ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ – ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

.

ΣΜΥΡΝΗ 14-9-1922..

Ἀπόσπασμα ἀπό τὴν τελευταῖα ἐπιστολή τοῦ Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου πρὸς τὸν Ἐλευθέριο Βενιζέλο στὶς 25 Αὐγούστου τοῦ 1922

,

«Ὁ Ἑλληνισμός τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τὸ Ἑλληνικόν Κράτος, ἀλλά καὶ σύμπαν τὸ Ἑλληνικόν Ἔθνος καταβαίνει πλέον εἰς τὸν Ἄδην, ἀπό τοῦ ὁποίου καμμία πλέον δύναμις δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ τὸ ἀναβιβάσῃ καὶ τὸ σώσῃ. Τῆς ἀφαντάστου ταύτης καταστροφῆς, βεβαίως, αἴτιοι εἶναι οἱ πολιτικοὶ καὶ οἱ προσωπικοὶ Σας ἐχθροί, πλῆν καὶ Ὑμεῖς φέρετε μέγιστον τῆς εὐθύνης βάρος […] Ζήτημα εἶναι ἐάν τὸ παρὸν μου γράμμα ἀναγιγνώσκεται ὑπό τῆς ἡμετέρας Ἐξοχότητος, ἄν ἡμεῖς πλέον ὑπάρχωμεν ἐν τῇ ζωῇ, προοριζόμενοι εἰς θυσίαν καὶ μαρτύριον.».

ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ “Οἱ νεκροὶ περιμένουν” .

(…) Γιὰ πότε γινήκαμε πραγματικοὶ πρόσφυγες δὲν τὸ καταλάβαμε. Μέσα σὲ λίγα εἰκοσιτετράωρα ὅλος ὁ κόσμος ἀναποδογύρισε. Βαπόρια φτάναν τὸ ἕνα πίσω ἀπό τ΄ ἄλλο καὶ ξεφόρτωναν κόσμο, ἕναν κόσμο ξεκουρντισμένον, ἀλλόκοτο, ἄρρωστο, συφοριασμένο, λὲς κι ἔβγαινε ἀπό φρενοκομεῖα, ἀπό νοσοκομεῖα, ἀπό νεκροταφεῖα. Ἔπηξαν οἱ δρόμοι, τὸ λιμάνι οἱ ἐκκλησιές, τὰ σχολειᾶ, οἱ δημόσιοι χῶροι. Στὰ πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιὰ καὶ πέθαιναν γέροι. Ἑνάμισι ἐκατομμύριο ἄνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικὰ ἔξω ἀπ΄ τὴν προγονικὴ τους γῆ. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιὰ καὶ γονιοὺς ἄταφους. Παράτησαν περιουσίες, τὸν καρπὸ στὰ δένδρα καὶ στὰ χωράφια, τὸ φαΐ στὴ φουφοῦ, τὴ σοδειᾶ στὴν ἀποθήκη, τὸ κομπόδεμα στὸ συρτάρι, τὰ πορτρέτα τῶν προγόνων στοὺς τοίχους. Καὶ βάλθηκαν νὰ τρέχουν, νὰ φεύγουν κυνηγημένοι ἀπ΄ τὸ τούρκικο μαχαίρι καὶ τὴ φωτιὰ τοῦ πολέμου.

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣἜρχεται μιὰ τραγικὴ στιγμὴ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ τὸ θεωρεῖ τύχη νὰ μπορέσῃ νὰ παρατήσῃ τὸ ἔχει του, τὴν πατρίδα του, τὸ παρελθὸν του και νὰ φύγει, νὰ φύγει λαχανιασμένος ἀποζητώντας ἀλλοῦ τὴ σιγουριὰ.

Ἄρπαξαν οἱ ἄνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τὴ θάλασσα σ΄ ἕναν ὁμαδικό, φοβερὸ ξενιτεμὸ.  Κοιμήθηκαν ἀποβραδίς νοικοκυραῖοι στὸν τόπο τους καὶ ξύπνησαν φυγᾶδες, θαλασσοπόροι, ἄστεγοι, ἄποροι, ἀλῆτες καὶ ζητιάνοι στὰ λιμάνια τοῦ Πειραιᾶ, τῆς Σαλονίκης, τῆς Καβάλας, τοῦ Βόλου, τῆς Πάτρας. Ἑνάμισι ἑκατομμύριο ἀγωνίες καὶ οἰκονομικά προβλήματα, ξεμπαρκάρανε στὸ φλούδι τῆς Ἑλλάδας, μὲ μιὰ θλιβερὴ ταμπέλα κρεμασμένη στὸ στῆθος: «Πρόσφυγες!»

