Η ΣΦΑΓΗ ΤΟΥ ΔΙΣΤΟΜΟΥ, ΜΙΑ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

.

(μεταφέρω αυτολεξεί το παρακάτω που μού εστάλη μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου)

 .

Καλό  θα  είναι  κάποιος  από  τους  Γερμανόφωνους  λήπτες  να  το  μεταφράσει  και να  το  στείλει  τόσο  στο  ΦΟΚΟΥΣ (FOCUS),  όσο  και  στο  ΣΠΙΓΚΕΛ (SPIEGEL).

Επίσης  πρέπει  να  γνωρίζουμε  ότι  καταδικαστική  απόφαση των Ελληνικών δικαστηρίων  για  αποζημιώσεις  από  το Γερμανικό  κράτος δεν  εκτελέστηκαν  κατά  τής  περιουσίας  τού Γερμανικού  κράτους  στην Ελλάδα,  γιατί  δεν δόθηκε  σχετική άδεια  από  τον (Έλληνα)  υπουργό εξωτερικών !!!!

     Μαρτυρική πόλη Διστόμου Βοιωτίας

Ο επικεφαλής τού Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα, Σουηδός Στούρε Λιννέρ, στο βιβλίο του «Η Οδύσσειά μου» γράφει για το Δίστομο:

«Παντρευτήκαμε με την Κλειώ στις 14 Ιουνίου 1944. Ο υπεύθυνος τής ελληνικής επιτροπής, Έμιλ Σάντστρομ, παρέθεσε γαμήλιο γεύμα προς τιμήν μας. Αργά το βράδυ με πλησίασε και με απομάκρυνε από τα γέλια και τις φωνές, προς μιά γωνιά όπου θα μπορούσαμε να μιλήσουμε οι δυό μας. Μού έδειξε ένα τηλεγράφημα που μόλις είχε λάβει: οι Γερμανοί έσφαζαν για τρείς ημέρες τον πληθυσμό τού Διστόμου, στην περιοχή των Δελφών, και στη συνέχεια πυρπόλησαν το χωριό. Πιθανοί επιζώντες είχαν ανάγκη άμεσης βοήθειας. Το Δίστομο ήταν μέσα στα όρια τής περιοχής την οποία, την εποχή εκείνη, ήμουν αρμόδιος να τροφοδοτώ με τρόφιμα και φάρμακα. Έδωσα με τη σειρά μου το τηλεγράφημα στην Κλειώ να το διαβάσει, εκείνη έγνεψε κι έτσι αποχωρήσαμε διακριτικά από τη χαρούμενη γιορτή.

Περίπου μία ώρα αργότερα ήμασταν καθ’ οδόν μέσα στη νύχτα. Απαιτήθηκε ανυπόφορα μεγάλο χρονικό διάστημα έως ότου διασχίσουμε τους χαλασμένους δρόμους και τα πολλά μπλόκα γιά να φτάσουμε, χαράματα πιά, στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στο Δίστομο. Από τις άκρες τού δρόμου ανασηκώνονταν γύπες από χαμηλό ύψος, αργά και απρόθυμα, όταν μάς άκουγαν που πλησιάζαμε.

Σε κάθε δέντρο, κατά μήκος τού δρόμου και γιά εκατοντάδες μέτρα, κρεμόντουσαν ανθρώπινα σώματα, σταθεροποιημένα με ξιφολόγχες, κάποια εκ των οποίων ήταν ακόμη ζωντανά.

Ήταν οι κάτοικοι τού χωριού που τιμωρήθηκαν με αυτό τον τρόπο: θεωρήθηκαν ύποπτοι για παροχή βοήθειας στους αντάρτες τής περιοχής, οι οποίοι επιτέθηκαν σε δύναμη των Ες-Ες.

Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη. Μέσα στο χωριό σιγόκαιγε ακόμη φωτιά στα αποκαΐδια των σπιτιών. Στο χώμα κείτονταν διασκορπισμένοι εκατοντάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, από υπερήλικες έως νεογέννητα. Σε πολλές γυναίκες είχαν σχίσει τη μήτρα με την ξιφολόγχη και αφαιρέσει τα στήθη, άλλες κείτονταν στραγγαλισμένες, με τα εντόσθια τυλιγμένα γύρω από το λαιμό.

Φαινόταν σαν να μην είχε επιζήσει κανείς.

Μα να! Ένας παππούς στην άκρη τού χωριού! Από θαύμα είχε καταφέρει να γλιτώσει τη σφαγή. Ήταν σ ο κ α ρ ι σ μ έ ν ο ς από τον τρόμο, με άδειο βλέμμα, τα λόγια του πλέον μη κατανοητά. Κατεβήκαμε στη μέση τής συμφοράς και φωνάζαμε στα ελληνικά: «Ερυθρός Σταυρός! Ερυθρός Σταυρός! Ήρθαμε να βοηθήσουμε».

