ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΙ – ΒΟΛΑΝΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ (Η ΕΝΟΠΛΗ ΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΜΟΡΙΧΟΒΟ ΤΟ 1906 -1907)

,

,

Βολάνης Γεώργιος, Λάκκοι Κυδωνίας, Χανιά Κρήτης
.

.Στον Μακεδονικό αγώνα, από τους Λάκκους συμμετείχαν εβδομήντα ένας άντρες. Δεκάξι από αυτούς έμεινα γιά πάντα – τιμημένοι νεκροί – στα χώματα τής Μακεδονίας.

Η ένοπλη δράση τού Βολάνη στο Μορίχοβο, 1906

.

……….Το Σώμα τού Βολάνη αποτελούμενο από είκοσι Κρήτες και ντόπιους μαχητές έδρασε στο Μορίχοβο, αυτή την άγρια, ορεινή έκταση, κατά τόπους δασωμένη, που εκτείνεται γιά σαράντα πέντε περίπου χιλιόμετρα από ένα σημείο κάπου είκοσι χιλιόμετρα στα βορειοανατολικά τού Μοναστηρίου. Σε αυτήν την περιοχή το φθινόπωρο τού 1904, ο Αντώνιος Ζώης από το Μοναστήρι είχε καταφέρει να οργανώσει τους Έλληνες αντάρτες που προέρχονταν κυρίως από τα χωριά Γκρούνιστα, Σταραβίνα, Ζόβικ, Μπουδίμερτσι, Γραδέσνιτσα. Πετάλινο, Μάκοβο, Σουχοντόλ, Παράλοβο, Μπροντ και Σκότσιβιρ.

……….Σε όλη την διάρκεια τού επόμενου έτους, 1905, αρκετά Ελληνικά Σώματα έδρασαν σε αυτή την περιοχή· το αποτέλεσμα ήταν οι Έλληνες να αποκτήσουν μία κάπως επισφαλή κυριαρχία παρά την δραστηριότητα τού Τράϊκο από το Μπρνικ και άλλων κομιτατζήδων αρχηγών.

……….Από τον Αύγουστο όμως τού 1906, μετά από τον χαμό τού Σκαλίδη τον Απρίλιο, τις ακόμη μεγαλύτερες απώλειες τού Σώματος τού Φιωτάκη και την αναχώρηση τού Καραβίτη και τού Σώματός του γιά την περιοχή τής Σέτινα, το μοναδικό Σώμα που δρούσε στην περιοχή ήταν τού Βολάνη.

……….Την δράση τού Σώματος αυτού από τον Αύγουστο τού 1906 κι έπειτα, αφηγείται παραστατικά ένα ντόπιο μέλος του, ο Γ. Χ. Μόδης. Την εποχή εκείνη οι τούρκοι, σε μία από τις λιγότερο ληθαργικές περιόδους τους, κατέβαλλαν σύντονες προσπάθειες να απαλλαγούν από τον Βολάνη. Διατηρούσαν στο Μορίχοβο τουλάχιστον 1.500 άντρες και μπορούσαν να καλέσουν ενισχύσεις από το Μοναστήρι και άλλα κέντρα. Τουρκικά αποσπάσματα είχαν εγκατασταθεί στα μεγαλύτερα χωριά, απ’ όπου διενεργούσαν τακτικές περιπολίες,  συχνά χρησιμοποιώντας σκυλιά γιά να εντοπίσουν το θήραμά τους. Οι δυνάμεις αυτές τίθονταν τακτικά σε συναγερμό και οδηγούνταν από ντόπιους πληροφοριοδότες που ανήκαν στην εξαρχική μερίδα.

……….Πραγματικά, η περιοχή τού Μοριχόβου είχε μετατραπεί σε παγίδα θανάτου γιά τους Έλληνες, και απαιτούνταν ιδιαίτερη επιδεξιότητα γιά να καταφέρει ένα Σώμα να επιβιώσει, πόσο μάλλον γιά να κάνει αισθητή την παρουσία του. Η κατάσταση επιδεινώθηκε τον Αύγουστο τού 1906, όταν κάποιος Λάμπρος που είχε υπηρετήσει καλά την ελληνική υπόθεση, αποσκίρτησε, αφού διαφώνησε με την ελληνική οργάνωση στο Μοναστήρι γιά κάποιο οικονομικό ζήτημα.