Ποῦ νὰ ἀκουμπήσουν οἱ πρόσφυγες; Τὶ νὰ σκεφτοῦν; τὶ νὰ ξεχάσουν; τὶ νὰ πράξουν; ποῦ νὰ δουλέψουν; πῶς νὰ ζήσουν;

Τρέμαν ἀκόμα ἀπ΄ τὸ φόβο. Τὰ μάτια τους ἦταν κόκκινα ἀπ΄ τὸ αἰμάτινο ποτάμι τῆς κόλασης ποὺ διάβηκαν.

Καὶ σὰν πάτησαν σὲ στέρεο ἔδαφος, μετρήθηκαν νὰ δοῦν πόσοι φτάσανε καὶ πόσοι λείπουν. Κι οἱ ζωντανοὶ δὲν τὸ πιστεύανε, μόνο ἄπλωναν τὰ χέρια τους στὸ κορμὶ τους καὶ τὸ ψάχνανε, γιὰ νὰ βεβαιωθοῦνε πὼς δὲν ἦταν βρικόλακες.

Καὶ ψάχναν καὶ γιὰ τὴν ψυχή τους, νὰ δοῦν ἄν ἦταν στὴ θέση της. Μ΄ αὐτή ἦταν ἄφαντη. Εἶχε μείνει πίσω στὴν πατρίδα κοντὰ στοὺς ἀγαπημένους νεκροὺς καὶ στοὺς αἰχμαλώτους, κοντὰ στὰ σπιτάκια, στὰ χωράφια, στὶς δουλειές….

Κι εἶπαν : περαστικοὶ εἴμαστε, ἄς βολευτοῦμε ὅπως ὅπως , κι αὔριο θὰ ματαγυρίσουμε στὰ μέρη μας. Κι ἀποζητοῦσαν, τούτη τὴν ἐλπίδα, μὲ τὴν ἴδια λαχτάρα, σὰν τὸ ψωμὶ τὸ νερὸ καὶ τ΄ ἁλάτι.

Τόσοι ἦταν, ἑνάμισι ἑκατομμύριο ρωμιοὶ μικρασιᾶτες, ποὺ στριφογύριζαν τώρα στὸ καύκαλο τῆς Ἑλλάδας, σὰν περιπλανώμενοι ἱουδαῖοι διωγμένοι ἀπό τὴ γῆ τῆς Χαναάν. Χωρὶς πατρίδα χωρὶς δουλειὰ χωρὶς σπίτι. Καὶ μόλις χτὲς νὰ θυμᾶσαι πὼς ἤσουνα νοικοκύρης.

Ψάχναν γιὰ τὸν αἴτιο , ἀναθεμάτιζαν τὸν οὐρανό, τὴ γῆς ,τὸν Κεμᾶλ, τὸν Βενιζέλο, τὸν Κωνσταντῖνο, τὴν Ἀντάντ, τὸν πόλεμο. Μὰ πρὶν ἀπ΄ ὅλα, τὸν ὕπουλο τὸν Ἄγγλο, τὸν ὑπολογιστή, τὸν διπλοπρόσωπο, τὸν σφετεριστὴ, ποὺ ἔκανε μπίζνες καὶ αὐτοκρατορική πολιτικὴ μὲ τὸ αἴμα καὶ τὴ δυστυχία ἑνός λαοῦ….(…)

.ΛΕΗΛΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΣΦΑΓΕΣ

(…) Οἱ δημοσιογράφοι τῶν ξένων ἐφημερίδων, μετέδιδαν μέσῳ τῶν ἀνταποκριτῶν τους :

«Μὲ κάρα, γαϊδούρια, ἄλογα, ἀραμπᾶδες, μὲ κάθε εἴδους τροχοφόρο, ἄλλοι στοὺς ὥμους, μικροὶ καὶ μεγάλοι, οἰκογένειες ὁλόκληρες τούρκων κουβαλοῦσαν ἀνενόχλητοι τὰ κλοπιμαία, παράνομο καρπὸ τῆς λεηλασίας τους ».