Από μακριά μάς πλησίασε διστακτικά μία γυναίκα. Μάς αφηγήθηκε ότι ένας μικρός αριθμός χωρικών πρόλαβε να διαφύγει προτού ξεκινήσει η επίθεση. Μαζί με εκείνη αρχίσαμε να τους ψάχνουμε. Αφού ξεκινήσαμε οι τρείς μας, διαπιστώσαμε ότι (η γυναίκα) είχε πυροβοληθεί στο χέρι. Τη χειρουργήσαμε αμέσως με χειρουργό την Κλειώ. Ήταν το ταξίδι τού μέλιτός μας. 

Λίγο καιρό αργότερα η επαφή μας με το Δίστομο θ’ αποκτούσε και έναν αξιοσημείωτο επίλογο. Όταν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, δεν πήγαν και τόσο καλά τα πράγματα, αφού μια γερμανική μονάδα κατάφερε να περικυκλωθεί από αντάρτες ακριβώς στην περιοχή του Διστόμου. Σκέφτηκα ότι αυτό ίσως θεωρηθεί από τους Έλληνες ως ευκαιρία για αιματηρή εκδίκηση, πόσο μάλλον που η περιοχή εδώ και καιρό είχε αποκοπεί από κάθε παροχή βοήθειας σε τρόφιμα. Ετοίμασα λοιπόν φορτηγά με τα αναγκαία τρόφιμα, έστειλα μήνυμα στο Δίστομο για την άφιξή μας και έτσι βρεθήκαμε στο δρόμο για εκεί, γιά άλλη μία φορά, η Κλειώ και εγώ.

Όταν φτάσαμε στα όρια τού χωριού, μάς συνάντησε μία επιτροπή, με τον παπά στη μέση. Έναν παλαιών αρχών πατριάρχη, με μακριά, κυματιστή, λευκή γενειάδα. Δίπλα του στεκόταν ο αρχηγός των ανταρτών, με πλήρη εξάρτιση. Ο παπάς πήρε το λόγο και μάς ευχαρίστησε εκ μέρους όλων που ήρθαμε με τρόφιμα. Μετά πρόσθεσε: «Εδώ είμαστε όλοι πεινασμένοι, τόσο εμείς οι ίδιοι, όσο και οι Γερμανοί αιχμάλωτοι. Τώρα, εάν εμείς λιμοκτονούμε, είμαστε τουλάχιστον στον τόπο μας. Οι Γερμανοί δεν έχουν χάσει μόνο τον πόλεμο, είναι επιπλέον και μακριά από την πατρίδα τους. Δώστε τους το φαγητό που έχετε μαζί σας, έχουν μακρύ δρόμο μπροστά τους». Σ’ αυτή του τη φράση γύρισε η Κλειώ το βλέμμα της και με κοίταξε. Υποψιαζόμουν τι ήθελε να μου πει με αυτό το βλέμμα, αλλά δεν έβλεπα πλέον καθαρά. Απλά στεκόμουν κι έκλαιγα».

Από το βιβλίο “Η Μαύρη Βίβλος της Αντίστασης”

——————————————————————

Σημ. αποστολέως: Είχε προηγηθεί μάχη στην ευρύτερη περιοχή ανάμεσα στους αντάρτες και τους Γερμανούς, στη διάρκεια τής οποίας οι Γερμανοί έχασαν 6 στρατιώτες. Απέδωσαν την εναντίον τους επίθεση σε ειδοποίηση των κατοίκων τού Διστόμου και επιστρέφοντας με πρωτοφανή θηριωδία έκαψαν την κωμόπολη, εκτέλεσαν 218 κατοίκους, από τους οποίους 20 βρέφη και 45 παιδιά και έφηβοι.

Η σφαγή τού Διστόμου προκάλεσε παγκόσμια αίσθηση που ανάγκασε τη Γερμανική Διοίκηση στην Ελλάδα να ψελλίσει δικαιολογίες τού τύπου ότι δήθεν «οι Έλληνες έφταιγαν διότι δεν συμμορφώθηκαν στις στρατιωτικές διαταγές». 

Μετά τη λήξη τού πολέμου εντοπίστηκε ο υπεύθυνος τής καταστροφής Χανς Ζάμπελ στο Παρίσι, οι γαλλικές αρχές τον παρέδωσαν στις ελληνικές, προφυλακίστηκε, όμως τον ζήτησαν οι αρχές τής Δυτικής Γερμανίας για παράλληλη ανάκριση και δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα.

Πηγή: Το έλαβα ως ηλεκτρονικό μήνυμα, μέσω τρίτου, από τον κύριο Δημήτριο Καραπιστόλη.

Αφήστε μια απάντηση