Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΚΩΝ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝ ΧΑΨΑ

10-6-1821

Στις αρχές Ιουνίου του 1821 ο Μεχμέτ Μπαϊράμ πασάς ξεκίνησε από την Δράμα για να κινηθεί προς την νότια Ελλάδα και να χτυπήσει τους επαναστάτες. Όμως έπρεπε πριν κατέβει προς την Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο, να καταστείλει την επανάσταση τής Χαλκιδικής, γιατί διαφορετικά υπήρχε κίνδυνος να πέσει η Θεσσαλονίκη στα χέρια των επαναστατημένων Χαλκιδικιωτών. Τα πεζοπόρα τμήματα που είχε συγκεντρώσει, ήταν πάνω από 30.000 και είχε και 5.000 ιππικό.

Ο Εμμανουήλ Παπάς πληροφορήθηκε μαζί με τον Κασσανδρινό οπλαρχηγό Στάμο Χάψα και τους υπαρχηγούς Δουμπιώτη και Βασιλικό, ότι πλησιάζουν μεγάλα τμήματα τουρκικού στρατού από την Ανατολική Μακεδονία. Είχε συγκεντρώσει μαζί με κάποιους πατριώτες καλογήρους τού Όρους Άθω γύρω στις 4.000 άνδρες. Οι επαναστατημένοι Χαλκιδικιώτες κινήθηκαν από το Όρος προς την Κομίτσα (το χωριό αυτό καταστράφηκε μετά από τους τούρκους) και Ιερισσό τα οποία και απελευθέρωσαν. Αφού απελευθερώθηκε η Κομίτσα και η Ιερισσός μοίρασαν το στράτευμα στα δύο, από 2.000 άνδρες το καθένα.

Στο ένα τμήμα που συγκροτήθηκε έμεινε επικεφαλής ο ίδιος ο Εμμανουήλ Παπάς και κινήθηκε προς τα στενά τής Ρεντίνας (Μακεδονικά Τέμπη) για να προλάβει τον τουρκικό στρατό πριν περάσει από εκεί. Όμως ο τουρκικός στρατός είχε περάσει και οι πολεμιστές τού Εμμανουήλ Παπά τους πρόλαβαν στην Νέα Απολλωνία (Εγρί Μπουτζάκ). Επειδή υπήρχε η πεδιάδα και ήταν ανοιχτό μέρος και ήταν υπεράριθμος ο τουρκικός στρατός, μετά από γενναία μάχη οι επαναστάτες άρχισαν να υποχωρούν προς το εσωτερικό τής Χαλκιδικής, ενώ ο Μπαϊράμ πασάς με τα στρατεύματα του προχώρησε προς την Θεσσαλονίκη χωρίς να τους καταδιώξει.

Το δεύτερο τμήμα των 2.000 ανδρών με επικεφαλής τον Καπετάν Χάψα (το πραγματικό του επώνυμο ήταν Κάψας αλλά ονομάστηκε Χάψας από τον λαό γιατί “έχαφτε” τους τούρκους, κάτι σαν τον Νικηταρά τον Τουρκοφάγο δηλαδή), κινήθηκε από την Ιερισσό μέσω των χωριών τής Βορείου Χαλκιδικής και μπήκε απελευθερωτής στη Γαλάτιστα όπου και στρατοπέδευσε.

Η μάχη στα Βασιλικά και ο θάνατος τού Χάψα

Ο Καπετάν Χάψας συνέχισε την πορεία του προς την Θεσσαλονίκη, οι άνδρες του ήταν γεμάτοι ενθουσιασμό και αποφασιστικότητα. Τα τούρκικα αποσπάσματα που τους αντιμετώπισαν δεν μπόρεσαν να τους αναχαιτίσουν, υποχωρούσαν γρήγορα και έτρεχαν να κρυφτούν προς την Θεσσαλονίκη. Ο Αυστριακός πρόξενος στην πόλη, που παρακολουθούσε από κοντά τα γεγονότα, σε αναφορά του προς τον Αυστριακό Καγκελάριο Μέτερνιχ αναφέρει μεταξύ άλλων:

<<Η Ελληνική επανάσταση, που έχει ξεσπάσει κιόλας σε πολλές επαρχίες τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, προκαλεί την γενική κατάπληξη. Σταματούν οι δουλειές και όπου υπάρχουν πολλοί Έλληνες οι εχθροπραξίες είναι ανοιχτές…Κινήσεις ζωηρές γίνονται και στην Θεσσαλονίκη μέρα μεσημέρι, επειδή οι επαναστάτες βρίσκονται μόνο λίγες ώρες μακρυά. Βρίσκονται σε ένα χωριό που ονομάζεται Γαλάτιστα και ξεσηκώνουν παντού τις ψυχές των κατοίκων…

Πολυάριθμα πολεμικά καράβια με ξεχωριστή καινούρια σημαία λυμαίνονται την Θάλασσα, συλλαμβάνουν τουρκικά πλοία, κάνουν νηοψίες στα πλοία των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, που όμως τα σέβονται…Στο μεταξύ εδώ αυξάνονται οι αταξίες. Η αδημονία και ο γενικός φόβος, μήπως οι Έλληνες χτυπήσουν από στεριά και Θάλασσα την πόλη υπάρχει διάχυτος, αν και η κυβέρνηση έχει συλλάβει ως ομήρους τους πιό πλούσιους Έλληνες που ασκούν και την πιο μεγάλη επιρροή>>.

