ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ – Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ (1786-1854)

.

Γεώργιος Γεννάδιος. Λόγιος, παιδαγωγὸς καὶ Φιλικός. Ἐλαιογραφία ἀγνώστου (;) καλλιτέχνη – Ἐθνικὸ Ἱστορικὸ Μουσεῖο Ἀθηνῶν.

..

Ηπειρώτης, γεννημένος όμως στα 1786 στη Σηλυβρία τής Θράκης. Στην ακμή τής ηλικίας του, μυήθηκε εταίρος τής Φιλικής Εταιρείας και έλαβε μέρος στην Επανάσταση τού ’21 σαν δάσκαλος και σαν στρατιώτης, αφού πρώτα έδρασε αποτελεσματικά με την εθνική του διδασκαλία στις μεγάλες ελληνικές κοινότητες των Βαλκανίων.

Στην Θράκη είχαν καταφύγει οι γονείς του, ο ιερέας Αναστάσιος και η σύζυγός του Σωσάννα, εξαιτίας των πιέσεων που ασκούσαν οι Οθωμανοί κρατούντες των Δολιανών τής Ηπείρου στους χριστιανούς τής περιοχής.  Διδάχθηκε τα κοινά γράμματα στον τόπο καταγωγής του, στα Δολιανά τού Ζαγορίου, και επέστρεψε στα Ιωάννινα, όπου άρχισε το δεύτερο κύκλο των σπουδών του. Το 1797, σε ηλικία έντεκα ετών, ο Γεννάδιος στάλθηκε σε θείο του, ηγούμενο σε μοναστήρι τού Βουκουρεστίου και μαθήτευσε κοντά στον διάσημο δάσκαλο και λόγιο Λάμπρο Φωτιάδη (1752-1805). Το 1804 ξεκίνησε τις σπουδές του στην φιλολογία στο Πανεπιστήμιο τής Λειψίας κοντά στον Ερνέστο Ουέβερο (Wilhelm Ernst Weber) και, όταν τις ολοκλήρωσε το 1814, επέστρεψε στο Βουκουρέστι.

Δράση

Το 1815 ο Νεόφυτος Δούκας (1760-1845), σχολάρχης στην Αυθεντική Σχολή τού Βουκουρεστίου, προσκάλεσε τον Γεννάδιο βοηθό του. Εκεί γνωρίστηκε και ανέπτυξε βαθιά φιλία με τον Χριστόδουλο Κλωνάρη και τον Ιωάννη Μακρύ. Μαζί με τον τελευταίο, το 1817, αναχώρησε γιά την Οδησσό, ύστερα από πρόσκληση τής εκεί ελληνικής κοινότητας και τού Ιωάννη Καποδίστρια γιά την οργάνωση τής ελληνεμπορικής σχολής.

Τα τρία χρόνια που παρέμεινε στην Οδησσό, εργάστηκε σκληρά «τόσο διά την ευταξίαν τών μαθητιών των, όσο και διά την εισαγωγήν τής στοιχειώδους και συστηματικής παιδείας». Μετέφρασε από τα ιταλικά το έργο τού Φραγκίσκου Σοαβίου (Francesco Soave) Περί Χρεών τού Ανθρώπου και συνεργάστηκε με τον Γεώργιο Λασσάνη γιά την συγγραφή τής εξάτομης Στοιχειώδους Εγκυκλοπαιδείας των Παιδικών Μαθημάτων, η οποία χρησιμοποιήθηκε στην δεύτερη και τρίτη τάξη τής Σχολής.

Το 1820 ο Γεννάδιος επέστρεψε στο Βουκουρέστι, όταν ο ηγεμόνας Αλέξανδρος Σούτσος τον κάλεσε μαζί με τον Κωνσταντίνο Βαρδαλάχο και το Γεώργιο Κλεόβουλο, γιά να προσφέρει τις γνώσεις και την εμπειρία του στην αναδιοργάνωση τής Σχολής τού Βουκουρεστίου. Ο Γεννάδιος πρέπει ήδη να είχε μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία και ως εκ τούτου επιδόθηκε με πολύ ζήλο όχι μόνο στην μόρφωση τής ελληνικής νεολαίας αλλά και στην καλλιέργεια πατριωτικών αισθημάτων. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία τού μαθητή του, Αλεξάνδρου Ρίζου Ραγκαβή (1809-1892) ότι: «…και μάς ωμίλησε περί τής τύχης τής Ελλάδος, ήτις ην άλλοτε η μήτηρ τής δόξης και τής ελευθερίας, επ’ εσχάτων δε κατέκειτο δούλη περιφρονουμένη, και ηυχήθη, μέχρις ου δάκρυα ανέβλησαν εις τους οφθαλμούς του…».

Πολλοί μαθητές του επηρεασμένοι από τις απόψεις του, στελέχωσαν λίγο αργότερα τον Ιερό Λόχο. Ο ίδιος ο Γεννάδιος δεν έλαβε μέρος στην μάχη στο Δραγατσάνι, καθώς εκείνο το διάστημα βρισκόταν στην Τρανσυλβανία. Μετά την ήττα των Ιερολοχιτών, κατέφυγε αρχικά στην Οδησσό και στην συνέχεια στην Δρέσδη, όπου και εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος έως το 1824, οπότε και κατέβηκε στο Ανάπλι (Ναύπλιο).

Η εγγονή τού Στράτη Μυριβήλη, Χριστίνα Αγγελοπούλου, δώρισε στην Αμερικανική Σχολή Κλασσικών Σπουδών Αθηνών, μία ομιλία τού παππού της γιά τον Γεώργιο Γεννάδιο που δείχνει την αφοσίωσή του στην πατρίδα, αλλά και τον χαρακτήρα του. 

«Μια παλιά, επίκαιρη ιστορία»,  τού Στράτη Μυριβήλη.

«Θα σάς διηγηθώ μίαν ιστορία που είναι τόσο παλιά, όσο και επίκαιρη. Ένας από τους λόγιους που μέσα στην ιστορία των Γραμμάτων και την ιστορία τού Έθνους φέρουν τον τίτλο «Δάσκαλοι τού Γένους», είναι και ο Γεώργιος Γεννάδιος.

(…) Κατέβηκε το 1824 στ’ Ανάπλι, ήταν τότε η πρωτεύουσα.  Από κει ανέλαβε να οργανώσει το ιστορικό «κεντρικό» σχολειό τού Άργους. Όπου μόλις άρχισε η δουλειά, ξέσπασε μία επιδημία πανούκλας και τον ανάγκασε να σταματήσει τις προσπάθειές του και να κατεβεί στην Αθήνα, καλεσμένος από τον στρατηγό Γκούρα γιά να ιδρύσει σχολειό. Κι’ αυτό το νέο σχολειό δεν είχε τύχη. Μόλις είχε οργανωθεί και άρχισε να λειτουργεί, έγινε η εισβολή των τούρκων από την Εύβοια στην Αττική. Έγινε η εκκένωση τής Αθήνας, διαλύθηκε και το σχολειό τού Γεννάδιου.

Όταν συνήλθε στην Τροιζήνα η Εθνική Συνέλευση, ο Γεννάδιος στάλθηκε εκεί αντιπρόσωπος των Ηπειρωτών. Κατόπι, όταν ο Κυβερνήτης Καποδίστριας ήρθε στην Ελλάδα, βρήκε τον Γεννάδιο στην Αίγινα και τού ανέθεσε να οργανώσει το Ορφανοτροφείο και κατόπιν το λεγόμενο «Κεντρικό Σχολειό», που ήταν τότε το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα τού τόπου.

Εκεί ο Γεννάδιος ίδρυσε την πρώτη Εθνική Βιβλιοθήκη στα 1832 και το Μουσείο και κατόπιν κουβαλήθηκαν στην Αθήνα και αυτά ήταν οι πρώτοι πυρήνες τής Δημόσιας Βιβλιοθήκης και τού Αρχαιολογικού μας Μουσείου. Επίσης το Κεντρικό Σχολειό μεταφέρθηκε στην Αθήνα και ονομάστηκε Γυμνάσιο. Ήταν το πρώτο μεγάλο Σχολειό μετά την Επανάσταση.

Τον ίδιο καιρό ο Γεννάδιος άρχισε να διδάσκει στην Ριζάριο Σχολή, που αυτός επροκάλεσε την ίδρυσή της, παρακινώντας τους αδελφούς Ριζάρη να ξοδέψουν γιά το κτήριό της. Ο Γεννάδιος ήταν ακόμα από τους ιδρυτές τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, καθώς και Αρχαιολογικής. Πρωτοστάτησε ακόμα και στην προκοπή διαφόρων εθνικών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, παρακινώντας και πείθοντας τους πλούσιους ομογενείς να κάνουν εθνικές δωρεές και να σπουδάζουν φτωχά ελληνόπουλα στο εξωτερικό. Ως τα βαθιά γεράματά του ο σοφός και μεγάλος αυτός Έλληνας δεν έπαυσε να υπηρετεί το Ελληνικό Ιδανικό.

