,
,
20 Ἰουλίου 1974
……….Χαράματα γύρω στις 4:30 μάς ξύπνησε ο σκοπός γιά να αντικρίσουμε μακριά στον ορίζοντα τρία πλοία στην αρχή, το οποία κατευθύνονταν προς την ακτή. Δεν πήραμε στα σοβαρά το θέμα. Ο Φώτος ο αδελφός μου, μού είπε αργότερα πως όλη την νύκτα είχε μερική επιστράτευση και δεν κοιμήθηκε μοιράζοντας υλικά τής διαχείρησης υλικού. Ήρθε επίσης ένα τάγμα μηχανικού. Έβαλα άρβυλα πήρα ένα στεν και τότε, στις 4:30-5:00 ακούστηκαν τα πρώτα αεροπλάνα.
……….Την πρώτη βόμβα έριξαν ένα χιλιόμετρο ανοικτά τού λιμανιού. Μετά άρχισαν τον βομβαρδισμό τού τάγματος. Καμμία όμως βόμβα δεν έπεσε στο τάγμα. Οι στρατιώτες κινήθηκαν εκτός στρατοπέδου. Κατέβηκα κάτω προς το διοικητήριο, στην αποθήκη πυρομαχικών τού ανθυπολοχαγού Δήμου Τρύφωνος. Εκεί έφταναν συνεχώς έφεδροι και ζητούσαν όπλα, αλλά όπλα δεν υπήρχαν. Φορτώθηκε ένα φορτηγό με πυρομαχικά και με εντολή τού ταγματάρχη Τσίτα κατευθύνθηκα προς Άγιο Γεώργιο γιά να συναντήσω τον ταγματάρχη Τσάκα στην διασταύρωση προς Τριμίθι. Δεν τον βρήκα και κατευθύνθηκα προς το Τριμίθι. Εκεί στην εκκλησία βρήκα τον ανθυπολοχαγό Ιωάννη Οικονομίδη ο οποίος μού είπε πως ο Διοικητής ήταν πιό πάνω μέσα στις ελιές. Προχώρησα από τον δρόμο τού σφαγείου και έφτασα στο Κάρμι, μα τον διοικητή δεν τον βρήκα. Από την πλατεία τού Καρμιού πήρα τηλέφωνο στο τάγμα και μού είπε ό Τσίτας πως ο διοικητής ήταν κάτω από το Τριμίθι. Επέστρεψα και τον βρήκα πράγματι κοντά στην Παναγία την Τριμιθκιώτισσα.
……….Ο διοικητής Παύλος Κουρούπης με έστειλε σε ένα ύψωμα δυτικά μαζί με μερικούς εφέδρους. Απ’ εκεί βλέπαμε την απόβαση. Η θάλασσα στο Πέντε Μίλι ήταν γεμάτη αποβατικά μικρά και μεγάλα. Μάς αντιλήφθηκαν από τα πλοία και μάς έριξαν ένα βλήμα που έσκασε λίγη απόσταση μπροστά μας. Φύγαμε αμέσως και κατεβήκαμε κάτω στον ποταμό. Τότε δεύτερο βλήμα έσκασε εκεί όπου καθόμασταν. Ανεβαίνοντας στην αντίπερα όχθη τού ποταμού βρήκαμε τους χωρικούς και τον Παπα Γιάννη. Επιστρέψαμε στον διοικητή ο οποίος στην συνέχεια με έστειλε πιό κάτω στον λόχο διοικήσεως. Κάτω από το γεφύρι στον ποταμό συνάντησα τον ανθυπολοχαγό Θωμά Πελεκάνο με τον διαβιβαστή Ανδρέου από τον Καλοπαναγιώτη. Μετά από λίγο έδωσε ο διοικητής εντολή μέσω τού ασυρμάτου προς τον ανθυπολοχαγό Οικονομίδη να στείλει δύο ΠΑΟ στον Άγιο Γεώργιο. Ο Οικονομίδης είπε στον Πελεκάνο να πάει, αλλ’ αυτός αρνήθηκε. Στην συνέχεια απευθύνθηκε σε τρεις εφέδρους που ήταν στον λόχο του οι οποίοι και αυτοί αρνήθηκαν. Στο τέλος απευθύνθηκε σε εμένα που δεν ήμουν στον λόχο του. Δεν σκέφτηκα να αρνηθώ.
……….Με ένα Λαντ Ρόβερ και με τους Δεκανέα Αντωνίου Θεοφάνη, τους στρατιώτες Χριστοφή Πολύκαρπο από την Λάπηθο, Ιωάννου Σταύρο από την Αλάμπρα, Μιχαήλ Μιχαήλ και Χατζηδημητρίου Δημήτρη από το Δίκωμο, αφού βάλαμε πάνω στο Λαντ Ρόβερ τα δύο ΠΑΟ και βλήματα πήγαμε μέχρι το σπίτι τού Βούρκου τού μπακάλη, όπου το αυτοκίνητο μάς άφησε και προχωρήσαμε μέσα από το περιβόλι τού Φέκκου. Μερικοί είπαν να κτυπήσουμε κατά μέτωπο από τον φράκτη τού περιβολιού. Όμως υπήρχε κίνδυνος να μάς αντιληφθούν και να μάς κτυπήσουν, γι’ αυτό διαφώνησα και προχωρήσαμε δυτικά απέναντι από τον δρόμο που οδηγεί προς τον Άγιο Φανούριο και το ξενοδοχείο «Καμάρες».