.
.
……….Επί βασιλείας τού Αυτοκράτορά μας Νικηφόρου Β΄ Φωκά, στέφθηκε στην Ρώμη (στις αρχές τού 962), από τον πάπα Ιωάννη ΙΒ΄, «αυτοκράτορας των Ρωμαίων» ο βασιλιάς τής Γερμανίας Όθων Α΄.
……….Ήδη η «Αγία Έδρα» τής Ρώμης είχε εγκαινιάσει την ιστοριογραφική πλαστογραφική παράδοση, που θα ακολουθήσουν πολλά κείμενα τής μεσαιωνικής Δύσης, τα οποία επιμένουν στην διαστρέβλωση τού έργου τού Ιουστινιανού. Αυτό που συμβαίνει στην Δύση με τις διαδοχικές αυτές διαστρεβλώσεις και αποσιωπήσεις τής Ιστορίας, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η διακοπή τής βυζαντινής Οικουμενικότητας, κάτι που στην πράξη σημαίνει την κατάργηση τού δικαιώματος που έχει η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως διάδοχος τής Ρωμαϊκής να επεμβαίνει στρατιωτικά στην Δύση, όπου τώρα η πνευματική κυριαρχία τού πάπα τής Ρώμης είναι απεριόριστη.
……….Το «αυτοκρατορικό» αξίωμα, μεταβιβάστηκε από την φραγκική δυναστεία των Καρολιδών, απογόνων και διαδόχων τού Καρλομάγνου, στην γερμανική οικογένεια των Οθώνων.
……….Ο Όθων Α΄ ήταν άνθρωπος ισχυρός και πολυμήχανος, εντελώς διαφορετικός από τους αδύναμους διαδόχους τού Καρόλου τού Μεγάλου. Δεν ήθελε μεν να έλθει σε ρήξη με τον Αυτοκράτορα τής Ρωμανίας, διότι πολύ απείχε από το να εξασφαλίσει την κυριαρχία του στην άνω και την κεντρική Ιταλία, αλλά σκέφτηκε να οικειοποιηθεί με ειρηνικές συμβάσεις την Κάτω Ιταλία η οποία ακόμη βρισκόταν υπό τον έλεγχο τής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
……….Γι’ αυτό σοφίστηκε να ζητήσει ως νύφη γιά τον γιο του την θυγατέρα τού Ρωμανού και τής Θεοφανούς, η οποία ονομαζόταν επίσης Θεοφανώ, με την ελπίδα ότι ο γάμος αυτός θα έφερνε ως προίκα στον γιο του την Απουλία και την Καλαβρία. Για τον σκοπό αυτό έστειλε το 968 ως πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, τον επίσκοπο Κρεμώνας Λουιτπράνδο, με σκοπό την διαπραγμάτευση τού συνοικεσίου.
……….Η (δεύτερη) πρεσβεία τού Λουιτπράνδου ήταν περιβόητη, κυρίως για την σκανδαλώδη έκθεση την οποία συνέταξε και διασώθηκε. Η πρώτη φορά που ο Λουιτπράνδος επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη, ήταν τον Σεπτέμβριο τού 948 και υπό εντελώς διαφορετικές περιστάσεις, ως απεσταλμένος τού Βερεγγάριου Β΄. Σε αυτήν την αποστολή, επειδή ο Βερεγγάριος και ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος είχαν αμοιβαίο συμφέρον να εξυπηρετήσουν ο ένας τον άλλον, τα πράγματα εξελίχθηκαν ομαλά.
……….Ο Λουιτπράνδος ήταν ένας από τους λογιότερους άνδρες τής δυτικής Ευρώπης εκείνη την εποχή, αλλά συγχρόνως ήταν υπερβολικά κενόδοξος, εμπαθής και ιδιοτελής. Αφού υπηρέτησε τον βασιλιά τής Ιταλίας Βερεγγάριο Β΄, συγγενή από θηλυγονία των Καρολιδών και αντίπαλο τού Όθωνα Α΄, στην συνέχεια, μετά τον θάνατο τού Βερεγγάριου, περιύβρισε την μνήμη του διότι δεν τού άφησε τίποτα στην διαθήκη του. Ο γιός τού Βερεγγάριου, Αδαλβέρτος, είχε καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη όπου και τού παραχωρήθηκε προστασία από τον Αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, λόγω τού ότι διώκετο από τον Όθωνα Α΄. Επειδή ο Λουιτπράνδος πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη γιά τα συμφέροντα τού Αδαλβέρτου, αλλά και γιά να συνηγορήσει υπέρ τού αντιπάλου του, Όθωνος Α΄, αυτό (όπως ήταν πολύ φυσικό), προκάλεσε την δυσπιστία τού Αυτοκράτορα Νικηφόρου Β΄Φωκά.
……….Μία δυσπιστία που η συμπεριφορά τού Λουιτπράνδου, αντί να την ελαττώσει με την ευπρέπεια των τρόπων του, την αύξησε με την δυστροπία και την αυθάδειά του. Δεν είναι, λοιπόν, παράδοξο ότι η αποστολή απέτυχε. Με την επιστροφή του στην Δύση, ο Λουιπράνδος έγραψε δυσφημιστικές και υβριστικές εκθέσεις κατά τού Αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, τής κυβέρνησης και τού Έθνους μας.
……….Η αξιοπιστία ύστερα από όλα αυτά (αν υποτεθεί ότι μπορεί να είναι ποτέ αξιόπιστες η ύβρις και η χλεύη), αμφισβητείται, με δεδομένο και τα θρησκευτικά πάθη τα οποία ένας Λατίνος επίσκοπος δεν μπορούσε παρά να τρέφει κατά τής Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ακόμη όμως κι αν προσθέσουμε ως επί πλέον παράγοντα την ζηλοτυπία την οποία αισθάνονταν οι Δυτικοί ενώπιον τής θαυμαστής εμπορικής και βιομηχανικής κίνησης τού Ανατολικού κράτους καθώς και τής «υπερβολικής» πολυτέλειας στην Αυλή και στην Βασιλεύουσα, όλα αυτά μπορούν να εξηγήσουν μέχρις ενός σημείου την αρνητική κριτική, αλλά δεν μπορούν ποτέ να δικαιολογήσουν την μοχθηρή κακοβουλία τού Επισκόπου και πρέσβυ τού Όθωνος Α΄, Λουιτπράνδου.
