.

.
Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ 1025-1071
.
.Δρ. Εὐάγγελος Ε. Τζάχος
Διδάκτωρ, μηχανικὸς Ε.Μ.Π.
Ἐπιλεγμένο ἀπόσπασμα.
.
(…) Ὕστερα ἀπό αὐτά τὰ ἀποτυχημένα ἐγχειρήματα, ἡ Ζωὴ θυμήθηκε τὸν Κωνσταντῖνο τὸν Μονομάχο καὶ ἀνήγγειλε στὴν σύγκλητο, τὴν πρόθεσί της νὰ τὸν παντρευτῇ.
Ὁ Κωνστναντῖνος Μονομάχος, προερχόταν ἀπό μία παλιὰ ἀριστοκρατική οἰκογένεια. Ἧταν ὡραῖος, ξανθὸς, μὲ ἐκλεπτυσμένους τρόπους, γενναιόδωρος καὶ πολὺ πλούσιος. Αὐτός ἀρχικά εἶχε παντρευτεῖ μία ἀριστοκράτισσα ἡ ὁποῖα πέθανε νωρὶς. Στὴν συνέχεια, παντρεύτηκε τὴν Πουλχερία, ποὺ ἧταν ἀνηψιά τοῦ αὐτοκράτορα Ρωμανοῦ, ἀπό τὴν μεριὰ τῆς ἀδελφῆς του. Ἐπειδή ὅμως, ὅπως εἴδαμε, ὁ Κωνσταντῖνος ἀπολάμβανε τὴν ἐκτίμηση τῆς Ζωῆς, ὅταν ἀκόμη αὐτή ἦταν σύζυγος τοῦ Μιχαῆλ Δ’Παφλαγόνα, ὁ αὐτοκράτωρ χαλκεύοντας ψευδεῖς κατηγορίες ἐναντίον του καὶ προσκομίζοντας ψευδομάρτυρες, εἶχε ἐπιτύχει τὴν ἀπέλασή του ἀπό τὴν Βασιλεύουσα καὶ τὴν ἀποστολή του στὴν Μυτιλήνη, ὅπου ὁ Κωνσταντῖνος ἔμεινε ἐπί ἑπτά χρόνια μαζὶ μὲ τὴν ἐρωμένη του, Μαρία Σκλήραινα.
Ἐφόσον ἡ ἐπιθυμία τῆς Ζωῆς ἦταν νὰ παντρευτῇ τὸν Κωνσταντῖνο, ἡ σύγκλητος θεώρησε τὴν σκέψη της αὐτή, ὡς θεόπεμπτη καὶ ἀποφάσισε νὰ μετακαλέσῃ ἀπό τὴν ὑπερορία τὸν Κωνσταντῖνο.
Τὸ ταξίδι τοῦ ὑποψηφίου γαμπροῦ καὶ μετέπειτα αὐτοκράτορα δὲν ἔγινε μὲ ἰδιαίτερη ἐπισημότητα. Ὅμως, ὅταν πλησίασε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἡ ὑποδοχή του ἦταν λαμπρή. Ἐκεῖ στήθηκε μία αὐτοκρατορική σκηνὴ καὶ γύρω της τοποθετήθηκε ἡ βασιλικὴ σωματοφυλακὴ, ἐνῶ ἐμπρός ἀπό τὰ ἀνάκτορα, ὁργανώθηκε μία μεγαλοπρεπὴς συγκέντρωση.
Ἀφοῦ ὅλα ἑτοιμάστηκαν σύμφωνα μὲ τὸ πρωτόκολλο, δόθηκε τὸ σύνθημα τῆς εἰσόδου καὶ ἡ μεγαλοπρεπὴς πομπὴ, προχώρησε στὰ ἄδυτα τοῦ παλατιοῦ. Μετὰ τὸν γάμο, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ τρίτος καὶ γιὰ τοὺς δύο νεονύμφους, οἱ δύο ἀδελφές παραιτήθηκαν ἀπό τὴν βασιλικὴ ἐξουσία καὶ ὁ Κωνσταντῖνος Μονομάχος ἐγκαθίδρυσε τὴν «αὐτοκρατορική ἐξουσία».
