Αρχείο κατηγορίας ΓΛΩΣΣΑ-ΓΡΑΦΗ

ΕΝΑΣ ΙΣΠΑΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Ο καθηγητής κύριος Francisco Andrados, μέλος της Ισπανικής Ακαδημίας και η κυρία Γιατράκου

.

.

.

Για την ομορφιά της ελληνικής γλώσσας, τη σημασία της στον παγκόσμιο πολιτισμό και τα μυστικά της μίλησαν, κατά τη διάρκεια των εργασιών της Ομηρικής Ακαδημίας -που για έκτη συνεχή χρονιά διεξάγεται στη Χίο-, διακεκριμένοι ελληνιστές καθηγητές.

Για την πρωτογένεια της ελληνικής γλώσσας μίλησε ο καθηγητής Francisco Andrados, μέλος της Ισπανικής Ακαδημίας που τόνισε ότι η ενασχόληση με την ελληνική λεξικογραφία συνεισφέρει χρήσιμες γνώσεις και είναι μια συναρπαστική δουλειά. Ο Ισπανός ακαδημαϊκός ασχολείται με την ελληνική λεξικογραφία από το 1946, τότε που έγραφε τη διδακτορική του διατριβή με θέμα τις μελέτες του λεξιλογίου των μύθων του Αισώπου.

Το 1962 ξεκίνησε η προετοιμασία του ελληνοϊσπανικού λεξικού, το οποίο συνεχώς εμπλουτίζεται. Όπως είπε, είναι ένα συλλογικό έργο ομάδας ελληνιστών που αφορά το λεξιλόγιο μέχρι το 600 μ.Χ., χωρίς να επεκτείνεται στο βυζαντινό και το νεοελληνικό λεξιλόγιο. Έργο του Ισπανού καθηγητή είναι και η Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, που μεταφράστηκε και στα ελληνικά.

Ο κ. Andrados επισήμανε ότι η διερεύνηση της γνώσης μας για το λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής πρέπει να χαροποιεί όλους τους ελληνιστές, επειδή το λεξιλόγιο αυτό ήταν και είναι θεμελιώδες για όλες τις θετικές και θεωρητικές επιστήμες. Τόνισε ότι μόνο η Ελλάδα δημιούργησε ένα επιστημονικό και λόγιο λεξιλόγιο από τη δική της γλώσσα, ενώ οι υπόλοιποι πολιτισμοί είχαν και έχουν στη διάθεσή τους το ελληνικό λεξιλόγιο.

Η ελληνική γλώσσα είναι στενά συνδεδεμένη με τον ελληνικό πολιτισμό όλων των εποχών, με τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία αλλά και την επιστήμη, και όπως ο ίδιος γράφει οι ευρωπαϊκές γλώσσες είναι ημιελληνικές ή κρυπτοελληνικές γλώσσες. Οι εργασίες της Ομηρικής Ακαδημίας ολοκληρώνονται το πρωί της Κυριακής με την απονομή των πτυχίων σε φοιτητές και καθηγητές.

.
.
Θ. ΠΥΛ.
.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 18/07/2003
  .
.
.

ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΕΣ ΟΜΑΔΕΣ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ

.

.

.

Eλληνόφωνες ομάδες στην Τουρκία – μια άγνωστη πλευρά της σύγχρονης Τουρκίας
.