……….Γιά ένα διάστημα, μέχρι που Έλληνες πράκτορες τον έβγαλαν από την μέση τον Δεκέμβριο τού 1906, βοηθούσε τους τούρκους. Η αποσκίρτησή του είχε εξαιρετικά σοβαρό αντίκτυπο, καθώς γνώριζε όλα τα ελληνικά κρησφύγετα, τις κρύπτες των όπλων και τους περισσότερους ανθρώπους- κλειδιά τής πατριαρχικής οργάνωσης. Δεν εκπλήσσει, λοιπόν, το γεγονός ότι ο Βολάνης ήταν υποχρεωμένος να μετακινείται συνεχώς. Παρ’ όλα αυτά, κατάφερε, με μεγάλο κίνδυνο δικό του και των αντρών του, να συνεχίσει την δράση του στο Μορίχοβο και να κάνει αισθητή την παρουσία του.

……….Τον Αύγουστο μπήκε στο χωριό Μαναστίρ και συνέλαβε τέσσερις προκρίτους, γνωστούς γιά την συνεργασία τους με τα εξαρχικά σώματα. Μετά από λίγο πήγε στην Μπέσιστα, όπου έπιασε άλλα πέντε άτομα. Από τους εννέα αιχμαλώτους άφησε ελεύθερο μόνο τον ένα, ο οποίος έγινε αργότερα Έλληνας αντάρτης· οι άλλοι δικάστηκαν και εκτελέστηκαν.

……….Μετά απ’ αυτό, ο Βολάνης σκόπευε να επισκεφτεί τα χωριά Ντομπρομίρ και Νεγκοτίν, στον κάμπο τού Μοναστηρίου. Στο Ντομπρομίρ είχαν σκοτωθεί κατά την διάρκεια τού καλοκαιριού πέντε άντρες τής Ελληνικής μερίδας και σκόπευε να τιμωρήσει τους υπεύθυνους.

……….Το χωριό Νεγκοτίν ήταν εξαρχικό προπύργιο και ο Βολάνης ήλπιζε να το καταστρέψει ολοσχερώς. Η ομάδα ξεκίνησε γιά την αποστολή αυτή την νύχτα τής 17/30 Σεπτεμβρίου 1906, διασχίζοντας την δύσβατη ύπαιθρο κάτω από ραγδαία βροχή· όταν όμως την επομένη ο Βολάνης έφτασε σε απόσταση βολής, ανακάλυψε ότι είχε προδοθεί και ότι τον περίμεναν τουρκικά αποσπάσματα. Αποφάσισε, έτσι να πάει στο Γκίλες και να τιμωρήσει τους χωρικούς που συνέργησαν στην προδοσία τού Σκαλίδη. Εκεί, καθώς δεν βρήκε βοήθεια στις έρευνές του, σκότωσε δεκατρία άτομα. Έπειτα πήγε προς την Γκρούνιστα, απ’ όπου όμως εκδιώχθηκε σύντομα από τουρκικές δυνάμεις. Ο επόμενος στόχος του ήταν το Ζίχοβο, κεφαλοχώρι και βάση εξαρχικών σωμάτων που μόλις είχαν αφιχθεί. Στην επίθεσή του αυτή, είχε την συνεργασία δώδεκα ενόπλων από τα κοντινά χωριά. Η επιχείρηση έπρεπε να ολοκληρωθεί με μεγάλη ταχύτητα, γιατί ισχυρή τουρκική δύναμη βρισκόταν στη Βιτολίστα, μόνο τρία τέταρτα τής ώρας μακριά από το Ζίχοβο.

……….Χωρίς μεγάλη δυσκολία ο Βολάνης και οι άντρες του εισέβαλαν στο Ζίχοβο και αιχμαλώτισαν δεκαπέντε προκρίτους. Δέχθηκαν όμως πολυμέτωπη αιφνιδιαστική επίθεση και υποχώρησαν, αφού προηγουμένως πυρπόλησαν πολλά σπίτια, οι φλόγες των οποίων όμως απείλησαν την αποχώρησή τους. Παρ’ όλα αυτά, δεν είχαν απώλειες και σύντομα βρέθηκαν στα δάση, σε ένα ορεινό λημέρι. Εκεί τους κυνήγησαν τις επόμενες μέρες, αλλά κατάφεραν να ξεφύγουν από τους διώκτες τους.

