Αρχείο κατηγορίας ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Η ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

.

.

Γράφει η Νεφέλη Λαπαρίδου

.

ΓΙΑ τις κατοικίες των αρχαίων Ελλήνων, πλουσίων και φτωχών, έχουμε γνώσεις ελιππείς ή ασαφείς ή αντιφατικές. Εντούτοις, πρόκειται για ένα θέμα που κινεί το ενδιαφέρον όχι μόνο του επιστήμονα αρχαιολόγου και αρχιτέκτονα, αλλά και του κάθε ανθρώπου που θέλει να ασχοληθεί.
Σε γενικές γραμμές, η κατασκευή των σπιτιών γίνεται από φτηνά υλικά και η διάταξή τους είναι απλή και φυσική. Τα δωμάτια έβλεπαν σε εσωτερικές αυλές. Μπροστά από το σπίτι υπήρχε μια μικρή πλακόστρωτη αυλή. Η είσοδος ήταν συνήθως στη βόρεια πλευρά. Λόγω κλίματος, το σπίτι δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως χώρος κοινωνικών συναναστροφών. Μόνο κατά τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. άρχισαν τα σπίτια να είναι προσεγμένα, κάτι που ως τότε συνέβαινε μόνο στους μεγάλους ναούς, στα δημόσια κτίρια και στα ανάκτορα.
Από τη γεωμετρική εποχή έχουμε ελάχιστα παραδείγματα, επειδή καταστράφηκαν οι περισσότερες κατασκευές. Μερικές υπάρχουν στο Εμποριό της Χίου και στα Βρουλιά της Ρόδου. Κτίσματα ανεξάρτητα ή σε παράλληλες σειρές συνιστούν μονόχωρα ή δίχωρα σπίτια με πρόδομο, κίονες και παραστάδες, θυμίζοντας μυκηναϊκό μέγαρο, με πρόχειρη όμως κατασκευή. Οι πρώτοι πυρήνες παρουσιάζουν τη βασική δομή που αναφέρεται στον Βιτρούβιο, δηλαδή τον τύπο της προστάδος (προστάς =προθάλαμος: βρισκόταν μπροστά από το κύριο δωμάτιο, τον “οίκο”) και εκείνον της παστάδος.
Από τα αρχαϊκά χρόνια, το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ελληνικού σπιτιού είναι η αυλή ή το αίθριο και η διάταξη των δωματίων με κέντρο και κύρια πηγή φωτισμού και αερισμού αυτόν τον υπαίθριο ή ημιυπαίθριο (όταν είχε στοά) χώρο.
Όπως μαθαίνουμε από τα γραπτά μνημεία, αυτή η τάση ενδοστρέφειας οφείλεται κατά κύριο λόγο στην τότε δομή της ελληνικής οικογένειας, στην κοινωνική θέση της γυναίκας και στην επιθυμία του άνδρα για απόλαυση της ιδιωτικής ζωής: Επιστρέφει στο σπίτι κουρασμένος μετά από την εργασία του στην πόλη και τη συνεχή παρουσία του στον χώρο της αγοράς και σε άλλους ανοιχτούς (και μη) δημόσιους χώρους, τρώει το φαγητό που έχει ετοιμαστεί και μετά κοιμάται. Ο ρόλος των δύο φύλων ήταν με σαφήνεια καθορισμένος. Η γυναίκα, αν δεν έβγαινε έξω για αγορές σχετικές με την οικιακή δραστηριότητα, έμενε στο σπίτι. Οι κοινωνικές δραστηριότητες όπου επιτρεπόταν η παρουσία της ήταν γάμοι ή κηδείες και άλλες συναφείς εκδηλώσεις. Πολλά σπίτια διέθεταν τον ειδικό χώρο των γυναικών, τον γυναικωνίτη, που είχε περισσότερα δωμάτια από τον χώρο των ανδρών, ενώ ο ανδρωνίτης ή ανδρώνας περιοριζόταν σε ένα δωμάτιο με προθάλαμο ή προστάδα. Ο χώρος ήταν ανάλογος με την ώρα παραμονής: Όσο περισσότερο έμενε το άτομο μέσα στο σπίτι, τόσο περισσότερο χώρο χρησιμοποιούσε. Φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν σήμαινε αυτό ότι η γυναίκα ήταν ευνοημένη επειδή χρησιμοποιούσε το μεγαλύτερο μέρος του σπιτιού. Ούτως ή άλλως, είχε την ευθύνη για ολόκληρο το σπίτι. Η κυρίαρχη παρουσία της συνέβαλλε καθοριστικά στη διαμόρφωση του σπιτιού με αξιοσημείωτη και μοναδική πρακτική λειτουργικότητα, με εκμετάλλευση των φυσιολογικών παραμέτρων, όπως του φωτισμού, και με εσωτερική ζωή…
.
.
Η συνέχεια του κειμένου ΕΔΩ
.
.
.