.
Βλάσσης Αγτζίδης*

.
.
.
Ενα από τα πλέον ενδιαφέροντα φαινόμενα στη σύγχρονη Τουρκία αποτελεί αυτό της ύπαρξης μουσουλμανικών ελληνόφωνων ομάδων. Η παραδοσιακή ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, η αυταρχική εσωτερική δομή της Τουρκίας, η εξέγερση των Κούρδων, μαζί με την επιβίωση των στερεοτύπων για τη διαμόρφωση των νεότερων εθνών στην περιοχή μας, εμπόδισε τη μελέτη του φαινομένου αυτού. Η μετάβαση ελληνοφώνων ομάδων από το χριστιανικό θρησκευτικό σύστημα στο ισλαμικό κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης αποτελεί μέχρι σήμερα ένα θέμα άγνωστο για τη νεοελληνική επιστήμη. Το φαινόμενο αυτό έχει εμφανιστεί σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Από την Κύπρο και την Πελοπόννησο έως την Ηπειρο και τον Πόντο.
Σήμερα όμως, η δημόσια εμφάνιση όσων από τις ομάδες αυτές επιβιώνουν διευρύνει το ερευνητικό ενδιαφέρον. Η βιβλιογραφική και αρθρογραφική παρουσία των ελληνόφωνων ομάδων της Τουρκίας είναι πλέον γεγονός. Η αρχή έγινε πριν από μερικά χρόνια με την Tanju Izbek, η οποία έλαβε το βραβείο Ιπεκτσί για μια νουβέλα της στο κρητικό ιδίωμα, όπως αυτό μιλιέται σήμερα στην περιοχή της Gunda (τα παλιά Μοσχονήσια). Πιθανότατα, σύμφωνα με το τουρκικό περιοδικό Actuel, να υπήρχαν πολιτικές ομάδες στη Βόρεια Τουρκία που δραστηριοποιούνταν, πριν από το πραξικόπημα του ’80, γύρω από τον πολιτισμό του Πόντου. Το 1996 εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον εκδοτικό οίκο Belge, το κλασσικό πλέον βιβλίο του Omer Asan με τίτλο “Pontos Kulturu”, δηλαδή: Ο πολιτισμός του Πόντου. Σήμερα υπάρχουν τέσσερις ελληνόφωνες ομάδες στην Τουρκία: κρητική, ποντιακή, μακεδονική και κυπριακή. Κάθε μια απ’ αυτές έχει εξαιρετικό ιστορικό ενδιαφέρον. Η έκφραση είναι γεγονός ιδιαίτερης σημασίας, εφόσον αναδεικνύει μια άγνωστη πλευρά της σύγχρονης τουρκικής κοινωνίας, που ολοένα γίνεται σημαντικότερη.
Η δημόσια εμφάνιση των ομάδων αυτών δεν αφορά μόνο στην τουρκική κοινωνία, η οποία συνειδητοποιεί αργά τον πολυεθνοτικό της χαρακτήρα, καθώς και στους εθνογενετικούς της μύθους. Αφορά παράλληλα και στην ελληνική, γιατί της αποκαλύπτει τον τρόπο συγκρότησης των σύγχρονων εθνικών κρατών στην περιοχή μας και το αδιέξοδο των ενδιάμεσων ομάδων – γέννημα της ιστορίας – οι οποίες υποχρεώθηκαν να ενταχθούν στο κράτος που είχε ως ιδεολογικό υπόβαθρο το δικό τους θρησκευτικό δόγμα. Η κρητική και η κυπριακή, από τις τέσσερις αυτές ομάδες – οι οποίες στη διαχρονική τους παρουσία ταυτίστηκαν ως μουσουλμανικές με την οθωμανική αυτοκρατορία – συγκρούστηκαν με το επαναστατικό κίνημα των χριστιανών Ελλήνων. Εμμέσως υπέστη τις συνέπειες της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης και η μακεδονική, η οποία υποχρεώθηκε με βάση τη συμφωνία ανταλλαγής των πληθυσμών να εγκαταλείψει τα γενέθλια εδάφη της περιοχής του Αλιάκμονα και της Κοζάνης και να αναχωρήσει για την Τουρκία το 1824.

