,
,
17 Νοεμβρίου 1914 – Η μάχη στην Αγιού-Τεπέ όπως την περιέγραψε ο Παντελής Αναστασιάδης
.
Όπως τα θυμήθηκε και κατέγραψε τον Οκτώβριο τού 1962 ο Παντελής Αναστασιάδης (Παντέλ Αγά) στο Ποντολίβαδο Καβάλας.
.
……….Όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Παντελής Αναστασιάδης ήταν ακόμα μαθητής γυμνασίου στην Σαμψούντα. Τον Μάϊο τού 1913, πριν γίνουν οι εξετάσεις, τα σχολεία έκλεισαν λόγω τής γενικής επιστρατεύσεως. Τότε δημιουργήθηκαν τα πρώτα αντάρτικα από Ποντίους που δεν ήθελαν να πολεμήσουν γιά την οθωμανική αυτοκρατορία, προσπαθώντας παράλληλα να προστατεύσουν και τα ελληνικά χωριά από τις τουρκικές επιθέσεις. Μάλιστα έφθασε στην περιοχή (μετά την σφαγή των Αρμενίων) και ο Αρμένιος Ανδρανίκ πασάς μαζί με άλλους, μετά την μάχη που έδωσαν με τους τούρκους στο Πατμάν Καλέ. Μαζί τους ήταν και ο καπετάνιος Στυλιανός Κοσμίδης (Ιστίλ αγά) και ο Χρήστος Παπαδόπουλος. Διέφυγαν με καΐκια στην Τραπεζούντα όπου μετά από λίγο έφθασαν τα ρωσικά στρατεύματα. Από τότε έως και το πέρασμα τής εξουσίας στα χέρια των μπολσεβίκων, οι Πόντιοι αντάρτες προμηθεύονταν πολεμοφόδια και οπλισμό και από τους Ρώσους, ενώ συγκέντρωναν πληροφορίες γιά το Ρωσικό Επιτελείο Στρατού.
……….Τον Ιούνιο τού 1913, ο Παντελής Αναστασιάδης πήγε στην Τραπεζούντα και επέστρεψε στην Σαμψούντα (ανήλικος ακόμα), μαζί με άλλα παιδιά και 25 όπλα.
……….Οι μετακινήσεις αυτές γίνονταν με ρωσικά αντιτορπιλικά και σκοπός ήταν η συγκέντρωση στρατού και χωροφυλακής γιά μελλοντική κατάληψη τής περιοχής τού Πόντου από τους Ρώσους. Όλοι οι Καπεταναίοι διατελούσαν υπό την αρχηγία τού Χαραλαμπίδη (Τσιμενλή), ο οποίος διαβίβαζε τα έγγραφα στο επιτελείο Τραπεζούντος.
Οι πρώτες μάχες
……….Βλέποντας αυτά οι τούρκοι, άρχισαν να συγκεντρώνουν στρατό στην Σαμψούντα, Τσαρσαμπά και Έρπαα, με σκοπό να επιτεθούν. Στις 16 Νοεμβρίου 1914, άρχισαν οι κινήσεις τού τουρκικού στρατού προς τα λημέρια των ανταρτών. Επειδή η περιοχή δεν ήταν κατάλληλη γιά μάχη, οι αντάρτες την νύκτα τής 16ης προς 17η αναδιπλώθηκαν προς Αγιού Τεπέ.
……….Ξημερώνοντας, φάνηκαν τα πρώτα τουρκικά τμήματα. Γύρω στις 5 με 6 το πρωΐ οι αντάρτες βρέθηκαν περικυκλωμένοι, διακρίνοντας με τηλεσκόπιο ότι οι τούρκοι τοποθετούσαν κανόνια και μυδράλια και μεγάλο όγκο στρατού, περίπου 8-10.000.
……….Στην επίθεση που ξεκίνησε, οι Πόντιοι αντάρτες έκαναν οικονομία στις σφαίρες τους, κρατώντας άμυνα. Μετά το μεσημέρι η μάχη έγινε μανιώδης. Έβλεπαν τούρκους αξιωματικούς να πυροβολούν όποιον στρατιώτη ήθελε να υποχωρήσει. Ο αριθμός των οπλισμένων Ποντίων ήταν 47, ενώ τα γυναικόπαιδα που ήταν μαζί τους ανέρχονταν σε 2.500. Ο τόπος σειόταν από τις ομοβροντίες και τα αυτιά τους βούιζαν. Τελικά, προς το βράδυ, με αιματηρή έφοδο οι τούρκοι έφθασαν σχεδόν στην μία πλευρά τού υψώματος όπου πολεμούσε ο Δημοσθένης, γιός τού αρχηγού Χαραλαμπίδη. Κατά την μάχη κι ενώ απέκρουε την επίθεση με χειροβομβίδες, μία σφαίρα τον βρήκε στο μέτωπο και έπεσε ηρωϊκώς.