……….Μια μέρα άκουσαν πυροβολισμούς σε μικρή απόσταση· υπέθεσαν σωστά ότι οι τούρκοι επιτίθονταν στον Καραβίτη, ο οποίος είχε επιστρέψει στο Μορίχοβο και ερχόταν να συναντήσει τον Βολάνη στο Μπουδίμερτσι. Έσπευσαν σε βοήθειά του· η μάχη κράτησε πάνω από μία ώρα και ο Καραβίτης έχασε έντεκα άντρες, μεταξύ των οποίων και τους συμπατριώτες τού Μόδη από το Μοναστήρι, τον Ξίφτα και τον Καπηλιάδη. Ο Βολάνης δεν έχασε κανέναν άντρα από την συμπλοκή αυτή. Οι τούρκοι αντίθετα, υπέστησαν βαριές απώλειες και απέσυραν τα περισσότερα αποσπάσματά τους από το Μορίχοβο.

……….Ο Βολάνης βρήκε την ευκαιρία να επισκεφτεί την Μπέσιστα, χωριό το οποίο είχε εκφράσει την επιθυμία του να γίνει πατριαρχικό. Όσο βρισκόταν στην Μπέσιστα, τον επισκέφτηκε στις 24 Οκτωβρίου/6 Νοεμβρίου 1906, μία τριμελής επιτροπή από το χωριό Πόλτσιστα και τού πρόσφερε φιλοξενία. Την ίδια νύχτα μαζί με το σώμα του και με την συνοδεία τής επιτροπής, ξεκίνησε γιά το χωριό· καθώς όμως ετοιμαζόταν να μπει στην Πόλτσιστα, έπεσε σε ενέδρα, από την οποία κατάφερε να διαφύγει με μεγάλη δυσκολία.

……….Περίπου δέκα μέρες αργότερα, στις 5/18 Νοεμβρίου 1906, η ομάδα τού Βολάνη μπήκε και πάλι στην Μπέσιστα, με την πρόθεση να εξαπολύσει από εκεί επίθεση εναντίον των δόλιων χωρικών τής Πόλτσιστα. Γιά καλή τους τύχη όμως, ο Βολάνης και οι άντρες του έμειναν στην Μπέσιστα πίνοντας·  όπως έμαθαν εκ των υστέρων, οι χωρικοί τής Πόλτσιστα είχαν ειδοποιήσει τους τούρκους στρατιώτες τής Βιτόλιστας, οι οποίοι πήραν θέσεις έξω ακριβώς από το χωριό.

……….Το επόμενο πρωί ο Βολάνης και οι άντρες του βρέθηκαν αποκλεισμένοι στην Μπέσιστα. Είχαν χωριστεί σε μικρές ομάδες και είχαν καταλύσει σε πέντε διαφορετικά σπίτια. Οι περισσότεροι κατόρθωσαν να βγουν πολεμώντας και μόνο τρεις πληγώθηκαν ελαφρά. Τρεις όμως από αυτούς που δεν ήταν σε σημείο κατάλληλο γιά έξοδο, τραυματίστηκαν σοβαρά και γύρισαν πίσω. Σώθηκαν από θαύμα. Οι τούρκοι, κάτω από τα πυρά των Ελλήνων που είχαν καταφέρει να διαφύγουν, αφού έψαξαν βιαστικά γιά πλιάτσικο, εγκατέλειψαν την μάχη και αποσύρθηκαν στον καταυλισμό τους.

……….Οι έξι τραυματίες διαμοιράστηκαν στα τρία χωριά Γκραντέσνιτσα, Γκρούνιστα και Ζόβικ, όπου τους έκρυψαν σε κελάρια και τους άφησαν στο έλεος μερικών ντόπιων «Ιπποκρατών». Κατάφεραν όμως και πάλι να επιβιώσουν. Μέχρι τα Χριστούγεννα είχαν όλοι επιστρέψει στα βουνά, οπόταν το Σώμα τού Βολάνη ενώθηκε με το Σώμα τού «Βρόντα» (υπολοχαγός Β. Παπάς) που μόλις είχε φτάσει.

