.88-89.
55 AΠΚ/Εκθεση Καλλιγά 1208/26 Δεκ.1916, φ.5, 1896/29 Απρ.1917, φφ.2-5,9, 19 Οκτ.1918, φ.22 και Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ)/Αρχείο Γεωργίου Τσόντου (ΑΓΤ), φάκ.12, Στέλιος (;) προς Ευάγγελο (;), Θεσσαλονίκη 18 Οκτ.1922.
56 Βλ. χαρακτηριστικά ΓΑΚ/ΑΓΤ/φάκ.12, Ανδρουλιδάκης προς Τσόντο, Νεστράμι 22 Μαίου 1922.
57 Για μια ανασκόπηση των συμβάσεων βλ. FO 371/10664 c15284/168/7, 28 Νοεμβρ.1925, ff.128-135. Ειδικότερα για τη συνθήκη του Νεϊγύ και τα άρθρα της βλ. Παναγιώτης Μηλιώτης, Η εν Νεϋγύ σύμβασις της ελληνοβουλγαρικής μεταναστεύσεως της14/27 Νοεμβρίου 1919 και η εφαρμογή της (Θεσσαλονίκη, 1962) και SteliosNestor, “Greek Macedonia and the Convention of Neuilly”, BalkanStudies, 3 (1962), σσ.173-175, 179-181.
58 George Zotiades, The Macedonian Controversy (2η εκδ.,Thessaloniki, 1961), σ.39.
59 FO 371/8566/c15084, Αθήνα 20 Αυγ.1923, f.45-50.
60 Βλ. κυρίως Ευστάθιος Πελαγίδης, Η αποκατάσταση των προσφύγων στη δυτ. Μακεδονία (1923-1930) (διδακτ. Διατριβή Θεσσαλονίκη, 1992).
61 ΙΑΜ/ΓΔΜ/φάκ.89/β, Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού προςΥπ. Εσωτερικών, Προνοίας, Γεωργίας και ΓΔΜ, Αθήνα 17 Δεκ.1925, αρ.εμπ.πρωτ. 1436/1194. Καραβίδας, Αγροτικά (Αθήνα, 1931), σσ.354-355. Φ.Σ .Δραγούμης, Εκλογή πολιτικών δημοσιευμάτων 1922-1925, (Αθήνα, 1925), σσ.74-78. FO 371/9660/c4361, Λονδίνο 12 Μαρ.1924, f.75 και FO 371/11360/c11605, Θεσσαλονίκη 28 Οκτ.1926.
62 Zotiades, ό.π., σσ.38-43. Nestor, ό.π., σσ.182-183.
63 Βλ. George Mavrogordatos, Stillborn Republic. Social Coalitions and Party Strategies in Greece, 1922-1936 (Berkley, 1983), σ. 247 και σημ.49 και Τάσος Κωστόπουλος, Λεωνίδας Εμπειρίκος, Δημήτρης Λιθοξόου, Ελληνικός εθνικισμός. Μακεδονικό Ζήτημα: Η ιδεολογική χρήση της Ιστορίας (Αθήνα, 1992), σσ.44-45
64 Τις συγκεκριμένες πληροφορίες οφείλω στον κ. Ιάκωβο Μιχαηλίδη, ο οποίος προετοιμάζει διατριβή στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με θέμα τις δημογραφικές εξελίξεις στη Μακεδονία και τη Θράκη την περίοδο 1913-1930.
65 Για μια σύντομη και τεκμηριωμένη ανάλυση των ενδοκομματικών ισορροπιών και των πιέσεων που ασκήθηκαν στο ΚΚΕ βλ. Δημήτρης Λυβάνιος, “Η Μακεδονία των Κομμουνιστών” (Μεταπτ.εργασία ανέκδοτη, Θεσσαλονίκη, 1991), σσ.56-72. Για τη συζήτηση του θέματος βλ. ΚΚΕ, Το τρίτο έκτακτο συνέδριο του ΣΕΚΕ(Κ) (26 Νοέμβρη-3 Δεκέμβρη 1924). Πρακτικά (Αθήνα, 1991), σσ.99-137 και ειδικότερα σ.135
66 Mavrogordatos, ό.π., σσ.247, 250-251. Αλκής Ρήγος, Η Β Ελληνική Δημοκρατία 1924-1935. Κοινωνικές διαστάσεις της πολιτικής σκηνής (Αθήνα, 1988), σσ.206-207. Για μια εμβάθυνση στο θέμα της σύνδεσης των εντοπίων με το Λαϊκό Κόμμα βλ. Βασίλης Κ. Γούναρης, “Βουλευτές και Καπετάνιοι: Πελατειακές σχέσεις στη μεσοπολεμική Μακεδονία”, Ελληνικά, 41 (1990), 313-335.