……….Βλέποντας ο αρχηγός τον κίνδυνο τής τουρκικής εφόδου, διέταξε τον Παντελή Αναστασιάδη να ανοίξει πάση θυσία δίοδο από κατάλληλο μέρος γιά να διαφύγουν τα γυναικόπαιδα από τον τουρκικό κλοιό. Μαζί του πήρε το πρωτοπαλλήκαρο τής μάχης και συγχωριανό του (Τσιμενλή), τον Γεώργιο Καπαθανάση, με άλλα 8 παιδιά. Με την κάλυψη των πυρών από τους οκτώ συμπολεμιστές τους, οι δύο Πόντιοι αντάρτες κατέβηκαν από τον λόφο και πιάνοντας θέσεις στα δεξιά και αριστερά τού δρόμου, αφού σκόρπισαν τον εχθρό ο οποίος νόμιζε ότι κυκλώθηκε, κατάφεραν μέσα σε μισή ώρα να περάσουν όλα τα γυναικόπαιδα και να τα οδηγήσουν προς μία δασώδη ρεματιά προς τους μύλους τού Καράπερτζιν.
……….Τότε άρχισαν να κατεβαίνουν και οι υπόλοιποι αντάρτες τής ομάδας. Ο Παντελής Αναστασιάδης μαζί με τον Γιώργο Καπαθανάση ανέβηκαν ξανά στο ύψωμα γιά να συναντήσουν τον αρχηγό Χαραλαμπίδη. Και οι τρείς ερεύνησαν προσεκτικά γιά να βεβαιωθούν ότι δεν είχε μείνει πίσω κανένας από τους αμάχους, όταν βρήκαν το σώμα τού Δημοσθένη Χαραλαμπίδη, ακέφαλο. Μέχρι τότε ο αρχηγός δεν γνώριζε γιά τον θάνατο τού παιδιού του. Τότε σταμάτησε στηριζόμενος στο όπλο του, και με δακρυσμένα μάτια άναψε τσιγάρο, έκανε τον σταυρό του και είπε: «Άραγε ποιά τύχη περιμένει και ‘μας! Αιωνία σου η μνήμη παλληκάρι μου!».
……….Πήραν μόνο το όπλο του γιατί οι τούρκοι συνέχισαν να σφυροκοπούν την περιοχή. Άρχισε να σκοτεινιάζει. Σε δύο λεπτά βρέθηκαν και αυτοί έξω από τον τουρκικό κλοιό, ενώ οι τούρκοι μη έχοντας αντιληφθεί την διαφυγή των Ποντίων, συνέχισαν την μαζική επίθεση στο ύψωμα, με κανόνια, μυδράλια και πολυβόλα όπλα.
……….Στο διάστημα αυτό απομακρύνθηκαν όλοι προς τους Μύλους Καράπερτζιν (Σαμπανάντων). Εκεί έγινε αναθεώρηση οπλιτών. Οι απώλειες ανέρχονταν σε 4 νεκρούς, 3 τραυματίες, μεταξύ των οποίων και ο μικρότερος αδελφός τού αρχηγού, Θεόδωρος, βαριά 2 γυναίκες και 3 παιδιά, και από πολεμικό υλικό είχαν 150 σφαίρες ο κάθε οπλίτης και 8 χειροβομβίδες.
……….Οι Πόντιοι αντάρτες με τα γυναικόπαιδα συνέχισαν την πορεία τους όλη την νύκτα φτάνοντας το ξημέρωμα σε ένα βαθύ δάσος κοντά στο τουρκικό χωριό Κοβτζή Τερέ, χωρίς όμως να τους αντιληφθούν οι τούρκοι. Όλη την ημέρα έμειναν εκεί τρώγοντας άγρια μούσμουλα και μήλα. Συνεχίζοντας έφτασαν στην περιοχή Τσαρσαμπά, Καζαντληλή, όπου υπήρχαν ακατοίκητα αρμένικα σπίτια μέσα στα δάση. Εκεί παρέμειναν γιά τρείς περίπου μήνες, έως τον Ιανουάριο τού 1915, τρώγοντας μόνο κρέας χωρίς αλάτι και ψωμί.
……….Μόλις συνήλθαν και οι τραυματίες, και εν όψει τής Ανοίξεως, ξεκίνησαν πάλι να επιστρέψουν στα μέρη τους. Φτάνοντας μετά από τρείς νυκτερινές πορείες στην Αγιού Τεπέ, συνάντησαν τον Ευστάθιο Ταχτατζή και τον Ανέστη Πατμάν, καπετάνιο τού χωριού Τσάμαλαν, οι οποίοι τους ενημέρωσαν γιά τις απώλειες των τούρκων που τους πολέμησαν. 119 νεκροί τούρκοι.
……….Οι τούρκοι μετά την μάχη και επί μία εβδομάδα, εξόντωναν γυναικόπαιδα στην περιοχή, οπότε αποσύρθηκαν αφού πήραν τους νεκρούς τους και την λεία από τα ελληνικά χωριά. Ταυτόχρονα όμως, ίδρυσαν στα χωριά κομιτάτα γιά να καταπολεμούν τους Πόντιους αντάρτες και να ληστεύουν και ατιμάζουν τους αμάχους.