Ἀμέσως μετὰ, ὁ νέος αὐτοκράτωρ, ἐγκατέστησε τὴν ἀγαπημένη του Σκλήραινα, κοντὰ στὸ παλάτι καὶ σύντομα τὴν ἔφερε μέσα στὰ ἀνάκτορα, δημιουργῶντας γιὰ τὴν ἐρωμένη του τὸν τίτλο τῆς «σεβαστῆς» καὶ τοποθετῶντας την ἱεραρχικά, ἀμέσως μετὰ τὶς δύο βασίλισσες.
Ὁ λαὸς ὅμως, ἀνησυχοῦσε γιὰ τὶς μελλοντικὲς ἐξελίξεις. Ὅταν στὶς 9/3/1044, ὁ αὐτοκράτωρ ξεκίνησε γιὰ μία πομπὴ, ὁ λαὸς διαδήλωσε τὴν δυσαρέσκειά του κραυγάζοντας, «ἡμεῖς τὴν Σκλήραιναν βασίλισσαν οὔ θέλομεν, οὐδέ δι’αὐτήν αἱ μᾶνναι ἡμῶν, αἱ πορφυρογέννητοι Ζωὴ τε καὶ Θεοδῶρα, θανοῦνται». Στὴν συνέχεια δὲ, τὰ πλήθη στράφηκαν ἀπειλητικά ἐναντίον τοῦ Μονομάχου, ὁ ὁποῖος σώθηκε ὡς ἐκ θαύματος, ὕστερα ἀπό τὴν ἔγκαιρη παρέμβαση τῶν δύο βασιλισσῶν.
Κατὰ τὸν βυζαντινὸ ἱστορικό Μ.Ψελλό, δύο πράγματα μποροῦσαν νὰ συμβάλλουν στὴν διατήρηση τῆς ἡγεμονίας : τὸ σύστημα τῆς κρατικῆς ἱεραρχίας καὶ ὁ οἰκονομικός πλοῦτος, στὰ ὁποῖα προστίθεται καὶ ἡ συνετὴ διαχείρηση ἀμφοτέρων.
Ὅμως ὁ Κωνσταντῖνος ἐξαρχῆς προέβη στὴν διασπάθιση ὅλων τῶν χρηματικῶν ἀποθεμάτων σκοπεύοντας νὰ μὴν ἀφήσῃ τίποτε στὰ ταμεῖα. Γιὰ νὰ μετριάσῃ δὲ τὶς ἀντιδράσεις ὁρισμένων Κωνσταντινουπολιτῶν, ἀμέσως μετὰ τὴν ἄνοδό του στὸν θρόνο, προέβη σὲ ἀπονομή ἀξιωμάτων καὶ διανομὴ χρημάτων.
Ἐπίσης ἔδωσε τὴν δυνατότητα στοὺς γραφειοκρᾶτες τῆς πρωτευούσης νὰ γίνουν μέλη τῆς συγκλήτου καὶ νὰ ἐπωφεληθοῦν ἀπό τὰ οὶκονομικά πλεονεκτήματα ποὺ τοὺς ἐξασφάλιζε αὐτή ἡ προαγωγή τους. Ἐπιπλέον, προσέφερε θεάματα στοὺς κατοίκους τῆς πρωτευούσης, φέρνοντας ἀπό τὴν Αἴγυπτο ἐξωτικά ζῶα ποὺ προκαλοῦσαν τὸν γενικὸ θαυμασμὸ τοῦ λαοῦ.
Ὁ Μονομάχος, ἀκολουθῶντας πολιτικὴ χαλαρότητας, ἔφθασε στὰ ἄκρα, ὑποχρεώνοντας τοὺς στρατιῶτες τῶν ἀνατολικών συνόρων τῆς αὐτοκρατορίας, δηλαδὴ τῆς Ἰβηρίας (Καυκάσου), νὰ ἐξαγοράσουν τὶς στρατιωτικὲς ὑποχρεώσεις τους πρὸς τὸ κράτος.
Ἔτσι ἄρχισαν καὶ αὐτοί, νὰ πληρώνουν «στρατεῖα» ἀντί νὰ ὑπηρετοῦν.
Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, αὐξήθηκαν σημαντικὰ τὰ κρατικὰ ἔσοδα, ὅμως αὐξήθηκε καὶ ὁ ἀριθμός τῶν ξένων μισθοφόρων. Τὸ μέτρο αὐτό, προκάλεσε τὴν ἐξασθένηση τῶν ἀνατολικῶν συνόρων, σύντομα δὲ οἱ ἐπαρχίες αὐτές δὲν θὰ εἶναι σὲ θέση νὰ συγκρατήσουν τὶς ὁρδές τῶν Σελτζούκων.
Μὲ τὰ ἐφαρμοσθέντα μέτρα, δημιουργήθηκε μεγάλη ἔλλειψη χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, μετάλλων μὲ τὰ ὁποῖα κατασκευάζονταν τὰ νομίσματα. Ὡς ἀντιστάθμισμα, ἀποφασίστηκε ἡ μείωσις τῆς περιεκτικότητος τῶν νομισμάτων σὲ χρυσὸ καὶ ἄργυρο, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ περιεκτικότητα τοῦ χρυσοῦ νομίσματος νὰ μειωθῇ ἀπό 23 καράτια σὲ 18. Ἕνα μεγάλο μέρος τῶν χρημάτων ποὺ συγκεντρώθηκαν ἀπό τὰ ἐπιβληθέντα μέτρα, χρησιμοποιήθηκε γιὰ τὴν ἐφαρμογή πολιτικῆς μεγάλων κοινωνικῶν παροχῶν.
Σύντομα ἰδρύθηκαν πτωχοκομεῖα, νοσοκομεῖα, γηροκομεῖα, καὶ μοναστήρια, τὸ πλουσιότερο ἀπό τὰ ὁποῖα ἦταν ἡ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Μαγγάνων στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐπίσης ἰδρύθηκαν καὶ ἐνισχύθηκαν τὰ μοναστήρια τῶν ἐπαρχιῶν, ὅπως ἡ Μεγίστη Λαῦρα, ἡ Νέα Μονὴ τῆς Χίου, πιθανότατα καὶ τὸ μεγάλο καθολικὸ τῆς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ Φωκίδος.
Κατὰ τὴν βασιλεία τοῦ Κωνσταντίνου Θ’, ἡ κεντρικὴ διοίκησις πέρασε στὰ χέρια τῶν διανοουμένων καὶ γραφειοκρατῶν τῆς Πόλης. Ἡ πολιτικὴ αὐτή, προκάλεσε τὴν ἀντίδραση τῶν ἀριστοκρατῶν τῆς ἐπαρχίας. Ὅταν ὁ Κωνσταντῖνος Θ’Μονομάχος, ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία, ὁ στρατιωτικὸς διοικητὴς τῆς Κύπρου εἶχε ἤδη ἐπαναστατήσει. Ὅμως ὁ αὐτοκρατορικός στόλος ποὺ ἐστάλη στὴν Κύπρο, ἀνακατέλαβε μὲ εὐκολία τὸ νησί.
Δύο ἄλλες ἐπαναστάσεις ποὺ ἐκδηλώθηκαν στὸ ἐσωτερικό τῆς χώρας, δείχνουν τὴν ἀντίδραση τῶν ἀριστοκρατῶν τῆς ἐπαρχίας πρὸς τὴν κεντρικὴ ἐξουσία. Ὁ στρατηγὸς Γεώργιος Μανιάκης, ποὺ εἶχε διακριθεῖ σὲ ὅλα τὰ μέτωπα, ὅταν ἐπαναστάτησε τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1043 στὸν Τάραντα τῆς Ἰταλίας, μετέφερε τὶς δυνάμεις του στὸ Δυρράχιο.