……….Αυτό το ομολογούν κάποιοι από τους νεότερους ιστοριογράφους, όπως ο Λεβώ και ο Σλόσερ. Ο τελευταίος μάλιστα ψέγει την έπαρση και την αισχρή κολακεία τού Λουιτπράνδου προς τον Όθωνα Α΄ και τον γιο του. Λέγοντας ότι αυτό μοιάζει περισσότερο με παράσταση κωμωδίας παρά με αποστολή πρεσβείας, προσθέτει ότι για όλα αυτά ήταν εντελώς ακατάλληλος να επιτύχει κάποιον εύλογο συμβιβασμό μεταξύ των δύο επικρατειών. Άλλοι όμως, όπως ο Γίββων, αποδέχτηκαν κατά γράμμα την κατασυκοφάντηση. Γενικά, επειδή τα περισσότερα απ’ όσα αναφέρει ο Λουιτπράνδος στις «εκθέσεις» του, ανταποκρίνονταν στα αισθήματα και στα φρονήματα τής δυτικής κοινωνίας, βοήθησε πάρα πολύ στο να αυξήσει τις προκαταλήψεις τής Δύσης εναντίον μας, στο να κορυφώσει τα πάθη μεταξύ των δύο κόσμων, και στο να προετοιμάσει το μέγα κίνημα των σταυροφοριών.
……….Ο Λουιτπράνδος δεν ήρθε γιά πρώτη φορά στην Κωνσταντινούπολη. Την είχε επισκεφθεί πριν από 20 χρόνια, το 948, υπό εντελώς διαφορετικές περιστάσεις. Τότε στον θρόνο βρισκόταν ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, τού οποίου ο γιος Ρωμανός, είχε μνηστευθεί, την αδελφή τού βασιλιά τής Ιταλίας Λοθάριου, την Βέρθα. Ο Κωνσταντίνος, όταν πληροφορήθηκε ότι ο Βερεγγάριος Β΄, που έγινε παντοδύναμος στην Λομβαρδία, ετοιμαζόταν να σφετερισθεί την βασιλεία από τον Λοθάριο, έγραψε στον ισχυρό εκείνο δυνάστη διαβεβαιώνοντάς τον για την φιλία του και συνιστώντας του τον νεαρό βασιλιά. Ο Βερεγγάριος Β΄, απέστειλε την απάντησή του με τον γραμματέα του, Λουιτπράνδο, που ήταν τότε πάρα πολύ νέος, και η οικογένειά του ανέλαβε να καλύψει όλα τα έξοδα τής αποστολής αυτής, γιά να τού δώσει την δυνατότητα να μάθει την ελληνική γλώσσα.
……….Στην δεύτερη πρεσβεία τού 968, ήταν πολλές από την πλευρά τού Νικηφόρου Φωκά οι αφορμές δυσαρέσκειας και δυσπιστίας, γι’ αυτό και οι σχέσεις ήταν δύσκολες, πόσο μάλλον όταν ο Όθων Α΄ ζητούσε με το συνοικέσιο ως προίκα την Κάτω Ιταλία. Ο Νικηφόρος αντιθέτως επέμενε να ανακτήσει την κεντρική και την άνω Ιταλία έχοντας ως σύμμαχο τον Αδαλβέρτο, ο οποίος είχε καταφύγει στην Κωνσταντινούπολη μετά τον πρόσφατο θάνατο τού πατέρα του, Βερεγγάριου Β΄.
……….Ο Λουιτπράνδος έφτασε στην Κωνσταντινούπολη στις 4 Ιουνίου και κατέλυσε στο οίκημα που προοριζόταν γι’ αυτόν, το οποίο ονομάζει παλάτι, αλλά το περιγράφει ως φυλακή, προσθέτοντας ότι ο οικονόμος που είχε αναλάβει την συντήρησή του, τον έτρεφε κάκιστα. Ύστερα από δύο μέρες (6/6), οδηγήθηκε στον αδελφό τού αυτοκράτορα, Λέοντα, τον Κουροπαλάτη και Λογοθέτη, με τον οποίο από την αρχή η συζήτηση προδιέγραψε και την αποτυχία τής αποστολής.
……….Ο Λέοντας αρνιόταν να αποκαλέσει τον Όθωνα «αυτοκράτορα», αλλά τον ονόμαζε απλώς ρήγα. Επειδή ο Λουιτπράνδος επέμενε στην διατήρηση τού αυτοκρατορικού τίτλου τού κυρίου του, ο Λέοντας τού είπε ότι ήρθε στην Κωνσταντινούπολη όχι για σύναψη ειρήνης, αλλά για πρόκληση φιλονικίας, και ύστερα από αυτό, αφού σηκώθηκε οργισμένος, πήρε τις επιστολές τού Όθωνα, όχι ο ίδιος άμεσα, αλλά μέσω διερμηνέα.
……….Την επομένη, 7 Ιουνίου, ημέρα τής Πεντηκοστής, ο Λουιτπράνδος οδηγήθηκε στα ανάκτορα ενώπιον τού Αυτοκράτορά μας, Νικηφόρου Φωκά. Από αυτή την συνάντηση (όπως γράφει ο ίδιος στην έκθεσή του), επιχείρησε να γελοιοποιήσει τον Αυτοκράτορά μας, περιγράφοντάς την εξωτερική του εμφάνιση αλλά και τον χαρακτήρα του, με υποτιμητικούς και απαξιωτικούς όρους. Ωστόσο, ένας άλλος χρονογράφος, ο Λέοντας ο Διάκονος, μάς άφησε μία εντελώς διαφορετική εικόνα τού Νικηφόρου. Και επειδή έγραψε γιά τον Νικηφόρο, όταν στην Κωνσταντινούπολη διοικούσαν άνθρωποι κακώς διακείμενοι προς την μνήμη του, δεν μπορεί να θεωρηθεί πως τον κολάκευε.
……….Βάσει τής περιγραφής του, ο βασιλιάς ναι μεν δεν ήταν όμορφος άνδρας με την κλασσική έννοια τής ομορφιάς, είχε όμως σώμα αθλητικό, χαρακτήρα ατρόμητο και ευγενικό, προκαλώντας στους παρευρισκομένους σεβασμό και όχι γελοία εντύπωση. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι είχε σώμα κάπως ασύμμετρο, πώς θα ήταν δυνατόν ο Λουιτπράνδος, ως ένας σπουδαίος πρεσβευτής, να επικεντρώσει την προσοχή του σε αυτό και μόνο το ελάττωμα, όταν γιά πρώτη φορά έβλεπε έναν άνδρα που πέρασε όλη του την ζωή στα πεδία τής μάχης και έστησε τόσα πολλά γνωστά σε όλους μνημεία νίκης κατά των μωαμεθανών; Επομένως, γίνεται από την αρχή ολοφάνερη η κακοπροαίρετη στάση του και εξακολουθεί να φαίνεται σε όλη την πορεία τού λόγου του.