67 Αρετή Τούντα-Φεργάδη, Ελληνο-Βουλγαρικές μειονότητες. Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ (Θεσσαλονίκη, 1986). Βλ. ακόμη Γιάννης Στεφανίδης, “Η Μακεδονία του μεσοπολέμου”, Η νεότερη και σύγχρονη Μακεδονία (Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 1992), τόμ.2, σ.92. Για το θέμα της βουλγαρικής μειονότητας στη Γιουγκοσλαβία βλ. πρόχειρα Dimitar Mitev, “The Question of the Bulgarian Minorities and the League of Nations”, Etudes Ηistoriques, 14 (1990), 98-118.
68 Στεφανίδης, ό.π., σσ.94-96. Kofos, Nationalism and Communism in Macedonia (Θεσσαλονίκη, 1964), σ.49. Barker, Macedonia, σ.33. Harry J.Psomiades, “The Diplomacy of Theodoros Pangalos 1925-1926”, Balkan Studies, 13 (1972), 6-9.
69 Basil C. Gounaris, “Emigration from Macedonia in the Early Twentieth Century”, Journal of Modern Greek Studies, 7 (1989), 148.
70 ΑΠΚ/Εκθεση Καλλιγά 3394/26 Φεβρ.1930, φ.3
71 Βλ. και ΑΠΚ/Εκθεση Μπάλκου 144/3 Ιουν.1931, φ.2.
72 ΑΠΚ/Εκθεση [Καλλιγά] 3394/26 Φεβρ.1930, φφ.4-8. S.Ladas, The Exchange of Minorities: Bulgaria, μGreece and Turkey (NewYork, 1932), σσ.104-105
73 ΑΠΚ/Εκθεση Καλλιγά 3394/26 Φεβρ.1930, φφ.13-15, 22.
74 ΑΠΚ/Εκθεση Καλλιγά 3394/26 Φεβρ.1930, φφ.11-12. Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου (ΑΕΒ), φάκ.251, Έκθεση Κ .Στυλιανόπουλου, 16 Δεκ.1931, φφ.12-13.
75 ΑΠΚ/Εκθεση Καλλιγά 3394/26 Φεβρ.1930, φφ.26,52-53,80-82και Καλλιγάς προς Υπ. Παιδείας, Φλώρινα 11 Οκτ.1929. Ιδιαίτερα για τη σερβική προπαγάνδα βλ. ΙΑΜ/ΓΔΜ/φάκ.87, Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης προς Γεν. Διοίκηση Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 14 Οκτ.1922, αρ.πρωτ.Γ7/78, φ.6. Χρήσιμες είναι ακόμη οι εκδεδομένες εκθέσεις του Στέφου Γρηγορίου και του Αθανασίου Σουλιώτη, Νομάρχη Φλωρίνης για σύντομο διάστημα (Δημήτρης Λιθοξόου, “Δύο ανέκδοτα ντοκουμέντα για την ιστορία και τη συνείδηση της σλαβομακεδονικής μειονότητας κατά την προμεταξική περίοδο”, Εκτός Ορίων, τεύχος 6 (Ιούνιος 1992), 36-38.
76 Κώστας Κωστής, Αγροτική οικονομία και Γεωργική Τράπεζα. Όψεις της ελληνικής οικονομίας στο μεσοπόλεμο (1919-1928) (Αθήνα, 1987), σσ.204-205.
77 ΑΠΚ/Εκθεση Καλλιγά 3394/26 Φεβρ.1930, φφ.17-40.
78 ΑΠΚ/Εκθεση Καλλιγά 3394/26 Φεβρ.1930, φφ.41-42. Μπάλκος προς ΓΔΜ, Φλώρινα 9 Ιουν.1931, αρ.πρωτ.9559, φ.3. ΑΕΒ, φάκ.251, Έκθεση Κ. Στυλιανόπουλου 16 Δεκ.1931, φφ.7-10.
79 Για τα προβλήματα της αποκατάστασης στη δεκαετία του 1920 βλ. Πελαγίδης, Η αποκατάσταση των προσφύγων passim.
