,
- Τμῆμα παλαιοῦ ἱστορικοῦ χάρτη τῆς Θρᾲκης τὴν ἐποχὴ τῆς ῥωμαϊκῆς κατοχῆς. Σχέδιο τοῦ Ντρόϋζεν. (Old historical map from Droysens Historical Atlas 1886).
Η ΘΡΑΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Άννα Αβραμέα
Οι Ρωμαίοι δεν περίμεναν την τελική προσάρτηση της Θράκης για να παρέμβουν και να εφαρμόσουν τις μεθόδους διακυβέρνησής τους. Η ρωμαϊκή διείσδυση είχε αρχίσει πολύ πριν από την τελική κατάλυση του Θρακικού βασιλείου τον 1ο αιώνα μ.Χ. Η προσάρτηση του Μακεδονικού βασιλείου το 146 π.Χ. έφερε τους Ρωμαίους αντιμέτωπους με τη γειτονική Θράκη και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την ανάμειξή τους στις θρακικές υποθέσεις. Οι φυλές των θρακικών παραλιών προσαρτήθηκαν ενωρίς στη Μακεδονική επαρχία και η Θρακική Χερσόνησος έγινε ρωμαϊκή κτήση, ενώ ελεύθερες κηρύχτηκαν οι παράλιες ελληνικές πόλεις Άβδηρα, Μαρώνεια και Αίνος. Με την εκστρατεία του Μ. Λικίνιου Κράσσου, το 29 και 28 π.Χ. οι Ρωμαίοι εγκαθιδρύουν την κυριαρχία την κυριαρχία τους στις ελληνικές πόλεις του Ευξείνου Πόντου και εισχωρώντας στο ρεύμα του ποταμού Δούναβη, περικλείουν τους Θράκες από τον Αίμο και τη Ροδόπη. Το θρακικό βασίλειο περικυκλώνεται το 15 π.Χ. από τους Ρωμαίους. Οι συνεχείς έριδες μεταξύ Θρακών βασιλέων και οι αλλεπάλληλες επεμβάσεις των Ρωμαίων θα κορυφωθούν με τη δολοφονία του τελευταίου βασιλιά των Οδρυσών το 44 μ.Χ. Παρά την αντίσταση των κατοίκων, ο αυτοκράτωρ Κλαύδιος καταλύει τα προνόμια των Θρακών ηγεμόνων και καθιστά τη Θράκη το 46 μ.Χ. ρωμαϊκή επαρχία.
Τα γεωγραφικά, εθνολογικά και πολιτικά όρια της αρχαίας Θράκης θα υποστούν τις μεταβολές που θα επιφέρει η ρωμαϊκή πολιτική διοίκηση. Τα όρια της αρχαίας Θράκης ορίζονταν προς βορρά από τον Δούναβη, προς ανατολάς από τον Εύξεινο Πόντο, τον θρακικό Βόσπορο, την Προποντίδα και τον Ελλήσποντο, προς νότο από το Αιγαίο και τα νησιά Θάσο, Σαμοθράκη και Ίμβρο, ενώ προς δυσμάς τα όρια υφίσταντο μεταβολές λόγω των μετακινήσεων των θρακικών φυλών προς ανατολάς από τους Μακεδόνες. Κατά τη ρωμαϊκή κατάκτηση τα δυτικά πολιτικά όρια έφθαναν μέχρι τον ποταμό Νέστο.
Μέσα στα πλαίσια αυτής της εκτεταμένης περιοχής, οι Ρωμαίοι ίδρυσαν τις επαρχίες Μοισίας και Θράκης. Τα μεταξύ των δύο επαρχιών σύνορα ορίζονταν στους βόρειους πρόποδες του Αίμου, όπου και έφθανε η πολιτική έκταση της επαρχίας Θράκης, όπως αποδεικνύεται από την ανεύρεση πέντε οροθετικών επιγραφών. Παράλληλα, αλλαγές έγιναν και στα νοτιοανατολικά πολιτικά όρια. Η Θρακική Χερσόνησος περιήλθε στην ιδιοκτησία του αυτοκράτορος και τη διοίκησή της ανέλαβε ο “επίτροπος του Σεβαστού”. Εντούτοις ολόκληρη η Χερσόνησος δεν αποτέλεσε αυτοκρατορική κτήση, εφόσον από επιγραφικές και νομισματικές μαρτυρίες γίνεται γνωστό ότι οι πόλεις Σηστός, Καλλίπολις, Αλωπεκόννησος, Ελαιούς και Μάδυτος διατήρησαν το καθεστώς πόλεως. Το Βυζάντιο εξάλλου, που ο Νέρων είχε αναδείξει σε ελεύθερη πόλη, θα υποστεί στη συνέχεια μεταβολές και κατά τον 2ο αιώνα θα υπαχθεί διοικητικά στην επαρχία Βιθυνίας. Άλλη μεταβολή στα δυτικά όρια θα συντελεστεί μετά την ίδρυση της επαρχίας “Μεσογειακή Δακία” (Dacia Mediterranea) επί Αυρηλιανού. Τότε θα αποσπασθούν από την επαρχία Θράκης οι πόλεις Παυτάλια (Κιουστεντίλ) και Σερδική (Σόφια) και θα ενσωματωθούν στη νέα επαρχία.
Οι παράλιες ελληνικές πόλεις του Θρακικού Πελάγους, τα Άβδηρα, η Μαρώνεια και η Αίνος, θα διατηρήσουν το καθεστώς των ελεύθερων πόλεων. Το ίδιο συμβαίνει και στις ελληνικές πόλεις των παραλίων της Προποντίδας και του Ευξείνου Πόντου, στην Πέρινθο, στη Αγχίαλο, στην Απολλωνία, στη Μεσημβρία, αλλά και στο εσωτερικό της θρακικής πεδιάδας, στην ελληνική Φιλιππούπολη. Τα νησιά Θάσος και Σαμοθράκη, που υπάγονταν διοικητικά στην επαρχία Θράκης και κηρύχτηκαν ελεύθερα από τους Ρωμαίους, κατείχαν εκτάσεις στη Θρακική Περαία. Η μακροχρόνια διένεξη μεταξύ της Θάσου και της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων για την κυριότητα των θρακικών κτήσεων θα λήξει με τη δικαίωση της Θάσου, στην οποία θα περιέλθουν. Οι εδαφικές αυτές εκτάσεις θα αποτελέσουν και τα θρακομακεδονικά σύνορα. Μια επιγραφή των χρόνων της βασιλείας του Τραϊανού, μετά το έτος 116, όριζε τα σύνορα κοντά στο σημερινό χωριό Πετροπηγή του νομού Καβάλας. Η Σαμοθράκη εξάλλου, που ξαναπαίρνει την αυτονομία της μετά το 166 π.Χ., θα τη διατηρήσει σε όλη τη διάρκεια της ρωμαιοκρατορίας. Η Σαμοθρακική Περαία, οι κτήσεις δηλαδή του νησιού στα θρακικά παράλια, διατηρούνται επίσης. Στην εκτεταμένη αυτή περιοχή βρισκόταν πόλεις, σταθμοί και αγροτικές εγκαταστάσεις. Μεταξύ αυτών οι πιο γνωστές ήταν η Δρυς, η Σάλη, στη θέση της σημερινής Αλεξανδρούπολης, η Ζώνη, που σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες βρισκόταν στη θέση της σημερινής Μεσημβρίας, τα Τέμπυρα, μικρή πόλη και σταθμός της Εγνατίας οδού, κοντά στην Τραϊανούπολη, στα Θερμά Λουτρού, καθώς και ο εμπορικός σταθμός Χαράκωμα, κοντά στις εκβολές Έβρου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι εκτός από τη ρωμαϊκή αποικία των Φιλίππων, που υπαγόταν στη Μακεδονία στην επαρχία Θράκης δύο μόνον ρωμαϊκές αποικίες ιδρύθηκαν. Οι δύο αυτές αποικίες, που βρισκόταν στα παράλια της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου, ήταν η αποικία Άπροι (colonia Claudia Aprensis) και η Δεβελτός, ανάμεσα στη Μεσημβρία και την Απολλωνία (colonia Flavia pacis Deultum).
Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ
- Χάρτης τής Ρωμαϊκής Διοίκησης Θράκης όπου τα όρια είναι κατά προσέγγιση.
Μετά την κατάκτηση, οι Ρωμαίοι δεν έλαβαν μέτρα για να επιφέρουν μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση. Το παλαιό συγκεντρωτικό σύστημα διοικητικής οργάνωσης, που θα διατηρηθεί έως τα χρόνια της βασιλείας του Τραϊανού, τους εξασφάλιζε τόσο στον στρατιωτικό όσο και στον δημοσιονομικό τομέα. Επικεφαλής της επαρχίας Θράκης ετέθη στην αρχή ένας αυτοκρατορικός διοικητικός επίτροπος, που προερχόταν από την τάξη των ιππέων, ενώ τις οικονομικές υποθέσεις είχε αναλάβει ένας επαρχιακός επίτροπος με τη βοήθεια των υπαγόμενων σ’ αυτόν υπαλλήλων. Και οι δύο επίτροποι είχαν την έδρα στην πόλη Πέρινθο. Αυτή διοικητική οργάνωση, λόγω της ατελούς συγκρότησης του αστικού βίου ιδιαίτερα στο εσωτερικό, δεν στηρίχθηκε στην αρχή της αυτονομίας των πόλεων, αλλά διατήρησε το παλαιό καθεστώς της διαίρεσης της χώρας σε “στρατηγίες”. Κάθε “στρατηγία” συνιστούσε μια ευρεία διοικητική περιφέρεια και διοικείτο από στρατηγό διορισμένο από τον Ρωμαίο διοικητή. Στη θέση του στρατηγού, ο οποίος ασκούσε και στρατιωτικά καθήκοντα, διόριζαν Ρωμαίους πολίτες προερχόμενους από την τάξη της αριστοκρατίας. Υπό την “στρατηγίαν” βρισκόταν η “φυλή”, με επικεφαλής το φύλαρχο, ενώ ένας αριθμός κωμών που αποτελούσε την “κωμαρχία”, με επικεφαλής τον κωμάρχη, υπαγόταν στην φυλή. Ο αριθμός των “στρατηγιών” έτεινε προοδευτικά προς τη μείωση. Αν κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα, όπως αναφέρει ο Πλίνιος, τη χώρα της Θράκης συνιστούσαν πενήντα “στρατηγίες”, γύρω στα μέσα του 2ου, ο Πτολεμαίος κάνει λόγο για δέκα τέσσερες μόνον. Από μια επιγραφή εξάλλου που βρέθηκε στην πόλη Τόπειρο, κοντά στον ποταμό Νέστο, πληροφορούμαστε τα ονόματα τριάντα τριών στρατηγών, που είχαν συγκεντρωθεί για να τιμήσουν τον επίτροπο της επαρχίας Ουέττιο Μάρκελλο στα χρόνια του Νέρωνα.
Με τη βασιλεία του Τραϊανού εγκαινιάζονται σημαντικές μεταβολές στη διοικητική οργάνωση, οι οποίες και θα ολοκληρωθούν στα χρόνια του Αδριανού. Κατά την εποχή αυτή που η διοίκηση της επαρχίας ανατίθεται σε “πρεσβευτή αντιστράτηγο”, εγκαταλείπεται το παλαιό συγκεντρωτικό σύστημα διακυβέρνησης και η τοπική διοίκηση της επαρχίας περιέρχεται στις αρχές των πόλεων. Οι παλαιές “στρατηγίες” αντικαθίστανται από τις πόλεις και την εδαφική έκταση που του ανήκε, δηλαδή τη “χώρα” τους, στην οποία βρίσκεται ένας αριθμός κωμών. Με τον τρόπο αυτό, με την αστικοποίηση της επαρχίας, που είχε αρχίσει ήδη από τη βασιλεία του Βεσπασιανού, τα εδάφη που ανήκαν στη δικαιοδοσία των “στρατηγιών” περιέρχονται στη δικαιοδοσία των πόλεων. Αλλά η τελική εξαφάνιση των “στρατηγιών” θα συντελεστεί αργότερα, όταν ο Αδριανός θα προβεί σε γενικότερη αναδιοργάνωση της επαρχίας.
Το διοικητικό σύστημα το οποίο εφαρμόστηκε από τον Τραϊανό, θα διατηρηθεί επί δύο αιώνες χωρίς αλλαγές. Σημαντικές μεταβολές επέρχονται στη διοικητική οργάνωση επι Διοκλητιανού και των διαδόχων του και οι οποίες θα έχουν επιπτώσεις στα πολιτικά όρια της Θράκης. Κατά την εποχή αυτή, δηλαδή στα τέλη του 3ου και στις αρχές του 4ου αιώνα, συγκροτείται η “Διοίκησις” Θράκης (Dioecesis Thracia), περιλαμβάνοντας στα όριά της της μεγάλη γεωγραφική έκταση που επεκτεινόταν από τις ακτές του Αιγαίου και της Προποντίδας έως τον ποταμό Δούναβη, ολόκληρη δηλαδή την έκταση της αρχαίας Θράκης. Η “Διοίκησις” αυτή διαιρέθηκε σε έξι επαρχίες, που ήταν οι ακόλουθες: 1) Επαρχία Κάτω ή Δευτέρας Μοισίας, εκτεινόμενη ανάμεσα στον Ίστρο και τον Αίμο, με πρωτεύουσα την Τόμιν ή Τόμους, τη σημερινή Κωνστάντζα, 3) Επαρχία Θράκης, από τον Αίμο έως τον Έβρο, με πρωτεύουσα την Φιλιππούπολη, 4) Επαρχία Αιμιμόντου, που εκτεινόταν στο ανατολικό τμήμα της Θράκης έως τον Εύξεινο, με πρωτεύουσα την Αδριανούπολη, 5) Επαρχία Ροδόπης στο νότιο τμήμα, με πρωτεύουσα την Αίνο και 6) Επαρχία Ευρώπης, πρωτεύουσα την Ηράκλεια (αρχαία Πέρινθο). Η “Διοίκησις” Θράκης ανατέθηκε σε δύο διοικητές, έναν πολιτικό, τον βικάριο (vicarius), και ένα στρατιωτικό, τον δούκα. Υπό τις διαταγές του βικάριου τέθηκαν έξι πολιτικοί άρχοντες, ένας για κάθε επαρχία. Επικεφαλής των επαρχιών “Ευρώπης” και “Θράκης” ήταν οι “υπατικοί” (consulates), ενώ στις λοιπές επαρχίες πολιτικοί διοικητές ονομάστηκαν οι “ηγεμόνες” (praesides).
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΙΔΡΥΣΗ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ
Απαραίτητη προϋπόθεση για να εφαρμοσθεί το διοικητικό σύστημα που βασιζόταν στις επιτόπιες αρχές των πόλεων, ήταν ανάπτυξη της λειτουργίας των παλαιών και η ίδρυση νέων. Περισσότερο επιτακτική ήταν η ανάγκη για τη δημιουργία νέων αστικών κέντρων στο εσωτερικό. Οι νέες πόλεις ιδρύθηκαν και οι παλαιές αναπτύχθηκαν κατά μήκος ενός καλά οργανωμένου οδικού δικτύου.