……….Σχετικά με τον συγκεκριμένο πρεσβευτή δεν τηρήθηκε το συνηθισμένο πρωτόκολλο που εφαρμόστηκε στην πρώτη αποστολή τού Λουιτπράνδου πριν από 20 χρόνια. Δεν έγινε δηλαδή επίσημη υποδοχή του γιά να ακολουθήσει συζήτηση γιά τα προβλήματα, αλλά κλήθηκε αμέσως σε συνέντευξη, κατά την οποία ο Νικηφόρος Φωκάς, αφού έλαβε τον λόγο, είπε τα εξής:
«Έπρεπε και θέλαμε να σε υποδεχθούμε φιλικά με μεγαλοπρέπεια, αλλά δεν το επέτρεψε η ασέβεια τού κυρίου σου, ο οποίος κατέλαβε την Ρώμη με εχθρική διάθεση, καταδίωξε μέχρι θανάτου τον Βερεγγάριο και τον Αδαλβέρτο και, αφού σκότωσε, τύφλωσε και εξόρισε πολλούς Ρωμαίους, αποπειράθηκε να υποδουλώσει στο τέλος και τις δικές μας πόλεις, με φωτιά και φόνους. Επειδή απέτυχε στον άδικο αυτό σκοπό του, σήμερα μάς στέλνει με το πρόσχημα τής ειρήνης ως κατάσκοπο εσένα, που τού υπαγόρευσες και τον παρότρυνες στην κακοβουλία του».
……….Ο Λουιτπράνδος βεβαιώνει ότι απάντησε σε αυτά με τις παρακάτω παρατηρήσεις σε έντονο και αγενές ύφος. Είναι αλήθεια ότι τα παραπάνω λόγια που αποδόθηκαν στον Αυτοκράτορα αποπνέουν μιά κάποια υπερβολική πικρία κατά τού Όθωνος. Αλλά, εκτός τού ότι ο Αυτοκράτορας μπορούσε να μιλήσει αυστηρότερα από τον πρεσβευτή, θεωρούμε ότι ο Λουιτπράνδος γενικά δεν εξέθεσε κατά λέξη τους διαλόγους, αλλά τους διασκεύασε, σύμφωνα με τις προσωπικές του εμπάθειες και τα συμφέροντα. Όπως και να έχει το πράγμα, να πώς αναφέρει ότι απάντησε στα όσα ειπώθηκαν προηγουμένως.
«Ο κύριός μου δεν κινήθηκε εναντίον τής Ρώμης με την βία ή τυραννικά, αλλά την απάλλαξε από τον τύραννο, καλύτερα από τυράννους. Μήπως δεν την δυνάστευαν θηλυπρεπείς και – το χειρότερο και αισχρότερο – πόρνες; Τότε νομίζω ότι ήταν σε κατάσταση ύπνου η δύναμή σου και η δύναμη των προκατόχων σου, που μόνο στο όνομα ήταν και όχι στην ουσία Αυτοκράτορες των Ρωμαίων. Αν ήταν ισχυροί, αν ήταν Αυτοκράτορες Ρωμαίων, γιατί εγκατέλειψαν την πόλη στα χέρια πορνών; Μήπως και από τους αγιοτάτους πάπες άλλοι δεν εξορίστηκαν ή καταπιέσθηκαν από σένα; Μήπως και ο Αλδαβέρτος δεν έστειλε υβριστικές επιστολές στον Ρωμανό και τον Κωνσταντίνο, τους προκατόχους σου Αυτοκράτορες; Μήπως δεν λεηλάτησε τις εκκλησίες των αγίων Αποστόλων; Ποιος από σας τους Αυτοκράτορες παρακινημένος από θείο ζήλο φρόντισε να τιμωρήσει μιά τέτοια ασέβεια και να αποκαταστήσει την δύναμη τής Εκκλησίας; Εσείς όλα αυτά τα παραμελήσατε, όχι όμως και ο κύριός μου, ο οποίος, ξεκινώντας από τα πέρατα τής γης και φτάνοντας στην Ρώμη, ανέτρεψε τους ασεβείς και απέδωσε στους τοποτηρητές των αγίων Αποστόλων κάθε δύναμη και τιμή. Έπειτα από αυτό, πράγματι τους εχθρούς του και τους στασιαστές εναντίον τού αποστολικού πατέρα, τους ιερόσυλους, τους επίορκους, αυτούς που βασάνισαν και λήστεψαν τους αποστολικούς πατέρες, θανάτωσε με διάφορους τρόπους και εξόρισε, ακολουθώντας τα δόγματα των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων Ιουστινιανού, Ουαλεντινιανού, Θεοδοσίου και άλλων. Αλλά, αν δεν έπραττε αυτό, θα θεωρούνταν ασεβής, άδικος, ωμός, τύραννος. Είναι μάλιστα πασίγνωστο ότι ο Βερεγγάριος και ο Αδαλβέρτος, με την βοήθεια των όπλων του παρέλαβαν από τα χέρια του το χρυσό σκήπτρο τού ιταλικού βασιλείου, υποσχόμενοι με όρκο πίστη παρουσία των δούλων σου που σώζονται και ζουν ακόμη στην πόλη αυτή. Αλλά, επειδή με εισήγηση τού διαβόλου, από κακό σκοπό παραβίασαν τον όρκο εκείνο, δίκαια τους στέρησε την βασιλεία, ως λιποτάκτες και αποστάτες εναντίον του, όπως θα έπραττες και συ προς υπηκόους στασιαστές».
—«Αυτά, όμως», είπε ο Αυτοκράτορας «δεν παραδέχεται ο αξιωματικός αυτός εδώ τού Αδαλβέρτου».
—«Αν άλλα λέει αυτός», απάντησε ο Λουιτπράνδος, «ένας από τους δικούς μου αξιωματικούς θα αποδείξει αύριο με την άδειά σου με μονομαχία, ότι το πράγμα έχει όπως εγώ το περιγράφω».
—«Έστω» απάντησε ο Νικηφόρος, «ότι δίκαια έπραξε αυτά, όπως υποστηρίζεις, αλλά γιατί επιτέθηκε με φωτιά και πόλεμο στα σύνορα τού δικού μου κράτους, ενώ είμαστε φίλοι και σχεδιάζαμε να συνάψουμε με γάμο ακλόνητη συμμαχία;».
Στο σημείο αυτό ο Λουιτπράνδος παρατήρησε:
—«Η καταγωγή των κατοίκων και η γλώσσα τής χώρας αυτής που θεωρείς ότι ανήκει στο κράτος σου φανερώνουν ότι ανήκουν στο ιταλικό βασίλειο».