Χάσαμε την Δόμνα Σαμίου…

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Δόμνα Σαμίου γεννήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1928 στην Καισαριανή της Αθήνας, όπου και απεβίωσε στις 10 Μαρτίου 2012. Οι γονείς της ήταν πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, ζούσαν σε ένα χωριό έξω από τη Σμύρνη, το Μπαϊντίρι. H μητέρα της ήρθε με την καταστροφή στην Ελλάδα, ο πατέρας της τέσσερα χρόνια αργότερα, «γιατί έμεινε αιχμάλωτος εκεί». Από εκεί έχει τα πρώτα ακούσματα της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, όπως η ίδια ομολογεί σε συνέντευξή της. Έτσι μεγαλώνει και αγαπάει το Δημοτικό Τραγούδι.

Σε ηλικία 13 ετών έχει την πρώτη διδακτική επαφή με την μουσική. Πηγαίνει στο “Σύλλογο προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής”, όπου και μαθητεύει κοντά στον δημιουργό του Σίμωνα Καρρά. Εκεί παίρνει τα πρώτα μαθήματα Βυζαντινής μουσικής και της αποκαλύπτονται τα μυστικά του παραδοσιακού τραγουδιού. Παρακολουθεί παράλληλα νυχτερινό Γυμνάσιο.

  Το 1954 αρχίζει μια μακρά σχέση με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (Ε.Ι.Ρ.) που τερματίζεται το 1971. Παράλληλα συνεργάζεται με την Ελληνική Τηλεόραση (Ε.Ρ.Τ.) για μια σειρά μουσικών ντοκιμαντέρ με το τίτλο “Μουσικό Οδοιπορικό“. Αυτή η προεργασία θα την βοηθήσει να αποκτήσει ένα πλούσιο μουσικό υλικό, που αποδεικνύεται σημαντικό, με απώτερο στόχο την διαφύλαξη της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής Συνέχεια ανάγνωσης Χάσαμε την Δόμνα Σαμίου…

ΔΑΜΑΣΚΗΝΙΑ ΒΟΪΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ

Το κείμενο που ακολουθεί είναι από την παρουσίαση του βιβλίου “ΔΑΜΑΣΚΗΝΙΑ της δυτικής Μακεδονίας στο χώρο και στο χρόνο”

Αθανασία-Μαρίνα Τσέτλακα

Καταρχάς θα ήθελα να πω ότι αισθάνομαι πραγματικά πολύ συγκινημένη και χαρούμενη που μου δίνεται η ευκαιρία να παρουσιάσω ένα βιβλίο που αναφέρεται στη δυτική Μακεδονία και μάλιστα στο Βόιο. Αισθάνομαι ένα ιδιαίτερο δέσιμο με τον τόπο αυτό, καθώς ασχολούμαι με την ιστορία του εδώ και αρκετά χρόνια και μιλώ γι’ αυτόν σα να είναι η ιδιαίτερη πατρίδα μου. Γνώρισα τον τόπο σας, όταν πριν από επτά χρόνια ο καθηγητής μου στη Γαλλία στα πλαίσια της διδακτορικής μου διατριβής, μου πρότεινε να ασχοληθώ με τους Βαλλαάδες, τους εξισλαμισμένους δηλαδή κατοίκους της περιοχής σας, θέμα πολύ προσφιλές άλλωστε μεταξύ των ντόπιων λογίων. Σιγά- σιγά, λοιπόν μέσα από τα άρθρα και τα κείμενα που έπεσαν στα χέρια μου άρχισα να γνωρίζω και τους Βαλλαάδες, αλλά και το Βόιο. Την ιστορία του, τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις του, τους ανθρώπους του. Διαπίστωσα με πολύ μεγάλη έκπληξη την μεγάλη και αξιόλογη πνευματική κίνηση της συγκεκριμένης επαρχίας αλλά και του ευρύτερου δυτικομακεδονικού χώρου, με λαμπρό παράδειγμα την πόλη της Κοζάνης, μια πνευματική κίνηση που έχει παράδοση αιώνων, κάτι που οφείλεται στην πλούσια ιστορία του τόπου, μια ιστορία που την δημιούργησαν οι κάτοικοί της, όσοι από αυτούς έμειναν και εργάστηκαν σε αυτόν αλλά κυρίως όσοι έφυγαν, ξενιτεύτηκαν, δούλεψαν σκληρά σε τόπους μακρινούς, αλλά ποτέ δεν την ξέχασαν.