Οι Ρωμαίοι και πριν από την κατάκτηση είχαν φροντίσει να οργανώσουν το οδικό σύστημα, απαραίτητο για τη μεταφορά στρατευμάτων από τις δυτικές επαρχίες στην Ασία. Με την οριστική προσάρτηση της επαρχίας Θράκης, η αναδιοργάνωση του οδικού δικτύου, δηλαδή η συντήρηση του ήδη υπάρχοντος και η επέκτασή του, κρίθηκε αναγκαία για την εφαρμογή του προγράμματος της επεκτατικής πολιτικής και την αύξηση των οικονομικών προσόδων. Στην περιοχή της Φιλιππούπολης αναφέρεται επί αυτοκράτορος Νέρωνος σε επιγραφή η ίδρυση κέντρων ανεφοδιασμού και καταλυμάτων επάνω σε στρατιωτικούς δρόμους. Βασική αρτηρία ήταν η περίφημη Εγνατία οδός, η ρωμαϊκή μετατροπή του παλαιού δρόμου, που οδηγούσε από την Αδριατική στην Προποντίδα, τον Βόσπορο και τη Μικρά Ασία, περνώντας από τα παράλια του Αιγαίου. Η “βασιλική” αυτή οδός ήταν ο πιο σύντομος δρόμος που οδηγούσε από την Ιταλία στην Ανατολή. Από το Δυρράχιο και μέσα από τη δυτική Μακεδονία έφθανε στη Θεσσαλονίκη, περνούσε από την Αμφίπολη και τους Φιλίππους και μέσα από τις θρακικές πόλεις και σταθμούς, τη Νεάπολη (τη σημερινή Καβάλα), το Ακόντισμα, την Τόπειρο, το σταθμό του Διομήδη, τα Τέμπυρα, την Τραϊανούπολη, την Αίνο, την Άπρω και την Πέρινθο κατέληγε στα Κύψελα και αργότερα στο Βυζάντιο. Σημαντική επίσης ήταν η εσωτερική οδός, της οποίας η διαχάραξη υπαγορεύτηκε από τις τοπογραφικές ιδιομορφίες του χώρου. Περνούσε από την ορεινή περιοχή της Θράκης και την κοιλάδα του Έβρου, ενώνοντας το Σίρμιο με το Βυζάντιο και διασχίζοντας τις πόλεις Ναϊσσό (σημ. Nish), Σερδική και Φιλιππούπολη. Εξάλλου μεγάλης σημασίας ήταν οι δρόμοι που χαράκτηκαν και οδηγούσαν από το νότο προς το βορρά, συνδέοντας τις μεγάλες παράλληλες αρτηρίες που είχαν κατεύθυνση από δυσμών προς ανατολάς και που αποκαθιστούσαν έτσι την επικοινωνία μεταξύ Δουνάβεως και Αιγαίου. Οδομετρικά σήματα (militaria) με χαραγμένες επιγραφές, που έδειχναν τις αποστάσεις μεταξύ των σταθμών ή των πόλεων απ’ όπου περνούσαν οι δρόμοι, εξασφάλιζαν την άνετη επικοινωνία. Το πρόγραμμα της καλής οργάνωσης του δημόσιου οδικού δικτύου που έθεσε σε εφαρμογή η ρωμαϊκή πολιτική, περιλάμβανε επίσης την οργάνωση των σταθμών και φυλακίων που βρισκόταν κατά μήκος των οδών. Οι σταθμοί, με καθορισμένη μεταξύ τους απόσταση, παρείχαν υπηρεσίες στους οδοιπόρους, στέγη και τροφή στους άνδρες και τα υποζύγια. Αυτοκράτορες, κυβερνήτες, αξιωματούχοι σε υπηρεσία, στρατεύματα σε πορεία, έμποροι, έβρισκαν κατάλυμα.
Με την οργάνωση του οδικού δικτύου συνδέεται στενά και η αναδιοργάνωση των πόλεων. Από την ονομασία ή τον τίτλο που έφεραν αποδεικνύεται ότι οι περισσότερες ιδρύθηκαν ή απέκτησαν το καθεστώς πόλεως επί αυτοκράτορος Τραϊανού. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την Τραϊανούπολη στις δυτικές εκβολές του Έβρου, κοντά στην Εγνατία, η οποία με την ίδρυσή της απερρόφησε τις γύρω μικρές πόλεις. Επιγραφική μαρτυρία από την Τραϊανούπολη επιβεβαιώνει αυτόν τον μηχανισμό και γνωρίζουμε ότι επί βασιλείας Σεπτιμίου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.) η κοντινή Δρυς δεν εξαφανίστηκε αλλά υποβιβάστηκε σε κώμη. Στον Τραϊανό επίσης οφείλει τη λειτουργία της η Αυγούστα Τραϊανή. Η πόλη αυτή, που στα ελληνιστικά χρόνια ονομαζόταν Βερόη, βρισκόταν στις νότιες πλαγίες του Αίμου, στη βόρεια θρακική πεδιάδα και είχε στη δικαιοδοσία της μεγάλη έκταση. Στον κάτω ρου του Έβρου ποταμού ο Τραϊανός θα ιδρύσει την Πλωτινούπολη, προς τιμήν της συζύγου του, το όνομα της οποίας έφερε. Η θέση της πόλης εντοπίσθηκε στο λόφο που σήμερα ονομάζεται Αγία Πέτρα, δίπλα στο Διδυμότειχο. Εξάλλου για τις νίκες του ίδιου αυτοκράτορα ιδρύθηκε η Ουλπία Νικόπολις η “προς Νέστον”, η θέση της οποίας στην άνω κοιλάδα του Νέστου εξασφάλιζε τον έλεγχο των δύο μεγάλων οδών που συνέδεαν τα παράλια του Αιγαίου με τη Φιλιππούπολη.
- Η Επαρχία τής Θράκης επί Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας 120 μ.Χ.
Σε τέσσερες παλαιές έδρες “στρατηγιών”, στη Σερδική, στην Παυταλία, στην Τόπειρο και στη Βιζύη, αποδόθηκε η προσωνυμία της “Ουλπίας”. Στη Σερδική, η παραχώρηση καθεστώτος πόλεως οφειλόταν στη στρατηγική σημασίας θέση της από την οποία περνούσε, όπως αναφέρθηκε, η μεγάλη στρατιωτική οδός αλλά και στην ορθή εκτίμηση των οικονομικών της δυνατοτήτων. Η Παυταλία, που βρισκόταν στη δυτική κοιλάδα του άνω Στρυμόνα και ήταν η παλαιά έδρα της “στρατηγίας” Δενθηλητικής, δέσποζε στη δυτική κοιλάδα του άνω Στρυμόνα και ήταν η παλαιά έδρα της “στρατηγίας” Δενθηλητικής, δέσποζε της οδού η οποία κατά μήκος του άνω Στρυμόνα συνέδεε τη Σερδική με τους Φιλίππους. Η Τόπειρος, κοντά στην όχθη του Νέστου, στο σημερινό χωριό Παράδεισος, ανήκε στη “στρατηγία” Σαπαϊκή και απ’ αυτή διερχόταν η Εγνατία οδός. Στα βόρεια του Αίμου ο Τραϊανός ίδρυσε τη Νικόπολη “προς Ίστρον” και προς τιμήν της αδελφής του τη Μαρκιανούπολη. Και οι δύο αυτές πόλεις που απάγονταν στην επαρχία Θράκης, θα ενταχθούν διοικητικά επί Σεπτίμιου Σεβήρου στην Κάτω Μοισία, όπου και γεωγραφικά ανήκαν.
Στα μεταγενέστερα χρόνια, επί Αδριανού, ιδρύεται η Αδριανούπολη στη θέση της θρακικής Ουσκουδάμας, στη συμβολή των ποταμών Έβρου, Τόνζου και Άρδα, στην παλαιά “στρατηγία” Βεσσίκη. Τη σημασία της όφειλε στη διέλευση της μεγάλης στρατιωτικής οδού που ένωνε το Σίρμιο με το Βυζάντιο μέσω Ναϊσσού, Σερδικής και Φιλιππούπολης. Η τελευταία αυτή πόλη, η Φιλιππούπολη, η “λαμπροτάτη της Θρακών επαρχίας μητρόπολις”, στη δεξιά όχθη του Έβρου, ήταν η έδρα του “κοινού των Θρακών”. Την ίδια πολιτική θα ακολουθήσουν και οι μεταγενέστεροι αυτοκράτορες όπως ο Μαξιμιανός, που ίδρυσε την ομώνυμη με αυτόν πόλη στο σταθμό Porsulis, επάνω στη διαδρομή της Εγνατίας οδού, επτά χιλιόμετρα δυτικά της Κομοτηνής. Μια άλλη επίσης σημαντική πόλη βρισκόταν σαράντα χιλιόμετρα βορείως της Φιλιππουπόλης, στο σημερινό Χισσάρ.