80 ΓΑΚ/ΑΓΤ, φάκ.12, Τηλεγραφήματα απολύτου προτεραιότητας Νομάρχου Φλωρίνης Στεφ. Πετρουλά προς Υπ. Γεωργίας 10860/22 Ιουλ.1933, 11100/28 Ιουλ.1933, 4861/8 Αυγ.1933 και επιστολή του ιδίου προς τον Πρωθυπουργό, Καστοριά 10 Αυγ.1933 αρ.πρωτ.32. ΑΕΒ, φάκ.110, Νομάρχης Κοζάνης προς τον Πρωθυπουργό, 9 Μαρτ.1932., αρ.πρωτ.7. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη (ΓΒ)/Aρχείο Αθανασίου Σουλιώτη (ΑΑΣ), φάκ.2/ΙΙ, 3, Ν. Ζωγράφος (ελεγκτής τoπογραφικής υπηρεσίας) προς Νομάρχη, Φλώρινα 7 Αυγ.1934.
81 ΙΑΜ/ΓΔΜ/φάκ.19, Τσακτσίρας προς Υπουργείο Γεωργίας, Φλώρινα 24 Αυγ.1936, αρ.πρωτ.15150
82 ΑΠΚ/Εκθεση Καλλιγά 3394/26 Φεβρ.1930, φφ.73-79. Μπάλκος προς Πολ. Γραφείο Πρωθυπουργού, Φλώρινα 25 Μαΐου 1931, αρ.εμπ.πρωτ.139. ΓΒ/ΑΑΣ, φάκ.2/ΙΙ, 2, υπόμνημα Διοικήσεως Χωροφυλακής, Φλώρινα 22 Σεπτ. 1934 αρ. πρωτ.216 και απόρρητη επιστολή Σουλιώτη προς τη Γεν. Διοίκηση Μακεδονίας, Αθήνα 13 Νοεμ. 1934. Βλ. ακόμη Μavrogordatos, ό.π., σ.249. Gounaris, ό.π., 141. Α.Μ.Tamis, “The First Settlers in Australia from Mainland Greece” στο A.M.Tamis (εκδ.) MacedonianHellenism(Melbourne, 1990), σ.337.
83 Πρβλ. Mavrogordatos, ό.π., σ.202. Στεφανίδης, ό.π., σσ.84-86.
84 ΑΕΒ, φάκ.113, Μπάλκος προς Πρωθυπουργό, Φλώρινα 13 Οκτ.1932, αρ.εμπ.πρωτ.316. Πρβλ. Mavrogordatos, ό.π., σσ.247, 250-251.
85 Σπύρος Λιναρδάτος, Πως εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου (Αθήνα, 1988), σσ.62-63. Ρήγος, ό.π., σ.209. Mavrogordatos, ό.π., σσ.236,282. Βλ .ακόμη Ιάκωβος Μιχαηλίδης, “Πολιτικές αναζητήσεις στο μεσοπόλεμο: Η περίπτωση της Μακεδονικής Ένωσης” Πρακτικά Α Πανελλήνιου Συνεδρίου “Η Έδεσσα και η περιοχή της: ιστορία και πολιτισμός” (Έδεσσα, 1995), σσ.355-366.
86 Βλ. π.χ. ΑΠΚ/Εκθεση Καλλιγά 3394/26 Φεβρ.1930, φφ.15-16 αλλά και ΓΒ/ΑΑΣ, φάκ.2/ΙΙ, 2, Σουλιώτης προς Υπουργό (Εσωτερικών;), Καστοριά 6 Αυγ.1935.
87 Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 1940, 84.751 άτομα δήλωσαν ως μητρική τους γλώσσα το εντόπιο σλαβικό ιδίωμα βλ. Zotiades, ό.π., σ.44.
88 Από μια έκθεση του Κ. Στυλιανόπουλου (ΑΕΒ, φάκ.251) Αθήνα 16 Δεκ.1931), φαίνεται ότι ο Νομάρχης Φλωρίνης (μάλλον ο Βασίλειος Μπάλκος), πρότεινε την δια της απειλής προστίμου απαγόρευση της γλώσσας, τις συστηματικές μεταθέσεις ιερέων, την κρατική παρέμβαση στα κοινοτικά συμβούλια, τη συστηματική ανάμειξη του πληθυσμού κ.α.
89 Για μια κριτική του τρόπου που εφαρμόστηκαν τα μέτρα βλ. επιστολή του Σωτηρίου Γκοτζαμάνη προς τον Μεταξά με ημερομηνία 5 Ιανουαρίου 1939 [Σωτ. Γκοτζαμάνη, Εθνικά Ζητήματα (Αθήνα, 1954), σ.40] και Kofos, Nationalism, σ.
90 Βλ. π.χ. BasilKondis, “TheMacedonianQuestionas aBalkan Problem inthe1940s”, BalkanStudies, 28 (1987), 151-160 και Ευάγγελος Κωφός, “Η βαλκανική διάσταση του Μακεδονικού Ζητήματος στα χρόνια της κατοχής και στην αντίσταση”, Χάγκεν Φλάισερ και Νίκος Σβορώνος (επιμ.), Η Ελλάδα το 1936-1944: Δικτατορία, κατοχή, αντίσταση (Αθήνα, 1989), σσ.418-471.