……….Γιόρτασαν την Πρωτοχρονιά τού 1907 όλοι μαζί στην Γκραντέσνιτσα με ομηρικό γλέντι· έψησαν έξι κριάρια και δεκάδες κοτόπουλα και χήνες στην πλατεία τού χωριού, όπου αργότερα έστησαν ξέφρενο χορό. Οι πανηγυρισμοί τους όμως διακόπηκαν πρόωρα από την είδηση ότι οι τούρκοι τής Σταραβίνας βρίσκονταν ήδη στο δρόμο. Καλύφτηκαν μέσα στα σπίτια, αλλά οι τούρκοι, μόλις πενήντα τον αριθμό, αποφάσισαν να μην δοκιμάσουν την τύχη τους και συνέχισαν ήσυχα την πορεία τους. Καθώς όμως ήταν πιθανό να επιστρέψουν με ενισχύσεις, οι Έλληνες προτίμησαν να εγκαταλείψουν το χωριό αναζητώντας την ασφάλεια που παρείχαν οι στάνες στα γύρω βουνά.

……….Στις 5/18 Ιανουαρίου 1907 τα δύο Σώματα, συνολικά εξήντα περίπου άντρες, κατέβηκαν στην Μπέσιστα, την οποία έλπιζαν να χρησιμοποιήσουν ως βάση γιά να επιτεθούν σε ένα άλλο εξαρχικό σώμα που είχε φτάσει πρόσφατα στο Μορίχοβο. Όταν ο Βολάνης και ο Βρόντας έφτασαν στο χωριό, το εξαρχικό σώμα, δίχως εκείνοι να το ξέρουν, είχε ήδη εγκατασταθεί με άνεση σε ομάδα σπιτιών στο κάτω μέρος τού χωριού. Πράγματι, το χωριό αυτό δεχόταν και πρόσφερε φιλοξενία στα σώματα και των δύο πλευρών, ελπίζοντας να εξαγοράσει με αυτόν τον τρόπο την ειρήνη και την ησυχία του. Στην περίπτωση αυτή το εξαρχικό σώμα, αφού πληροφορήθηκε την άφιξη των δύο ελληνικών σωμάτων, αποφάσισε να φύγει και το έκανε μετά τα μεσάνυχτα. Στην αποχώρησή του, έριξε μερικούς πυροβολισμούς, οι οποίοι έφεραν τους τούρκους στο προσκήνιο. Οι δυνάμεις τους έφτασαν τελικά, όπως αναμενόταν, ενώ οι Έλληνες είχαν αποσυρθεί σε κοντινή βραχώδη και οχυρή θέση, που την ονόμαζαν «Πορτ Άρθουρ». Στην συμπλοκή που επακολούθησε οι Έλληνες έχασαν δύο άντρες· τον Βασίλη Εμμ. Τζοτζολάκη, γραμματικό στο Σώμα τού Βολάνη, και τον  Ιωάννη Εμμ. Κανελάκη. Η καταγωγή και των δύο ήταν από τους Λάκκους Χανίων. Οι ίδιοι προκάλεσαν σημαντικές απώλειες στους τούρκους, οι οποίοι κατά την διάρκεια τής ημέρας έφεραν και ενισχύσεις. Η εξαντλητική αυτή μάχη τερματίστηκε από την έλευση τής νύχτας και την πυκνή χιονόπτωση.