Το 1854 που εξερράγη η επανάσταση στην Ήπειρο, ο Γεννάδιος δέχτηκε να γίνει πρόεδρος τής επαναστατικής Επιτροπής.

Ήταν ο κυριώτερος ιδρυτής τού Αρσακείου, και πρώτος αυτός φρόντισε για την μόρφωση τής γυναίκας στην Ελλάδα. Ο Γεννάδιος συνέγραψε πολλά και ποικίλα συγγράμματα γιά το πνευματικό ξύπνημα τού Ελληνικού λαού. Τρεις γενεές ελληνόπαιδα θράφηκαν με τα βιβλία του.

Πέθανε στα 1854 από την χολέρα που ενέσκηψε κείνη την χρονιά στην Αθήνα (από τα ευρωπαϊκά στρατεύματα κατοχής των “προστάτιδων Δυνάμεων” Αγγλίας και Γαλλίας) και διέλυσε το Πανεπιστήμιο, το Γυμνάσιο, την Ριζάριο και όλα τα σχολειά της.

Αυτό είναι ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα τού σπουδαίου αυτού ανθρώπου, και υπάρχει ένας σοβαρός λόγος που θέλησα σήμερα να τον ξαναφέρω στην μνήμη των Ελλήνων.

Το κάνω όχι μονάχα για να δείξω στους σημερινούς λογίους πώς μεταχειρίζονταν την σοφία τους και το μυαλό τους οι άνθρωποι τού Εικοσιένα  γιά να υπηρετήσουν τον ελληνικό λαό, μπαίνοντας στον αγώνα, δίπλα του, δίχως επιφυλάξεις και μικροπόνηρες οπισθοβουλίες, με την πέννα τους και με το ντουφέκι.

Το κάνω γιά να διηγηθώ ένα επεισόδιο από τον Αγώνα, που σ’ αυτό ο Γεννάδιος έπαιξε τον πρώτο ρόλο. Αυτό είναι εκείνο που έχει την επικαιρότητά του αυτές τις ημέρες, και παρακαλώ να το ξαναθυμηθούν όλοι οι ακροατές και οι ακροάτριές μου μεθαύριο την Τρίτη, όταν οι κυρίες τού Εθνικού Εράνου γιά την φανέλλα τού στρατιώτη θα χτυπήσουν την πόρτα τους γιά να θυμήσουν σε όλους μας ένα καθήκον εθνικό, που η εκπλήρωσή του δεν σηκώνει δισταγμούς και αναβολές. Η ιστορία που θέλω να διηγηθώ σήμερα είναι τούτη.

Ο Γεώργιος Γεννάδιος βρίσκεται στ’ Ανάπλι το έτος 1826.

Ήταν η πιό τρομερή χρονιά τού Αγώνα.

Το Μεσολόγγι είχε πέσει. Ο Χρήστος Καψάλης τινάζοντας την μπαρουταποθήκη τής Ιερής Πόλεως, σήκωσε τα ματωμένα λείψανά της ως τα μεσούρανα, μέσα σε μία αποθέωση φλογών και καπνού. Ήταν μία δόξα μεγάλη, αφού η έκρηξη ακούστηκε σ’ όλη την υδρόγειο. Και ήταν μία συμφορά εξ ίσου μεγάλη. Το σύννεφο από τους καπνούς και την σκόνη τού ανατιναγμένου φρουρίου σκέπασε την Ελλάδα με θλίψη και πένθος. Ο λαός ένιωθε την θλίψη να σφίγγει την καρδιά του. Τα δεινά πλήθαιναν μέρα με τη μέρα, η επανάσταση κινδύνευε. Κινήματα στασιαστικά παρέλυαν τον αγώνα κι η φτώχεια,μία φτώχεια ταπεινωτική, έδερνε τα άτομα και την πολιτεία που πολεμούσε απελπισμένα. Μετρήθηκε το περιεχόμενο τού Κρατικού Ταμείου και βρέθηκε να ’ναι όλο-όλο 60 γρόσια. Εξήντα γρόσια!

Αλλά η Ιστορία αυτού τού λαού μήπως δεν είναι μία ιστορία θαυμάτων; Οι πτώσεις του είναι μεγάλες. Πολύ φυσικό αφού όσες φορές έπεσε, έπεσε από πολύ ψηλά. Και εκεί που ο κόσμος νομίζει πως η πτώση είναι θανάσιμη, πως δεν υπάρχει πιά καμμιά ελπίδα γιά την Ελλάδα, γίνεται το θαύμα, η Ανάσταση, και όλα αρχίζουν από την αρχή. Ο Μύθος τού Ανταίου είναι ελληνικός μύθος.

Έτσι έγινε και κείνον τον δίσεκτο χρόνο. Ο ελληνικός λαός βρήκε μέσα του την σπίθα τού θαύματος, και το θαύμα εξερράγη.

Ήταν η 8η Ιουνίου τού 1826, όταν ο Γεννάδιος έβαλε και χτύπησαν οι καμπάνες, έβαλε και τους ντελάληδες να καλέσουν τον λαό τ’ Αναπλιού σε γενική σύναξη. Και μαζεύτηκε ο λαός κάτω από κείνο το μεγάλο πλατάνι, που στον ίσκιο του είχε γίνει και η συνέλευση που κάλεσε τον Όθωνα. Δυστυχώς το ιστορικό αυτό δέντρο δεν υπάρχει πιά στην παλιά πρωτεύουσα. Τώρα τελευταία που πέρασα από κει, κανένας δεν βρέθηκε να μού δείξει την θέση του.

Συνάχτηκε λοιπόν ο λαός κάτω από το πελώριο δέντρο, και εκεί ο Γεννάδιος ανέβηκε σ’ ένα σκαμνί και μίλησε στον κόσμο. Ο Γεννάδιος δεν ήταν μόνον ένας μεγάλος σοφός τής εποχής του, ήταν και μεγάλος ρήτορας. Μπορούσε και έβρισκε με τον λόγο του τον δρόμο που βγάζει ίσα στην καρδιά των ανθρώπων, και πάντοτε μεταχειρίστηκε αυτό του το χάρισμα γιά να υπηρετήσει τον ελληνικό λαό και να τον βοηθήσει. Αυτό έκαμε και κείνη την μέρα. Μίλησε γιά την διχόνοια που πρέπει να λείψει. Μίλησε και γιά την ανέχεια τού Δημόσιου Ταμείου, που πάει να παραλύσει την επανάσταση. Πώς μίλησε; Σαν τελείωσε το λόγο του όλα τα μάτια έκλαιγαν και όλες οι καρδιές χτυπούσαν. Ρώτησε τον κόσμο. Θέλετε λοιπόν να βοηθήσουμε την πατρίδα ή όχι; Μία βουή απάντησε.

– Όλα γιά την πατρίδα!

Τότε ο Γεννάδιος τους είπε και έβγαλαν μία «Επιτροπή αυτοπροαιρέτου συνεισφοράς διά την σωτηρίαν τής πατρίδος». Η Επιτροπή στάθηκε πλάι στον Γεννάδιο.

-Πηγαίνετε τώρα να φέρετε ό,τι καλό έχετε και ό,τι καλό μπορείτε να δώσετε.

Και ο λαός, συνεπαρμένος από το ελληνικό θαύμα που ξύπνησε μέσα του ο λόγος τού Γεννάδιου, απάντησε με τον έξαλλο ενθουσιασμό του. Όλοι, πλούσιοι, φτωχοί, άδειαζαν τις τσέπες τους μπροστά στην Επιτροπή. Τα φλουριά τους οι κοπέλλες, τα δαχτυλίδια τους τ’ αντρόγυνα, τα σκουλαρίκια, τα βραχιόλια τους οι αρχοντοπούλες, φούχτες τα χρυσαφικά τους οι πλούσιοι, και οι φτωχοί ό,τι είχαν και δεν είχαν.

Τα χρονικά τής εποχής κράτησαν μερικά ονόματα και μερικά επεισόδια χαρακτηριστικά, που θυμίζουν τον αξέχαστο εκείνο πανελλήνιο συναγερμό γιά την συνεισφορά τού ελληνικού λαού προς τον ελληνικό στρατό που τού ζήτησε τον χειμώνα τού ’40 ο Μεταξάς.

Έτσι ξέρουμε πως η Καλλιόπη, η νεαρή πεντάμορφη κόρη τού πατρινού Κοτζάμπαση Καλαμογδάρτη, πρόσφερε όλα τα χρυσαφικά της και όλα τα κοσμήματα που τής έκανε ο αρραβωνιαστικός της Σπύρος Παπαλεξόπουλος. Ο Γιατρός Καββάς πήγε πανηγυρικά στην προσφορά του. Έβαλε μπροστά τα τούμπανα και τα κλαρίνα να παίζουν και κατόπιν ερχόταν, κρατώντας στα χέρια ένα πελώριο ασημένιο δίσκο, μέσα στον οποίον ήταν σωριασμένα τα χρυσάφια και τα διαμαντικά που είχε πάρει στο μερίδιό του, σαν διαγούμησαν το χαρέμι τού Χουρσίτ Πασά στην Τριπολιτσά.

Ένας στρατιώτης τού πυροβολικού, παρουσιάστηκε ντροπαλός και πρόσφερε όλο του το έχει. – Μισό τάλληρο και μία ομολογία τού εθνικού δανείου. Ένας άλλος στρατιώτης κατέθεσε ένα τάλληρο και ένα χαϊμαλί με τον Άη-Γιώργη. Ήρθε και μία γρηά με ένα αφτί. Ένας αράπης από τα στρατεύματα τού Ιμπραήμ τής είχε κόψει το άλλο αφτί, γιά να της πάρει το σκουλαρίκι. Γλύτωσε το ένα της αφτί με το ένα της σκουλαρίκι. Αυτό το σκουλαρίκι πήγε και το ξεκούμπωσε και το έριξε ανάμεσα στις άλλες αρχοντικές προσφορές. Δεν είχε άλλο τίποτα να δώσει.

Ήρθαν και όλα τα παιδιά και πρόσφεραν τους κουμπαράδες τους. Ήρθε και ένας μικρός νεροκουβαλητής, ξεζώθηκε το ζουνάρι του, το ξύλωσε σε μιά μεριά με τον σουγιά, και από κει έβγαλε τα δυό τάλληρα που ήταν όλες οι οικονομίες του από την σκληρή δουλειά.

Ανάμεσα στους άλλους παρουσιάστηκε και μία πρόσφυγα από το Αϊβαλί. Πανώρια ήταν τ’ όνομά της, Κώστας ήταν ο άντρας της και γι’ αυτό την φώναζαν Κώσταινα. Επειδή δε η φτώχεια τής γυναίκας αυτής ήταν παροιμιώδης μέσα στ’ Ανάπλι, την λέγαν «η Ψειροκώσταινα». Απ’ αυτήν την Αϊβαλιώτισσα απόμεινε κατόπιν και το σατυρικό παρατσούκλι που μεταχειριζόμαστε γιά τον τόπο μας, σαν θέλαμε να πικρογελάσουμε με την ατυχία τής Ελλάδος. Άκουσε λοιπόν η Ψειροκώσταινα τον ντελάλη Παράσχο, που από το πρωί γύριζε στα σοκάκια και καλούσε τον λαό. Πήγε εκεί, ενθουσιάστηκε με τον λόγο τού Γεννάδιου. Έσπρωξε το πλήθος και παρουσιάστηκε μπροστά στην Επιτροπή. Η Ψειροκώσταινα! Ακούστηκε μία εύθυμη βουή από τον κόσμο. Και όλοι παραμέριζαν συγκινημένοι.

Η Ψειροκώσταινα πλησίασε στο τραπέζι πάνω στο οποίον ήταν σωριασμένα τα χρυσαφικά, έβγαλε από το δάχτυλό της ένα ασημένιο δαχτυλίδι που φορούσε, κατόπι έψαξε στον κόρφο της και ανακάλυψε ένα γρόσι, που το ’χε φυλαγμένο εκεί σαν το μνοναδικό θησαυρό της.

Με δάκρυα και ζητωκραυγές, λέει το χρονικό τής εποχής, δέχτηκε ο λαός τούτο το κίνημα τής πάμφτωχης Αϊβαλιώτισσας. Ήταν ο οβολός τής χήρας, που είπε ο Χριστός.