Και, αφού με διάφορα λόγια προσπάθησε να αποδείξει τον ισχυρισμό αυτό, πρόσθεσε:
—«Εντούτοις, ο κύριός μου με έστειλε σε σένα. Αν θέλεις λοιπόν να δώσεις την κόρη τού Ρωμανού και τής αυτοκράτειρας Θεοφανούς στον γιο τού αυτοκράτορα Αυγούστου Όθωνα και κυρίου μου, να το επιβεβαιώσεις με όρκους προς εμέ και εγώ πάλι θα βεβαιώσω με όρκο, όσα ο κύριός μου θα πράξει και θα τηρήσει γιά σένα, σε ανταμοιβή τής χάρης αυτής. Αλλά και ως άριστη εγγύηση φιλίας προφέρει ο κύριός μου στην αδελφότητά σου, ολόκληρη την Απουλία που έχει υποτάξει».
—«Η δεύτερη ώρα πέρασε» παρατήρησε ο Νικηφόρος «και είναι ανάγκη να τελέσουμε την προέλευση, άλλη φορά θα απαντήσουμε σε αυτά που είπες».
……….Προέλευση λεγόταν ό,τι σήμερα ονομάζουμε τελετή και παράταξη. Η προέλευση τής Πεντηκοστής ήταν η πομπική μετάβαση του βασιλιά στον μεγάλο ναό, η τέλεση εκεί τής Θείας Λειτουργίας, η επιστροφή του στα ανάκτορα και το επίσημο γεύμα που δινόταν πάνω σε χρυσά τραπέζια. Όλα αυτά περιγράφονται με λεπτομέρεια στο θ’ κεφάλαιο τού πρώτου βιβλίου τής Βασιλείου τάξεως.
……….Πόσο όμως διαφέρει εκείνη η μεγαλοπρεπής περιγραφή από την βωμολοχία, με την οποία ο Λουιτπράνδος επιχείρησε να την διακωμωδήσει! Τους δήμους που είχαν παραταχθεί εκατέρωθεν, τους αναφέρει σαν ένα συρφετό χυδαίων και ξυπόλητων ανθρώπων, ενώ, όπως είναι γνωστό, οι ονομαζόμενοι δήμοι, δηλαδή οι Βένετοι και οι Πράσινοι, αποτελούσαν το ισχυρότερο τμήμα των κατοίκων τής Κωνσταντινούπολης και συμμετείχαν σε όλες τις τελετές. Γιά την ενδυμασία τους αναφέρεται ιδιαίτερα ο Προκόπιος, λέγοντας το εξής: «Όλοι ήθελαν να φαίνονται εύποροι φορώντας ενδύματα γιά επίδειξη, που δεν ήταν ανάλογα με την αξία τους».
……….Κανένας, σύμφωνα με όσα λέει, δεν ήταν ντυμένος με χρυσό και πολύτιμους λίθους, εκτός μόνο από τον Νικηφόρο, τού οποίου όμως τα αυτοκρατορικά κοσμήματα τον έκαναν να φαίνεται πιό αηδιαστικός από ό,τι ήταν, επειδή ήταν κατασκευασμένα για άνθρωπο πιό μεγαλόσωμο. «Μα την ζωή σας» φωνάζει (διότι απευθύνεται στον Όθωνα και την σύζυγό του Αδελαΐδα), «μα την ζωή σας που την θεωρώ πολυτιμότερη από την δική μου, ένα και μόνο από τα πολύτιμα ενδύματα των ευγενών σας, είναι ασυγκρίτως πολυτιμότερο από 100 στολές εκείνων και τού ίδιου τού Νικηφόρου». Είναι φανερό ότι εδώ ο παραλογισμός του Λουιτπράνδου υπερβαίνει κάθε όριο.
……….Κατά την αναμφισβήτητη μαρτυρία σχεδόν κάθε σελίδας τής Βασιλείου τάξεως και τού Κωδίνου, οι στολές των αξιοματούχων ήταν χρυσοκέντητες και δεν υπήρχε κανένας λόγος να είναι η πολυτέλειά τους μικρότερη στην εποχή τού Νικηφόρου Φωκά. Διότι, όταν συνέρρευσαν τόσοι πολλοί θησαυροί στην αυλή τής Κωνσταντινούπολης από την ανάκτηση τής Κρήτης, τής Κιλικίας και τής Συρίας, η σύγκρισή της με τις ομολογουμένως φτωχότερες αυλές τής Δύσης είναι αλήθεια κωμική.
……….Αλλά το πάθος τού Λουιτπράνδου κορυφώνεται. Αγανακτώντας γιά τις συνήθεις ευχές και ευλογίες που αντηχούσαν όταν περνούσε ο Νικηφόρος, ανακράζει ότι πολύ πιό εύστοχοι θα ήταν, αν τού απέδιδαν τα παρακάτω 16 επίθετα: μαύρε, σβησμένε, που περπατάς σαν παλιόγρια, τραγομούρη, αγροίκε, ακάθαρτε, τραγοπόδαρε, κέρατά, Κένταυρε, αγριόχοιρε, αμαθέστατε, αγριάνθρωπε, βάρβαρε, ωμέ, τριχωτέ, αποστάτη, Καππαδόκη.
……….Μετά την επιστροφή από την εκκλησία, ο Λουιτπράνδος προσκλήθηκε στο γεύμα που δινόταν την ημέρα τής Πεντηκοστής. Αμέσως όμως δυσαρεστήθηκε, διότι δεν τού έδωσαν μία από τις πρώτες θέσεις στο τραπέζι, αλλά την 15η. Στην διάρκεια τού γεύματος, που το χαρακτηρίζει ως μακρό και αηδιαστικό, ο Νικηφόρος τού μίλησε με κάποιο σαρκασμό και περιφρόνηση γιά τις στρατιωτικές και ναυτικές δυνάμεις τού κυρίου του. Ενώ ο πρεσβευτής ετοιμαζόταν να δώσει την κατάλληλη απάντηση, ο Νικηφόρος δεν τού επέτρεψε να μιλήσει και πρόσθεσε με περιφρόνηση: «Εσείς δεν είστε Ρωμαίοι αλλά Λογγοβάρδοι».