Η διαμόρφωση του φαινομένου

Η κατανόηση του φαινομένου της επιβίωσης ελληνόφωνων μουσουλμανικών πληθυσμών απαιτεί την υπέρβαση της σημερινής εικόνας που έχουμε για τις σχέσεις ισλαμισμού και χριστιανισμού, καθώς και για τις σύγχρονες αρχές συγκρότησης των μονοεθνικών κρατών. Θα πρέπει να δεχθούμε ότι το σημερινό τείχος που υπάρχει ανάμεσα σε εμάς και τους γείτονές μας, σε θρησκευτικό επίπεδο, είναι μια πραγματικότητα της τελευταίας ιστορικής περιόδου. Για εκατονταετίες υπήρχε ένα ανακάτεμα εθνών και θρησκειών. Αν σήμερα ο διαχωρισμός είναι απόλυτος μεταξύ άσπρου και μαύρου, εντούτοις, για μεγάλο διάστημα, υπήρχε ανάμεσά τους ένας εκτεταμένος γκρίζος χώρος. Για να κατανοήσουμε το φαινόμενο που σήμερα εξετάζουμε θα πρέπει να δούμε τη διαπλοκή του Ισλάμ με τον Ελληνισμό σε χρονικό και γεωγραφικό επίπεδο. Από τον 14ο αιώνα συναντιούνται Ελληνες στους χώρους της νέας θρησκείας. Ο περιηγητής Ιμπντί Μπατούτα γράφει ότι συνάντησε στον ποταμό Κούμα, κοντά στην πόλη Ματζάρ, το αναχωρητήριο του μουσουλμανικού τάγματος Αχμεδέ στο οποίο όπως γράφει «διεβίουν σε κοινή ζωή Δερβίσες, Αραβες, Πέρσες, Τούρκοι και Ελληνες».
Ο εξισλαμισμός μέρους των Ελλήνων ανοίγει την δίοδο για να εισχωρήσουν στον ισλαμικό χώρο οι ελληνικές φιλοσοφικές δοξασίες. Οι σοφιστικές απόψεις για παράδειγμα εκφράζονται με τους “σούφι”, το θρησκευτικό τάγμα των δερβίσηδων. Ο δημιουργός του, Τζελαδεδίν Ρουμί, χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα – όπως μιλιόταν κατά τους μέσους χρόνους στην Καππαδοκία. Τα μελωδικά κείμενα των δερβίσηδων αποτελούν προσαρμογή των βυζαντινών μελωδιών στις νέες ανάγκες. Ο Μ.Ρικό, γραμματέας του Βρετανού πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, αναφέρει το 1670 ότι στον ισλαμικό κόσμο υπάρχει «μεγάλη ποικιλία γνωμών και απόψεων, ασυγκρίτως μεγαλύτερα από τον χριστιανικό κόσμο». Ο Ρικό θεωρεί ότι η είσοδος νέων εθνών στο μουσουλμανικό χώρο δημιουργεί το κατάλληλο κλίμα. Γράφει: «Δεδομένου ότι την καλλίτερη μερίδα των νέων εθνών αποτελούν οι Ελληνες και ότι δεν ικανοποιήθηκαν με τις ονειροπολήσεις του Κορανίου, αυτοί που άλλοτε υπήρξαν διδάσκαλοι των επιστημών από τις οποίες τους απέμεινε κάποια συγκεχυμένη γνώση, αφού προσέθεσαν στη νέα τους θρησκεία παλιές παραδόσεις και κάποιες γνώμες αρχαίων φιλοσόφων, δημιούργησαν μέρος της ποικιλίας των γνωμών για τις οποίες μιλούμε».
Η ύπαρξη ελληνόφωνων ομάδων στην σύγχρονη Τουρκία, εκτός από μια εντυπωσιακή επιβίωση που ενθουσιάζει τους ιστορικούς, τους γλωσσολόγους και τους λαογράφους, μπορεί να αποτελέσει και μια αποτελεσματική και μόνιμη γέφυρα φιλίας μεταξύ των δύο πλευρών του Αιγαίου. Η πιθανή εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας κάνει, ίσως, εφικτή την προσέγγιση των δύο λαών. Η ανάδειξη των κοινών στοιχείων βοηθά, κατ’ αρχάς στο να γίνει κατανοητή η διαδικασία διαμόρφωσης των σύγχρονων κρατών στην περιοχή μας και να γίνει επίσης ο απολογισμός για τις διάφορες παραμέτρους που καθόρισαν τα πολιτικά αποτελέσματα στην εποχή του έθνους – κράτους.
.
.
.

*Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης ιστορίας του ΑΠΘ
από την εφημερίδα “Καθημερινή”

  .
.

ΠΗΓΗ

.

ΜΑΓΚΝΑ ΓΚΡΕΤΣΙΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ ΓΚΡΕΚΑΝΙΚΑ (MAGNA GRECIA ΚΑΙ Η ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ GRECANICA)

Grecanica

..

magna grecia και η διάλεκτος grecanica
Μάγκνα Γκρέτσια και η διάλεκτος γκρεκάνικα 

.

Τής Δήμητρας Κρουστάλλη

.

Οι άκρες τής ελληνικής γλώσσας

.