Και ο Γεώργιος Γεννάδιος; Ο υπέροχος αυτός λόγιος που είχε ανάψει με τα φλογερά λόγια του κείνη την λαμπρή πυρκαϊά στις ψυχές των Ελλήνων; Θα ’πρεπε να προσφέρει κι αυτός στον έρανο. Και πρόσφερε. Πρώτα την φτωχή δασκάλικη παραδοσακούλα του. Την έβγαλε και την έριξε στο τραπέζι. Κατόπι έκανε κάτι άλλο. Τόσο απρόοπτο. Τόσο ωραίο. Τόσο απίθανο. Πούλησε τον εαυτό του. Έβγαλε τον εαυτό του σε πλειοδοσία, να τον έχει επί τέσσερα χρόνια δάσκαλο στα παιδιά του όποιος ήθελε να δώσει τους αντίστοιχους μισθούς του στο ταμείο τής Επανάστασης.

Έτσι χύθηκε νέο λάδι πάνω στο βωμό τής ελληνικής λευτεριάς, που πήγαινε να σβύσει κείνη την φοβερή χρονιά. Και έτσι χάρις σ΄ένα φτωχό λόγιο ξαναφούντωσε κείνη η χρυσή φωτιά και ένας δυνατός αέρας ενθουσιασμού την αναρρίπησε και την ξάπλωσε πάλι προς όλες τις καρδιές που πήγαιναν να κρυώσουν από την φτώχεια και την κούραση. Με τα λεφτά κείνου τού εράνου, πληρώθηκαν οι μισθοί των στρατιωτών, συντάχτηκαν και εφοδιάστηκαν νέα σώματα πολεμιστών.

Τέτοιος είναι ο έρανος που θα χτυπήσει την πόρτα μας μεθαύριο Τρίτη, γιά να μάς θυμίσει πως πάνω στα βουνά και μέσα στους κάμπους οι στρατιώτες μας, τα παιδιά μας και τ’ αδέλφια μας, αγωνίζονται, χρόνια τώρα, γιά να μην πέσουν στην σκλαβιά τού πιό άγριου, τού πιό βάρβαρου, τού πιό αλύπητου κατακτητή που επί χίλια χρόνια μάχεται την λευτεριά και την ύπαρξη τού λαού μας.

Σήμερα δεν έχουμε ρήτορες σαν τον Γεννάδιο. Αυτούς που έχουμε μεταχειρίζονται τα χαρίσματα τού λόγους τους γιά να ενθουσιάσουν τους κομματικούς των υπηκόους γιά την κάλπη, αντί να διατρέχουν σήμερα την Ελλάδα ανάβοντας φωτιές, ξυπνώντας από το λήθαργο τους ανθρώπους με την κοιμισμένη συνείδηση, και μαστιγώνοντας με τον λόγο τούς ανθρώπους με την χοντροπετσιασμένη συνείδηση.  Δεν έχουμε έναν Γεννάδιο ανάμεσα στον λαό που αγωνίζεται τον πιό μεγάλο αγώνα του.

Έχουμε όμως το παράδειγμα τού Γεννάδιου. Γι’ αυτό νόμισα πως έπρεπε σήμερα όλοι να τον αναθυμηθούμε, και να ’χουμε στο νου μας τα περιστατικά που έγιναν κάτω από τον πλάτανο τ ’Αναπλιού κείνη την θαυμαστή Ελληνική ημέρα.

Σήμερα οι μέρες είναι κρίσιμες όπως τότε. Αν δεν σταθούμε τώρα, χαθήκαμε. Όμως δεν ζούμε μέσα στην αναρχία που ακολούθησε την έξοδο τού Μεσολογγίου. Πίσω μας έχουμε μια νίκη πελώρια που μάς στηρίζει και μάς εμπνέει. Σήμερα είμαστε Κράτος, έχουμε νόμους, δικαστήρια και οργανωμένο θαυμάσιο στρατό. Σήμερα, όπου ο Έρανος τής Τρίτης δεν αγγίξει τις καρδιές, έχει χρέος ο νόμος να αγγίξει τις σφυχτές παραδοσακκούλες. Διότι ο λόγος αποτείνεται μόνον στους ανθρώπους που δεν ξέχασαν το χρέος τους προς τον τόπο που αγωνίζεται να τους κρατεί ήσυχους και ασφαλείς μέσα στον πλούτο τους, και προς τα παιδιά τού λαού, που χύνουν το αίμα τους και προσφέρουν τα μέλη τους γιά να μην περάσουμε όλοι από τα Διυλιστήρια τής Ούλεν».

Πηγή  : http://www.ascsa.edu.gr/

Αφήστε μια απάντηση