……….Τότε ο Λουιτπράνδος, μην μπορώντας να συγκρατήσει την αγανάκτησή του και χωρίς να προσέξει ότι ο Νικηφόρος με το δείκτη τον διέτασε να σωπάσει, εκστόμισε πολλές ύβρεις κατά των Ρωμαίων αρχίζοντας από τον Ρωμύλο. Πρόσθεσε ότι οι Λογγοβάρδοι και οι άλλοι Γερμανοί, όταν κάποιον ήθελαν να τον υβρίσουν, τον αποκαλούσαν Ρωμαίο και μόνο σε αυτό το όνομα περιλάμβαναν καθετί το αγενές, άνανδρο, φιλάργυρο, ασελγές, δόλιο και γενικά κάθε κακία. Χωρίς να αρκεσθεί σε αυτά, πρόσθεσε ότι, αν γινόταν πόλεμος, με τις πρώτες μάχες θα αποδεικνυόταν ποιοί ήταν γενναιότεροι. Θυμωμένος από τα λόγια αυτά ο Νικηφόρος, διέταξε με το χέρι του, που το σήκωσε μάλιστα ως την μέση τού τραπεζιού, να πάψει ο Λουιτπράνδος να μιλάει και να φύγει για το κατάλυμά του. Τέλος έγραψε στον αδελφό τού Νικηφόρου, Λέοντα, τον Κουροπαλάτη και Λογοθέτη τα εξής: «Αν ο γαληνότατος αυτοκράτορας σκοπεύει να αποδεχθεί την πρόταση γιά την οποία ήλθα, τα παθήματα που υποφέρω εδώ δεν με καταβάλλουν. Παρακαλώ όμως να πληροφορήσεις τον κύριό μου, ότι δεν χρονοτριβώ εδώ μάταια. Εάν όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά, ας μού επιτραπεί να αποπλεύσω με το ενετικό πλοίο που αναχωρεί, διότι είμαι ασθενής και, αν έφθασε η ώρα τού θανάτου μου, επιθυμώ να ταφώ στην πατρίδα μου».
……….Τέσσερεις μέρες μετά την παραλαβή τής επιστολής, ο Λέοντας κάλεσε τον Λουιτπράνδο σε συνέντευξη, στην οποία παρευρέθηκαν και κάποιοι άλλοι από τους δημόσιους λειτουργούς και κυρίως ο παρακοιμώμενος Βασίλειος. Αλλά ύστερα από όσα εκθέσαμε προηγουμένως, εννοείται ότι η συνεννόηση ήταν δύσκολη. Αφού ρώτησαν τον πρεσβευτή το λόγο γιά τον οποίο πήγε στην Κωνσταντινούπολη, αυτός απάντησε, γιά να συμφωνήσει μελλοντική συγγένεια μέσω γάμου που θα έφερνε διαρκή ειρήνη. Οι άνθρωποι τού Λέοντα παρατήρησαν ότι δεν ακούστηκε ποτέ πορφυρογέννητου κόρη και η ίδια πορφυρογέννητη, να παντρευτεί αλλόφυλο. Αυτό ίσως μπορούσε να γίνει, αν παρέδιδαν την Ρώμη, την Ραβένα και την υπόλοιπη χώρα μέχρι την Κάτω Ιταλία. Αν πάλι επιθυμούσαν την φιλία τού Αυτοκράτορα χωρίς συγγένεια, ας άφηναν ελεύθερη την Ρώμη υπαγάγοντας στο άγιο κράτος του τους ηγεμόνες τής Καπύης και τού Βενεβέντου.
……….Σε αυτά ο Λουιτπράνδος παρατήρησε ότι ο αυτοκράτορας Χριστόφορος νυμφεύθηκε την κόρη τού ηγεμόνα των βουργάρων Πέτρου, ενώ ο Όθωνας είχε δούλους ισχυρότερους από τον ηγεμόνα αυτό. Τούτο όμως δεν ειπώθηκε πολύ έξυπνα και με ευχέρεια αναιρέθηκε από τους ανθρώπους τού Λέοντα, οι οποίοι τού απάντησαν ότι ο ίδιος ο Χριστόφορος δεν ήταν πορφυρογέννητος.
……….Αφού συνέχισε τον λόγο ο Λουιτπράνδος, επανέλαβε το επιχείρημα ότι ο Όθωνας δεν αφαίρεσε την Ρώμη από το ανατολικό κράτος, αλλά την απάλλαξε από την υποδούλωση σε κάποιες πόρνες, αποδίδοντας εκτός των άλλων στον τοποτηρητή των αγίων Αποστόλων όλα τα κτήματα που ανήκαν σε αυτόν στην δυτική Ευρώπη. Γιατί λοιπόν και ο Αυτοκράτορας τής Ανατολής δεν έπραττε το ίδιο ως προς τα κτήματα τής αποστολικής έδρας που βρίσκονταν στο κράτος του;
……….Επειδή ο παρακοιμώμενος Βασίλειος τού απάντησε ότι θα το έπραττε όταν η Ρώμη και η ρωμαϊκή Εκκλησία οργανώνονταν σύμφωνα με την θέλησή του, ο Λουιτπράνδος τού αποκρίθηκε ειρωνικότατα ότι κάποιος άνθρωπος, που περιυβρίστηκε, επικαλέστηκε την εκδίκηση τού Θεού και, όταν ο Θεός τού είπε ότι θα έπραττε αυτό την ημέρα τής κρίσεως, τόσο αργά, τού απάντησε εκείνος. Τότε κάγχασαν όλοι, εκτός από τον αδελφό τού βασιλιά και, όταν διακόπηκε η συνέντευξη, οδηγήθηκε ο Λουιτπράνδος στο κατάλυμά του, όπου παρέμενε, όπως λέει ο ίδιος, φυλασσόμενος αυστηρά, μέχρι την γιορτή των αγίων Αποστόλων. Τότε προσκλήθηκε και αυτός και κάποιοι πρεσβευτές των βουργάρων που είχαν φτάσει την προηγούμενη μέρα, γιά να παρευρεθούν στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων στην Θεία Λειτουργία και κατόπιν να παρακαθίσουν στο βασιλικό τραπέζι.
……….Αλλά εδώ πάλι συνέβη νέο σκάνδαλο. Επειδή ο πρεσβευτής των βουργάρων κάθισε σε θέση πιό τιμητική από τον Λουιτπράνδο, εκείνος αγανάκτησε και αποχώρησε από το συμπόσιο. Αμέσως όμως τον ακολούθησαν ο αδελφός τού Αυτοκράτορα και ο αρχιγραμματέας Συμεών και αφ’ενός με εξηγήσεις, αφ’ετέρου με απειλές, τον έπεισαν να επανέλθει στο βασιλικό τραπέζι. Εκεί ο βασιλιάς, γιά να τον εξευμενίσει, τού έστειλε από το βασιλικό ερίφιο που έτρωγε ο ίδιος, ως ένδειξη τής ιδιαίτερης εύνοιάς του. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να βρει το ερίφιο αηδιαστικότατο, το οποίο, λέει, ότι ήταν ανακατεμένο με σκόρδα, κρεμμύδια, πράσα και καρυκευμένο με χαβιάρια.