Στὴν μάχη ποὺ δόθηκε, νίκησαν οἱ ἐπαναστάτες, ἀλλά ὁ Μανιάκης σκοτώθηκε μὲ ἀποτέλεσμα οἱ δυνάμεις του νὰ παραδοθοῦν στὸν σεβαστοφόρο Στέφανο, εὐνοῦχο τῶν ἀνακτόρων. Μετὰ τὴν «νίκη» αὐτή, ὁ αὐτοκράτωρ Κωνσταντῖνος, διοργάνωσε πομπὴ θριάμβου. Αὐτή ἀποτελεῖτο ἀπό τὶς ἑξῆς ὁμάδες : ἀπό τὰ ἀσύντακτα ἐλαφρῶς ὁπλισμένα τμήματα ποὺ προπορεύονταν, τοὺς ἐπιλέκτους κατάφρακτους ἱππεῖς, ἐφοδιασμένους μὲ πανοπλία, τὸν ἡττημένο στρατὸ τῶν ἐπαναστατῶν, ποὺ κάθονταν ἐπάνω σὲ γαϊδούρια, μὲ ξυρισμένα κεφάλια, κοιτῶντας πρὸς τὰ πίσω καὶ μὲ ἀκαθαρσίες γύρω ἀπό τὸν λαιμό τους, ἐνῶ πίσω φερόταν τὸ κεφάλι τοῦ στασιαστοῦ, τοποθετημένο σὲ ἕνα δόρυ.
Μετὰ τὴν καταστολὴ τοῦ στασιαστικοῦ κινήματος τοῦ Μανιάκη, ξέσπασε πόλεμος μὲ τοὺς βαρβάρους. Οἱ Ρῶς, ἐνῶ διατηροῦσαν ἔως τότε ἄριστες σχέσεις μὲ τὸ Βυζάντιο, κίνησαν αἰφνιδιαστική ναυτικὴ ἐκστρατεῖα κατὰ τῆς αὐτοκρατορίας, μὲ 400 πλοιάρια, ὅταν ὁ αὐτοκρατορικός στόλος ἦταν διασκορπισμένος σὲ διάφορα λιμάνια. Τότε ὁ αὐτοκράτωρ κινήθηκε ταχύτατα, ἐξοπλίζοντας πρόχειρα τὰ πλοῖα ποὺ βρίσκονταν στὰ λιμάνια τῆς Πόλης, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσῃ τοὺς Ρῶς οἱ ὁποῖοι εἶχαν συγκεντρωθῇ στὶς ἀκτές ἀπέναντι ἀπό τὴν Πόλη. Ὅταν οἱ Ρῶς ἑτοιμάστηκαν, ἀπέπλευσαν ἀπό τὰ ἀγκυροβόλιά τους καὶ τοποθέτησαν τὰ σκάφη τους τὸ ἕνα δίπλα στὸ ἄλλο, ἀπέναντι ἀπό τὸν βυζαντινό στόλο. Τὸ ἀπόγευμα τῆς ἰδίας ἡμέρας, ὁ βασιλεῦς διέταξε δύο μεγάλα πλοῖα νὰ ἐπιτεθοῦν ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ. Αὐτοί τότε, κύκλωσαν μὲ τὰ σκάφη τους τὰ πλοῖα τοῦ Βυζαντίου καὶ προσπάθησαν νὰ ἀνοίξουν ὁπές στὰ ὑφαλά τους, χρησιμοποιῶντας δόρατα.
Σύντομα ὅμως, τὸ ὑγρό πῦρ ποὺ ἐκτοξεύτηκε ἀπό τὰ αὐτοκρατορικά πλοῖα, διέλυσε τὸν ρωσικὸ κλοιὸ. Ἀκολούθησε ἐπίθεση ἐναντίον τῶν ἐχθρικῶν σκαφῶν τὰ ὁποῖα ἐτράπησαν σὲ φυγὴ. Ἡ κακοκαιρία ποὺ σημειώθηκε ἐκείνη τὴν ὥρα μὲ φυσικὸ ἐπακόλουθο τρικυμία, συνέτειναν στὴν διάλυση τοῦ ἐχθροῦ’ πολλὰ δὲ πλοῖα του βυθίστηκαν αὔτανδρα.
Ἀργότερα σημειώθηκε ἀκόμη μία ἐπανάσταση γιὰ τὴν κατάληψη τοῦ θρόνου, ἀπό τοὺς ἀριστοκράτες τῆς δυτικῆς Θράκης ποὺ ἐκείνη τὴν περίοδο ἀποκαλεῖτο Μακεδονία. Ὁ αὐτοκράτωρ, ἀπό τὴν πλευρὰ τῆς μητέρας του, εἶχε ἕναν δεύτερο ἐξάδελφο ποὺ ὀνομαζόταν Λέων, τὸ γένος Τορνικίου, διέμενε δὲ στὴν Ἀδριανούπολη.