Δεν έχω ασχοληθεί, είναι η αλήθεια, με την ιστορία άλλου τόπου τόσο πολύ και πραγματικά δεν γνωρίζω αν αυτό ισχύει και για άλλα μέρη της Ελλάδας, αλλά αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση είναι η πλούσια συγγραφική δραστηριότητα. Οι ντόπιοι δυτικομακεδόνες έχουν επιδείξει πραγματικά μεγάλο ζήλο στο να διασώσουν την ιστορία και τον πολιτισμό του τόπου τους. Το σύνολο αυτών των προσπαθειών μου έδωσε πλούσιο υλικό για τη δική μου μελέτη όλα αυτά τα χρόνια και με βοήθησε σε μεγάλο βαθμό στο να συνθέσω την εικόνα μια εποχής ή ενός γεγονότος πιο ολοκληρωμένα. Η προφορική παράδοση ενός τόπου, καταγεγραμμένη ή μη, αποτελεί ένα πολύτιμο εργαλείο για τη δουλειά ενός ιστορικού. Όπου η προφορική παράδοση επιμένει, κρύβεται πάντα από πίσω της μια μεγάλη αλήθεια. Και είναι μεγάλο λάθος και παράλειψη εάν κάποιος θελήσει να την αγνοήσει. Η υπάρχουσα τοπική βιβλιογραφία ιδιαίτερα αυτή του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα αποτελείται σχεδόν στο σύνολό της από καταγραφή της προφορικής παράδοσης, με αντιπροσωπευτικότερο το παράδειγμα αυτό του Αλέξανδρου Αδαμίδη, ο οποίος στις μονογραφίες του για τα χωριά του Βοΐου, με μεγάλη συνέπεια διέσωσε πληροφορίες που μόνον ένας ντόπιος θα μπορούσε να γνωρίζει και που αν δεν κατέγραφε θα είχαν χαθεί σήμερα. H προφορική παράδοση όμως από μόνη της δεν είναι ικανή να στηρίξει ή να εξηγήσει ένα ιστορικό γεγονός. Στο σημείο αυτό προβάλλει επιβεβλημένη η χρήση των πρωτογενών πηγών κάθε εποχής, απαραίτητο εργαλείο στα χέρια του ιστορικού.

Οι Δαμασκηνιώτες στους αγώνες του Έθνους

Για το λόγο αυτό, λοιπόν, η συγγραφική προσπάθεια που παρουσιάζεται σήμερα είναι τόσο αξιόλογη και σημαντική. Το βιβλίο για το Βεντολούστι – Δαμασκηνιά προέκυψε από τη βούληση να καταγραφεί η ιστορία του τόπου και από την πλήρη συναίσθηση των συντακτών του ότι μόνο με έναν ορθό επιστημονικό τρόπο θα μπορούσε κάτι τέτοιο να πραγματοποιηθεί. Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια λεπτομερή και προσεγμένη αποτύπωση της τοπικής ιστορίας και συνδυάζει την άριστη γνώση του χώρου με τη συνεπή χρήση των πρωτογενών πηγών κάθε εποχής που φωτίζουν άγνωστες πτυχές της ιστορίας.  Πρόκειται για μια πολύ σημαντική μελέτη καθώς δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτό που δηλώνει ο τίτλος του. Δεν πρόκειται μόνο για την ιστορία ενός οικισμού του Βοΐου, αλλά για την μελέτη της ιστορικής εξέλιξης της επαρχίας και της δυτικομακεδονικής υπαίθρου ταυτόχρονα. Οι συγγραφείς δεν αρκέστηκαν στην απλή καταγραφή και παράθεση στοιχείων, αλλά ανέλυσαν βήμα προς βήμα τα γεγονότα εξηγώντας με απλό και σαφή τρόπο όσα οι πηγές είχαν να προσφέρουν, περιγράφοντας πάντα το ιστορικό πλαίσιο της κάθε περιόδου ξεχωριστά. Προσωπικά, βλέποντας το αποτέλεσμα της συγγραφικής αυτής προσπάθειας, είδα να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μου όλη η ιστορία της περιοχής, έτσι όπως την είδα και την μελέτησα και εγώ από την πλευρά μου, με έναν τρόπο σαφή, στρωτό, εμπεριστατωμένο. Θα ήθελα ακόμη να επισημάνω κάτι που είναι πολύ σημαντικό. Το βιβλίο παρουσιάζει με αντικειμενικό τρόπο τα γεγονότα κάθε περιόδου χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις και διατυπώσεις θεωριών, κάτι που χαρακτήριζε τις τοπικές ιστορίες των προηγούμενων δεκαετιών και που οδηγούσε πολλές φορές σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Θεωρώ ότι με αφορμή αυτό το βιβλίο μπορεί ο κάθε ενδιαφερόμενος για οποιοδήποτε επιμέρους θέμα να κάνει μια πολύ καλή αρχή, γνωρίζοντας αφενός την ιστορία του τόπου και αφετέρου ξεκινώντας από έναν αξιοσημείωτα ευρύ κατάλογο πρωτογενών πηγών και δευτερεύουσας βιβλιογραφίας. Θέλω να ελπίζω ότι μελέτες όπως αυτή που παρουσιάζουμε σήμερα θα αποτελέσουν ένα υπόδειγμα έρευνας για τους μελλοντικούς ερευνητές της τοπικής και όχι μόνο ιστορίας. Συνέχεια ανάγνωσης ΔΑΜΑΣΚΗΝΙΑ ΒΟΪΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ

ΟΙ ΔΗΜΟΤΕΛΕΙΣ ΘΥΣΙΕΣ (ΚΟΥΡΜΠΑΝΙΑ) ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ Ν. ΔΡΑΜΑΣ

Το έθιμο του «κουρμπανιού» στο Καλαμπάκι Δράμας ανήμερα της γιορτής του Αγίου Αθανασίου.

.

.

ΟΙ ΔΗΜΟΤΕΛΕΙΣ ΘΥΣΙΕΣ (ΚΟΥΡΜΠΑΝΙΑ) ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ Ν. ΔΡΑΜΑΣ

.

.

Σε αρκετά χωριά της Δράμας, όπως και σε πολλά άλλα μέρη, ιδιαίτερα του Βορειοελλαδικού χώρου, συνηθίζονται σε γιορτές διαφόρων αγίων τα λεγόμενα κουρμπάνια, τα οποία αποτελούν μορφή δημοτελούς θυσιαστικής εκδήλωσης και συνεχίζουν την παράδοση πανάρχαιων, αρχέγονων λατρευτικών δοξασιών και συνηθειών. (Κουρμπάνι λέγεται το ζώο που θυσιάζεται, καθώς και η Ουσιαστική τελετουργία στο σύνολό της). Σύμφωνα με το εθιμικό τελετουργικό, προσφέρεται στην εκκλησία ως τάμα ή αγοράζεται από την οικεία εκκλησιαστική επιτροπή κάποιο ζώο, του οποίου το κρέας, αφού μαγειρευτεί και ευλογηθεί από τον ιερέα, μοιράζεται στο εκκλησίασμα. Στα Αναστενάρια ειδικότερα, η ζωοθυσία, όπως ήδη αναφέρθηκε, αποτελεί βασικό στοιχείο του όλου τελετουργικού.
Σε πολλά μέρη επιχωριάζουν παραδόσεις για εθελουσία προσέλευση του θύματος στον τόπο της Ουσίας, ή για αποστολή από τον Θεό ενός ζώου για να θυσιαστεί. Κάποτε όμως το ζώο καθυστερεί να έρθει και οι πανηγυριστές το θυσιάζουν αμέσως, όπως είναι κουρασμένο. Από τότε άλλη χρονιά δεν έρχεται ζώο και στη θέση του θυσιάζεται κάποιο άλλο, από αγορά ή από τάμα.
Η διανομή του κρέατος, μαζί με άρτο, προσδίδει στο κουρμπάνι χαρακτήρα θρησκευτικού γεύματος, ανάλογου με τις «αγάπες» των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Παράλληλα βέβαια λειτουργεί στο όλο έθιμο και απόηχος αρχαϊκών αντιλήψεων και δοξασιών, που δίδουν στο κρέας εξαίρετες ιδιότητες για δύναμη και υγεία.
Τα κουρμπάνια με την αρχέγονη αιματηρά μορφή τους απαγορεύτηκαν κατά καιρούς από την Εκκλησία, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα, γιατί αντιπροσωπεύουν χαρακτηριστικό δείγμα λαϊκής λατρευτικής εκδήλωσης, με βαθιές ρίζες και αρχαιότατες θρησκευτικές παραστάσεις. Αντίθετα, το κουρμπάνι με μορφή κοινής εστιάσεως έχει γίνει ευρύτερα αποδεκτό και από την Εκκλησία, η οποία και ευλογεί, όπως ήδη σημειώθηκε, το κρέας με ειδική ευχή: «Επίσκεψαι, Κύριε Ίησοϋ Χριστέ, ό Θεός ήμών, τά έδέσματα τών κρεών καί άγίασον αύτά…» Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα ζώα ευλογούνται πριν από τη θυσία. Οι

ιερείς, άλλωστε, δεν παύουν να αποτελούν μέλη της κοινότητας που
θυσιάζει, με τις ίδιες κατά βάση λαϊκές θρησκευτικές αντιλήιεις.
Το έθιμο διατηρήθηκε για αιώνες και έφθασε μέχρι την εποχή μας ως μέσον εξασφάλισης των αγαθών και της ίδιας της ζωής. Δεν πρέπει εξάλλου να παραβλέπεται και ο ψυχαγωγικός – συμποσιακός χαρακτήρας των κουρμπανιών, κάτι Ιδιαίτερα ενδιαφέρον για τους λιτοδίαιτους και στερημένους από Τέτοιες ευκαιρίες χωρικούς παλαιότερα.
Ακολουθούν χαρακτηριστικές περιγραφές για την περιοχή Δράμας.
Καλαμπάκι: Γράφει σε πρόσφατο ενημερωτικό του σημείωμα στον τύπο ο Τοπικός Πολιτιστικός Σύλλογος: «Οι κάτοικοι του Καλαμπακίου, τηρώντας την παράδοση των προγόνων τους, που κατάγονταν από το Κρυόνερο της Ανατολικής Θράκης, κάθε χρόνο στις 18 Ιανουαρίου, αναβιώνουν το έθιμο του κουρμπανιού. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Θεός έστελνε κάθε χρόνο στο προσήλιο του ναού των Κρυονεριτών ένα ελάφι, που το θυσίαζαν και το έκαναν κουρμπάνι, είδος φαγητού που μοιραζόταν σε όλους τους κατοίκους. Το ελάφι ερχόταν κάθε χρόνο το πρωί, ανήμερα της γιορτής του αγίου Αθανασίου, ευλογούντανε από τον ιερέα και θυσιαζόταν νωρίς το πρωί της γιορτής από τους κουρμπανατζήδες. Μια χρονιά το ελάφι άργησε να έλθει και οι κουρμπανατζήδες, θορυβημένοι από την καθυστέρηση, επέσπευσαν τη θυσία χωρίς να αφήσουν το ελάφι να ξεκουραστεί. ‘Οπως πίστευαν οι Κρυονερίτες, ο Θεός θύμωσε που θυσιάστηκε το ελάφι αμέσως χωρίς να ξεκουραστεί και δεν έστειλε άλλη χρονιά. Έκτοτε στη θέση του ελαφιού θυσιάζονται ταύροι ή αγελάδες.
.
.
Η συνέχεια του κειμένου ΕΔΩ
.
.
.

ΕΛΛΗΝΙΚΑ (ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ) ΛΑΪΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

.

.

Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα

Μεμβρανόφωνα

Νταούλι
Γνωστό ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους, είναι το κατ’ εξοχήν ρυθμικό όργανο της στε-ριανής Ελλάδας, με μεγάλη ποικιλία στις διαστάσεις, το δέσιμο των σχοινιών, την επεξεργα-σία του δέρματος και την κατασκευή. Φτιάχνεται από τον ίδιο τον νταουλιέρη και παίζεται, κρεμασμένο στον αριστερό ώμο, με δύο νταουλόξυλα: ένα χοντρό και βαρύ για το δεξί χέρι (κόπανος) κι ένα λεπτό για το αριστερό (βέργα ή βίτσα). Μαζί με τον ζουρνά αποτελούν τη ζυγιά, το παραδοσιακό μουσικό συγκρότημα της στεριανής Ελλάδας κατάλληλο για ανοιχτούς χώ-ρους.
Το νταούλι –ένας ξύλινος κύλινδρος, σκεπασμένος στις δύο παράλληλες βάσεις του με δέρ-μα, τεντωμένο με σχοινί– είναι ένα ρυθμικό, κυρίως όργανο, που παίζεται με δύο ειδικά φτιαγμένα νταουλόξυλα. Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη: η διάμετρος κάθε δερμάτι-νης επιφάνειας από 25 εκατοστά έως ένα περίπου μέτρο και ύψος (η απόσταση ανάμεσα στις δύο δερμάτινες επιφάνειες) από 20 έως 60 περίπου εκατοστά. Το μέγεθος του νταουλιού το καθορίζουν: η παράδοση στις διάφορες περιοχές και ο νταουλιέρης, που «φτιάχνει το νταούλι στα μέτρα του».
Το νταούλι παίζεται με δύο ξύλα –ένα στο κάθε χέρι– τα νταουλόξυλα, ή του-μπανόξυλα, ή νταουλόβεργες. Το ξύλο του αριστερού χεριού, η βέργα, ή βίτσα, είναι πολύ λεπτό και ελαφρύ, ενώ του δεξιού, ο κόπανος, είναι χοντρύτερο και βα-ρύτερο και φτιάχνεται σε διάφορα σχήματα και διαστάσεις. Το μήκος του κοπάνου, το βάρος και ο όγκος της άκρης που χτυπάει τη δερμάτινη επιφάνεια εξαρτιόνται από το μέγεθος του νταουλιού και από τη σωματική διάπλαση του νταουλιέρη.
Όταν φτιάχνουν ένα νταούλι, ο νταουλιέρης, που είναι συνήθως και ο κατασκευαστής του, φροντίζει η μία από τις δύο δερμάτινες βάσεις να είναι 1-2 εκατοστά περίπου μεγαλύτερη και το δέρμα της να είναι χοντρύτερο σε σύγκριση με την απέναντι βάση. Έτσι, η μεγαλύτερη και με χοντρύτερο δέρμα επιφάνεια, όπου ο κόπανος χτυπάει τους ισχυρούς χρόνους του μέτρου, δίνει βαρύτερο ήχο, ενώ η απέναντι, μικρότερη και με λεπτότερο δέρμα επιφάνεια, πάνω στην οποία χτυπάει η βέργα τους αδύνατους χρόνους του μέτρου, δίνει οξύτερο ήχο.
Ο νταουλιέρης παίζει όρθιος, με το νταούλι του κρεμασμένο απ’ τον αριστερό ώμο. Όταν το κρεμάει προσέχει να έχει δεξιά του τη δερμάτινη επιφάνεια που δίνει το βαρύτερο ήχο. Σ’ αυτή την επιφάνεια χτυπάει με το χοντρό ξύλο, τον κόπανο (δεξιό χέρι), τους ισχυρούς χρό-νους του μέτρου. Στην άλλη, με τον οξύτερο ήχο, χτυπάει ελαφρά με τη λεπτή βέργα (αριστε-ρό χέρι) τους αδύνατους χρόνους του μέτρου, η «κρατάει το ίσο», όπως συνηθίζουν να λένε, ένα είδος ρυθμικού ισοκράτη.