……….Τις πρώτες πρωινές ώρες τής επόμενης μέρας τα δύο Σώματα ανέβηκαν στα βουνά ελπίζοντας να βρουν ανάπαυση και καταφύγιο στα μαντριά και τις καλύβες των ποιμένων στα θερινά βοσκοτόπια. Η ανάβαση ήταν επίπονη, σχεδόν αδύνατη, και όταν τελικά έφτασαν, συνάντησαν συνθήκες που δεν επέτρεπαν την παραμονή τους. Αποφάσισαν, λοιπόν, να κινηθούν προς την Καρατζόβα, μία περιοχή με μουσουλμανικά κυρίως χωριά, και ανάμεσά τους μερικές ελληνικές κοινότητες. Η κουραστική πορεία πάνω από τα βουνά ήταν επικίνδυνη· συχνά έχαναν το δρόμο τους, αλλά τελικά έφτασαν στο κρησφύγετο τού τοπικού σώματος τού Ζαρκάδα, παλιού κλέφτη και πρώην κομιτατζή, ο οποίος, όπως ο Κώττας και άλλοι, είχε περάσει με το μέρος των Ελλήνων. Οι καλύβες τού Ζαρκάδα ήταν μικρές· χωρούσαν μόνο δεκαπέντε άντρες· σύντομα, όμως ο Ζαρκάδας και οι άντρες του κατασκεύασαν καινούρια καταλύματα γιά να στεγάσουν τους φιλοξενουμένους τους, οι οποίοι έμειναν εκεί με σχετική άνεση αρκετές εβδομάδες. Οι Έλληνες χωρικοί τού Μπάχοβο τους προμήθευαν τακτικά με τροφή. Αυτοί οι άξιοι άνθρωποι έκαναν γιά τον σκοπό αυτό έξι ώρες νυχτερινή πορεία μέσα σε παχύ και επικίνδυνο χιόνι.

……….Μετά από την μακρόχρονη παραμονή τους στην Καρατζόβα, ο Βολάνης και οι άντρες του (ο Βρόντας δεν τον ακολούθησε αμέσως), επέστρεψαν στο Μορίχοβο και κατέλυσαν στην Γκραντέσνιτσα. Γιά άλλη μία φορά τουρκικό απόσπασμα μπήκε στο χωριό και όλο το σώμα κρύφτηκε στα κελάρια.

……….Λίγο μετά επέστρεψε στο Μορίχοβο και ο Βρόντας με τους άντρες του, και εγκαταστάθηκαν στην Γκρούνιστα. Σύντομα, όμως τα δύο σώματα επρόκειτο να χωριστούν πάλι. Στις αρχές Μαρτίου 1907 (π.η.) ο Βολάνης, ο οποίος είχε περάσει στο Μορίχοβο περίπου ένα χρόνο, αποφάσισε να φύγει. Οι Κρητικοί του ήταν ανήσυχοι, δεν είχαν λάβει νέα από τις οικογένειές τους και αρκετοί από αυτούς ήθελαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Ο Βρόντας έκανε στην Γκρούνιστα αποχαιρετιστήριο γλέντι, το οποίο παρ’ολίγο να καταλήξει σε άγριο τσακωμό. Το επόμενο πρωί συγκεντρώθηκαν όσοι επιθυμούσαν να φύγουν, ανάμεσά τους και ένας ή δύο από τους άντρες τού Βρόντα. Έπειτα ξεκίνησαν την μακρινή πορεία προς τον νότο· ήταν πολύ δύσκολο να βρουν τον δρόμο τους στην διάρκεια τής νύχτας και το παχύ χιόνι τους ξεγελούσε. Μετά από κοπιαστικό ταξίδι που κράτησε δεκαοκτώ ώρες, έφτασαν εντελώς τυχαία στο ελληνικό χωριό Σφεταπέτκα. Εκεί δέχτηκαν τις περιποιήσεις των κατοίκων, αλλά σύντομα έφτασαν τούρκοι στρατιώτες και αναγκάστηκαν να κρυφτούν σε ένα κρύο και σκοτεινό κελάρι.

……….Συνέχισαν την πορεία τους κατά την διάρκεια τής νύχτας προς το χωριό Οψίρινα. Και πάλι όμως, εμφανίστηκαν οι τούρκοι, και αυτή την φορά χρειάστηκε να κρυφτούν σε κελάρι αρκετές ώρες. Από εκεί προχώρησαν προς το Ράκοβο, όπου το μεγαλύτερο μέρος τής ημέρας το πέρασαν και πάλι σ’ ένα κελάρι, καθώς δύο διαφορετικά τουρκικά αποσπάσματα διενήργησαν στο χωριό εκτεταμένες έρευνες. Από το Ράκοβο πήγαν στο μοναστήρι τού Προφήτη Ηλία πάνω από το χωριό Οψίρινα. Οι τούρκοι έκαναν και πάλι την εμφάνισή τους και οι Έλληνες πέρασαν αρκετές ώρες σε υπόγειο καταφύγιο. Το ίδιο συνέβη και κατά την μετάβασή τους στα χωριά Κλαδοράπι, Μπίτουσα, Κλαμπούτσιστα (Πολυπλάτανο), Καμπάσνιτσα (Πρώτη) και αλλού.

