.
.
.Μία προσωπικὴ ἀφήγηση στὸν Κῶστα Βαρβᾶτο,
Φυσικὸ, Πρόεδρο τῆς κοινότητος Νέου Σιδηροχωρίου Κομοτηνῆς
.Ἀποσπάσματα
(…) Οἱ βούλγαροι λοιπὸν, ὅταν κατέλαβαν τὸ χωριὸ μας, δὲν μᾶς φέρθηκαν καθόλου καλὰ. Ἀμέσως ἔσβησαν ὅλα τὰ ἑλληνικά γράμματα ἀπό τὰ σχολεῖα. Κατέβασαν τὶς εἰκόνες ποὺ εἶχαν ἑλληνικά γράμματα καὶ ἔγραψαν βουλγαρικὰ. (…)
(…) θυμᾶμαι ἕνα βράδυ ποὺ χτύπησε τὰ μεσάνυχτα τὸ κουδούνι τῆς πόρτας μας. Σηκωθήκαμε τρομαγμένοι, γιατὶ τὰ πράγματα ἦταν πολὺ ἄσχημα. Οἱ τοῦρκοι συνωμοτοῦσαν ἐναντίον μας μαζὶ μὲ τοὺς βούλγαρους. Στὴν πόρτα ἦταν ἕνας βούλγαρος κομιτατζὴς ποὺ εἶπε νὰ κατεβεῖ ὁ τζορμπατζὴς γιὰ νὰ τὸν πάει στὸ κομιτᾶτο νὰ συνεννοηθοῦν. Ἡ μητέρα μου θρηνοῦσε, νομίζοντας πὼς δὲ θὰ τὸν φέρουν ξανὰ πίσω. Τὸν γύρισαν ὅμως καὶ πῆρε ὁ πατέρας μου διακόσιες λίρες καὶ τοὺς τὶς ἔδωσε. Εἶχαν ὅμως καὶ τὸν φόβο τῶν Ἑλλήνων. Τὸν Ὀκτώβριο ἦρθαν αὐτοί καὶ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1913 κηρύχθηκε ὁ Ἑλληνοβουλγαρικός Πόλεμος. Ἐμεῖς παίρναμε κρυφὰ ἐφημερίδα καὶ μαθαίναμε τὰ νέα.(…)
(…) Ὅταν ἔγινε ὁ Ἑλληνοβουλγαρικός Πόλεμος λοιπὸν, οἱ βούλγαροι ἔφυγαν νύχτα καὶ ἄρχισαν νὰ ἔρχονται σιγὰ σιγὰ οἱ τοῦρκοι.(…)
(…) Τὴν ἄνοιξη τοῦ 1914, θὰ ἦταν Ἀπρίλιος μῆνας, καθόμασταν μὲ τὴν ἀδελφή μου στὸ κουλτούκι καὶ πλέκαμε ταντέλες, ὅταν εἴδαμε νὰ ἔρχεται ἕνας τοῦρκος γιατρὸς. Οἱ τοῦρκοι γιατροὶ φοροῦσαν ἀνοιχτὰ σιὲλ ροῦχα μὲ κόκκινες ἐπωμίδες καὶ γιακᾶδες καὶ τοὺς ξεχωρίζαμε. Ἀκούσαμε, λοιπὸν, τὸν ξένο νὰ ρωτᾶ ποῦ εἶναι τὸ σπίτι τοῦ Θεόφιλου Τζάρτου. Ὁ ἀδελφός μου ὁ Κωνσταντῖνος εἶχε μαγαζὶ ἐκεῖ, πῆγε κοντά του καὶ ὁ ξένος σκύβει καὶ τοῦ λέει πὼς εἶναι Ἕλληνας καὶ ἦρθε ἐξόριστος στὸ χωριὸ μας καὶ συστημένος νὰ βρῇ τὸ σπίτι μας. Ἦρθε, λοιπὸν, στὸ σπίτι μας καὶ μᾶς εἶπε πὼς λέγεται Παυλίδης Λέανδρος, [καὶ]εἶναι ἀπό τὰ Ψωμαθιᾶ τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἀπό ἐκεῖ ἦταν καὶ ἡ γιαγιὰ μας, Ἠπειρῶτες φευγάτοι ἀπό τὴν Ἤπειρο. Μᾶς εἶπε λοιπὸν πὼς τὸν ἔστειλε ὁ γιατρὸς ὁ Κεραμέας.
Χάρηκε ὁ πατέρας μου, τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν φιλοξένησε. Μετὰ μιᾶ μέρα, λέει στὸν πατέρα μου:
«Θεόφιλε, ἔχω νὰ σοῦ πῶ ἕνα μυστικό ποὺ θέλω νὰ μείνῃ μεταξὺ μας. Νὰ μὴ γίνει λόγος ἔξω, γιατὶ θὰ μοῦ κόψουν τὸ κεφάλι. Πρέπει νὰ ξέρεις πὼς τοῦ χρόνου (τὸ 1915), θὰ σᾶς διώξουν οἱ τοῦρκοι. Θὰ γίνετε πρόσφυγες».
«Τὶ θὰ πεῖ πρόσφυγες ;», ἀπόρησε ὁ πατέρας μου.
«Πρόσφυγες θὰ πεῖ “ματζίρηδες”, θὰ σᾶς βγάλουν ἀπό τὰ σπίτια σας μὲ τὰ ροῦχα ποὺ φορᾶτε καὶ θὰ σᾶς πᾶνε στὴν Μικρᾶ Ἀσία».
«Μὰ πῶς εἶναι δυνατόν;» ἀπόρησε ὁ πατέρας μου. «Δὲν τὸ χωρᾶ τὸ μυαλὸ μου».
«Αὐτό θὰ γίνει· νὰ τὸ ξέρετε, θέλω τὸ καλὸ σας».
Ἔγινε μιᾶ σιωπὴ.
«Πόσο θὰ μείνετε ἐδῶ;» ρωτᾶ σὲ λίγο ὁ πατέρας μου.
«Τὸ πολὺ ἑνάμιση χρόνο θὰ μείνω ἐξορία ἐδῶ», ἀπάντησε ὁ Παυλίδης.
Συνέχεια ανάγνωσης ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΑΜΑΚΟΒΟ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ →