Η ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΗΣ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ – ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ ΚΟΤΥΩΡΩΝ

Γιορτή στην Τραπεζούντα

.

Η ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ

Στα παλιά τα χρόνια δεν υπήρχαν ξενοδοχεία στα Κοτύωρα. Στα πανδοχεία—χάνα—πού είχε αρκετά, πήγαιναν κυρίως οι Τούρκοι χωρικοί και αγωγιάτες. Αργότερα έγινε ένα μόνο ξενοδοχείο, πού χρησίμευε για τούς περαστικούς ξένους εμπόρους κ’ επιχειρηματίες γενικά. Επίσης και μερικά καφενεία χρησιμοποιόντανε για ξενώνες. Στα τελευταία χρόνια — μετά το 1908—φτιάχτηκε ένα ωραίο ξενοδοχείο με όλες τις ανέσεις—πανσιόν. Ο πολύς κόσμος των ομογενών πού ερχόνταν από τα μεσόγεια στα Κοτύωρα για διάφορες αιτίες, φιλοξενόνταν—εμονάγουνταν ή έμεναν—στα σπίτια των Ρωμιών.

Περιπτώσεις κατά τις οποίες κατέβαιναν χωρικοί ή ξένοι κι’ από άλλα μέρη—Κερασούντα, Πουλαντζάκη, Φάτσα, Οινόη κ.τ.λ.—στα Κοτύωρα ήσαν: Στις πανηγύρεις των εορτών των τριών εκκλησιών και προ παντός τής Υπαπαντής• για να διεκπεραιώσουν διάφορες υποθέσεις είτε με τις κρατικές υπηρεσίες είτε με την Μητρόπολη για να βρουν εργασία• για την επίσκεψη γνωστών και συγγενών τους κ.τ.λ.

Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις οι Κοτυωρίτες περιποιόντανε τούς ξένους με προθυμία κ’ ευχαρίστηση εξαιρετική. Κατά τις πανηγύρεις των εκκλησιών όλες ο οικογένειες έπαιρναν από την εκκλησία ξένους και τούς πηγαίνανε σπίτια τους. Πρόβλεπαν μάλιστα και φρόντιζαν από την προηγούμενη μέρα να ψουνίσουν και να ετοιμάσουν εκλεκτά και άφθονα φαγητά. Την ημέρα τής Υπαπαντής προπάντων δεν υπήρχε σπίτι πού να μην έχει μουσαφίρη. Κάποτε μάλιστα οι Επίτροποι τής εκκλησίας ετοίμαζαν ιδιαιτέρως φαγητά σε μεγάλα καζάνια και παράθεταν μετά την πρωϊνή απόλυση σ’ όλους τούς ξένους σε τραπέζια στρωμένα στην αυλή ή στον νάρθηκα τής εκκλησίας, σαν σε κοινόβια• ήταν και πολύς ό κόσμος πού κατέβαινε στα Κοτύωρα, όπως αναφέρομε στο κεφάλαιο «Μηνολόγιο και εορτολόγιο»*.

Όσοι ερχόντανε για δουλειές τους πού απαιτούσαν μερικές ημέρες να τελειώσουν, ή για να βρουν εργασία, πήγαιναν συνήθως στην αυλή τής εκκλησίας. Εκεί παίρναν επαφή με γριές κυρίως πού πήγαιναν ταχτικότατα και το πρωινό και στον εσπερινό τής εκκλησίας και πού τους οδηγούσαν για φιλοξενία στα σπίτια τους. Αν έφταναν αργά στην πόλη κατά το βραδάκι ή την νύχτα πριν από την ώρα τού ύπνου αν τύχαινε να μη τούς προσκαλέσει κανείς από νωρίς, πήγαιναν με το σούρουπο στα σπίτια κατευθείαν και ζητούσαν φιλοξενία. Δεν υπάρχει περίπτωση πού να μη γένηκαν δεκτοί τέτοιοι ξένοι. Μόνο, εσύμβαινε κάποτε να πάνε σε τρανά τζάκιά, όπου φοβόνταν από… ζωύφια, και αντί να τούς φιλοξενήσουν τούς δίνανε χρήματα και τούς λέγανε να πάνε να μείνουν σε καφενείο, βρίσκοντας και κάποια εύσχημη δικαιολογία: Έχομε άρρωστον και ‘κ’ ευπορούμε να μονάζομε• έπαρ’ αβούτο τε γορόσ’, και δέβα μένον ση Φιταγκούρ την καϊβέν. (γορόσ’ =γρόσι• για τη διανυχτέρευση στο καφενείο πλήρωναν μισό γρόσι—είκοσι παράδες).
Αν μαθευόταν όμως αυτό, δε γλύτωναν από το κουτσομπολιό, πού παραμόνευε πάντα και άγρια ξέσπαγε σε βάρος τους: Ήμαρτον! αγοίκον χουγιανετλίκ’ πα γίνεται; Άνθρωπον ποί κρούει σην πόρτα-σ’ την νύχταν ‘κι μονάεις-ατον καμμίαν; Για κάθε φιλοξενούμενο εξασφάλιζαν άφθονο φαγί και ύπνο. Ανάλογα με την εμφάνισή τους, τούς ετοίμαζαν και τα ρούχα τού ύπνου: από στρώματα καλά και καθαρά, μέχρι κουρελούδες και τσούλια. Οι χωρικοί καθώς κι’ όλοι, μπαίνοντας στο σπίτι, έβγαζαν τα τσαρούχια ή τα γεμενιά τους και πριν κοιμηθούν, έπλεναν συνήθως τα πόδια τους. Για τούς γνωστούς και συγγενείς πού έρχονταν από άλλα μέρη και από μέσα από την πόλη, είχαν πάντα εκλεκτότερα φαγητά και τα καλύτερα στρώματα, όσες μέρες κι’ αν έμεναν.

Στα περισσότερα σπίτια είχαν κάποιο διαμέρισμα είτε ιδιαίτερο είτε προορισμένο σε κάθε ανάλογη περίσταση και για τούς ξένους. Εκτός τούς Έλληνες και γενικά τούς χριστιανούς, φιλοξενούσαν όχι σπάνια και Τούρκους, κυρίως πελάτες ή γνωστούς από χωριά, όπου πήγαιναν για δουλειές τους και τύχαινε να φιλοξενηθούν απ’ αυτούς. Η περιποίησή τους δεν υστερούσε καθόλου απ’ εκείνη πού κάνανε στους χριστιανούς, μόνο πού τούς βάζανε σε δωμάτιο, όπου δεν υπήρχαν εικονίσματα (από αυτό και μόνον αντιλαμβάνεται ο καθένας τα επίπεδα της ξενίας χωρίς όρια, και, του σεβασμού προς τον φιλοξενούμενο!!).

Η συνέχεια του κειμένου ΕΔΩ

Αφήστε μια απάντηση