Αὐτός, ὅταν ἐνηλικιώθηκε, πέτυχε νὰ συγκεντρώσῃ γύρω του τὴν μακεδονικὴ παράταξη, ἡ ὁποία σχεδίαζε στάση. Σύντομα ὅμως, ὁ Κωνσταντῖνος πληροφορήθηκε τὴν συνωμοσία, στὴν ὁποῖα συμμετεῖχε καὶ ἡ ἀδελφή του Ἑλένη, καὶ φρόντισε νὰ τὸν ἀπομακρύνει, ἀναθέτοντάς του τὴν διοίκηση τῆς Ἰβηρίας. Στὸ μεταξὺ οἱ φῆμες γιὰ τὴν προετοιμαζομένη στάση τοῦ Τορνικίου ὀργίαζαν, ὁ δὲ βασιλεῦς, φοβούμενος τὴν πραγματοποίησή της, ἀποφάσισε νὰ στείλῃ πράκτορες στὴν Ἰβηρία, μὲ σκοπὸ νὰ κουρέψουν τὸν ἐπίδοξο στασιαστὴ καὶ νὰ τὸν κλείσουν σὲ μοναστήρι.
Ὁμως ὁ Τορνίκιος κατόρθωσε νὰ δραπετεύσῃ καὶ νὰ καταφύγῃ στὴν Ἀδριανούπολη ὅπου διέμεναν οἱ ὑποστηρικές του. Οἱ στασιαστὲς, προσεταιρίστηκαν τὰ στρατεύματα τῆς Δύσης καὶ ἔσπευσαν νὰ ἀνακηρύξουν βασιλιὰ τὸν Λέοντα Τορνίκιο. Αὐτός ἐνδύθηκε τὸ σχῆμα τοῦ αὐτοκράτορα καὶ ἄρχισε νὰ ἀσκῇ τὰ καθήκοντά του μὲ μεγαλοπρέπεια, ἀπαλλάσσοντας τοὺς στρατιῶτες ἀπό τὴν καταβολὴ φόρων, ἐνῶ στὴν συνέχεια, ἐπέτρεψε τὴν λαφυραγώγηση τῆς περιοχῆς.
Οἱ στασιαστὲς, πίστευαν ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολις δὲν θὰ ἀντιστεκόταν στὰ σχέδιά τους, γι’αὐτό προχώρησαν ἄφοβα νὰ τὴν καταλάβουν.
Ἀπό τὴν πλευρὰ τοῦ αὐτοκράτορα, ἡ κατάστασις δὲν ἦταν εὐνοική. Ὁ στρατὸς τῶν ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν, ἀπουσίαζε, καὶ ἡ μόνη διαθέσιμη δύναμις ἦταν οἱ ξένοι μισθοφόροι, οἱ ὁποῖοι συνήθως ἐλάμβαναν μέρος στὶς βασιλικὲς ἐορτές. Ἐπιπλέον ἐπειδή ἡ ὑγεῖα τοῦ βασιλιά εἶχε ἐπιδεινωθεῖ, ὁ ἴδιος δὲν μποροῦσε πλέον νὰ ἔλθῃ σὲ ἐπαφή μὲ τὸν λαό. Ἀρχικά ἡ δύναμις τῶν στασιαστῶν παρατάχτηκε ἐμπρός ἀπό τὰ τείχη τῆς Βασιλευούσης καὶ προσπάθησε νὰ τρομοκρατήσῃ τοὺς ἀμυνομένους καλύπτοντας στρατιῶτες καὶ ἄλογα μὲ κάθε εἴδους σιδερένιες πανοπλίες. Ἀπό τὴν πλευρὰ του ὁ Κωνσταντῖνος, σκέφτηκε νὰ χρησιμοποιήσῃ τοὺς ἔγκλειστους τῶν φυλακῶν τῆς Πόλης στρατιῶτες, γιὰ νὰ τοὺς στρέψει ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, ἀλλά καὶ νὰ ἐξοπλίσῃ ἐθελοντές.
