.
.
……….Ὁ Γερμανὸς Καραβαγγέλης, ὡς ἡγετικὴ φυσιογνωμία τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος, ἀνέπτυσσε πρωτοβουλίες, συνεργαζόταν μὲ ἐκπρόσωπους τῶν Ἀθηνῶν περιόδευε τὴν Ἐπαρχία, ταλαιπωροῦνταν, κινδύνευε, ἐμψύχωνε τοὺς πάντες, ἀλληλογραφοῦσε μὲ παράγοντες, ὁργάνωνε ἀντιστασιακὲς ὁμάδες, ἀναπτέρωνε τοὺς Ἕλληνες καὶ Πατριαρχικούς, ἐνίσχυε τοὺς ἀδύναμους, σαγήνευε τοὺς ὁπλαρχηγούς, ξυπνοῦσε τὶς ὑπνωτοῦσες συνειδήσεις τῶν Ἀθηνῶν καὶ μὲ μία ἀσυνήθιστα ἔντονη, διαρκὴ καὶ ἀποτελεσματικὴ δραστηριότητα, περιφρουροῦσε τὸ ποίμνιό του καὶ τὸν Ἑλληνισμὸ τῆς βορειοδυτικῆς Μακεδονίας ἀπὸ τοὺς Βούλγαρους Ἐξαρχικούς.
……….Στὴν διαθήκη του, στὴν ὁποία, κληρονόμο του κατέστησε τὴν γενέτειρά του, Στύψη Λέσβου, ἐξέφρασε τὴν πικρία του γιὰ τὴν ἀγνωμοσύνη ποὺ ἔδειξαν, τόσο ἡ Πολιτεία ὅσο καὶ ἡ Ἐκκλησία:
……….«Ἡ κηδεία μου θὰ γίνη στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Καρύτση μὲ ἕναν μόνο ἱερέα, χωρὶς διάκονο. Δὲν δέχομαι δε στὴν κηδεία μου οὔτε ἀντιπρόσωπο τοῦ κράτους, οὔτε τῆς ἐκκλησίας, ἐάν τυχὸν ἤθελαν ἀναμνησθῆ μετὰ θανάτου τὰς ἐθνικὰς μου ὑπηρεσίας. Δὲν χρεωστῶ εἰς κανένα οὐδὲ ὁβολόν, εἰς τὸ Ἔθνος προσέφερα ὅ,τι ἦτο δυνατὸν ὡς Ἱεράρχης τοῦ ’21…».