,
,
Η Λαμπρή τού Διονυσίου Σολωμού
.
……….Εάν όντως η Ποίηση, ως φορέας ιδεών, είναι διαχρονική, τότε το ποίημα «Ἡ ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς», τού Διονυσίου Σολωμού, αρκεί γιά να τεκμηριώσει τον ανωτέρω ισχυρισμό. Ακούγεται, βέβαια, ότι η Ποίηση, ως έντεχνος λόγος σε στίχο και στροφή, δεν διαθέτει πλέον την αποδοχή τής πλειονοψηφίας των ανθρώπων επειδή έχει αντικατασταθεί ή υποκατασταθεί από την κινούμενη εικόνα, αλλά τούτο το δεδομένο προφανώς δεν αρκεί γιά να της προσάψει την κατηγορία τής «αχρησίας» ή τής «ανωφέλειας».
……….Πολύ θα καθυστερήσει η κινούμενη εικόνα μέχρι να κατορθώσει – εάν τελικά το κατορθώσει – να εκφράσει πλήρως και σαφώς τον λόγο και, ενώ αφενός αποδεχόμαστε την άποψη ότι ενίοτε «μία εικόνα ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις», αφετέρου δεν δικαιούμαστε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι υπάρχουν και λέξεις, δηλαδή έννοιες, που αδυνατούμε να εκφράσουμε έστω και μέσω μίας μεγάλης σειράς εικόνων, κινούμενων ή ακίνητων.
……….Την διαχρονική αξία των ενίοτε αλληλένδετων εννοιών τού «Φωτός», τής «Ανάστασης» και τής «Αγάπης», κατά τον τρόπο που αυτές, ως ιδεώδες κράμα, γίνονται αντιληπτές από τον Ελληνισμό, προβάλλει ο πρόσχαρα στιβαρός στίχος τού Διονυσίου Σολωμού στο εν λόγω ποίημα. Η αφορμή είναι η εορτή τής Λαμπρής, η σπουδαιότερη και επιφανέστερη από τις εορτές τού χριστιανικού Ελληνισμού, ενώ το μέσον, γιά να επιτευχθεί η προαναφερόμενη προβολή, είναι ο ποιητικός λόγος ο απαλλαγμένος από το πρόσκαιρο, το επιφανειακό και το ευάλωτο στοιχείο.
……….Αποτέλεσμα τής ανάγνωσης ή τής ακρόασης τού έργου είναι η συγκινητική μέθεξη τού αειθαλούς – φωτεινού και αναστάσιμου και αγαπητού – τού ήδη γνώριμου αλλά και πάντοτε αναμενόμενου, καθώς και η ακατάβλητη επιθυμία τής ολοένα και πληρέστερης βίωσης των διαυγών νοημάτων και των κατακλυσμιαίων συναισθημάτων αυτού τού ιδεώδους κράματος, όπως το ίδιο κατ’ έτος αντικατοπτρίζεται στην πατροπαράδοτη Ελληνική Λαμπρή.
Θεολόγος – Φιλόλογος
02/04/2018
Διονύσιος Σολωμός
Ζάκυνθος, 8 Απριλίου 1798 – Κέρκυρα, 9 Φεβρουαρίου 1857
.
Ἡ ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς
.
Καθαρότατον ἥλιο ἐπρομηνοῦσε
τῆς αὐγῆς τὸ δροσάτο ὕστερο ἀστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά δὲν ἀπερνοῦσε
τ’ οὐρανοῦ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ μέρη.
Καὶ ἀπὸ ’κεῖ κινημένο ἀργοφυσοῦσε
τόσο γλυκὸ στὸ πρόσωπο τ’ ἀέρι,
ποὺ λὲς καὶ λέει μὲς στῆς καρδιᾶς τὰ φύλλα
«γλυκειὰ ἡ ζωὴ κι ὁ θάνατος μαυρίλα».
.
Χριστὸς Ἀνέστη! Νέοι, γέροι καὶ κόρες,
ὅλοι, μικροὶ, μεγάλοι, ἑτοιμαστεῖτε,
μέσα στὲς ἐκκλησίες τὲς δαφνοφόρες
μὲ τὸ φῶς τῆς χαρᾶς συμμαζωχτεῖτε.
Ἀνοίξετε ἀγκαλιὲς εἰρηνοφόρες
ὀμπροστὰ στοὺς Ἁγίους καὶ φιληθεῖτε,
φιληθεῖτε γλυκὰ, χείλη μὲ χείλη,
πέστε «Χριστὸς Ἀνέστη» ἐχθροὶ καὶ φίλοι.
.
Δάφνες εἰς κάθε πλάκα ἔχουν οἱ τάφοι
καὶ βρέφη ὡραῖα στὴν ἀγκαλιὰ οἱ μανάδες.
Γλυκόφωνα, κοιτῶντας τὲς ζωγραφισμένες
εἰκόνες, ψάλλουνε οἱ ψαλτάδες.
Λάμπει τὸ ἀσῆμι, λάμπει τὸ χρυσάφι
ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ χύνουνε οἱ λαμπάδες.
Κάθε πρόσωπο λάμπει ἀπ’ τ’ ἁγιοκέρι
ὁποὺ κρατοῦνε οἱ Χριστιανοὶ στὸ χέρι.