……….Συνολικά, παρέμειναν μέσα σε κελάρια τριάντα περίπου μέρες, με τον φόβο ότι κάθε στιγμή μπορεί να είναι η τελευταία τους. Με εξαίρεση την έκθεσή τους στο κρύο των χιονισμένων βουνών, τίποτε δεν ήταν χειρότερο από τον τρόμο και την αγωνία τής αναμονής που επικρατούσε σ’ αυτά τα σκοτεινά και τρομακτικά καταφύγια. Όχι σπάνια κάποιοι άντρες έχαναν τα λογικά τους μέσα σ’ αυτά ή προσβάλλονταν από ασθένειες, από τις οποίες δεν θεραπεύονταν ποτέ.

……….Στις αρχές Απριλίου τού 1907 (π.η.) ο Βολάνης και το Σώμα του, με το οποίο είχε ενωθεί ο Καραβίτης και οι επιζώντες από την ομάδα του, προχώρησαν από την Καμπάσνιτσα στην Μπελκαμένη στον δρόμο τους προς τα σύνορα. Οι δοκιμασίες τους όμως δεν είχαν τελειώσει· είχαν να αντιμετωπίσουν ορεινούς χειμάρρους και ποταμούς φουσκωμένους από τα χιόνια που έλιωναν. Διασχίζοντας τον Αλιάκμονα συνάντησαν τον Φούφα, ο οποίος ετοιμαζόταν γιά την δεύτερη (και τελευταία) αποστολή του στην Μακεδονία. Κάποτε έφτασαν στα πολυπόθητα σύνορα, έκαναν με επιτυχία την ριψοκίνδυνη διάβαση και, αφού πάτησαν πέρασαν τα σύνορα, έριξαν την συνηθισμένη ομοβροντία χαράς.

……….Αυτή ήταν με συντομία η ένοπλη δράση τού Βολάνη και των παλικαριών του —μία ιστορία στερήσεων, καρτερίας και επιβίωσης απέναντι σε τρομακτικές δυσκολίες. Με τί ισοδυναμούσαν, όμως, τελικά όλα αυτά; Οι άντρες τού Βολάνη δεν σημείωσαν καμμία θεαματική νίκη. Τον περισσότερο καιρό βρίσκονταν σε διαρκή μετακίνηση ή αναγκάζονταν να αναζητούν καταφύγιο είτε στα βουνά είτε στα κελάρια των χωριών. Σ’ όλο αυτό το διάστημα είχαν τραβήξει την προσοχή 1.500 περίπου τούρκων στρατιωτών, στους οποίους προκάλεσαν σημαντικές απώλειες που δεν έχουν καταγραφεί. Δεν ήταν ωστόσο πρόθεσή τους να σκοτώσουν τούρκους στρατιώτες. Ο κύριος σκοπός τους ήταν να διατηρήσουν ένα προγεφύρωμα στο δικό τους μικρό κομμάτι τής Μακεδονίας. Και αυτό έκαναν μέχρι που αντικαταστάθηκαν από άλλα Σώματα. Είτε βρίσκονταν στα βουνά είτε στα κελάρια των χωριών, ήταν πάντως στην Μακεδονία και η παρουσία τους σίγουρα γινόταν αισθητή. Όσο καιρό βρίσκονταν εκεί, κανένα εξαρχικό Σώμα δεν μπορούσε να δράσει με ατιμωρησία και παρόλο που δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι επικράτησαν ολοκληρωτικά στην περιοχή τού Μοριχόβου, τουλάχιστον στέρησαν την νίκη από τους εχθρούς τους.

***
Πηγή: Douglas Dakin, Ο Ελληνικός Αγώνας στη Μακεδονία, εκδ. οίκος αδελφών Κυριακίδη, 1996.
Ηλεκτρονική πηγή : www.e-istoria.com