Στην συνοδεία του νταουλιού διακρίνουμε δύο τρόπους παιξίματος, που υπαγορεύονται από το ρυθμικό τύπο της μουσικής που συνοδεύει κάθε φορά το νταούλι. Όταν η μελωδία που συνοδεύει είναι περιοδικού ρυθμικού τύπου, όπως π.χ. όλες οι χορευτικές μελωδίες, ο νταουλιέρης χτυπάει με τον κόπανο (δεξιό χέρι) τους ισχυρούς χρόνους του μέτρου και με τη βέργα (αριστερό χέρι) τους αδύνατους. Στην περιοδικότητα όμως αυτή δεν επαναλαμβάνεται το ίδιο πάντα σχήμα, τα ίδια δηλαδή χτυπήματα του νταουλιού από το δεξιό και τ’ αριστερό χέρι. Ο καλός νταουλιέρης ξομπλιάζει διαρκώς το παίξιμό του μ’ ενδιάμεσα χτυπήματα –υποδιαιρέσεις των ισχυρών και αδύνατων χρόνων– άλλοτε με τον κόπανο και άλλοτε με τη βέργα· αντιστρέφει για λίγες στιγμές, τη λειτουργία των δύο χεριών και χτυπάει τους ισχυ-ρούς χρόνους με τη βέργα (αριστερό χέρι) και τους αδύνατους με τον κόπανο (δεξί χέρι)· γυ-ρίζει το νταούλι, ώστε ο κόπανος να χτυπάει τη δερμάτινη επιφάνεια που δίνει τον υψηλότε-ρο φθόγγο· χτυπάει άλλοτε το στεφάνι και άλλοτε το έδαφος αντί τη δερμάτινη επιφάνεια του οργάνου και τα λοιπά. Ενώ παράλληλα, ο τρόπος με τον οποίο χτυπάει τη δερμάτινη ε-πιφάνεια: δυνατά ή σιγά, κοφτά και σκληρά ή μαλακά και ξυστά, όπως και το μέρος στο ο-ποίο τη χτυπάει, στο κέντρο, προς την περιφέρεια ή πολύ κοντά στο στεφάνι, χαρίζουν κάθε φορά κι ένα διαφορετικό τόνο στο χρώμα του ήχου.
Ρυθμικό όργανο όπως είναι, το νταούλι δεν παίζεται μόνο του αλλά πάντα μαζί με ένα τουλάχιστον μελωδικό όργανο. Μαζί με το ζουρνά αποτελούν τη ζυγιά, το παραδοσιακό ορ-γανικό συγκρότημα της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Τουμπί
Μικρό νταούλι που συνοδεύει τα μελωδικά όργανα της νησιωτικής Ελλάδας (τσαμπούνα και λύρα). Παίζεται με τα χέρια ή με δύο μικρά τουμπόξυλα, χτυπώντας μόνο τη μία δερμά-τινη επιφάνεια.
Το τουμπί, ή τουμπάκι, ή τουμπανάκι είναι ένα μικρό νταούλι με ήχο ακαθόριστης τονικής οξύτητας που παίζεται συνήθως στα νησιά. Στο τουμπί τεντώνουν τα δέρματα στις δύο κυ-κλικές βάσεις, είτε με το γνωστό τρόπο, δηλαδή με το σχοινί, είτε καρφώνοντάς τα πάνω στον κυλινδρικό σκελετό. Επίσης, στις δύο δερμάτινες επιφάνειες τεντώνουν πάντα, διαμετρικά, απ’ έξω ή από μέσα δυο εντέρινες χορδές.
.
.
Η συνέχεια του κειμένου ΕΔΩ
.
.
.