Ο Καπετάν Χάψας με τους άνδρες του στις 8 Ιουνίου τού 1821 έφθασε στη Θέρμη (Σέδες). Εκεί έγινε μάχη με το ιππικό τού Αχμέτ Μπέη των Γιαννιτσών (άλλες πληροφορίες αναφέρουν ότι αυτή η μάχη έγινε κοντά στην Γεωργική Σχολή, πολύ κοντά στην Θεσσαλονίκη). Οι τούρκοι νικήθηκαν και υποχωρούσαν πανικόβλητοι, τότε έκανε την εμφάνισή του ο Μπαϊράμ πασάς στην Θεσσαλονίκη.

Έγινε αμέσως πολεμικό συμβούλιο υπό τον Καπετάν Χάψα και αποφάσισαν να οπισθοχωρήσουν στους πρόποδες τού βουνού Βούζιαρη, όπως είχε προτείνει ο Γεώργιος Κοτζιάς, ένας γέρος προεστός από τα Βασιλικά. Ο Καπετάν Χάψας έδωσε εντολή να φύγουν οι άμαχοι και τα γυναικόπαιδα από τα Βασιλικά και να πάνε στο μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας. Όμως τους πρόλαβε το ιππικό τού Αχμέτ Μπέη και ακολούθησε μεγάλη σφαγή των αμάχων στον κάμπο και στις βουνοπλαγιές τής Αγίας Αναστασίας.

Η εμπροσθοφυλακή τού τουρκικού στρατού τού Μπαϊράμ Πασά, συγκρούστηκε με τους αποφασισμένους άντρες τού Καπετάν Χάψα στους πρόποδες τού βουνού Βούζιαρη, στην τοποθεσία που λέγεται “Τού Τσελέπη η Πέτρα”. Ύστερα από σφοδρή μάχη η εμπροσθοφυλακή αναγκάστηκε να υποχωρήσει και οι επαναστάτες κυνήγησαν τους τούρκους με τα γιαταγάνια. Λίγο αργότερα όμως έφθασε το κύριο σώμα τού στρατού και ο κάμπος κοκκίνισε από τις φορεσιές και τα φέσια των τούρκων. Η μάχη που ακολούθησε ήταν φοβερή, η τελευταία περιγραφή για τον Καπετάν Χάψα είναι ότι όρμησε με το σπαθί στο χέρι και ένα μαχαίρι στα δόντια, στον κύριο όγκο του τουρκικού στρατεύματος. Τον ακολούθησαν οι οπλαρχηγοί από τον Βάβδο: οι Χαλάλης, Τουρλάκης και Καραγιάννης. Έπεσαν όλοι πολεμώντας μέχρι ενός. Ήταν Δευτέρα 10 (κατά άλλους 13) Ιουνίου τού 1821. Οι Έλληνες άφησαν στο πεδίο τής μάχης 63 ή 68 νεκρούς και οι τούρκοι πολύ περισσότερους. Βέβαια υπήρχαν εκατοντάδες νεκροί (δικοί μας από τα γυναικόπαιδα και από άλλους πολεμιστές που είχαν πέσει νωρίτερα στις μάχες) σε ολόκληρη την περιοχή. Η τοποθεσία εκεί λέγεται αλλιώς και Στασιομάνι και βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή τής Μονής τής Αγίας Αναστασίας. Πολλοί πολεμιστές, τα “Παιδιά τού Χάψα” όπως ονομάστηκαν από τον λαό, οπισθοχώρησαν προς τα υψώματα τού Βάβδου και τού Πολυγύρου με σκοπό να συναντήσουν το σώμα τού Εμμανουήλ Παπά και να συνεχίσουν τον αγώνα εναντίον των τούρκων και τού Μπαϊράμ πασά.

Τα γυναικόπαιδα και οι άμαχοι που είχαν διασωθεί στο Μοναστήρι τής Αγίας Αναστασίας, βρισκόταν σε κατάσταση πανικού, οι τούρκοι απλώθηκαν και έζωναν όλο το μοναστήρι. Ο Γέρο Χιμευτός (προεστός τής Κασσανδρείας) καθισμένος σταυροπόδι έξω από το Μοναστήρι έστριβε τσιγάρο, τα μάτια του κοίταζαν τον κάμπο και τις πλαγιές τού βουνού που ήταν γεμάτα από τούρκους, μίλησε ξαφνικά απευθυνόμενος στον Τσολάκη και τον Σκανδήλα που ήταν κοντά του

– Θα πάω τους είπε.