19229Τὸ τρίπτυχο δρᾶμα βιασμῶν, σφαγῶν, λεηλασιῶν,κορυφώθηκε τὴ νύκτα τῆς 31ης Αὐγούστου, ξημερώνοντας ἡ ἀποφράδα τῆς 1ης Σεπτεμβρίου. Στὴ λαϊκὴ συνοικία, τὴ λεγόμενη Τεπετζίκι, σφάχτηκαν 300 γυναῖκες, 80 νήπια, 550 ἄνδρες, ἀπό τοὺς αἰμοβόρους γκρίζους λύκους, ἀπό τσέτες καὶ ζεμπέκηδες δηλ. τοὺς ἄτακτους τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ ποὺ ἀποτελοῦν τὴν ἐγκληματική πρωτοπορία σ’ ἐπιθετικούς καιροὺς.

Καὶ συμπληρώνει τοὺς ἀνήσυχους δημοσιογράφους ὁ ἱστορικός : «Στὴ συνοικίαν τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, διεπράχθησαν φρικαλέα ἐγκλήματα ἀπό τοὺς τσέτες. Στὴν ἐκκλησία μέσα τῆς Μυρτιδιώτισσας, στὸ Μερσινλῆ, στραγγαλίσθηκαν δεκάδες κορίτσια, ἐνῶ στρατιῶτες ἀποπατοῦσαν πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα. Πτώματα ἐπί πτωμάτων στοιβάχθηκαν καὶ σχημάτισαν σοροὺς’ τὸ Οινοπνευματοποιεῖο τοῦ Πανάρετου καὶ συγκεκριμένα στὴ συνοικία τοῦ ἁγίου Βουκόλου (τ’ ὄνομα παρμένο ἀπό τὸν ἅγιο μαθητὴ τοῦ ἀποστολικοῦ πατέρα καὶ πρώτου τῆς Σμύρνης μάρτυρα ἱεράρχη Πολύκαρπου), εἶχαν καταφύγει ἑκατοντᾶδες γυναικόπαιδα καὶ κτυπήθηκαν ἐκεῖ μέσα μὲ ὄλμους καὶ χειροβομβίδες. (…)

(…). Φωτιὰ ἀπό τὴ μία, θάλασσα ἀπό τὴν ἄλλη. Βρισκόμασταν στὴ μέση.

Καὶ οἱ Τσέτες (σ.τ.σ. οἱ ἄτακτοι τοῦρκοι) βρίσκονταν στὴ μέση, καὶ σφάζαν καὶ σκοτῶναν. Τὴ νύχτα οἱ Τσέτες ἔκαναν ἐπίθεση ν’ ἀρπάξουν, νὰ σφάξουν, ν’ ἀτιμάσουν. «Βοήθεια! Βοήθεια!», φώναζε ὁ κόσμος. Τὰ ἐγγλέζικα πλοῖα ἦταν ἀπέναντι. Ἔριχναν τοὺς προβολεῖς. Σταματοῦσαν γιὰ λίγο.

Τὴ νύχτα θέλαμε νὰ πᾶμε πρὸς νεροῦ μας. Πήγαμε λίγο πιὸ ἔξω, φρίκη! Βρεθήκαμε σὲ μία χαβοῦζα (σ.τ.σ. μεγάλο ἀνοιχτό λάκκο). Γύρω γύρω, στὰ χείλια τῆς χαβοῦζας σπαρταροῦσαν κορμιὰ, καὶ μέσα ἡ χαβοῦζα ἦταν γεμάτη κεφάλια. Ἔπαιρναν ὅποιον ἔπιαναν, τὸν πήγαιναν στὴν ἄκρια τῆς χαβοῦζας, ἔκοβαν τὸ κεφάλι καὶ τὸ ἔριχναν μέσα στὴ χαβοῦζα καὶ τὰ κορμιὰ τὰ ἄφηναν νὰ σπαρταροῦν γύρω γύρω. Ἦταν φοβερὸ. Ὅσοι τὸ εἶδαν τρελάθηκαν. Τὸ τρελοκομεῖο γέμισε ἀπό τρελοὺς σὰν ἤρθαμε. (…)

(…) Ἔβγαλαν, μετὰ ἰταλικά καὶ ἑλληνικά πλοῖα καὶ μᾶς πῆραν. Πόσους; Οὔτε ἕνα εἴκοσι τοῖς ἐκατό δὲν ἐπῆραν. Τέτοια καταστροφὴ δὲν εἶδαν τὰ μάτια μου!».

Ὁλόκληρο τὸ συγκλονιστικὸ ἄρθρο μπορεῖτε νὰ διαβάσετε στό : www.e-istoria.com
***

Αφήστε μια απάντηση