……….Έπειτα από οκτώ μέρες, και αφού είχαν αποχωρήσει οι πρεσβευτές των βουργάρων, προσκλήθηκε πάλι στο βασιλικό γεύμα, στο οποίο παρευρέθηκαν ο πατριάρχης και πολλοί επίσκοποι. Στο συμπόσιο αυτό η συζήτηση περιστράφηκε, όπως ήταν φυσικό, γύρω από τα εκκλησιαστικά ζητήματα.
……….Ο Λουιτπράνδος, αφού παρατήρησε ότι όλες οι αιρέσεις παρουσιάστηκαν στην Ανατολή, ισχυρίστηκε στη συνέχεια ότι αυτές δεν περιορίστηκαν και δεν κατεστάλησαν παρά μόνο από τις συνόδους τής Δύσης. Αυτό όμως δεν είναι αληθινό, διότι, καθώς ξέρουμε, οι επτά οικουμενικές σύνοδοι που καταπολέμησαν κάθε αίρεση έγιναν στην Ανατολή. Είχε και άλλες πολλές συζητήσεις με τον Νικηφόρο Φωκά, ο οποίος δεν έπαυε να απαιτεί να παρατήσει ο Όθωνας τον τίτλο τού αυτοκράτορα και να παραδώσει το Βενεβέντο και την Καπύη. Είναι περιττό να προσθέσουμε ότι ο Λουιτπράνδος, μιλώντας γιά τις συζητήσεις αυτές και τα γεύματα στα οποία πάντοτε ήταν καλεσμένος, δεν έπαψε να υβρίζει και να χλευάζει τα πάντα.
……….Ο Αδαλβέρτος, ο οποίος στο μεταξύ είχε επιστρέψει από την Ιταλία, διεμήνυσε στον βασιλιά ότι είχε έτοιμους 8.000 άνδρες και ότι ήταν σε θέση να νικήσει τον Όθωνα, αν λάβαινε κάποια ελληνική βοήθεια. Έτσι, ο Νικηφόρος προετοίμασε στόλο 28 πλοίων και, επειδή ο Αδαλβέρτος ζητούσε εκτός των άλλων και χρηματική βοήθεια, ο βασιλιάς διέταξε τον αρχηγό τού στόλου να δώσει τα χρήματα αυτά στον Ιταλό ηγεμόνα, αν πραγματικά είχε την δύναμη την οποία έλεγε. Ο στόλος απέπλευσε στις 19 Ιουλίου, αλλά δεν ξέρουμε αν διεκπεραιώθηκε στην Ιταλία.
……….Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Όθωνας, μόλις πληροφορήθηκε τις δυσμενείς διαθέσεις τού Αυτοκράτορα, εισέβαλε στην Απουλία και πολιόρκησε την Βάρη, χωρίς να περιμένει την επιστροφή τού πρεσβευτή του, ωστόσο με προτροπή τού Λουιτπράνδου, παράτησε την επιχείρηση αυτή. Όσο γιά την απιστία, την πονηριά και την απάτη, που δεν παύει να στηλιτεύει ο Λουιτπράνδος, ο Νικηφόρος Φωκάς γεγονός είναι ότι σεβάστηκε το δίκαιο των εθνών και δεν έκανε κανένα κακό στον πρεσβευτή τού οποίου ο ηγεμόνας επιχειρούσε εχθροπραξίες, ενώ ο αντιπρόσωπός του βρισκόταν ακόμα στην Κωνσταντινούπολη. Περιορίστηκε μόνο στο να καλέσει τον Λουιτπράνδο και να τού πει ότι μπορούσε να επιστρέψει ελεύθερα στον κύριό του, καθόσον και ο ίδιος ετοιμαζόταν να φύγει γιά την τελευταία εκστρατεία κατά των μωαμεθανών.
……….Ο Αυτοκράτορας αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη στις 22 Ιουλίου. Αφού παρέμεινε κάποιες μέρες στα παλάτια τού Βρύαντα στη Βιθυνία, κάλεσε πάλι κοντά του τον Λουιτπράνδο και τού είπε ότι, αφού δεν ήθελε να πράξει σύμφωνα με τις ευχές και τις επιθυμίες του και να συνάψει φιλία παντοτινή μεταξύ τού Αυτοκράτορα και τού κυρίου του, τουλάχιστον ας κατόρθωνε να μην συμμαχήσει ο κύριός του με τους ηγεμόνες τής Καπύης και τού Βενεβέντου, τους οποίους, ενώ ήταν δούλοι του, είχε σκοπό να τους πολεμήσει. Σε αυτό ο πρεσβευτής τού Όθωνα απάντησε ότι, επειδή εκείνοι ήταν υποτελείς στον κύριο του, δεν μπορούσε παρά να τους υπερασπίσει, αν τους έκαναν επίθεση και ότι ο Αυτοκράτορας, αν κινούνταν εναντίον τους, κινδύνευε να χάσει εκτός από τον στρατό που θα έστελνε, και τα δύο Θέματα τα οποία τού απέμεναν ακόμη πέρα από την θάλασσα, δηλαδή στην Κάτω Ιταλία. Ο Νικηφόρος, αν και δυσαρεστήθηκε, τον κάλεσε στο βασιλικό γεύμα γιΆ το οποίο πάλι κάνει λόγο με αηδία και βεβαιώνει ότι κατά την διάρκειά του, οι άνθρωποι τού βασιλιά έψαλλαν με εισήγησή του τα εξ αμάξης στον Όθωνα, τους Λατίνους και τους Τεύτονες. Ο πρεσβευτής είδε γύρω από τα παλάτια τού Βρύαντα και τον στρατό που μετέφερε ο Νικηφόρος γιά την εκστρατεία στην Συρία. Σύμφωνα με την συνήθεια που είχε να μιλάει με περιφρόνηση γιά όλα τα πράγματα τής Ανατολής, λέει ότι ο στρατός αυτός αποτελούνταν μεν από 80.000 άνδρες, αλλά ήταν σε όλα άθλιος και απειροπόλεμος. Εντούτοις, ήταν ο στρατός αυτός που λίγο αργότερα εκπόρθησε πολλά μωαμεθανικά φρούρια και απελευθέρωσε την Αντιόχεια.