Ὅταν οἱ στασιαστές πλησίασαν πολὺ τὶς ὀχυρώσεις τῆς Πόλης, στὴν ἀρχή δίστασαν, ὅμως στὴν συνέχεια διενήργησαν ἐπέλαση μὲ τὸ ἱππικό τους ἐναντίον τῶν αὐτοκρατορικῶν δυνάμεων ποὺ ἔτυχε νὰ βρίσκονται ἐκτός τῶν τειχῶν.
Αὐτοί ὅμως σκορπίστηκαν καὶ ὁ Λέων Τορνίκιος πλησίασε ἀκόμη περισσότερο τὰ τείχη, ἀλλά δὲν τολμοῦσε νὰ εισέλθῃ στὴν Πόλη.
Τότε ὁ αὐτοκράτωρ, ἔσπευσε νὰ σφραγίσῃ ὅλες τὶς πύλες τῶν τειχῶν καὶ πέτυχε νὰ πάρῃ μὲ τὸ μέρος του τοὺς κατοίκους τῆς βασιλευούσης. Κατόπιν τούτου, ὁ Λέων ἀπέτυχε νὰ παραβιάσῃ τὶς πύλες τῆς Πόλεως καὶ ὁ στρατὸς τῶν σταστιαστῶν ἀπογοητευμένος, ἄρχισε νὰ διαλύεται ἐνῶ πολλοὶ στασιαστὲς αὐτομόλησαν στὸν αὐτοκρατορικό στρατό.
Τότε οἱ κάτοικοι τῆς Βασιλευούσης, παίρνοντας θάρρος, πραγματοποίησαν ἔξοδο καὶ κατέλαβαν τὸ στρατόπεδο τοῦ ἐχθροῦ, προβαίνοντας σὲ λεηλασίες. Ἐπί πλέον οἱ δυνάμεις τῆς Ἀνατολῆς ποὺ ἔφθασαν στὴν Πόλη, ἐπιτέθηκαν ἐναντίον τῶν δυνάμεων τῆς Δύσεως καὶ ἀνάγκασαν τὸν Λέοντα νὰ καταφύγῃ σὲ ἕναν Ἱερό Ναὸ, μαζὶ μὲ τὸν παλαιὸ συμπολεμιστὴ του, Ἰωάννη Βατάτζη. Ὅταν οἱ κινηματίες μετὰ ἀπό ἔνορκες διαβεβαιώσεις, ἐξῆλθαν τοῦ ναοῦ, συνελήφθησαν καὶ τυφλώθηκαν.
Στὴν περίοδο τῆς βασιλείας τοῦ Κωνσταντίνου Μονομάχου, ὁριστικοποιήθηκε τὸ σχίσμα τῶν ἐκκλησιῶν ὕστερα ἀπό τὶς προκλήσεις τοῦ Πᾶπα.
Ἐνῶ τὴν διαίρεση τῶν ἐκκλησιῶν τὴν προκάλεσαν δογματικὲς αἰτίες, ἡ τελικὴ ρήξις ἐπῆλθε ἐπειδή ὁ Πᾶπας Λέων Θ’, συνέχισε νὰ ἐπεμβαίνῃ στὰ ἐκκλησιαστικά ζητήματα τῆς βυζαντινῆς Ἀπουλίας καὶ Καλαβρίας. Ἀρχικῶς ὁ Πᾶπας, μὲ τὸ πρόσχημα τῆς ἐπιλύσεως τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐκκρεμοτήτων, ἔστειλε ἀντιπροσώπους στὴν Κωνσταντινούπολη, οἱ ὁποῖοι ὅμως κατὰ τὴν συνάντησή τους μὲ τὸν Πατριάρχη Μιχαῆλ Κυρουλάριο συμπεριφέρθηκαν μὲ αὐθάδεια καὶ ἀλαζονεία.
Στὴν συνέχεια δὲ, τὸ καλοκαίρι τοῦ 1054, οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πᾶπα, ἀπέθεσαν στὴν Ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἀνάθεμα κατὰ τοῦ Πατριάρχου καὶ τῶν ὁπαδῶν του. Μὲ τὴν σειρᾶ του, ὁ Πατριάρχης, κάλεσε τὴν Ἱερά Σύνοδο, καὶ ἀφόρισε τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Πᾶπα καὶ ὅλους τοὺς συνεργάτες τους. Ὡς ἐπακόλουθο, ἐπῆλθε ὁ τελικὸς διαχωρισμὸς τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως. Τὸ σχίσμα θεωρήθηκε μεγάλη νίκη γιὰ τὸν Πατριάρχη, ἐπειδή τὸν καθιστοῦσε ἀνεξάρτητο ἀπό τὸν Πᾶπα.