Οι αυτοκράτορες φρόντιζαν για την οχύρωση των πόλεων ενισχύοντας τις επιτόπιες αρχές, που δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις μεγάλες δαπάνες. Δίγλωσση επιγραφή από τη Φιλιππούπολη αναφερεται στην οχύρωση της πόλης στα χρόνια της βασιλείας του Μάρκου Αυρηλίου. Την ίδια εποχή ανανεώνονται τα τείχη της Σερδικής, της Παυταλίας και της Τραϊανής Αυγούστας. Παράλληλα οι αυτοκράτορες μεριμνούσαν για την ίδρυση ναών, δημοσίων κτιρίων, σταδίων, θεάτρων, γυμναστηρίων, οδών και πλατειών, δίνοντας νέα ώθηση στη μνημειακή όψη των πόλεων και ενισχύοντας τις πολιτιστικές και οικονομικές δραστηριότητες των κατοίκων και της διοίκησης.
Στη δικαιοδοσία των πόλεων υπαγόταν η εδαφική έκταση που βρισκόταν κοντά, η λεγόμενη “χώρα” και καθοριζόταν με επιγραφές που έφεραν χαραγμένη τη λέξη “όρος”. Τα εδάφη αυτά των πόλεων και της γύρω χώρας τους ήταν διαιρεμένα σε φυλές. Γνωστές είναι η φυλή Αρτεμισιάς, Ηρακληίς, Ασκληπιάς, Αρηίς, καθώς και ορισμένες φυλές που όφειλαν την ονομασία τους στα φυσικά γεωγραφικά στοιχεία ποταμών και όρεων, όπως η φυλή Εβρηίς, Ροδοπηίς και άλλες.
Στα αστικά κέντρα που ιδρύθηκαν από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες, από τον Τραϊανό και τους μεταγενέστερους, επικρατούν και διαδίδονται οι ελληνικοί πολιτειακοί θεσμού και αυτό συντελείται με την αναδιάρθρωση του διοικητικού συστήματος και τη μεταβίβαση των διοικητικών αρμοδιοτήτων στις τοπικές αρχές των πόλεων. Στα περισσότερα αστικά κέντρα – ο μεγαλύτερος αριθμός των οποίων ήταν παλαιότερα φυλετικά κέντρα των Θρακών – οι ελληνικοί θεσμοί που επικρατούν θα διατηρηθούν ως το τέλος της ρωμαϊκής αρχαιότητας. Έλληνες και εξελληνισμένοι κάτοικοι των πόλεων, που διέθεταν πολιτική και διοικητική εμπειρία, θα αποβούν οι φορείς των πολιτικών θεσμών.
Από τη σύγχρονη έρευνα που βασίζεται κυρίως στην επιγραφική μαρτυρία, διαπιστώθηκε ένας μεγάλος αριθμός πολιτικών ελληνικών θεσμών. Η βουλή, ο δήμος και οι άρχοντες συνιστούσαν τα κατεξοχήν πολιτειακά όργανα. Η “βουλή και ο δήμος Φιλιππουπολιτών” παριστάνονται προσωποποιημένοι στα νομίσματα της πόλης και πολλών πόλεων η βουλή και ο δήμος αναφέρονται με τα επίθετα “η ιερώτατη βουλή” και ο “λαμπρότατος δήμος”. Οι αντιπρόσωποι που εκλέγονταν κάθε χρόνο για να μετέχουν στη βουλή προβουλεύονταν στο βουλευτήριο της πόλης και στη συνέχεια υπέβαλαν στην εκκλησία του δήμου τα προβουλεύματα. Αρκετές μαρτυρίες επίσης έχουμε για τους πολιτικούς θεσμούς των αρχόντων, επικεφαλής των οποίων και επώνυμος ήταν ο “πρώτος άρχων”. Τιμητικό και σεβαστό ήταν του υπούργημα του γερουστιαστού, ενώ τα μέλη της “ιεράς γερουσίας” προέρχονταν από την αριστοκρατική τάξη. Αν και δεν γνωρίζουμε τον αριθμό των γερουσιαστών, από επιγραφικές μαρτυρίες πληροφορούμαστε για τη λειτουργία του θεσμού στην Αίνο, στην Τραϊανή Αυγούστα και στη Φιλιππούπολη. Οικονομικά καθήκοντα είχαν οι αγορανόμοι. Οι σιτάρχες ήταν υπεύθυνοι για το επισιτισμό και ο αργυροταμίας διαχειριζόταν τα δημόσια χρήματα. Για τις πομπές, τις θυσίες και τους αγώνες, καθώς και για την εκτέλεση ορισμένων δημοσίων έργων, την ευθύνη είχαν οι επιμελητές. Από τη Βιζύη προέρχεται μια επιγραφή αναφερόμενη στην κατασκευή των πύργων των τειχών της πόλης “δι’ επιμελητών Φίρμου Αυλοπόρεος και Αυλουκένθου Αυτοκένθου και Ράζδου Υακίνθου”. Παράλληλα συνεχίστηκε η μέριμνα για την αγωγή των νέων και οι πόλεις διατήρησαν και ενίσχυσαν κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους τους θεσμούς της “εφηβαρχίας” και της “γυμνασιαρχίας”. Οι “γυμνασίαρχοι” μαρτυρούνται σε πολλές θρακικές πόλεις, όπως στο Βυζάντιο, στη Σερδική και στη Θρακική Χερσόνησο, ενώ γνωστός είναι ο σύλλογος των εφήβων Φιλιππούπολης.
Στην “λαμπροτάτην των Θρακών μητρόπολιν”, στη Φιλιππούπολη, συνέρχονταν κάθε χρόνο οι εκπρόσωποι όλων των πόλεων της Θράκης σε συνέλευση που απεκαλείτο “κοινόν των Θρακών”. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για το “κοινόν των επί Θράκης Ελλήνων” είναι λίγες και όχι πολύ ακριβείς· εντούτοις οι μελετητές κατέληξαν ότι σκοπός του “κοινού” ήταν η λήψη αποφάσεων για τη διοργάνωση εορτών προς τιμήν του αυτοκράτορα και του οίκου του, καθώς και η τέλεση αγώνων και θυσιών. Κατά τη συνάθροιση γινόταν επίσης η αξιολόγηση των διοικητικών και στρατιωτικών υπαλλήλων και ο πρόεδρος του “κοινού” διατύπωνε ευχαριστίες για τη χρηστή διοίκηση ή παράπονα προς τον αυτοκράτορα και τη ρωμαϊκή Σύγκλητο. Κατά τη διάρκεια της συνόδου λαμβάνονταν αποφάσεις σχετικά με την ανέγερση ναών, βωμών, αναθηματικών στηλών και ανδριάντων του αυτοκράτορα ή άλλων επισήμων προσώπων. Η σύνοδος του “κοινού” γινόταν στο “Σεβαστείον”, στον καθιερωμένο στον αυτοκράτορα ναό, ο αρχιερεύς του οποίου – ο λεγόμενος Θρακάρχης – είχε τη διεύθυνση των εργασιών, ως και των αγώνων που τελούνταν. Αποτέλεσμα της συνάθροισης και του συνεορτασμού ήταν η στενή επικοινωνία και η σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των πόλεων της Θράκης. Μέσα στα θρακικά αστικά κέντρα ένας μικρός αριθμός οικογενειών είχε την οικονομική δύναμη και την τάξη αυτή της αριστοκρατίας ενίσχυε η ρωμαϊκή διακυβέρνηση. Από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα αναπήδησε μια νέα τάξη, που συνεργάστηκε στενά με τους Ρωμαίους και της οποίας οι εκπρόσωποι αποκαλούνταν “φιλοκαίσαρες” και “φιλοπάτριδες”. Τον τίτλο αυτό φέρουν από τον 1ο αιώνα μ.Χ. οι περισσότεροι άρχοντες της Θάσου.