– Πού θα πας γέροντα; τον ρώτησαν.

– Θα πάω στον παλιό μου φίλο Αγκούς αγά να δηλώσω υποταγή και να τον παρακαλέσω να μεσιτεύσει στον Μπαϊράμ πασιά να δώσει αμνηστία.

– Θα έρθουμε μαζί σου,τού είπαν οι άλλοι δύο και ξεκίνησαν και οι τρείς (προφανώς για τα Βασιλικά με λευκή σημαία, αυτές είναι λεπτομέρειες που δεν αναφέρονται στα δημοσιεύματα για την μάχη, κακώς βέβαια).

Ο τουρκαλβανός μόλις τους είδε χαμογέλασε με κακία, ακολούθησε ο εξής διάλογος:

– Χρόνια και ζαμάνια μπρέ

– Άλλαξαν οι καιροί αγά μου.

– Η ανταρσία;

– Ναι, η ανταρσία.

– Και γιατί ήρθες εδώ τι θέλεις να ζητήσεις;

– Ήρθα να δηλώσω υποταγή.

– Εσύ; Το θεριό τής Χαλκιδικής;

– Είμαι γέρος και ανήμπορος, Αγκούς, δεν ήρθα όμως να ζητήσω τίποτα για τον εαυτό μου. Ήρθα για τα γυναικόπαιδα που είναι στο μοναστήρι. Θέλουμε την ειρήνη και θέλουμε ήσυχη ζωή…

– Κάτω από την προστασία τού πολυχρονεμένου μας σουλτάνου μπρέ;

– Ναι, κάτω από την προστασία του.

– Συνέχισε μπρέ.

– Να μεσιτεύσεις, Αγκούς, στον Μπαϊράμ για αμνηστία. Είσαι φίλος μου γι’ αυτό ήρθα σε εσένα.

– Είμαι σκύλος μπρέ και όχι φίλος σου.

Γύρισε τότε ο Αγκούς αγά προς τους άνδρες του και έδωσε διαταγή:

– Πάρτε τους δυο και χαλάστε τους.

Ο Τσολάκης και ο Σκανδήλας σκοτώθηκαν μπροστά στα μάτια του γέροντα.

– Άπιστο ζαγάρι καλύτερα να σφάξεις κι εμένα, φώναξε ο Γέρο Χιμευτός.

– Όχι, όχι, απάντησε ο Αγκούς, Εσύ θα μείνεις ζωντανός, γιατί είσαι φίλος μου και γιατί έτσι προστάζει το δικό μου το αρβανίτικο δίκαιο. (Ουσιαστικά τού έδωσε μια νύχτα διορία να περιμαζέψει τα γυναικόπαιδα και να φύγουν από το μοναστήρι).

Ο Γέρο Χιμευτός ανηφόρισε προς το μοναστήρι τής Αγίας Αναστασίας, μάζεψε τους άμαχους και τα γυναικόπαιδα και μέσα στη νύχτα τους οδήγησε προς την Γαλάτιστα, το Βάβδο, τον Πολύγυρο και τον Άγιο Νικόλαο. Άλλοι από αυτούς πήγαν στην Κασσάνδρα και ορισμένοι γέροντες προς το Όρος.

Την άλλη μέρα το πρωί, οι τούρκοι από το Γαλαρινό έστειλαν μια περίπολο προς το μοναστήρι, γιατί ο Μπαϊράμ πασάς πίστευε πως υπάρχουν επαναστάτες μέσα. Κάποιος καλόγερος όμως ή φύλακας τού μοναστηριού, έριξε μερικούς πυροβολισμούς, σκότωσε 2-3 τούρκους, οι υπόλοιποι οπισθοχώρησαν και τότε ο Μπαϊράμ πασάς διέταξε την κατάληψη, την λεηλασία και την πυρπόληση τής Μονής τής Αγίας Αναστασίας.

Τα στρατεύματα τού Εμμανουήλ Παπά, τα “Παιδιά τού Χάψα”, οι Πολυγυρινοί, οι Κασσανδρινοί και οι πολλοί άλλοι Χαλκιδικιώτες συνέχισαν να πολεμούν. Οι τούρκοι σύντομα πέρασαν τους λόφους τού Βάβδου και προχώρησαν προς τον Πολύγυρο. Όμως έξω από τον Πολύγυρο συνάντησαν σφοδρή αντίσταση, οι επαναστατημένοι Πολυγυρινοί κέρδισαν ακόμη και το θαυμασμό τού νικητή Μπαϊράμ πασά.


Πηγή το ιστολόγιο : http://poluguros.byethost31.com/

Αφήστε μια απάντηση