……….Μετά την αναχώρηση τού Νικηφόρου Φωκά, ο πρεσβευτής, αν και είχε πάρει την άδεια να επιστρέψει στην πατρίδα του, εμποδίστηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον επίτροπο τής αρχής, τον πατρίκιο Χριστόφορο, με το επιχείρημα ότι οι δρόμοι δεν ήταν ασφαλείς στην ξηρά λόγω των Ούγγρων και στην θάλασσα λόγω των Σαρακηνών. Εκείνος όμως ισχυρίζεται ότι όλα αυτά ήταν προφάσεις και ότι έπαθε πάλι τα πάνδεινα φυλακισμένος στο κατάλυμά του. Στο μεταξύ, έφτασαν στις 15 Αυγούστου επιστολές τού πάπα, σύμφωνα με τις οποίες «Ο Νικηφόρος, ο Αυτοκράτορας των Γραικών, παρακινείται να συνάψει επιγαμία και φιλία αδιάρρηκτη μετά τού προσφιλούς και πνευματικού γιου τού Όθωνα, τού σεβαστού αυτοκράτορα των Ρωμαίων».
……….Ο τίτλος τού σεβαστού αυτοκράτορα των Ρωμαίων που αποδόθηκε στον Όθωνα με τις επιστολές αυτές, εξόργισε υπερβολικά τους άρχοντες τής Κωνσταντινούπολης. Οι γραμματοκομιστές φυλακίστηκαν και τα γράμματα στάλθηκαν στον Νικηφόρο, που ήταν τότε στην Μεσοποταμία. Η απάντησή του, ήρθε στις 10 Σεπτεμβρίου, ενώ στις 17 ο Λουιτπράνδος οδηγήθηκε στο παλάτι ενώπιον τού Χριστοφόρου, ο οποίος έχοντας γύρω του τρεις άλλους αξιωματικούς τον υποδέχθηκε, σύμφωνα με την ομολογία τού Λουιτπράνδου ευνοϊκά, και σηκώθηκε κατά την είσοδό του. Στην συνέχεια, τού είπε ότι δεν έπρεπε να οργίζεται ούτε εναντίον τού αγίου Αυτοκράτορα, ούτε εναντίον τού ίδιου, αν δεν επέστρεψε ακόμη στον κύριό του, ότι υπαίτιος ήταν ο πάπας που απέστειλε στον αγιότατο Αυτοκράτορα επιστολές υβριστικές με τις οποίες τον ονόμαζε αυτοκράτορα των Γραικών και όχι των Ρωμαίων και ο πάπας το έπραξε αυτό κατά προτροπή τού κυρίου του. Αν ο πάπας δεν ήταν ο αμαθέστερος των ανθρώπων, πρόσθεσε ο Χριστόφορος, έπρεπε να ξέρει ότι ο Κωνσταντίνος, όταν μετέθεσε στην Κωνσταντινούπολη τα σκήπτρα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μεταβίβασε εκεί και τα σύμβολά της και την σύγκλητο και τον στρατό και δεν άφησε στην παλιά Ρώμη παρά όχλο χυδαίο και δουλοπρεπή. Επειδή είναι αδύνατον να τα αγνοεί αυτά όλα, σημαίνει ότι έγραψε την υβριστική αυτή επιστολή με εισήγηση τού Όθωνα Α΄, τα δεινά επακόλουθα τής οποίας θα προκύψουν σύντομα.
……….Ο δυστυχής Λουιτπράνδος νόμισε, κατά δική του ομολογία, ότι είχε φτάσει η τελευταία του ώρα και ζήτησε με κάθε τρόπο να δικαιολογήσει και να διορθώσει την κατάσταση. Είπε ότι ο πάπας, ο οποίος διακρινόταν γιά την αφέλεια περισσότερο παρά γιά την πονηριά του, έγραψε αυτά νομίζοντας ότι θα ευχαριστούσε τον Αυτοκράτορα και δεν ήθελε να τον υβρίσει. Ο πάπας ήξερε ότι ο Κωνσταντίνος μετέθεσε εκεί όλη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αλλά γνώριζε συγχρόνως ότι οι άρχοντες τής Κωνσταντινούπολης άλλαξαν από τότε γλώσσα, έθιμα και ενδυμασία και νόμισε ότι, όπως όλα αυτά δεν τους άρεσαν πλέον, δεν θα τους άρεσε και το όνομα των Ρωμαίων. Επειδή όμως αλλιώς είχε το πράγμα, μπορούσαν να είναι βέβαιοι στο εξής, ότι ο πάπας θα υπέγραφε τις επιστολές του έτσι: «Ιωάννης πάπας Ρώμης προς Νικηφόρο, Κωνσταντίνο και Βασίλειο, τους κραταιούς Αυγούστους και αυτοκράτορες των Ρωμαίων». Η διαβεβαίωση αυτή ευχαρίστησε τους ανθρώπους τού Χριστοφόρου, αλλά έπειτα από λίγο η συζήτηση, αφού επανήλθε στα περί συνοικεσίου και ειρήνης, έγινε πάλι τόσο πικρή, ώστε ο επίτροπος τής αρχής δεν επιχείρησε να εμποδίσει πλέον την αναχώρηση τού πρεσβευτή, αλλά θέλησε να τον ταπεινώσει με διάφορους τρόπους.
……….Με ειδικές συνθήκες, τα έθνη με τα οποία είχαν συνομολογηθεί εμπορικές συμφωνίες, ήταν απαλλαγμένα από το εξαγωγικό τέλος μέχρι κάποιας αξίας των εμπορευμάτων. Ενίοτε δε και τα εμπορεύματα μεγαλύτερης αξίας ή πλήρωναν τέλος κατώτερο τού κανονισμένου, ή ήταν εντελώς ατελή. Αλλά με τον Όθωνα Α΄, δεν είχε συνομολογηθεί καμμία συνθήκη εμπορική, οι υπήκοοί του δεν απολάμβαναν το εξαιρετικό αυτό προνόμιο και ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν ακέραιο το τέλος για οποιασδήποτε αξίας εμπορεύματα. Εν τούτοις, ο Λουιτπράνδος θέλησε να εξαγάγει τα διάφορα πολύτιμα πορφυρά υφάσματα που είχε αγοράσει ατελώνιστα. Αλλά η κυβέρνηση, που δεν δεσμευόταν με καμμία συνθήκη και δεν είχε κανένα λόγο να παρέχει ιδιαίτερες χάρες στον πρεσβευτή, διέταξε να σφραγιστούν τα ευτελέστερα υφάσματα με μολυβένια σφραγίδα, γιά να πληρωθεί ο κανονισμένος φόρος, ενώ τα πολυτελέστερα να κρατηθούν, γιά τον λόγο ότι τέτοια ιμάτια άρμοζαν μόνο στους άρχοντες της Κωνσταντινούπολης, όχι όμως και στους αλλόφυλους, διατάζοντας ωστόσο να τού πληρώσουν το αντίτιμό τους.