Οι πόλεις της Θράκης, που αναπτύχθηκαν σε επίκαιρες για την επικοινωνία θέσεις, όπως προαναφέρθηκε, λειτουργούσαν και ως αγορές της αγροτικής περιφέρειας. Εδώ συγκεντρώνοταν μετά τη συγκομιδή τα αγροτικά προϊόντα, τα οποία ανταλλάσσονταν με βιοτεχνικά αγαθά. Η ανάπτυξη της βιοτεχνίας και του εμπορίου μαρτυρείται ιδιαίτερα από το επιγραφικό υλικό. Γνωστές είναι οι επαγγελματικές οργανώσεις των θρακικών πόλεων, όπως η “τέχνη των βυρσέων”, η “τέχνη των συροποιών”, η “τέχνη των καπήλων” από τη Φιλιππούπολη και η “τέχνη των λιθουργών”, η “τέχνη των σακκοφόρων” από την Πέρινθο. Εμπορικές εξάλλου σχέσεις διατηρούσαν με περιοχές που βρισκόταν τόσο μέσα στην επαρχία Θράκης όσο και απομακρυσμένες. Το παράδειγμα των δύο Θασίων εμπόρων αδερφών, του Διονυσόδωρου και Εστιαίου, που ανήγειραν μνημεία στο νησί της καταγωγής τους, πλουτίζοντας από το εμπόριο με τη Σαμοθράκη, την Άσσο της Τρωάδας, τη Λάμψακο και τη Ρόδο, είναι από τα πιο ενδεικτικά. Την ανάπτυξη του εμπορίου και των συναλλαγών αποδεικνύει η κοπή και η κυκλοφορία των νομισμάτων. Τα ελληνικά νομίσματα της Τοπείρου, της Μαρώνειας και της Τραϊανούπολης κυκλοφορούσαν πολύ. Η Αυγούστα Τραϊανή έκοβε νομίσματα από την εποχή της βασιλείας του Μάρκου Αυρήλιου ως και του Γαλλιηνού, τα οποία κυκλοφορούσαν σε ολόκληρη τη Θράκη και την Κάτω Μοισία έως τα μέσα του 3ου αιώνα, δηλαδή τα χρόνια της γοτθικής επιδρομής. Η Αδριανούπολη εξάλλου έκοβε νομίσματα έως τη βασιλεία του Γορδιανού.
Η ΘΡΑΚΙΚΗ ΥΠΑΙΘΡΟΣ
Η θρακική κώμη αποτέλεσε τον πυρήνα του οικονομικού και κοινωνικού βίου του αγροτικού πληθυσμού. Ένας μεγάλος αριθμός κωμών είναι γνωστός από τις επιγραφικές κυρίως μαρτυρίες και ιδιαίτερα κατά τους 2ο και 3ο αιώνα μ.Χ. Τα ονόματα δεκαπέντε κωμών της περιοχής της Φιλιππούπολης αναγράφονται σε επιγραφή του έτους 227 μ.Χ. Οι κώμες ήταν ελεύθερες αγροτικές κοινότητες και οι κάτοικοι της κώμης Σκαπτοπάρας, της περιοχής της Παυταλίας, αυτοαποκαλούνται “οικοδεσπόται”, χρησιμοποιώντας παράλληλα τα ρήματα “οικούμεν” και “κεκτήμεθα”.
Αν στο βόρειο τμήμα μεταξύ Δουνάβεως και Αίμου, ο αγροτικός πληθυσμός υπέστη τις συνέπειες της ρωμαϊκής κατάκτησης, όπου οι ρωμαϊκοί στρατιωτικοί σχηματισμοί και τα στρατόπεδα στέρησαν τον εγχώριο πληθυσμό από μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, λιβάδια, δάση και βοσκοτόπια, αντίθετα στη Θράκη μεγάλες εκτάσεις αφέθηκαν στον πληθυσμό για καλλιέργεια, κυρίως στις ορεινές περιοχές. Οι αυτοκρατορικές κτήσεις στην περιοχή της Θράκης εξάλλου δεν ήταν ούτε πολλές ούτε εκτεταμένες και η χώρα παρέμεινε στους μικρούς ιδιοκτήτες, που πλήρωναν φόρους σε είδος. Παράλληλα, καθώς οι πόλεις απορρόφησαν μεγάλες πεδινές εκτάσεις και τις περιέλαβαν στη “χώρα” τους οι καλλιεργητές ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν φόρους και στις πόλεις.
Αγροτικοί σταθμοί και αγροτικές εγκαταστάσεις αναπτύχθηκαν κατά μήκος των στρατιωτικών και εμπορικών οδών τελούνταν πανηγύρεις και εγκαταστάθηκαν περιοδικές ή μόνιμες αγορές, τα λεγόμενα “εμπόρια”. Η ίδρυση των “εμπορίων” υπαγορεύτηκε από την ανάγκη των Ρωμαίων να διεισδύσουν στο εσωτερικό, το οποίο ήταν φτωχό σε αστικούς οικισμούς. Από τα πιο γνωστά “εμπόρια” υπήρξε αυτό της Πίζου, που αναφέρεται σε ελληνική επιγραφή του έτους 202 μ.Χ. ιδρύθηκε από τον Σεπτήμιο Σεβήρο και ήταν προφανώς το αποτέλεσμα μιας γενικότερης πολιτικής οργάνωσης, η οποία απέβλεπε στη μεταφορά και συγκέντρωση των κατοίκων των γύρω κωμών σε συγκεκριμένο επίκαιρο σημείο στο “εμπόριο” της Πίζου συγκεντρώθηκαν οι κάτοικοι εννέα κωμών και ισάριθμοι “ύπατοι οικήτορες”. Οι κάτοικοι που υποχρεώθηκαν να μετοικήσουν αποκαλούνται στο επιγραφικό κείμενο “ευδοκιμούντες” και όσοι προσήλθαν με τη θέλησή τους “εθελονταί”. Το ίδιο κείμενο αναφέρεται στην τοπική διοίκηση, στους ειδικούς προνομιακούς όρους της ίδρυσης, καθώς και στις σχέσεις του “εμπορίου” της Πίζου με τις αρχές της Τραϊανής Αυγούστας.
Η θρακική ύπαιθρος χώρα βρίσκεται σε ακμή κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, όπως αποδεικνύεται από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Πλούσιες αγροικίες (villae) ανακαλύφθηκαν στην περιοχή των Μετρών (Tσατάλτζας), στα νοτιοδυτικά της Τραϊανής Αυγούστας και κοντά στην Αδριανούπολη. Επιτάφια μνημεία, τύμβοι πλουσίων αγροτών και διακοσμημένες άμαξες αποκαλύπτουν τον αγροτικό πλούτο. Το θρακικό έδαφος παρήγαγε άφθονα δημητριακά, όπως τονίζει και ο ανώνυμος συντάκτης του κειμένου των μέσων του 4ου αιώνα, που είναι γνωστό με τον τίτλο Descriptio Totius Mundi et Gentium. Εκτός από τη γεωργία, η κτηνοτροφία και ο ποιμενικός βίος χαρακτηρίζουν την παραγωγή και τις ασχολίες των κατοίκων της θρακικής υπαίθρου. Επιγραφικά κείμενα με αφιερώσεις των γεωργών και ποιμένων στους θεούς, προσφέρουν στο σημερινό μελετητή μια άμεση γνώση αυτής της όψης της ζωής των Θρακών. Αφιερωματική επιγραφή που προσάγει ευχή στον Δία Εναύλιο “υπέρ των θρεμμάτων”, άλλη στον “Ήρωα Αρχαγέτα” από γεωργό κοντά στη Σηλύβρια που εύχεται “υπέρ εαυτού και των κτηνέων” και άλλη από ποιμένα της περιοχής της Κομοτηνής, που αφιερώνει μια στήλη στον “Δία Παισουληνό υπέρ εαυτού και θρεμμάτων ιδίων”, είναι ενδεικτικές. Παράλληλα η πλούσια σε δάση και θηράματα θρακική γή έστρεφε τους κατοίκους στο κυνήγι. Στη Φιλιππούπολη μάλιστα οι κυνηγοί είχαν οργανωθεί σε κοινό.