……….«Πριν 100 χρόνια λέγανε πως πεθαίνει η γλώσσα. Ακόμη όμως την μιλάμε». Ο καθηγητής Σαλβατόρε Σικούρο διατυπώνει την φράση σε άπταιστα ελληνικά. Μπορεί να είναι Ιταλός αλλά κατάγεται από τα ελληνόφωνα χωριά τής Νοτίου Ιταλίας. Τα νέα ελληνικά τα έμαθε από κασέτες στα 50 του χρόνια. Συνέχεια ανάγνωσης ΜΑΓΚΝΑ ΓΚΡΕΤΣΙΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ ΓΚΡΕΚΑΝΙΚΑ (MAGNA GRECIA ΚΑΙ Η ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ GRECANICA)

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΘΡΑΚΩΝ

 

 

ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΘΡΑιΚΩΝ


 

Από το υπέροχο έργο του  Κουρτίδη Κωνσταντίνου, Ιστορία της Θράκης

 


 

Οι ιστορικοί και εν γένει οι συγγραφείς της κλασικής εποχής και των Μακεδονικών χρόνων είχον την γνώμην, ότι οι Θράκες ωμιλούσαν βάρβαρον γλώσσαν, η οποία δηλαδή ουδεμίαν συγγένειαν και σχέσιν είχε με την Έλληνικήν. Το βέβαιον όμως είνε, ότι οι Θράκες, «ως ανήκοντες εις τον “Αριον κορμόν, ωμιλούσαν γλώσσαν, η οποία δεν ήτο μεν ομοία κατά τους γραμματικούς τύπους με την τόσον πολύ διαπλασθείσαν και εξελιχθείσαν Έλληνικήν και μάλιστα την Ίωνικήν και Άττικήν διάλεκτον, εξηκολούθει όμως κατά την βάσιν και κατ’ ουσίαν—διατελούσα εις την πρωτογενή μορφήν της— να είνε συγγενής προς την Έλληνικήν.
Και ενώ Θράκες και Έλληνες κατά τους ποοομηρικούς χρόνους συνεννοούντο γλωσσικώς έχοντες μόνον διαλεκτικήν διαψοράν αναμεταξύ των την οποίαν—βαθυτέραν ίσως—είχον προς άλληλα τα Ελληνικά φύλα και κατά την κλασικήν εποχήν, βραδύτερον η γλωσσική μεταξύ Θρακών και Ελλήνων συνεννόησις κατέστη αδύνατος δια τον απλούστατον λόγον, ότι η μεν Θρακική γλώσσα παρέμεινε τυπική, εντελώς άτεχνος, ανεπεξέργαστος και οποία ήτο αρχικώς πρωτόγονος εις την μορφήν και τους τύπους της, η δε Ελληνική εξελίχθη και διαπλάσθη εις πλουσιωτάτους τύπους και ποικιλίαν άφθαστον μορφής, εις δύναμιν έντονον εκφράσεως και διατυπώσεως, εις κάλλος και πλαστικότητα, όσον ουδεμία άλλη γλώσσα.
Έν γένει δε οι αρχαίοι διετέλουν εις πλήρη άγνοιαν των τοιούτων ζητημάτων εθνολογικής ή γλωσσολογικής φύσεως, τα οποία επρόβαλον πάντοτε εις αυτούς ως προβλήματα ή μάλλον ως αινίγματα, τα οποία κατά τους νεωτέρους μόνον χρόνους εξηγήθησαν δια της συγκριτικής γλωσσολογίας.

Ό Πλάτων εις τον Κρατύλον του αποφαίνεται ορθότατα επί του γλωσσικού τούτου ζητήματος ως εξής.
«Ό,τι δεν γνωρίζομεν, λέγει, λέγομεν ότι είνε βαρβαρικόν.
»Και πραγματικώς δύναται να είνε κάτι τοιούτο, αλλ’ επίσης είνε δυνατόν ένεκα της πολυκαιρίας να εινε ανεξερεύνητα τα πρώτα ονόματα (λέξεις). Διότι, επειδή τα ονόματα μετατρέπονται καθ’ όλους τους τρόπους, δεν είνε διόλου παράδοξον, εάν η αρχαία γλώσσα σχετικώς με την σημερινήν δεν έχη καμμίαν διαφοράν από την βαρβαρικήν.
»Παρατηρώ δε, ότι πολλά ονόματα (λέξεις) οι Έλληνες και προ πάντων όσοι κατοικούν υπο την εξουσίαν των βαρβάρων (εννοεί ο Πλάτων τους Έλληνας της Μικράς Ασίας, όσοι διετέλεσαν υπο την κατοχήν κατ’ αρχάς των Λυδών και κατόπιν των Περσών) τα έλαβον από τους βαρβάρους ….