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΛΑΪΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

.

.

.

Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά Όργανα

.
.
Μεμβρανόφωνα

Νταούλι
Γνωστό ήδη από τους βυζαντινούς χρόνους, είναι το κατ’ εξοχήν ρυθμικό όργανο της στε-ριανής Ελλάδας, με μεγάλη ποικιλία στις διαστάσεις, το δέσιμο των σχοινιών, την επεξεργα-σία του δέρματος και την κατασκευή. Φτιάχνεται από τον ίδιο τον νταουλιέρη και παίζεται, κρεμασμένο στον αριστερό ώμο, με δύο νταουλόξυλα: ένα χοντρό και βαρύ για το δεξί χέρι (κόπανος) κι ένα λεπτό για το αριστερό (βέργα ή βίτσα). Μαζί με τον ζουρνά αποτελούν τη ζυγιά, το παραδοσιακό μουσικό συγκρότημα της στεριανής Ελλάδας κατάλληλο για ανοιχτούς χώρους.
Το νταούλι –ένας ξύλινος κύλινδρος, σκεπασμένος στις δύο παράλληλες βάσεις του με δέρμα, τεντωμένο με σχοινί– είναι ένα ρυθμικό, κυρίως όργανο, που παίζεται με δύο ειδικά φτιαγμένα νταουλόξυλα. Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη: η διάμετρος κάθε δερμάτινης επιφάνειας από 25 εκατοστά έως ένα περίπου μέτρο και ύψος (η απόσταση ανάμεσα στις δύο δερμάτινες επιφάνειες) από 20 έως 60 περίπου εκατοστά. Το μέγεθος του νταουλιού το καθορίζουν: η παράδοση στις διάφορες περιοχές και ο νταουλιέρης, που «φτιάχνει το νταούλι στα μέτρα του».
Το νταούλι παίζεται με δύο ξύλα –ένα στο κάθε χέρι– τα νταουλόξυλα, ή του-μπανόξυλα, ή νταουλόβεργες. Το ξύλο του αριστερού χεριού, η βέργα, ή βίτσα, είναι πολύ λεπτό και ελαφρύ, ενώ του δεξιού, ο κόπανος, είναι χοντρύτερο και βα-ρύτερο και φτιάχνεται σε διάφορα σχήματα και διαστάσεις. Το μήκος του κοπάνου, το βάρος και ο όγκος της άκρης που χτυπάει τη δερμάτινη επιφάνεια εξαρτιόνται από το μέγεθος του νταουλιού και από τη σωματική διάπλαση του νταουλιέρη.
Όταν φτιάχνουν ένα νταούλι, ο νταουλιέρης, που είναι συνήθως και ο κατασκευαστής του, φροντίζει η μία από τις δύο δερμάτινες βάσεις να είναι 1-2 εκατοστά περίπου μεγαλύτερη και το δέρμα της να είναι χοντρύτερο σε σύγκριση με την απέναντι βάση. Έτσι, η μεγαλύτερη και με χοντρύτερο δέρμα επιφάνεια, όπου ο κόπανος χτυπάει τους ισχυρούς χρόνους του μέτρου, δίνει βαρύτερο ήχο, ενώ η απέναντι, μικρότερη και με λεπτότερο δέρμα επιφάνεια, πάνω στην οποία χτυπάει η βέργα τους αδύνατους χρόνους του μέτρου, δίνει οξύτερο ήχο.
Ο νταουλιέρης παίζει όρθιος, με το νταούλι του κρεμασμένο απ’ τον αριστερό ώμο. Όταν το κρεμάει προσέχει να έχει δεξιά του τη δερμάτινη επιφάνεια που δίνει το βαρύτερο ήχο. Σ’ αυτή την επιφάνεια χτυπάει με το χοντρό ξύλο, τον κόπανο (δεξιό χέρι), τους ισχυρούς χρόνους του μέτρου. Στην άλλη, με τον οξύτερο ήχο, χτυπάει ελαφρά με τη λεπτή βέργα (αριστερό χέρι) τους αδύνατους χρόνους του μέτρου, η «κρατάει το ίσο», όπως συνηθίζουν να λένε, ένα είδος ρυθμικού ισοκράτη.
Στην συνοδεία του νταουλιού διακρίνουμε δύο τρόπους παιξίματος, που υπαγορεύονται από το ρυθμικό τύπο της μουσικής που συνοδεύει κάθε φορά το νταούλι. Όταν η μελωδία που συνοδεύει είναι περιοδικού ρυθμικού τύπου, όπως π.χ. όλες οι χορευτικές μελωδίες, ο νταουλιέρης χτυπάει με τον κόπανο (δεξιό χέρι) τους ισχυρούς χρόνους του μέτρου και με τη βέργα (αριστερό χέρι) τους αδύνατους. Στην περιοδικότητα όμως αυτή δεν επαναλαμβάνεται το ίδιο πάντα σχήμα, τα ίδια δηλαδή χτυπήματα του νταουλιού από το δεξιό και τ’ αριστερό χέρι. Ο καλός νταουλιέρης ξομπλιάζει διαρκώς το παίξιμό του μ’ ενδιάμεσα χτυπήματα –υποδιαιρέσεις των ισχυρών και αδύνατων χρόνων– άλλοτε με τον κόπανο και άλλοτε με τη βέργα· αντιστρέφει για λίγες στιγμές, τη λειτουργία των δύο χεριών και χτυπάει τους ισχυρούς χρόνους με τη βέργα (αριστερό χέρι) και τους αδύνατους με τον κόπανο (δεξί χέρι)· γυρίζει το νταούλι, ώστε ο κόπανος να χτυπάει τη δερμάτινη επιφάνεια που δίνει τον υψηλότερο φθόγγο· χτυπάει άλλοτε το στεφάνι και άλλοτε το έδαφος αντί τη δερμάτινη επιφάνεια του οργάνου και τα λοιπά. Ενώ παράλληλα, ο τρόπος με τον οποίο χτυπάει τη δερμάτινη ε-πιφάνεια: δυνατά ή σιγά, κοφτά και σκληρά ή μαλακά και ξυστά, όπως και το μέρος στο ο-ποίο τη χτυπάει, στο κέντρο, προς την περιφέρεια ή πολύ κοντά στο στεφάνι, χαρίζουν κάθε φορά κι ένα διαφορετικό τόνο στο χρώμα του ήχου.
Ρυθμικό όργανο όπως είναι, το νταούλι δεν παίζεται μόνο του αλλά πάντα μαζί με ένα τουλάχιστον μελωδικό όργανο. Μαζί με το ζουρνά αποτελούν τη ζυγιά, το παραδοσιακό ορ-γανικό συγκρότημα της ηπειρωτικής Ελλάδας.
.
.
Η συνέχεια του κειμένου ΕΔΩ
.
.
.