91 Ο αριθμός των σλαβόφωνων μαχητών του Δημοκρατικο Στρατού κυμάνθηκε κατά μια εκτίμηση, ίσως υπερβολική, από6-14.000 άνδρες και γυναίκες βλ. Evangelos Kofos, “The Im pact of the Macedonian Question on Civil Conflict inGreece”, Occasional Papers of the Hellenic Foundation for Defence and Foreign Policy, Νο3 (Athens, 1989), σ.21.
92 Βλ. Γκοτζαμάνη, ό.π., σ.6. Κατά το μακρύ διάστημα που μεσολάβησε από την αρχική συγγραφή (Ιούνιος 1992) μέχρι την δημοσίευση του άρθρου αυτού η ιστορική έρευνα για την Μακεδονία εμπλουτίστηκε με πολυάριθμες και αξιόλογες μελέτες. Παράλληλα η κριτική διάθεση των επιστημόνων αυξήθηκε ασυνήθιστα και σίγουρα ξεπέρασε κατά πολύ τον αναθεωρητικό (για τα δεδομένα του 1992) χαρακτήρα της μελέτης αυτής. Αξίζει να σημειωθούν σε αλφαβητική σειρά ορισμένες από τις νεότερες συμβολές, που, αν και δεν κλονίζουν την επιχειρηματολογία αυτού του άρθρου, προσφέρουν ωστόσο επιπρόσθετα στοιχεία ή εναλλακτικές οπτικές γωνίες για την καλύτερη τεκμηρίωση και θεώρηση κυρίως της μεσοπολεμικής στη Μακεδονία 1923-1930″, Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, 9 (1992), 47-59. Ιάκωβος Μιχαηλίδης, “Προβλήματα ενσωμάτωσης προσφύγων στον αγροτικό μακεδονικό χώρο: Πρόσφυγες και γηγενείς”, Όψεις του Μικρασιατικού Ζητήματος: ιστορική vis a vistheSlavophonesofGreekMacedoniaintheInter-WarPeriod: FromParliamentary Inertia to Metaxist repression”, Πρακτικά Συνεδρίου της Εταιρείας Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (υπό έκδοση). Λένα Διβάνη, Ελλάδα και μειονότητες: το σύστημα διεθνούς προστασίας της Κοινωνίας των Εθνών (Αθήνα, 1995), σσ.130-161 και 298-348. AnastasiaKarakasidou, “FellowTravellers, SeperateRoads: Thevis a vistheSlavophonesofGreekMacedoniaintheInter-WarPeriod: FromParliamentary Inertia to Metaxist repression”, Πρακτικά Συνεδρίου της Εταιρείας Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (υπό έκδοση). Λένα Διβάνη, Ελλάδα και μειονότητες: το σύστημα διεθνούς προστασίας της Κοινωνίας των Εθνών (Αθήνα, 1995), σσ.130-161 και 298-348. AnastasiaKarakasidou, “FellowTravellers, SeperateRoads: TheKKE θεώρηση και προεκτάσεις πρακτικά (Θεσσαλονίκη 1992), σσ.127-134. Του ιδίου, “Η Μακεδονία του 1930 μέσα από τις στατιστικές: η περίπτωση των Σλαβόφωνων”, Πρακτικά ΙΣΤ Συνεδρίου της Πανελλήνιας Ιστορικής Εταιρείας (Θεσσαλονίκη, 1995), σσ.407-421. Κώστας Σκορδύλης, “Μειονότητες και προπαγάνδα στη Βόρειο Ελλάδα κατά το Μεσοπόλεμο. Μια έκθεση του Γ. Φεσσόπουλου”, Ιστωρ, 7 (1994), 43-91. περιόδου: Χριστίνα Βάρδα, “Όψεις της πολιτικής αφομοίωσης στη KKEθεώρηση και προεκτάσεις πρακτικά (Θεσσαλονίκη 1992), σσ.127-134. Του ιδίου, “Η Μακεδονία του 1930 μέσα από τις στατιστικές: η περίπτωση των Σλαβόφωνων”, Πρακτικά ΙΣΤ Συνεδρίου της Πανελλήνιας Ιστορικής Εταιρείας (Θεσσαλονίκη, 1995), σσ.407-421. Κώστας Σκορδύλης, “Μειονότητες και προπαγάνδα στη Βόρειο Ελλάδα κατά το Μεσοπόλεμο. Μια έκθεση του Γ. Φεσσόπουλου”, Ιστωρ, 7 (1994), 43-91.