Από τις φυσικές παραγωγικές πηγές ο ορυκτός πλούτος αποτελούσε σημαντικό οικονομικό παράγοντα τα μεταλλεύματα χρυσού, αργύρου, χαλκού και σιδήρου εξορύσσονταν στα ορεινά της Νικόπολης “Προς Νέστον” και στις πλαγιές των ορεινών όγκων της Παυταλίας. Από τις πηγές γνωρίζουμε ότι τα πλούσια μεταλλεύματα σιδήρου επέτρεψαν την εγκατάσταση εργαστηρίων όπλων στην Αδριανούπολη, που αποκαλούνταν fabricae. Το αλάτι, σημαντικός παράγων για το εμπόριο, συγκεντρωνόταν στις αλυκές, ανάμεσα στις οποίες γνωστές ήταν της Αίνου και της Απολλωνίας.
ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ, ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ
Με την ίδρυση των αποικιών και την αρχαιότατη εγκατάσταση των Ελλήνων στα παράλια του Αιγαίου, της Προποντίδας και του Ευξείνου Πόντου αρχίζει η πολιτική επιρροή και η διείσδυση του ελληνικού στοιχείου στη Θράκη, η οποία όμως θα εισχωρήσει στην ενδοχώρα από την εποχή της μακεδονικής κατάκτησης. Με τον μακεδονικό αποικισμό η περιοχή που επεκτεινόταν νοτίως του Αίμου τέθηκε υπό τον ελληνικό έλεγχο, ενώ στα ορεινά κατέφυγε ένα μέρος του θρακικού πληθυσμού. Οι Θράκες περικυκλωμένοι από νότο, ανατολή και δύση εγκατέλειψαν τα πεδινά και τα παράλια και αποσύρθηκαν στα ορεινά και πιο δυσπρόσιτα σημεία της χώρας. Στη διείσδυση και διάδοση του ελληνισμού στη Θράκη σημαντικό ρόλο θα παίξουν η οργάνωση του οδικού δικτύου και η αστικοποίηση της χώρας. Όπως ήδη αναφέρθηκε, το φαινόμενο της αστικοποίησης έγινε ιδιαίτερα έντονο με τα μέτρα που πήραν οι αυτοκράτορες Τραϊανός και Αδριανός. Η ανάπτυξη της αστικής ζωής ευνοήθηκε και από την εγκατάσταση πολλών κατοίκων, που προέρχονταν από τις ανατολικές επαρχίες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και κυρίως από τη Βιθυνία και τον Πόντο αλλά και τη Συρία και Β. Αφρική. Οι έποικοι αυτοί εγκαταστάθηκαν άλλοι ως απόμαχοι των ρωμαϊκών λεγεώνων και άλλοι ως έμποροι, επαγγελματίες και γαιοκτήμονες στη Θράκη και στην Κάτω Μοισία και συνετέλεσαν στην επέκταση του ελληνισμού. Τον ελληνικό και εξελληνισμένο αυτό πληθυσμό των αστικών κέντρων γνωρίζουμε από τις επιγραφικές μαρτυρίες που προέρχονται από τα ανατολικά θρακικά παράλια και ιδιαίτερα από την Αγχίαλο, την Αγαθόπολη, τη Μεσημβρία, την Οδησσό, την Τόμιν, την Κάλλατιν. Ανάλογες εγκαταστάσεις επισημαίνονται και σε πόλεις των κοιλάδων του Έβρου, του Στρυμόνα και του Δούναβη.
Αντίθετα από τον ελληνικό πληθυσμό που παρουσίαζε αύξηση, ο θρακικός υφίστατο διαρκή μείωση, που οφειλόταν σε πολλούς λόγους, κυρίως όμως, κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, στις επαναλαμβανόμενες στρατολογίες και στο δουλεμπόριο. Ένας μεγάλος αριθμός Θρακών είχαν εγκαταλείψει την πατρίδα τους και είχαν εγκατασταθεί στην Ιταλία ως επί το πλείστον, αλλά και σε άλλες επαρχίες του Δυτικού ρωμαϊκού κράτους, ως στρατιωτικοί απόμαχοι, ως δούλοι ή ως απελεύθεροι. Από τη σχετική έρευνα προκύπτει ότι οι περισσότεροι Θράκες της διασποράς προέρχονταν από ορεινές κυρίως περιοχές.
Οι Ρωμαίοι δεν ακολούθησαν στη Θράκη πρόγραμμα εκτεταμένου αποικισμού και όπως αναφέρθηκε ήδη, ιδρύθηκαν μόνο δύο αποικίες και ένα municipium στα Κοίλα-Φλαβιούπολη. Με τον τρόπο αυτό δεν δημιουργήθηκαν μεγάλες εστίες εκρωμαϊσμού. Αντίθετα, στην παραδουνάβια περιοχή το ρωμαϊκό και εκρωμαϊσμένο στοιχείο ήταν ισχυρό. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση η ντόπια αριστοκρατία του θρακικού πληθυσμού στις τάξεις του ρωμαϊκού στρατού, αυξήθηκε ο αριθμός των Ρωμαίων πολιτών θρακικής καταγωγής.
Απ’ όσα αναφέρθηκαν, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι επί ρωμαιοκρατίας στη Θράκη εκτός από τον παλαιό θρακικό πληθυσμό ζούσαν Έλληνες , Ρωμαίοι, εξελληνισμένοι και εκρωμαϊσμένοι Θράκες, καθώς και εκρωμαϊσμένοι Έλληνες, ενώ οι επήλυδες από άλλες περιοχές ενδυνάμωναν τον ελληνικό χαρακτήρα των θρακικών πόλεων.
Η σύσταση του πληθυσμού και η αλληλεπίδραση των λαών που κατοικούσαν στη Θράκη ανιχνεύεται και από τα κατάλοιπα των λατρευτικών συνηθειών. Η έρευνα για τη θρησκεία κατά τη ρωμαιοκρατία έδειξε ότι τότε στη Θράκη λατρευόταν οι θεοί των Ελλήνων των κλασικών χρόνων, αλλά και οι παλαιοί θεοί των Θρακών, καθώς και οι ασιατικοί και αιγυπτιακοί θεοί.
Είναι γνωστό ότι οι Ρωμαίοι δεν ήταν αντίθετοι στη δημόσια λατρεία των χωρών που κατακτούσαν. Παράλληλα όμως με τις λατρείες των λαών που έβρισκαν, διέδωσαν και επέβαλαν από νωρίς τη λατρεία της Ρώμης και του αυτοκράτορος. Από τον 2ο αι. π.Χ. ήδη, γνωρίζουμε ότι στην Αίνο, στα Άβδηρα και στη Μαρώνεια λάτρευαν τη Ρώμη. Το ιερατείο αποτελούσαν τα μέλη της επιτόπιας αριστοκρατίας και οι Ρωμαίοι βασίζονταν στην τάξη αυτή για να ασκήσουν την επιρροή τους στους κατακτημένους πληθυσμούς. Οι πόλεις ανελάμβαναν την ανέγερση ναού προς τιμήν του αυτοκράτορος, του λεγόμενου Σεβαστείου, τη συντήρηση και τη διοργάνωση αγώνων και για το λόγο αυτό λάμβαναν τον τίτλο της «νεωκόρου». Η Φιλιππούπολη και η Πέρινθος πήραν αυτόν τον τίτλο και μάλιστα η τελευταία αποκλήθηκε «δις νεωκόρος», γιατί ανήγειρε δυο ναούς προς τιμήν δυο αυτοκρατόρων. Ο ρόλος των αρχιερέων συνίστατο στην εισήγηση για την ανέγερση δημοσίων ιδρυμάτων, στην απόδοση τιμών στον αυτοκράτορα και σε μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, καθώς και στη διοργάνωση αγώνων μονομάχων και «κυνηγίων». Φρόντιζαν επίσης να διοργανώνουν παραστάσεις στο θέατρο της πόλης, που διαρρυθμιζόταν ειδικά για τις νέες μορφές ψυχαγωγίας. Γνωστός από επιγραφική μαρτυρία είναι ο τίτλος του «αρχιερέως δι’ όπλων», που αναφερόταν στον οργανωτή αγώνων μονομάχων.