 

******************************

 

Η συνέχεια του κειμένου ΕΔΩ

 

 


.

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ

 

 

Το "Λύκειον" του Αριστοτέλη στην αρχαία Μίεζα της Μακεδονίας

 

 

Η γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων – νέα στοιχεία από την Πέλλα

 

 

Ιωάννης Μ. Ακαμάτης

 

Για μεγάλο χρονικό διάστημα η γλώσσα που μιλούσε ο λαός των Μακεδόνων υπήρξε αντικείμενο συζητήσεων και διαφορετικών προσεγγίσεων. Από μερικούς μάλιστα ερευνητές, τον αμερικανό καθηγητή BORZA και τους μαθητές του, θεωρήθηκε πως το σύνολο των ελληνικών επιγραφών που βρέθηκε στη μεγάλη Τούμπα της Βεργίνας ανήκουν στους συγγενείς των βασιλέων, αφού οι τάφοι είναι βασιλικοί. Η γλώσσα τους λένε είναι φυσικό να είναι η ελληνική αφού οι ίδιοι μελετητές υποστηρίζουν πως η βασιλική οικογένεια και η ανώτατη τάξη μόνο είχαν εξελληνιστεί. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Είναι προφανές πως το επιχείρημα αυτό θα κατέπιπτε αν είχαμε ελληνικά κείμενα που ανήκουν στους κοινούς ανθρώπους και χρονολογούνται πριν από τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της κοινής ελληνικής, ας πούμε πριν από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ.
Το πρώιμο νεκροταφείο της Αγοράς της Πέλλας μας έδωσε τα πιο σημαντικά ευρήματα. Από το τέλος του 5ου αι. π.Χ. προέρχεται η επιτύμβια στήλη του Ξάνθου. Ενός φτωχού σχετικά παιδιού. Για να γίνει η μικρή στήλη ξαναχρησιμοποιήθηκε ένα κομμάτι μάρμαρο. Η επιγραφή στη στήλη γράφει: ΞΑΝΘΟΣ/ΔΗΜΗΤΡΙΟ/Υ ΚΑΙ ΑΜΑ/ΔΙΚΑΣ ΥΙΟΣ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ το μητρωνυμικό Αμαδίκα. Το όνομα αυτό φαίνεται πως προέρχεται από τη ρίζα αμ- από όπου και το ομηρικό ρήμα αμά-ω (αρχ=θερίζω) και τη μακεδονική κατάληξη δίκα, θυμηθείτε το όνομα Ευρυδίκα. Παρατηρείστε τον κανονικό σχηματισμό της μακεδονικής κατάληξης σε α αντί η. Τα πρόσφατα μάλιστα ευρήματα από τη Βεργίνα μας έδωσαν τρεις φορές το όνομα της μητέρας του Φιλίππου ως Ευρυδίκας και όχι Ευρυδίκης. Ετσι ενώ τα παραδείγματα πριν από μερικά χρόνια ήταν λιγοστά σήμερα καθημερινά αυξάνονται με τις ανακαλύψεις της αρχαιολογικής σκαπάνης. ας δείχνω μάλιστα εδώ δύο ευρήματα από το νεκροταφείο της Πέλλας, βγαλμένα από το χώμα πρόσφατα. Πρόκειται για χρυσά φύλλα με την ταυτότητα των νεκρών. Στο ένα φύλλο καταγράφεται το όνομα Ηγησίσκα, αντί του Ηγησίσκη, από το ρήμα ηγούμαι. Σας αναφέρω ακόμα πως η νεκρή ήταν ένα μικρό κορίτσι, έτσι είναι ίσκη=Ηγησίσκη. Στο άλλο καταγράφεται το όνομα Φιλοξένα.
‘Αλλο ένα εύρημα από το νεκροταφείο της περιοχής της Αγοράς ανήκει σε ένα ενεπίγραφο μολύβδινο έλασμα, ένα κατάδεσμο, όπως έλεγαν οι αρχαίοι. Είναι ένα σημαντικότατο απόκτημα της αρχαιολογικής έρευνας που πραγματοποιείται στη Μακεδονία τα τελευταία χρόνια. Το κείμενο αυτό, κατά την άποψή μου, μπορεί αποφασιστικά να βοηθήσει στην κατανόηση της Μακεδονικής διαλέκτου. Είναι ως αυτή τη στιγμή, το μοναδικό διαλεκτικό κείμενο της μακεδονικής. Η σημασία του αυξάνει ακόμα περισσότερο γιατί είναι σχετικά εκτεταμένο κείμενο. Αυτό το κείμενο που είναι έτοιμο προς δημοσίευση, μόλις εμφανιστεί, είμαι βέβαιος πως θα σχολιαστεί ευρύτατα από τους ειδικούς γλωσσολόγους. Η πινακίδα ήρθε στο φως μέσα σε ένα τάφο ενός ταπεινού ατόμου. Το κείμενο παρουσιάζει σχέσεις με την αττική στη σύνταξη. Ομως διαφέρει από την αττικο-ιωνική ομάδα στα εξής:

 


Η συνέχεια του κειμένου ΕΔΩ

 


.

ΤΟ ΤΣΑΚΩΝΙΚΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ

 

 

 

Τσακωνική διάλεκτος  η επιβίωση της αρχαίας λακωνικής


 

Τα τσακώνικα είναι επιβίωση της αρχαίας Λακωνικής και το μοναδικό γλωσσικό ιδίωμα, από αυτά που κρατούν από τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους, το οποίο έμεινε ζωντανό- δηλαδή ομιλούμενο- τουλάχιστον στον Ελλαδικό χώρο. (Εκτός του Ελλαδικού χώρου παρόμοιους δεσμούς έχουν η Ποντιακή, η Καππαδοκική και τα Ελληνικά της Νότιας Ιταλίας). Η σπανιότητα οφείλεται στο γεγονός ότι από τον 3ο αιώνα π.Χ. και εντεύθεν, όπως είναι γνωστό, επικράτησε στον ελληνικό κόσμο η Αλεξανδρινή ή Ελληνιστική Κοινή, που προήλθε από την Αττική διάλεκτο και είχε υπερδιαλεκτικό χαρακτήρα.
Διάδοχός της ήταν η Μεσαιωνική ελληνική (6ος 18ος αι.) που εξελίχθηκε στη σημερινή Νέα Ελληνική. Ετσι, τα τσακώνικα θεωρούνται παραφθορά και εξέλιξη της αρχαίας Λακωνικής, αναμεμιγμένη με όλες τις επιρροές της ελληνικής γλώσσας κατά την εξέλιξή της μέχρι σήμερα. Ομιλείται στις περιοχές της Κυνουρίας όπου υπάρχει τσακώνικος πληθυσμός, δηλαδή στον Τυρό, τα Σαπουνακαίικα, τα Μέλανα, τον Αγιο Ανδρέα, την Πραματευτή, τη Βασκίνα, το Λιβάδι, τη Σαμπατική, τον Πραστό, τη Σίταινα και την Καστάνιτσα.
Από τα υπάρχοντα στοιχεία φαίνεται ότι τα τσακώνικα μιλήθηκαν κατά το παρελθόν και εκτός των ορίων της σημερινής Τσακωνιάς, όπως, για παράδειγμα, στη γειτονική περιοχή της Λακωνίας, αλλά και στις τσακώνικες αποικίες. Η τελευταία εκτίμηση στηρίζεται στην πρόσφατη -σχετικά- αποκάλυψη ότι στα χωριά Βάτικα και Χαβουτσί, των ανατολικών παραλίων της θάλασσας του Μαρμαρά, όπου ήταν συγκεντρωμένοι Τσάκωνες, μέχρι του έτους 1924 τουλάχιστον ήταν σε χρήση τα τσακώνικα. Σήμερα, βέβαια, η χρήση αυτού του ιδιώματος έχει υποχωρήσει αισθητά. Υπολογίζεται ότι το μιλούν (από μέτρια έως καλά) έως και 2.000 κάτοικοι της Τσακωνιάς, που οι περισσότεροι είναι υπερήλικες. Αξίζει να σημειωθεί πως μέχρι το 1997 τα τσακώνικα διδάσκονταν στο Γυμνάσιο του Τυρού από ντόπιους καθηγητές. Τα κυριότερα γλωσσικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η Τσακωνική έχει στενούς δεσμούς με την Αρχαία Λακωνική είναι:


……………………………………..

 

 

Η συνέχεια του κειμένου ΕΔΩ

 

 

.