.
Η καταστροφή των Ασπραγγέλων στο Κεντρικό Ζαγόρι της Ηπείρου
……….Οι Γερμανοί πυρπόλησαν και κατέστρεψαν ολοκληρωτικά το χωριό στις 15 Ιουλίου 1943 ενώ δολοφόνησαν ένα αντρόγυνο στα περίχωρά του. Τέσσερεις φορές κάηκε αυτό το κεφαλοχώρι τού Ανατολικού Ζαγορίου με τους 1000 κατοίκους και τα 300 σπίτια. Ευτυχώς, οι κάτοικοι έμαθαν γιά την ενέδρα των ανταρτών και γνωρίζοντας τα αντίποινα, πρόλαβαν να εκκενώσουν το χωριό και δεν είχαν θύματα.
……….Κρύφτηκαν στα δασωμένα βουνά του, εκτός από δώδεκα, οι οποίοι εκτελέστηκαν απάνθρωπα κατά την τελευταία επιδρομή των βαρβάρων.Το καλοκαίρι τού 1944, οι Γερμανοί σε ένα από τα πολλά μπλόκα που έκαναν στο καμένο χωριό, συνέλαβαν δεκαεννιά άτομα, νέους και γέρους, και τους έριξαν στα υπόγεια τής Ζωσιμαίας Σχολής την οποία είχαν μετατρέψει σε φυλακή. Οι συλληφθέντες έμειναν εκεί γιά καιρό αλλά τελικά διασώθηκαν.
Μαρτυρία, Η ραψωδία των βράχων σε πεζό:
«…..Είδαμε τους καπνούς να ανεβαίνουν πάνω από το ψηλό βουνό που έκρυβε το χωριό. Μάς έκαιγαν. Τι θα γινόμαστε χωρίς σπίτι μέσα στο χαλασμό τού κόσμου; Τρυπώσαμε σε σπηλιές τής χαράδρας και τις γεμίσαμε βόγγους και μοιρολόγια. Κι αυτές με τη σειρά τους μάς γέμισαν ψύλλους και τσιμπούρια γιατί εκεί ήταν μαντριά γιδιών.
Σ΄ αυτή τη δυστυχία μας, χαλκεύτηκε μία θαυμάσια ομοψυχία΄ γίναμε όλοι οι χωριανοί ένα. Δεν μάς χώριζαν τώρα φράχτες και ξερολιθιές..
Το δειλινό καταλάγιασαν οι καπνοί. Τα σύρματα δούλεψαν και μήνυσαν πως οι Γερμανοί αποσύρθηκαν. Κάμποσοι πήραμε την απόφαση και γυρίσαμε.
Το ρεύμα τού αέρα κατέβαζε από το χωριό στη χούνη που βαδίζαμε, αηδιαστικές μυρουδιές που κράτησαν βδομάδες, από ψημένα γατιά, ποντίκια, κότες, φίδια, δέρματα. Τα ουράνια πασπάλιζαν λεπτότατη στάχτη.
Τι απόμεινε; Ο νους μου δεν πήγαινε στο αύριο, στην επιβίωση΄ σταματούσε η ζωή στα χτεσινά. Προχωρούσα σα χαμένο κορμί, πες πως έβλεπες ένα σκιάχτρο, γιατί ήξερα τι θα βρω. Οι άλλοι έλπιζαν και πατούσαν σταθερά.
Όπως τα φαντάστηκα ήταν. Από τα εκατόν τριάντα καστρόσπιτα έκαψαν τα εκατόν δώδεκα συν το σχολειό, την εκκλησιά και το Μοναστήρι. Δύο γριές που είχαν μείνει, βρέθηκαν μισότρελες και μισοψημένες κι έξω από το χωριό τα κουφάρια ενός αντρόγυνου που έγινε στόχος των δολοφόνων…Σκεφτείτε να πέφταμε στα χέρια τους!».