Η ακμή και διάδοση της λατρείας των θεών του ελληνικού πανθέου στη Θράκη είναι γνωστή. Η τέλεση της λατρείας δεν διέφερε από την αντίστοιχη λατρεία στις άλλες ελληνικές περιοχές και συνοδευόταν από ευχές, σπονδές, θυσίες, αναθήματα, τελετές και αγώνες. Οι Ρωμαίοι δεν εμπόδισαν, όπως προαναφέρθηκε, τους πληθυσμούς να λατρεύουν τους θεούς τους. Αντίθετα, κατά τα χρόνια αυτά και μάλιστα τα χρόνια της ρωμαϊκής ειρήνης, παρατηρείται σημαντική αύξηση των ιερών και των αναθημάτων, που είχαν κατασκευαστεί σύμφωνα με τα παλαιά ελληνικά πρότυπα. Είναι γνωστός ο σεβασμός που εκδήλωναν οι Ρωμαίοι προς τα μυστήρια της Σαμοθράκης. Η φήμη και η δημοτικότητα του ιερού των Καβείρων αυξήθηκε κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους, το νησί κηρύχθηκε ιερό και το τέμενος των Μεγάλων Θρακών άσυλο. Από τον 1ο αι. π.Χ. Ρωμαίοι αξιωματούχοι, στρατιωτικοί, έμποροι, έρχονταν και μυούνταν στα μυστήρια των Καβείρων.
Οι ελληνικές λατρείες διαδόθηκαν ευρύτατα ανάμεσα στους ντόπιους πληθυσμούς και οι ελληνικοί θεοί πήραν θρακικά επίθετα, που άλλα δήλωναν ιδιότητα και άλλα είναι τοπωνυμικά. Μεγάλος επίσης είναι ο αριθμός των Θρακικών λατρευτών, όπως φαίνεται από τις αναθηματικές επιγραφές που αφιέρωναν σε ελληνικές θεότητες, καθώς και από τα θεοφόρα ελληνικά τους ονόματα.
Η λατρεία του Διός και της Ήρας είχε τη μεγαλύτερη διάδοση και ιδιαίτερα στην άνω κοιλάδα του Στρυμόνα. Στην Παυταλία τελούνταν γυμνικού και ιππικοί αγώνες και εκεί βρισκόταν το ιερό του Ζβελσθούδρου Διός, που αντιστοιχεί με τον ελληνικό Δία «κεραύνιο» ή «αετοφόρο» και ενσάρκωνε πιθανώς και χθόνιες ιδιότητες. Στην αγροτική περιοχή της Παυταλίας διαπιστώνεται επίσης η μεγάλη διάδοση της λατρείας του Διός και της Ήρας σε διάφορες κώμες, άλλοτε χωριστά και άλλοτε από κοινού. Ιερό του Διός υψίστου μαρτυρείται στη Σερδική από την ανεύρεση εκεί βωμών με αναθηματικές επιγραφές και είναι γνωστό ότι στη λατρεία του Διός Υψίστου συνδυάζεται η υπόσταση του Έλληνα Δία με εκείνη του θρακικού θεού, του Μεγάλου Θεού των Θρακών. Ο Ζευς και η Ήρα λατρεύονταν επίσης στην άνω και μέση κοιλάδα του Έβρου, ιδιαίτερα μάλιστα στην περιοχή της Φιλιππούπολης, όπως διαπιστώνεται από τις αναθηματικές επιγραφές , τα τοπωνυμικά επίθετα και τα ονόματα των λατρευτών. Αλλά και σε άλλες περιοχές της νότιας Θράκης έχει επισημανθεί η λατρεία των δύο μεγάλων θεών. Στην περιοχή της Κομοτηνής βρέθηκαν αναθηματικές επιγραφές που αναφέρονται στη λατρεία του Διός στην κώμη των «Παισουληνών» ενώ η λατρεία των ιδίων θεών στη βόρεια Θράκη. Νομίσματα και επιγραφές από τη Μαρκιανούπολη, αλλά και τοπωνυμικά επίθετα από διάφορες κώμες, καθώς και θεοφόρα ονόματα Θρακών λατρευτών το αποδεικνύουν.
Πολύ μεγάλη διάδοση είχε επίσης η λατρεία του Απόλλωνος. Πολλά τοπωνυμικά επίθετα συνοδεύουν το όνομά του, όπως Βεργουλεινός, Αυταρκεινός, Ζηρίνθιος, Δορταζηνός, που δείχνουν ότι ο θεός λατρευόταν και από τον αγροτικό πληθυσμό. Στις μεγάλες πόλεις, όπως στη Φιλιππούπολη, τελούνταν προς τιμήν του γυμνικοί αγώνες, τα λεγόμενα Πύθια και Κενδρείσια και πολύστηλος ναός παριστάνεται στα νομίσματα της πόλης. Πολλές επίσης μαρτυρίες υπάρχουν για τη λατρεία του Απόλλωνος στην Αυγούστα Τραϊανή, στην αγροτική περιοχή της Αδριανούπολης, όπως δείχνουν οι αναθηματικές επιγραφές από την αρχαία κώμη Δωδόπαρον. Αλλά και στις πόλεις Απολλωνία, Μαρώνεια, Πέρινθο και Αίνο γνωρίζουμε ότι τελούνταν τα Πύθια προς τιμήν του.
Στη θρακική ενδοχώρα λατρευόταν ιδιαίτερα ο Ασκληπιός, συχνα μαζί με τους θεούς-βοηθούς του, την Υγίεια και τον Τελσφόρο, λατρεία που διαδόθηκε από τις παράλιες ελληνικές αποικίες. Μεγάλη φήμη είχαν τα Ασκληπεία της Παυταλίας, της Τραϊανής Αυγούστας, της Σερδικής, του Βυζαντίου και κυρίως το αγροτικό Ασκληπείο του Μπατκούν. Το τελευταίο αυτό, που υπάγονταν στην επικράτεια της Φιλιππούπολης, ήταν κέντρο λατρείας του Ασκληπιού Ζυμυδρηνού και σ’ αυτό βρέθηκε ένας πολύ μεγάλος αριθμός αναθηματικών επιγραφών, που ανήκαν σε Θράκες ημιεξελληνισμένους. Η Άρτεμις, θεά του κυνηγιού, λατρευόταν επίσης και με την ιδιότητα αυτή παριστάνεται στα νομίσματα της Δεβελτού, της Τραϊανής Αυγούστας, της Φιλιππούπολης, της Αδριανούπολης, αλλά και σε πολλά ανάγλυφα. Με την Άρτεμη ταυτίστηκε η θρακική θεότητα Βένδις που λατρευόταν στα βάθη των σπηλαίων, μεταξύ των οποίων διάσημο ήταν το Ζηρίνθιο σπήλαιο της Σαμοθράκης. Ο Ηρακλής και ο Άρης λατρεύονταν σε διάφορες περιοχές της Θράκης και κολοσσιαίος ανδριάντας του Ηρακλέους είχε στηθεί στη Φιλιππούπολη, ενώ προς τιμήν του Ερμή, που αποκαλείτο «Αγώνιος», τελούνταν αγώνες στην ίδια πόλη.