……….Ο Λουιτπράνδος έγινε έξω φρενών, επιδόθηκε σε ύβρεις, όπως λέει, και επιχείρησε, κάτι το οποίο είναι πιθανότερο, να δικαιολογήσει την λαθρεμπορία του με διάφορα σοφίσματα, προσθέτοντας ότι κατά την πρώτη του πρεσβεία επί Πορφυρογέννητου είχε αγοράσει πολύ περισσότερα και πολυτελέστερα ιμάτια, τα οποία ούτε ερευνήθηκαν ούτε σφραγίστηκαν με μολυβένια βούλα. Αλλά ο Χριστόφορος ήταν αμετάπειστος και παρατήρησε ως προς το τελευταίο επιχείρημα, ότι ο μεν Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, ήταν άνδρας ήπιος και απόλεμος και με τέτοιες παραχωρήσεις αποπειράθηκε να κερδίσει την εύνοια των αλλοδαπών, ενώ ο σημερινός βασιλιάς ήταν άνδρας δραστήριος και δεν εξαγόραζε με χρήματα την φιλία των εθνών, αλλά στην ανάγκη επέβαλλε με το ξίφος τον σεβασμό που τού όφειλαν.
……….Λέγοντας αυτά, τού παρέδωσε δύο επιστολές, την μία (χρυσόβουλο) προς τον Όθωνα και υπογεγραμμένη από τον Αυτοκράτορα, ενώ την άλλη προς τον πάπα (αργυρόβουλο), προσθέτοντας: «Τον πάπα σας κρίνουμε ανάξιο απαντήσεως Αυτοκρατορικής, γι’ αυτό γράφει προς αυτόν ο αδελφός τού βασιλιά ο κουροπαλάτης».
……….Και αφού παρέλαβε ο πρεσβευτής τις επιστολές, ο Χριστόφορος και οι άνθρωποί του με ευγένεια τού ευχήθηκαν καλό ταξίδι, τον ασπάσθηκαν και τον άφησαν ελεύθερο. Αλλά, ενώ έφευγε, τού ανήγγειλαν συγχρόνως ότι δεν μπορούσαν να τού χορηγήσουν παρά μόνο άλογα γιά τον ίδιο και για την ακολουθία του, όχι όμως και ζώα φορτηγά. Τέλος στις 2 Οκτωβρίου ο Λουιτπράνδος, αφού έγραψε στους τοίχους τού καταλύματος του, κάποιους άθλιους και υβριστικούς στίχους, αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη διά ξηράς, και αφού οδοιπόρησε 49 μέρες, έφτασε στην Ναύπακτο και από εκεί απέπλευσε στις 24 Νοεμβρίου, όπου μέσω Λευκάδος και Κέρκυρας επέστρεψε στην Ιταλία, εξακολουθώντας πάντοτε να υβρίζει και να συκοφαντεί.
,,,,,,,,,,’Ετσι τελείωσε η πολυθρύλητη αυτή πρεσβεία. Ούτε οι προτάσεις περί συνοικεσίου τού Όθωνος Α΄ ούτε οι άτοπες και άκαιρες απειλές τού Λουιτπράνδου, έπεισαν τον Αυτοκράτορά μας, Νικηφόρο Φωκά, να παραχωρήσει έστω και μιά σπιθαμή από τις δυτικότερες κτήσεις τού κράτους ή κάποια ελάχιστη από τις αρχαίες αξιώσεις τής Ανατολικής Αυτοκρατορίας.
……….Έπειτα από λίγο, η απελευθέρωση τής Αντιόχειας ολοκλήρωσε την μακρά σειρά των θριάμβων τού Νικηφόρου κατά τής μουσουλμανικής κυριαρχίας. Ενώ πριν από λίγα χρόνια ακόμη, αυτοί, κυρίαρχοι τής Κρήτης, τής Κιλικίας τής Κύπρου και τής Συρίας, λεηλατούσαν άφοβα όλα τα υπόλοιπα ελληνικά νησιά και τα παράλια, κυρίευαν την δεύτερη πόλη τού κράτους, την Θεσσαλονίκη, και με κάθε τρόπο ταπείνωναν και εξασθένιζαν τον χριστιανισμό τής Ανατολής, ο Νικηφόρος, αφού απελευθέρωσε την Κρήτη, την Κύπρο και την Κιλικία, απειλούσε με την καθολική έξωσή τους από την Συρία.
……….Επιπλέον, γέμισε το δημόσιο ταμείο με αμύθητους θησαυρούς και έκοψε κάθε επικοινωνία με τους μουσουλμάνους τής Δύσης. Είναι αλήθεια ότι απέτυχε η εκστρατεία κατά των Αράβων τής Σικελίας, αλλά τα κατορθώματά του στην Ανατολή άμβλυναν μέχρις ενός σημείου την αποτυχία αυτή και κατέδειξαν το μέγεθος τής αξίας που απέκτησε σε όλο τον μουσουλμανικό κόσμο. Όταν σε ένα από τα φρούρια που κυρίευσε στην Παλαιστίνη, πήρε το ξίφος τού Μωάμεθ, το απέστειλε στον χαλίφη τής Αφρικής αξιώνοντας ως αμοιβή την απόδοση τού πατρικίου Νικήτα και των άλλων αιχμαλώτων. Εκείνος έσπευσε να ικανοποιήσει άμεσα το αίτημα. Ο Λέοντας ο Διάκονος έγραψε: «Τον κατέλαβε δέος όταν άκουσε για χερσαία εκστρατεία και απόβαση στόλου, διότι ο ασυναγώνιστος αυτός άνδρας, γινόταν στις μάχες απλησίαστος και άπιαστος, νικώντας εύκολα τους αντιπάλους του σαν να είχε θεϊκή δύναμη· όλα τα έθνη έφριτταν και σάστιζαν και βιάζονταν να τον έχουν φίλο και δεσπότη και όχι εχθρό».
……….Αλλά όση και αν ήταν η πολεμική ικανότητα τού Νικηφόρου και η δύναμη με την οποία ενίσχυσε το κράτος, εξαιτίας τής μείωσης των οικονομικών καταχρήσεων, απέκτησε και πολλούς εχθρούς. Ενώ όλοι οι φιλότιμοι άνθρωποι χαίρονταν γιά τα κατορθώματά του και προέβλεπαν τα καλύτερα γιά το μέλλον, οι αντιπολιτευόμενοι υπέσκαπταν την εξουσία του, διαδίδοντας στον όχλο διάφορους χρησμούς από μοναστήρια και μοναχούς γιά την επικείμενη πτώση του, και υπόσχονταν την έλευση χρυσού αιώνα έπειτα από αυτή.
Πηγή:
-
το μέγαλο: www.e-istoria.com
-
και το : National Geografic (802 – 867)