Ὅμως τὸ γεγονὸς αὐτό ἀπέβῃ μοιραῖο γιατὶ ἀπέκοψε τὴν δυνατότητα συνεργασίας ἀνάμεσα στὶς δύο ἐκκλησίες. Τὸ σχίσμα ἔγινε αἰσθητό μόνο στὸν κλῆρο καὶ στὴν κυβέρνηση, ἐνῶ ὁ λαὸς δέχθηκε τὸ γεγονὸς ἥρεμα, μὴ ἔχοντας ἀκριβῆ γνώση γιὰ τὶς διαφορὲς τῶν δύο ἐκκλησιῶν. Στὸ μεταξὺ, ἡ Ζωῆ, ποὺ εἶχε ἀρχίσει νὰ γερνᾶ, ἦταν ἄλλοτε ὑποχωρητική καὶ ἀδρανοῦσε, ἄλλοτε σκληρότατη καὶ βίαιη.
Ἐπειδή δὲ εἶχε δεῖ τὸν πατέρα της νὰ προβαίνῃ σὲ τυφλώσεις ἀδίστακτα, μὲ εὐκολία ἐπέβαλε αὐτή τὴν ποινὴ, ἀκόμη καὶ σὲ κάποιον ποὺ εἶχε διαπράξει μικρὸ πλημμέλημα. Ἄν μάλιστα δὲν εἶχε παρέμβει ὁ αὐτοκράτωρ, πολλοὶ ἄνθρωποι θὰ εἶχαν τυφλωθῇ ἄνευ λόγου καὶ αἰτίας.
Ἡ Ζωῆ, ἐνῶ εἶχε ἤδη ὑπερβεῖ τὰ ἑβδομῆντα, τὸ πρόσωπό της διατηροῦνταν ἀρυτίδωτο. Ὅμως τὰ χέρια της ἔτρεμαν, δὲν ἰσορροποῦσε καλῶς καὶ ἡ πλάτη της, εἶχε κυρτῶσει.
Ἡ Ζωῆ, δὲν συνήθιζε νὰ ἐνδύεται μὲ χρυσοῢφαντες στολὲς ἤ νὰ στολίζεται μὲ διαδήματα καὶ κοσμήματα. Ἀπέφευγε τὴν συνεργασία μὲ τὸν βασιλιὰ καὶ δὲν ἀσχολοῦνταν μὲ τὰ αὐτοκρατορικά καθήκοντα, οὔτε ὅμως καὶ μὲ τὶς γυναικεῖες ἀσχολίες, ὅπως τὸν ἀργαλειό, τὸ ἀδράχτι, τὸ μαλλὶ καὶ τὸ πλέξιμο. Εἶχε ἀφιερώσει τὸν ἐαυτό της σὲ θυσίες πρὸς τὸν Θεὸ, στὶς ὁποῖες χρησιμοποιοῦσε ἄφθονα ἀρώματα καὶ θυμιάματα, ποὺ εἰσάγονταν ἀπό τὴν χῶρα τῶν Ἰνδῶν καὶ τῶν Αἰγυπτίων.
Στὰ ἑβδομήντα δύο της χρόνια, ἀρρώστησε βαριᾶ, ἐκδήλωσε ἀνορεξία καὶ ὑψηλό πυρετὸ. Ὅταν ἀντιλήφθηκε ὅτι ἐπέρχεται τὸ τέλος της, ἀπελευθέρωσε πολλοὺς φυλακισμένους, τοὺς ὁποίους ἀπάλλαξε ἀπό τὰ χρέη τους, ἔδωσε χάρη σὲ ποινικοὺς καταδίκους καὶ μοίρασε χρήματα ἀπό τὸ δημόσιο ταμεῖο. Τὸν θάνατο τῆς Ζωῆς, ὁ Κωνσταντῖνος θρήνησε μὲ πολὺ θλίψη, ἀπέδωσε δὲ στὴν θανοῦσα, τιμὲς θεᾶς.