Η λατρεία του Διονύσου, η ελληνική προέλευση του οποίου αποδείχθηκε από την αναγραφή του ονόματός του στις πινακίδες της Πύλου, γνώρισε μεγάλη διάδοση στη Θράκη, όπου ταυτίστηκε με τον φρυγικό θεό Σαβάζιο και ο οποίος, στη ρωμαϊκή εποχή με τη σειρά του, ταυτίστηκε με τον Liber Pater. Ορισμένες επιγραφές τον αποκαλούν Βάκχο και σε άλλες φέρει τα επίθετα «Ελευθερεύς» και «Ληναίος». Λατρευόταν κυρίως στα βουνά του Παγγαίου και της Ροδόπης, αλλά και στη μέση και άνω κοιλάδα του Στρυμόνα. Πολλά τοπωνυμικά επίθετα του θεού αποδεικνύουν την ύπαρξη ιερών σε κώμες της αγροτικής περιοχής της Σερδικής. Για τη λατρεία του Διονύσου στα Άβδηρα είχε συσταθεί θρησκευτική οργάνωση στην οποία αποτελούσαν οι «συμμύσται», με επικεφαλείς έναν «αρχιβουκόλο». Σε επιγραφή των αυτοκρατορικών χρόνων αναφέρεται ότι «Γ. Κάσσιος Σέξτος αρχιβουκόλος των Θεώ Διονύσω και τοις συμμύσταις εκ των ιδίων το μάγαρον εποίησε». Ο όρος «μάγαρον» σημαίνει τον τόπο των λειτουργιών της διονυσιακής οργάνωσης των μυστών με αρχηγό τον «αρχιβουκόλο». Για μια άλλη θρησκευτική οργάνωση των Αβδήρων γίνεται λόγος σε δίγλωσση επιγραφή: «Ήρωι Αυλωνείτη θυσιασταί περί ιερέα», ενώ από την παρανέστια περιοχή σώζεται επιτύμβια επιγραφή διονυσιακής οργανώσεως: «τη ιερίη Βακχίου».
Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τη λατρεία των Νυμφών προέρχονται από τα αναθηματικά ανάγλυφα και τα ιερά, καθώς και από τα νομίσματα των πόλεων που τις απεικόνιζαν. Η φήμη του Νυμφαίου της θρακικής κώμης Βουρδάπα, στην περιοχή της Φιλιππούπολης, είναι γνωστή και πολλά Νυμφαία ιδρύθηκαν στην κοιλάδα του Έβρου. Από τις θεότητες του ελληνικού πανθέου λατρευόταν επίσης η Αφροδίτη, η Αθηνά, η Δήμητρα, ο Παν, οι Διόσκουροι, ο Πλούτων. Όπως και στο ελληνικό πάνθεον, οι θεοί αποκαλούνταν «πατρώοι», «επήκοοι», ενώ σε πολλές επιγραφές αναγράφεται η προσωνυμία «Κύριος» και «Κυρία»: «Κυρίω Διί η κωμαρχία ευχήν» ή «Κυρία Ήρα η κωμαρχία ευχήν».
Παράλληλα με τους θεούς του ελληνικού πανθέου εξακολούθησαν να λατρεύονται οι παλαιοί θεοί των Θρακών. Η Βένδις, ο Μήδυζευς, ο Τιλθάλης, ο Δαρζαλάς, ο Τοτόης, ο Ιαμβοδούλης, ο Σουριγέθης αναφέρονται μεταξύ άλλων. Η λατρεία του «Θράκος ιππέως» ή του «Κυρίου ‘Ηρωος» ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους γνωρίζουμε επίσης τη λατρεία του όρους Ροδόπη και των θρακικών ποταμών, κυρίως μάλιστα στις πόλεις που βρισκόταν στην κοιλάδα του Έβρου. Είναι εξάλλου γνωστή η επιγραφή που προέρχεται από την Πλωτινόπολη και φέρει την αφιέρωση: «Κυρίω Έβρω». Κατά τη ρωμαιοκρατία εισχώρησαν επίσης στη Θράκη οι θεοί των Αιγυπτίων και της Ασίας, τους οποίους διέδωσαν τα ρωμαϊκά στρατεύματα και οι έμποροι. Ανάμεσα σ’ αυτούς οι πιο γνωστοί ήταν ο Μίθρας, η Αστάρτη, ο Αρποκρατίων, ο Όσιρις και η Ίσης.
Ο εξελληνισμός και η διείσδυση της ελληνικής γλώσσας που άρχισε από τους πρώτους αποικισμούς, θα γίνει εντατικότερη κατά τους ελληνιστικούς και κυρίως τους ρωμαϊκούς χρόνους. Ολόκληρη η περιοχή προς νότον της οροσειράς του Αίμου ήταν ελληνόφωνη κατά τους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους.
Οι επιγραφές των ρωμαϊκών χρόνων συντάσσονταν στην ελληνική γλώσσα και ο αριθμός ήταν πολύ μεγάλος. Επιγραφές δημόσιες, ιδιωτικές, επιτύμβιες, αναθηματικές, αναμνηστικές, αποτελούν το πιο σημαντικό τεκμήριο της επικράτησης της ελληνικής γλώσσας και παιδείας. Η ελληνική γλώσσα ήταν η γλώσσα της διοίκησης, του εμπορίου και των πολιτιστικών σχέσεων.
Αντίθετα, λίγες είναι οι λατινικές επιγραφές σε σχέση με τον τόσο μεγάλο αριθμό των ελληνικών. Η μελέτη κατανομής των ελληνικών και λατινικών επιγραφών έδειξε τη μεγάλη αριθμητική υπεροχή των ελληνικών και συγκεκριμένα διαπιστώθηκε ότι στο σύνολο 8300 επιγραφών τα 3/4 περίπου ήταν ελληνικές. Οι λατινικές επιγραφές είναι επιτύμβιες στρατιωτών, χαράξεις σε μνημεία των ρωμαϊκών λεγεώνων, αφιερώσεις σε αυτοκράτορες ή κείμενα σχετικά με τους αυτοκρατορικούς διοικητές.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι δίγλωσσες επιγραφές, τις οποίες οι Ρωμαίοι, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας και εθνικού γοήτρου, χάρασσαν. Το λατινικό κείμενο, που συνήθως αναφερόταν σε ιστορικά ή τοπικά γεγονότα, αλλά και οι επιτύμβιες επιγραφές επισήμων Ρωμαίων, ακολουθείτο από ελληνική μετάφραση, για να γίνει κατανοητό από τον ελληνόφωνο πληθυσμό προς τον οποίο απευθυνόταν και έχει παρατηρηθεί ότι το ελληνικό κείμενο των δίγλωσσων αυτών επιγραφών ήταν το πληρέστερο. Πενήντα δύο δίγλωσσες επιγραφές ανακαλύφθηκαν στη Θράκη, οι περισσότερες των οποίων προέρχονται από την παραλιακή ζώνη. Ο γλωσσικός εξελληνισμός στη νότια Θράκη κατά τη ρωμαϊκή εποχή είχε ολοκληρωθεί.
Επιλεγμένο απόσπασμα από το:
Άννα Αβραμέα, «Η Θράκη κατά τη Ρωμαϊκή αρχαιότητα», στο: Τριαντάφυλλος Δ. κ.ά. (εκδ.), ΘΡΑΚΗ, έκδοση του Υπουργείου Πολιτισμού και της Γενικής Γραμματείας Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας–Θράκης 22004 (11994), σ. 35-97.
Το έργο τιμήθηκε με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών 1994 κι εκδόθηκε σε τέσσερις γλώσσες (Ελληνικά, Αγγλικά, Γερμανικά, Γαλλικά).