Ὁ αὐτοκράτωρ, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ βίου του, προέβη στὴν ἀνέγερση τῆς Νέας Μονῆς Χίου καὶ τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Μαγγάνων,[καὶ στὴν συνέχιση τοῦ ἔργου τῶν προηγουμένων αὐτοκρατόρων, γιὰ τὴν ἀναστύλωση τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως Ἱεροσολύμων]. Μὲ τὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὁ Μονομάχος προσπάθησε νὰ συναγωνισθῇ δίχως ἐπιτυχία ὅμως, τὴν Ἁγία τοῦ Θεοῦ Σοφία, ποὺ εἶχε ἀνεγερθεῖ ἀπό τὸν Ἰουστινιανό.
Ἀπό τὸ παλάτι τῶν Μαγγάνων καὶ τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ποὺ ἦταν δίπλα σ’αὐτό, σώζεται σήμερα μόνο ἡ περιγραφή του, Clavijo 1403, ἀφοῦ κατὰ τὴν διάνοιξη τοῦ σιδηροδρόμου, τὸ 1871, καταστράφηκαν ἀκόμα καὶ τὰ θεμέλιά τους.
Ἐκεῖ ὅπου εἶχε ἀναγερθεῖ ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸ μέσο ἐνός λειμῶνα μὲ καρποφόρα δένδρα ὁ αὐτοκράτωρ διέταξε τὴν κατασκευὴ μιᾶς πισίνας, ὅπου λουζόταν πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα, [γιὰ νὰ ἀνακουφίζεται ἀπό τοὺς πόνους καὶ τὰ συμπτώματα τῆς ρευματοειδούς ἀρθρήτιδος ποὺ τὸν ταλαιπαιροῦσε].
Ἐκεῖ κρυολόγησε καὶ ἀρρώστησε βαριᾶ. Ἐνῶ παρέμεινε κατάκοιτος δὲν ἐκδήλωσε τὴν πρόθεσή του, νὰ παραδώσῃ τὴν ἐξουσία. Ἀναζήτησε μόνος του τὸν διάδοχό του, φροντίζοντας νὰ ἑνημερώσῃ καὶ τὴν Θεοδῶρα ποὺ ζοῦσε ἀκόμη. Ὅταν αὐτή διαπίστωσε ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος ἦταν ἑτοιμοθάνατος, ἐξασφάλισε τὴν ὑποστήριξη τῆς αὐτοκρατορικῆς φρουρᾶς καὶ ἔσπευσε νὰ διατάξῃ τὴν σύλληψη τοῦ Νικηφόρου Πρωτεύοντα, τὸν ὁποῖον ὁ αὐτοκράτωρ προόριζε γιὰ διάδοχό του, καὶ τὸν ἐξόρισε στὴν Μονὴ Κουζηνᾶ, στὴν Θράκη.
Ὅταν ὁ βασιλιᾶς συνειδητοποίησε τὰ γινόμενα δυσανασχέτησε ταυτοχρόνως δὲ ἡ ὑγεία του ἐπιδεινώθηκε. Ἔπεσε σὲ βαθὺ διαλογισμὸ, παρέμεινε ἄφωνος καὶ σύντομα παρέδωσε τὸ πνεῦμα, γεμᾶτος ὁργή καὶ ἀγανάκτηση. Ὁ Κωνσταντῖνος Θ’Μονομάχος ἀπεβίωσε στὶς 11 Ἰανουαρίου 1055 καὶ ἐνταφιάστηκε στὸ μοναστήρι τῶν Μαγγάνων πλησίον τῆς ἀγαπημένης του, Σκλήραινας.
«ὡς δὲ κατήπειγον αὐτόν αἱ παλαμναῖοι νόσοι καὶ τὸν πηλὸν τοῦ σώματος ἡ φύσις ἐπεζήτει, τὰ κατὰ γνώμην θέμενος, μεθίσταται τοῦ βίου, ἔτεσι δυοκαίδεκα τὸ κράτος διηθήνας” [Κωνσταντίνος Μανασσής, Breviarium Historiae Metricum, ed I. Bekker CSHB, 1837].